Χαριλάου Νεόφυτος, Ο Νεόφυτος Δούκας και η συμβολή του στο νεοελληνικό Διαφωτισμό
 
Αθήνα 2003, Κυβέλη
 
 
 

«Η παρουσία του Νεόφυτου Δούκα στην ελληνική παιδεία του δέκατου ένατου αιώνα μπορεί να αξιολογηθεί μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού και ιδιαίτερα στην πτυχή εκείνη του αρχαϊστικού προσανατολισμού. Ο Δούκας αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη έκφραση του αρχαϊσμού της εποχής του, ο οποίος συμπυκνώνει μέσα του όλα εκείνα τα αντίρροπα στοιχεία που τον καθιστούν μία από τις βασικές συνιστώσες της παράδοσης του Διαφωτισμού.

Ο αρχαϊσμός του Δούκα, αν και εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται αναχρονιστικός, εκφράζει τον εθνικό παλμό που αποσκοπεί  στην πνευματική αναγέννηση του γένους. Οι ρίζες αυτής της προσπάθειας μπορούν να αναζητηθούν στον κλασικισμό της εποχής του, αλλά ιδιαίτερα στην αντίληψή του για την πνευματική καθηγεμονία της ελληνικής παιδείας στον ευρύτερο χώρο της καθ’  ημάς Ανατολής.

Ο γλωσσικός αρχαϊσμός του Δούκα είναι συνδεδεμένος με το όραμα του μεγαλείου της αρχαίας Ελλάδας, το οποίο δημιουργούσε σε μερίδα της ελληνικής λογιοσύνης την πεποίθηση, ότι με τη μίμηση θα μπορούσαν οι Έλληνες να πλησιάσουν τους ένδοξους προγόνους τους. Ο γλωσσικός αυτός ρομαντισμός, με τη στροφή προς την αρχαιότητα αποτέλεσε εν συνεχεία τη βασική παιδευτική επιλογή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Η επιλογή του να εκδώσει αρχαίους συγγραφείς, και μάλιστα με ιστορικοφιλοσοφικό περιεχόμενο, σε συνδυασμό με την επιμονή του για σταδιακή εφαρμογή της αρχαίας γλώσσας ως όργανο του γραπτού λόγου, κατοπτρίζει την εθνική του στοχοθεσία, η οποία συνδέεται και με τον πολιτισμικό εξελληνισμό όλων των ορθόδοξων λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έχοντας επίγνωση της υπεροχής τού ελληνικού πολιτισμού θεωρούσε αναγκαία και χρήσιμη τη διοχέτευσή του στις άλλες εθνότητες της Βαλκανικής. Η υιοθέτηση της ελληνικής παιδείας και γλώσσας, αλλά ακόμη και των ελληνικών ηθών και εθίμων δεν θα αλλοίωνε κατά τον Δούκα την εθνική ιδιαιτερότητα ενός λαού, αλλά αντίθετα θα την καθιστούσε «αντίζηλον προς τας των εθνών επιδόσεις εις τας επιστήμας και τέχνας και το εμπόριον ...».

Βασική επιδίωξη λοιπόν του Δούκα ήταν η επικράτηση του ελληνικού πολιτισμού στους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό θα επιτυγχανόταν με τη σταδιακή υιοθέτηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και  παιδείας, η οποία ήδη διδασκόταν σε πολλά σχολεία της Βαλκανικής. Πιο πρόσφορος χώρος για την εφαρμογή της θεωρίας του υπήρξε ο χώρος των παραδουνάβιων ηγεμονιών, όπου έζησε και δίδαξε επί πολλά έτη. Στην επιλογή του αυτή ήρθε σε σύγκρουση με την ίδια τη μεγάλη Εκκλησία, η οποία έβλεπε με δυσπιστία τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, αλλά και με τη μερίδα εκείνη της ελληνικής λογιοσύνης που θεωρούσε τις γλωσσικές του απόψεις αναχρονιστικές.

Πέραν τούτου, σε πρακτικό επίπεδο οι πολυάριθμες εκδόσεις των αρχαίων συγγραφέων αλλά και τα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Δούκας, εμπλούτισαν και αύξησαν την παραγωγή σχολικών βοηθημάτων και κάλυψαν σημαντικά τις εκπαιδευτικές ανάγκες της εποχής του. Επίσης, οι άοκνες και συνεχείς προσπάθειές του για ευαισθητοποίηση ατόμων ή συλλογικών φορέων αναφορικά με τη σύσταση ελληνικών σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών, την ίδρυση τυπογραφίας και γενικότερα της προαγωγής της παιδείας τον κατέστησαν μοχλό παιδευτικής ανανέωσης. Οι παιδαγωγικές του απόψεις, η σώφρων και επιεικής παιδαγωγική του πρακτική, η αποκήρυξη της διδασκαλίας των θρησκευτικών βιβλίων, η ενθάρρυνση των νέων για ανώτερες σπουδές και η εν γένει διδασκαλική του δράση οδηγούν στη διαπίστωση πως ο Δούκας υπήρξε από τις σημαντικότερες διδασκαλικές προσωπικότητες της εποχής του. Η μακρόχρονη παραμονή του στο Βουκουρέστι και η εκεί διδασκαλική του δράση συνετέλεσαν αποφασιστικά στην διάδοση του ελληνικού πολιτισμού.

Στα πλαίσια της παιδευτικής του πρότασης εντάσσεται και η προσπάθειά του για αναμόρφωση του κλήρου, τον οποίο θεωρούσε έναν από τους βασικούς μοχλούς για την κοινωνική και εθνική ανανέωση. Έτσι, μαστίγωσε με την κριτική του την διεφθαρμένη εκκλησιαστική πρακτική ενός μέρους του ανώτερου κλήρου, ενώ αποδοκίμαζε την αμάθεια των απλών κληρικών και την παρασιτική ζωή των μοναχών.

Έντονα κριτικός όμως ήταν και προς το κοινωνικοπολιτικό σύστημα της Μολδοβλαχίας. Εμφορούμενος από δημοκρατικά ιδεώδη αποδοκίμασε την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση των φτωχών και αδύναμων τάξεων και επέκρινε το θεσμό της κληρονομικής ευγένειας. Η  κοινωνική κριτική που διατύπωσε εκφράζει την πιο φιλελεύθερη και ριζοσπαστική ροπή του ελληνικού Διαφωτισμού, η οποία μάλιστα δεν εμφανίζεται ανώνυμα, όπως συνηθιζόταν κατά τα χρόνια εκείνα, αλλά φέρει τη σφραγίδα της υπογραφής του, η οποία παρ’  ολίγο να του στοιχίσει και τη ζωή.

Τέλος, η συμμετοχή του Δούκα στη φιλολογική διαμάχη της εποχής, και μάλιστα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, ολοκληρώνει την εικόνα του ως ανθρώπου μαχητικού, και επίμονου, τολμηρού και μετριοπαθούς, αυστηρού και συγχωρητικού. Αυτά τα αντίρροπα στοιχεία στο χαρακτήρα του Δούκα είναι εκείνα που τον καθιστούν μια από τις πιο ιδιόμορφες προσωπικότητες της εποχής του.

Μολονότι η επιστημονική και φιλολογική του αξία δεν προσέγγιζε αυτήν του Κοραή, δεν σημαίνει πως η προσφορά του στάθηκε μικρή για το γένος του. Ο Δούκας δεν επηρεάστηκε μόνο από τα ρεύματα της εποχής του αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στη διαμόρφωσή τους στον ελληνικό χώρο τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ο κύκλος των ανθρώπων που βρισκόταν γύρω του αναμφισβήτητα τον θεωρούσε σαν έναν από τους κορυφαίους λόγιους, ενώ η συνδρομή που του παρείχαν κατά τη διάρκεια της διαμάχης με τον κοραϊκό κύκλο αποδεικνύει την επίδραση που είχε ασκήσει η προσωπικότητά του και οι ιδέες του.

Από την εξέταση όμως των περιστατικών της ζωής του εκείνο που πρέπει να επισημανθεί ιδιαίτερα είναι η ηθική ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Εκείνο που κατεξοχήν χαρακτήριζε την προσωπικότητά του είναι τα ψυχικά του χαρίσματα. Ακόμη και στις στιγμές της μεγάλης όξυνσης με τους αντιπάλους του δεν ξέφυγε ποτέ από κάποια σεμνότητα, ενώ πάντοτε ήταν πρόθυμος για την συνδιαλλαγή. Η μορφή του Δούκα παραμένει αγνή και πάντοτε αφιερωμένη στα κοινά». (σελ. 503-505)

«Ο Δούκας με την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία σπεύδει να εξυμνήσει το κίνημα του Υψηλάντη γράφοντας τον επαναστατικό Θούριο εις την εκστρατείαν του Α. Υψηλάντου. […] Παρά το γεγονός ότι το κείμενο είναι σε λόγια γλώσσα και δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής καλλιέπειας, συναρπάζει τον αναγνώστη με τον επαναστατικό παλμό του αλλά και τη σύνεση που είναι γραμμένο. Ο Θούριος του Δούκα είναι μια επαναστατική διακήρυξη προς όλους τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής, Έλληνες, Βλάχους, Μολδαβούς, Σέρβους, Αλβανούς, να αναλάβουν τα όπλα κατά του «επτακεφάλου Θηρίου» της τυραννίας, της οποίας «η προθεσμία πεπλήρωται». […] Ο ελληνικός αγώνας παρουσιάζεται, όπως και στο θούριο του Ρήγα, με τη  διλημματική επιταγή, ελευθερία ή θάνατος: «γλυκυτέρα μιας ημέρας ζωή μετ’ ελευθερίας, εάν κατορθώσωμεν τούτο, παρά να κακοζώμεν υβριζόμενοι, καί διηνεκως τυραννούμενοι», σημειώνει. […] Ο Θούριος του Δούκα δεν αποτελεί μόνο ένα σάλπισμα ελευθερίας· είναι ταυτόχρονα και μια φωνή συνετής καθοδήγησης προς του αγωνιζόμενους Έλληνες. Η βαθιά γνώση της ιστορίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας συνέβαλαν ώστε να γνωρίζει ότι, όπως κάθε επαναστατικό κίνημα, έτσι και η Ελληνική Επανάσταση, για να έχει προοπτικές επιτυχίας θα πρέπει, εκτός από την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό των ανθρώπων, να στηρίζεται επιπλέον στην ομοψυχία τους, στην πειθαρχία στην ηγεσία, στην ανιδιοτέλεια και στη μαζική συμμετοχή στον κοινό αγώνα.

[…] Το επαναστατικό αυτό μανιφέστο, που φαίνεται πως κυκλοφόρησε χειρόγραφα, επιβεβαιώνει τις ριζοσπαστικές καταβολές της σκέψης του Δούκα και αποδεικνύει πως  ήταν πρωταρχικά άνθρωπος της δράσης. Ίσως να βρισκόταν στο πεδίο της μάχης δίπλα στον Α. Υψηλάντη, αν ήταν μερικά χρόνια νεότερος». (σελ. 188-190)

«Η επιστολή προς τον Αλή πασά αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη παρέμβαση του Ν. Δούκα στην υπόθεση της ίδρυσης ανώτερου σχολείου στο Ζαγόρι. Από τα επιχειρήματα δε που προβάλλει αλλά και το χρόνο αποστολής, πιθανολογείται ότι θα μπορούσε να έχει κάποια θετική ανταπόκριση. Τα πολεμικά γεγονότα που ακολούθησαν, μετά την ανοικτή σύγκρουση του Αλή πασά με τον Σουλτάνο, ανέκοψαν κάθε περαιτέρω ενέργεια, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουμε την επίδραση της επιστολής αλλά και τις προθέσεις του πασά της Ηπείρου. Ο ίδιος ο Δούκας σε μεταγενέστερη επιστολή του προς τους συμπατριώτες του, αναφερόμενος στην τότε προσπάθειά του για σύσταση κεντρικού σχολείου, αποδίδει τη μη ευδοκίμησή της στο γεγονός της αποστασίας του Αλή πασά».(σελ. 120)