Κόρφης Τάσος, «Η αισθητική του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Μέσα από το ανέκδοτο ημερολόγιό του
 
Διαβάζω, (Αφιέρωμα), 95 (1984), σσ. 20-24
 
 
 

Η αντίφαση που παρατηρείται σε μερικούς ποιητές του μεσοπολέμου (Τέλλο Άγρα, Μήτσο Παπανικολάου κ.ά.) ανάμεσα στην πρωτότυπη, προσωπική τους δημιουργία και τις αισθητικές τους απόψεις, εντοπίζεται ίσως πιο καθαρά στο έργο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Γιατί, από τη μια μεριά, τα ποιήματα του -εμπνευσμένα τα πιο πολλά από τις ερωτικές του εμπειρίες- κινούνται πάντα μέσα στην παράδοση, τόσο σαν μορφή όσο και σαν περιεχόμενο και κλίμα, και, από την άλλη μεριά, μερικές από τις κριτικές παρατηρήσεις του και, προπάντων, οι αισθητικοί του στοχασμοί ανανεώνουν -και, μάλιστα, επαναστατικά- το ποιητικό κατεστημένο της εποχής του. Ας μην ξεχνάμε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας από τους πρώτους που μίλησε επαινετικά για τον Καβάφη, σε μια εποχή αμφισβητήσεων και αρνήσεων του έργου του ποιητή και, επίσης, για την αξία του υποσυνείδητου στην τέχνη.

 

Αλλά, παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, ας δούμε κάπως πιο αναλυτικά το αισθητικό του πρόσωπο, έτσι όπως με αρκετή ευκρίνεια σκιαγραφείται μέσα από τους στοχασμούς του προσωπικού του ημερολογίου.

 

Η αμφισβήτηση της λογικής

 

Παρόλο που ο Λαπαθιώτης, συντηρητικός κατά βάθος και ακούραστος εραστής της μορφικής τελειότητας  του παραδοσιακού στίχου, είδε με καχυποψία αλλά και με εχθρότητα την προσπάθεια της αυτόματης γραφής να διευρύνει τα όρια της ποιητικής ευαισθησίας, ανανεώνοντάς την, με την ίδια, όμως, αν όχι και μεγαλύτερη αμφισβήτηση μίλησε, σε πολλούς από τους στοχασμούς του για «το παραπέτασμα της λογικής, που είναι το απατηλότερο απ' όλα τα κατά συνθήκη πράγματα και που εμποδίζει τον άνθρωπο ν' αντιληφθεί τα πάντα» (στοχασμός του 1929). Μα, δυστυχώς, αυτό το παραπέτασμα ουδέποτε μπόρεσε να το παραβιάσει ούτε στο περιεχόμενο αλλά ούτε στη μορφή της ποίησής του. Άρρηκτα δεμένος μ' ένα εντελώς προσγειωμένο νεορομαντισμό, που δεν του επέτρεπε καμιά ρήξη της λογικής συνέχειας, ούτε, έστω και με την εξαντλητική επεξεργασία και αποφόρτιση του στίχου από τα νοητικά στοιχεία χάρη των ηχητικών -κάτι που επιχείρησαν οι οπαδοί της καθαρής ποίησης-, δεν μπόρεσε, ούτε για μια στιγμή, ν' αφεθεί στους «ανεξάντλητους ψιθυρισμούς» του υποσυνειδήτου, που τόσο τόνισε τη σημασία του στους στοχασμούς του. «Υπάρχουν άνθρωποι», γράφει (στοχασμός 9.12.1927), «που φαντάζονται ότι ένα έργο Τέχνης απευθύνεται στη λογική. Οι άνθρωποι αυτοί απορούν, βλέποντας έργα που ικανοποιούν τη λογική και που δεν είναι έργα Τέχνης, και, αντιθέτως, έργα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν παρακρούσεις και κατέχουν τη θέση έργων Τέχνης. Οι άνθρωποι αυτοί πλανώνται οικτρά. Ένα έργο Τέχνης δεν απευθύνεται στη λογική αλλά στο υποσυνείδητο. Υπάρχουν, βέβαια, έργα Τέχνης που ικανοποιούν και τη λογική, αλλ' αυτό είναι μια σύμπτωση και μια εξαίρεση. Επειδή η λογική είναι συμβατική και περιορισμένη -ενώ το υποσυνείδητο είναι το μόνο πράγμα, μες στην ανθρώπινη σύσταση, που θα μπορούσε να ονομαστεί απόλυτο- μια και συνορεύει προς το άγνωστο, που δεν το φτάνει, φυσικά, η λογική».

 

Χρήση αντιποιητικών στοιχείων

 

Ο στοχασμός αυτός είναι φυσικό να μας ξαφνιάσει, όχι τόσο για την πρωτοτυπία του όσο για την τόλμη του, μια κι έχει γραφτεί το 1927, πριν, σχεδόν, από τα πρώτα δείγματα υπερρεαλιστικής γραφής στην Ελλάδα, εξίσου, όμως, σημαντικός είναι και ο επόμενος στοχασμός που ανθολογούμε από το ημερολόγιό του. Εδώ ένας ποιητής που συστηματικά μόχθησε για την άψογη, κατά τα κριτήρια της εποχής του, γραφή των στίχων του, ωραιοποιώντας και τα πιο κοινότοπα, για πρώτη φορά νομιμοποιεί -με κάποιους, βέβαια, ενδοιασμούς- τη χρήση αντιποιητικών στοιχείων. «Για να μπορέσει η σημερινή μας αίσθηση», γράφει (στοχασμός 18.1.1927), «να οσφρανθεί ευκολότερα το άρωμα της ποιήσεως (η ποίηση, είναι κάτι το πολύ ελαστικό και ιδιότροπο και καταφεύγει κάποτε σε πολύ μυστηριώδη στρατηγήματα) πρέπει αυτή να βγαίνει μέσα από στοιχεία ελαφρά αντιποιητικά· λέγοντας στοιχεία αντιποιητικό εννοώ είτε τη θεληματικά αντιποιητική φόρμα, δηλαδή τη θεληματικά ελαττωματική έκφραση, την επιτηδευμένη, κάπως, ακαλαίσθητη, εκ πρώτης όψεως διατύπωση (Καβάφης), είτε το επιζητημένα αποκρουστικό περιεχόμενο: αυτό δίνει μιαν ένεση καινούριας, πρωτογόνου παρθενιάς, σε πράγματα που έχουν φθαρεί από την πολυετή χρήση και στα οποία έχει κάπως εξοικειωθεί η αίσθησή μας. Και τότε, μες απ' αυτά -ίσως, ακόμα, και για λόγους αντιθέσεως που διαγράφει πιο ανάγλυφα τα πράγματα- η ποίηση πηγάζει εντονότερη μ' όλη την πρώτη της δροσιά και γοητεία...»

 

Η τέχνη σαν σκοπιμότητα

 

Μεγαλωμένος στο κλίμα του αισθητισμού, που επηρέασε με την ωραιολογία και την ωραιολατρία του τη νεοελληνική λογοτεχνία -πριν και κατά την πρώτη δεκαπενταετία του αιώνα μας-και υποστηρίζοντας τη γνωστή φράση του δασκάλου του Oscar Wilde: «η τέχνη είναι εντελώς ανωφελής», ο έλληνας εστέτ δεν μπορούσε να δεχτεί άλλη σκοπιμότητα από την τέχνη παρά την εξυπηρέτηση της ομορφιάς. Της ομορφιάς που όσο κι αν βασικά, βέβαια, διέφερε σαν έννοια ανάμεσα στο δάσκαλο και στο μαθητή -μια και ο πρώτος, απελευθερωμένος από τα συναισθήματα, στόχευε «στην τελειοποίησή του και στην προστασία του από τους κινδύνους της πραγματικής ύπαρξης» και ο δεύτερος ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει στις απαραίτητες εντάσεις που θα τον απομάκρυναν από τους δεσμούς του- αποτελούσε, και για τους δύο, την πιο βασική καλλιτεχνική τους επιδίωξη.

«Οι άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι η Τέχνη οφείλει να έχει έναν άμεσο κοινωνικό σκοπό», γράφει στο ημερολόγιό του ο Λαπαθιώτης την 23.10.1931, «είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με την Τέχνη, είναι ξένοι προς κάθε επαφή μαζί της, που δεν δίνουν μια δεκάρα γι' αυτήν, αλλ' επειδή ακούν απ' όλες τις μεριές κι από τους ίδιους τους θεωρητικούς των διδασκάλους ότι αυτή αποτελεί κάτι σημαντικό στον κόσμο, κάνουν τη συγκατάβαση να "το δεχτούν", υπό τον όρον, όμως, πως κι αυτή θα παίρνει μέρος στην εξυπηρέτηση του κοινωνικού προγράμματός των.»

Και μερικές μέρες αργότερα (30.11.1931): «Εκείνοι που ζητούν από την Τέχνη να εξυπηρετεί μια "σκοπιμότητα" συμβατική και περιορισμένη και δεν την δέχονται διαφορετικά, μοιάζουν φοβερά με τους ανθρώπους που δεν μπορούν να εκτιμήσουν τη φωτιά -τη λάμψη, τη ζέστα της και την παρηγοριά της- αν απάνω στη λαμπρή της φλόγα δε μαγειρεύεται και κάποιο φαγητό».

 

Η τέχνη σαν επικοινωνία

 

Εάν, όμως, όπως πίστευε, «κάθε καλλιτεχνικό έργο, άξιο του ονόματος του, δημιουργείται αποκλειστικά για μια λεπτή, βαθιά και μυστική, ατομική χαρά μας, που μας απολυτρώνει με τα δικά μας μέσα», την ίδια, σχεδόν, λεπτή χαρά ένιωθε και όταν επικοινωνούσε με τους άλλους, δηλαδή «όταν διαισθάνονταν ότι τους μεταδίδει τη συγκίνησή του με μορφή συγκεκριμένη κι όσο του ήταν δυνατόν πιο άρτια και απόλυτα, κι αν ήταν τρόπος ακατάλυτα κι αιώνια» (στοχασμός 19.2.1933). Αλλά, αφήνοντας κατά μέρος τις αφηρημένες έννοιες των επιρρημάτων της τελευταίας του φράσης, ας προσπαθήσουμε να επικοινωνήσουμε κι εμείς με μερικές από τις αισθητικές του θέσεις, μέσα από τους στοχασμούς του ημερολογίου του.

1.  Η συγκίνηση πρέπει να εκφράζεται με μορφή συγκεκριμένη και χωρίς φραστικές πολυτέλειες και ρητορικούς φόρτους: Για τη συγκεκριμένη μορφή που πρέπει κατάλληλα να ενδύει κάθε μας συγκίνηση, ο ποιητής μας μίλησε στον παραπάνω στοχασμό  του  της   19.2.1933.   Πέρα, όμως,   από   αυτόν,   στο   στοχασμό   του   της 10.8.1931  άμεσα κατηγορεί τον  εξηρμένο και υπερυψωμένο   λόγο   που,   αδικαιολόγητα   και ανάρμοστα,   χρησιμοποιούσαν  μερικοί  οπαδοί του αισθητισμού αλλά και άλλοι στον τόπο μας· «όπως μερικές θρησκευτικές ιεροτελεστίες», γράφει,

«που με την επίσημη θεατρικότητά τους και με τον πομπικό τους χαρακτήρα προσπαθούν να καλύψουν το κενό της πίστεως που λείπει, έτσι και μερικά ποιήματα, με τις φραστικές τους πολυτέλειες και τους ρητορικούς τους φόρτους, προσπαθούν   ν'   αναπληρώσουν   τεχνητά   την ποίηση, τη φλόγα και το αίσθημα, που απουσιάζουν εντελώς.»

2.  Η αξία ενός έργου τέχνης δεν έγκειται σ' εκείνο που εκφράζεται αλλά σ' εκείνο που υπονοείται.

Η μεταφορά υπήρξε πάντα μια από τις πιο βασικές -ίσως η βασικότερη- συνιστώσες της ποιητικής δημιουργίας. Προβάλλοντας ο ποιητής -μέσα από τις εικόνες που μας παρουσιάζει- με έμμεσο τρόπο αυτό που θέλει να εκφράσει, μας το μεταδίδει προσωπικότερα και πειστικότερα. Και, βέβαια, όσο πιο καίρια είναι η μεταφορά, τόσο και πιο σαφής -αλλά και καθολική- είναι η υποκειμενική μας πρόσβαση προς την εσωτερική υφή των πραγμάτων.

Πάνω σ' αυτό το ενδιαφέρον θέμα υπάρχουν δύο συναφείς στοχασμοί του Λαπαθιώτη. Τους αντιγράφω:

«Η αξία ενός έργου Τέχνης δεν έγκειται σ' εκείνο που εκφράζεται αλλά σ' εκείνο που υπονοείται. Με τη διαφορά ότι εκείνο που εκφράζεται πρέπει να είναι ικανό να μεταδώσει όσο μπορεί πιο άρτια με την εμφάνισή του και τη φόρμα του εκείνο που υπονοείται» (στοχασμός 13.4. 1930).

«Ένα έργο Τέχνης, τις περισσότερες φορές; δεν είναι παρά έν' αχνάρι, ένα έντεχνο και ανεπαίσθητο σημάδι, ένα υπονοούμενο ιδέας, όπως το αποτύπωμα στο χώμα του πετάλου, που μας κάνει ν' αναπαριστάνουμε ολόκληρο το άλογο και τον καβαλάρη του μαζί» (στοχασμός 13.12. 1930)·

3.  Και ο πω μικρός στίχος αποτελεί έν' απόσταγμα τεράστιων εσωτερικών φορτίων.

Η πρόταση αυτή δε νομίζω να χρειάζεται σχολιασμό. Ο σχετικός στοχασμός του είναι ο ακόλουθος: «Όπως ένα ηλεκτρικό γλομπάκι για να κατορθώσει να φωτίσει προϋποθέτει τη λειτουργία και την ύπαρξη τεραστίων εγκαταστάσεων, εργοστασίων, ειδικοτήτων, μόχθων, πείρας και δουλειάς, έτσι κι ένας απλός στίχος για να φτάσει να μας συγκινήσει προϋποθέτει την ύπαρξη τεραστίων εσωτερικών ενεργειών εκ μέρους του ανθρώπου που τον έπλασε ώστε αυτός, ο τόσο μικρός στίχος ν' αποτελεί ένα απόσταγμά του» (στοχασμός 7.12.1931).

4. Επεξεργασία κειμένων. Αυτοσχεδιασμός. Όπως κάθε άξιος τεχνίτης του λόγου ο Λαπαθιώτης μοχθούσε, με εξαντλητικές, κάποτε, διορθώσεις, να τελειοποιήσει τους στίχους του, να τους πειθαρχήσει στην αισθητική του, σε «κάποιους, δηλαδή, νόμους εσωτερικούς, όπως η μουσική, κι η πιο ατίθαση, είναι πειθαρχημένη στο πεντάγραμμο» (στοχασμός 8.3.1931). Παράλληλα, όμως, πίστευε και στη δύναμη του αυτοσχεδιασμού.

Να ένας σχετικός στοχασμός του: «Καταλαβαίνω αξιόλογη τη νοοτροπία ενός ποιητή, που δε θα 'κανε παρά πέντε δέκα το πολύ ποιήματα σ' όλη του τη ζωή και που θα περνούσε το υπόλοιπο της διορθώνοντάς τα και φορμάροντας τα διαρκώς, ώσπου να τους δώσει την άρτια, οριστική μορφή -όπως δέχομαι, επίσης, αξιόλογα και τη νοοτροπία ενός άλλου, που ρίχνει χύμα, διαρκώς, την έμπνευσή του, χωρίς να επανέρχεται σ' αυτό που έχει κάνει, σ' έναν αδιάκοπο, καλπάζοντα, γόνιμο πυρετό δημιουργίας...» (16.11.1933).

 

Μερικοί ακόμα στοχασμοί

 

Οι στοχασμοί όμως του ημερολογίου του δεν τελειώνουν εδώ. Περισσότερο από κάθε τι άλλο που διερευνούσε η ανήσυχη, αναλυτική του φύση, τα θέματα της ύπαρξης και της αισθητικής τον απασχολούσαν πιο έντονα. Η σχέση φύσης και τέχνης, η λαϊκή και έντεχνη έκφραση, η προσπάθεια λύτρωσης με την προσωπική δημιουργία, η πειθαρχία στους αισθητικούς κανόνες και άλλα πολλά συντρόφευαν τους νυχτερινούς, εκούσιους περιορισμούς στο σπίτι του ή τους μοναχικούς του περιπάτους, προσφέροντάς μας κάποιες πυκνές αισθητικές του σκέψεις σαν κι αυτές:

«Πολλές φορές συλλογίζομαι ότι αν υπήρχαν έργα Τέχνης που ν' ανταποκρίνονται πλήρως σ' όλες τις ψυχικές μου απαιτήσεις και που να με ικανοποιούν απόλυτα, εγώ θα περιοριζόμουν σ' αυτά και θα σιωπούσα. Εκείνο που με κάνει να εργάζομαι και να δημιουργώ είναι ότι δε με ικανοποιεί εντελώς τίποτε απ' ό,τι υπάρχει και βρίσκομαι υποχρεωμένος να προσπαθώ να πετύχω την ατομική μου λύτρωση με δικά μου μέσα. Μ' αυτό δε θέλω, βέβαια, να πω ότι και η προσωπική μου εργασία με ικανοποιεί και κείνη απόλυτα: κάθε άλλο. Αλλά είναι η πιο πλησιέστερη προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτής της ικανοποιήσεως- αν και,  επίσης,  τόσο  μακρινή» (στοχασμός 14.7.1927).

«Η ανάγκη της Τέχνης παρουσιάζεται μόνο σ' ένα ορισμένο σημείο της ηθικής και διανοητικής ωριμότητας ενός ανθρώπου, δηλαδή αφού πρώτα πληρωθούν οι διάφορες βιοτικές ανάγκες, ή, τουλάχιστον οι πιο επείγουσες απ'   αυτές. Όταν, όμως, γεννηθεί εκείνη, τίθεται παρευθύς σε ίση μοίρα και δεν υπάρχει τρόπος να χαθεί» (στοχασμός 19.4.1928).

«Η έμπνευση, όπως κι ο πόθος της λυτρώσεως αναπτύσσονται στην πίεση και στη μεγάλη στέρηση, παρά  στην άνεση και την ελευθερία» (στοχασμός 10.8.1931).

«Η Τέχνη, αν και βγαίνει απ' τη Φύση, αποτελεί με τη συνειδητότητά της, μιαν αντίδραση, μια διαμαρτυρία και μια λεπτή διόρθωση στη Φύση» (στοχασμός 29.5.1932).

«Συνήθως το έργο ενός αληθινού τεχνίτη δεν είναι παρά μια μικρή σταγόνα απ' το σκοτεινό ωκεανό της αχανούς προσωπικότητός του. Γι' αυτό κι ο μεγάλος καλλιτέχνης πεθαίνει πάντα με το μυστικό παράπονο ότι δεν κατόρθωσε, παρ' όλα όσα έκανε, να εκφρασθεί, να δοθεί ολάκερος στον κόσμο» (στοχασμός 2.7.1932).

«Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των λαϊκών σκοπών και των δημοτικών τραγουδιών είναι ότι με μιαν απλή κίνηση -την πιο αβίαστη και φυσική- πετυχαίνουν άξαφνα αποτελέσματα που με την πιο μεγάλη δύναμη και τέχνη, δύσκολα ίσως θα μπορούσε να πετύχει -και να πετύχει τόσο ακριβώς- κι ο πιο αγνός και δόκιμος τεχνίτης» (στοχασμός 28.5.1928).