Μερακλής Μιχάλης, «Η ποίηση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη»
 
Διαβάζω, (Αφιέρωμα), 95 (1984), σσ. 36-38
 
 
 

Ο Λαπαθιώτης αποτελεί μιαν από τις ακραίες περιπτώσεις όπου το έργο ενός ποιητή καθρεφτίζει τον εαυτό του. Από μόνα τα ποιήματά του μπορούμε να γνωρίσουμε τα κυριότερα σημεία του χαρακτήρα του και της ζωής του. Η εγκυρότητα των στοιχείων αυτών μπορεί να επιβεβαιωθεί από τις μαρτυρίες εκείνων που τον έζησαν από κοντά.

 

Ο Άρης Δικταίος, πρώτος συστηματικός εκδότης των ποιημάτων του (έκδοση Φέξη, 1964· εδώ γίνονται και οι παραπομπές), διακρίνει στο έργο του τρεις περιόδους. Η πρώτη αρχίζει από το 1905 και τελειώνει με το τέλος περίπου του πρώτου μεγάλου πολέμου (1919), η δεύτερη εκτείνεται στο μεσοπολεμικό διάστημα (1920-1939), η τρίτη καλύπτει τα λίγα χρόνια από την έκρηξη του δεύτερου μεγάλου πολέμου ως το θάνατό του, σε ηλικία 55 ετών (1939-1943).

 

Παρά τη συμπόρευσή της με την ιστορία, η διαίρεση του Δικταίου επιδίωκε την οροθέτηση της εσωτερικής και πιο γενικά της προσωπικής πορείας του ποιητή. Είναι πρώτα η εποχή της καθιέρωσης, συναρτημένη με την οικονομική ευμάρεια, την κοινωνική ακτινοβολία του μεγαλοαστικού σπιτιού, τη νιότη και τη σωματική ομορφιά του Λαπαθιώτη, που την υπέταξε στο μάθημα του ουαϊλδικού αισθητισμού. Ακολουθεί η δεύτερη εποχή, όπου η απόλαυση μιας κοινωνικά ανέμελης και τολμηρής ζωής παίρνει δυσάρεστες, που θα εξελιχθούν σε τραγικές, διαστάσεις, με την προσθήκη των ναρκωτικών που, αντί να κρύβουν, θα αποκαλύπτουν πιο δραματικά, στις ώρες της νηφαλιότητας, τη φθορά του χρόνου, βιωμένου μάλιστα με τον τρόπο που βιώθηκε. Η τρίτη περίοδος τέλος είναι μια επιτεταμένη φάση της δεύτερης, που η όξυνσή της οφείλεται στο θάνατο της λατρεμένης από το γιο της μητέρας, στην οικονομική κατάρρευση του σπιτιού με τον πόλεμο, στο θάνατο, τέλος, του πατέρα.

Μολοντούτο η ποίηση και η ζωή του Λαπαθιώτη παρουσιάζουν μιαν αδιάσπαστη συνέχεια και ενότητα. Έκανα στα χαρτιά μου μια πρόχειρη στατιστική. Και είδα ότι τα βασικά στοιχεία της ποίησης και της προσωπικότητας του Λαπαθιώτη παραμένουν ως το τέλος. Θα κάνω ορισμένες συνοπτικότατες αναφορές.

α) Ο Λαπαθιώτης ζει, από την αρχή ως το τέλος, με τη σκέψη του θανάτου, ως μιας λύσης του δράματός του, ως μιας διεξόδου. Σ' ένα ποίημα π.χ. (από τα πάρα πολλά σχετικά) της α' περιόδου, συγκινημένος από το φεγγάρι, που «λούζει» με το φως του τους τάφους ενός κοιμητηρίου «σαν αδερφάκια» (στο Λαπαθιώτη υπάρχει ένα είδος ταφολατρίας), συλλογίζεται πως όλοι, εκεί μέσα, βρήκανε το «γλυκό ξαπόσταμα», και «όλο λεν γλυκόλογα» μεταξύ τους, χωρίς να τους μένει καμιά πίκρα:

 

...από μας, καλύτερα

περνούνε οι πεθαμένοι... (σ. 72-3)

 

Στη β' περίοδο, ανάμεσα σε πολλά άλλα επίσης, γράφει:

 

Κι αναπολώ το θάνατο, γλυκά, κι όχι όπως όλοι,

-σαν ένα πράο κι ανώδυνο γαλήνιο περιβόλι,

που ίσως, ν' ανθούν τριαντάφυλλα... (σ. 96)

 

Από την γ' περίοδο αποσπώ, πάντα από ένα εξαιρετικά μεγάλο πλήθος similia, το ακόλουθο τετράστιχο από ένα ποίημα, όπου και κάποιοι στίχοι-μότο του Παπαρρηγόπουλου θέτουν το ερώτημα μήπως ο θάνατος δεν είναι η «αιωνία δύσις», αλλά ένα πρωινό, μέσα στο οποίο θα ανατείλουμε:

 

Όλα τ' άφησες στο Χρόνο

και στα χέρια τ' άπονά του

-κι ένα κράτησες και μόνο:

την Αγάπη του Θανάτου!

 

β) Η κλίση αυτή στο θάνατο οφείλεται σε μια σπάνια ευαισθησία, που τον γεμίζει, όσο ζει, με πληγές. Τον πληγώνει ακόμα και ο θάνατος -γιατί ως τέτοιον τον βιώνει- των πραγμάτων. Τον τραυματίζει ένα δείλι, ως ο θάνατος μιας μέρας (Α'περίοδος, σ. 23). Τον κάνουν να πονάει τα πράγματα που λησμονήθηκαν (Β', σ. 144). Και ως το τέλος του βίου του θα λέει πως «τίποτα, στη γη, δε μου είναι ξένο» (Γ', σ. 233). Επαναλαμβάνω πως ό,τι δίνω εδώ είναι ένα πολλοστημόριο αυτού που υπάρχει στο έργο του Λαπαθιώτη.

 

γ) Αλλά προπάντων λατρεύει, από τα πράγματα, τα άνθη, με τα οποία πρέπει να γέμιζε τα περισσότερα από ένα ανθοδοχεία του σπιτιού του (βλ. π.χ. σ. 154 και 165). Requiem για το θάνατο λουλουδιών είναι πολλά ποιήματά του. Και εντελώς ιδιαίτερα τριαντάφυλλων, ρόδων, τα οποία και στο Λαπαθιώτη είναι το σύμβολο της σύντομης φθοράς των ωραίων πραγμάτων:

 

Τι κρίμα! Απόψε, εκεί που χάιδευα

τ' άσπρα τα ρόδα, που είχα βάλει,

έπεσε χάμω, και τσακίστηκε

το κρυσταλλένιο μου ανθογυάλι...

 

Πώς πόνεσα, πώς το λυπήθηκα,

και πώς μου τρέμανε τα χέρια...

Και τα τριαντάφυλλα σκορπίσανε,

σαν πεθαμένα περιστέρια... (Α', σ. 68)

 

...είμαστε σαν κάποια ρόδα,

πεσμένα μες στην παγωνιά,

- ρόδα, που τα 'λιωσε μια ρόδα,

καθώς περνούσε στη γωνιά,

 

που αν και κομμένα, κι όλο χώμα,

και κυλισμένα καταγής,

δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα,

πως ήταν άνθη της αυγής... (Β', σ. 181-2)

 

... Δεν ξέρω πού πάμε:

(μα μήτε φοβάμαι.)

Κοιτάζω μια γλάστρα,

- τα ρόδα και τ' άστρα.... (Γ', σ. 215)

 

δ) Η ευαισθησία του Λαπαθιώτη αποκορυφώνεται στον χαϊδευτικό, από αγάπη, υποκορισμό των προσώπων και, όπως πάντα, των (ισότιμων, σε μερίδιο αγάπης, με τον άνθρωπο) πραγμάτων. Η εξέταση των υποκοριστικών στην ποίηση του Λαπαθιώτη οδηγεί σε εντυπωσιακές διαπιστώσεις. Σχεδόν κάθε ποίημα περιέχει υποκοριστικά. Ο άνθρωπος αυτός είναι διαποτισμένος από μια κοριτσίστικη, παρθενική τρυφερότητα, που αγκαλιάζει τα πάντα με πόνο και στοργή. Αναφέρω μερικές ακραίες περιπτώσεις. Στις 8 εξάστιχες στροφές που αποτελούν τα «Χαροπά Τραγουδάκια για να περνά η ώρα» (Α', σ. 33-4) υπάρχουν 12 υποκοριστικά, 13 αν προσθέσουμε και αυτό του τίτλου: μπουμπουκάκια (1), αγεράκια (2), ποταμάκια (1), χεράκια (2), φιλάκια (2), σπιτάκι (2), χειλάκια (1), αυγούλα (1). Από τη Β' περίοδο, αναφέρω το ποίημα «Τα καημένα τα πουλάκια» με δέκα στροφές (7σύλλαβων και 8σύλλαβων στίχων), που περιέχουν 16 υποκοριστικά. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι τις 11 φορές επαναλαμβάνεται το υποκοριστικό του τίτλου [υπάρχουν ακόμα τα: ρουχαλάκια (1), παιδάκια (2), φιλάκια (1) βλ. σ. 124-5]. Και από τη Γ' περίοδο αναφέρω το δεύτερο μέρος, από 11 εξάστιχες στροφές, του εκτενέστερου ποιήματος «Ένας χαμένος κύκλος» (σ. 206-7), με 12 υποκοριστικά: γατάκι (3), σπιτάκι (1), γριούλα (1), Αννούλα (2), κορδελίτσα (1), μικρούλης (1), αυγούλα (1), βραδάκι (1), φωνούλα (1).

Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν υποκορίζει τη μητέρα του, όπως το κάνει εντούτοις στο αντιπολεμικό του ποίημα «Αγύριστοι», γεμάτος συμπόνια για τις «μανούλες» των νέων που επιστρατεύτηκαν για να χαθούν στα μέτωπα των πολέμων. Τη λέει Μητέρα και, αργότερα, Μάνα. Με κεφαλαία αρχικά. Θυμίζω την αγάπη του σ' αυτή. Την είπαν «παθολογική», τη συσχέτισαν με την ομοφυλοφιλία του. Και ο Βαρίκας έγραψε ότι «πολλά θα είχε να μας ειπεί ο Φρόυντ». Βαρέθηκα κάπως να τα ακούω αυτά. Η αγάπη του γιου στη μάνα του, έστω και υπερβολική, δεν είναι «ανώμαλη» -αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούμε συχνά δίχως σύνεση. Ειδικά στην περίπτωση Λαπαθιώτη επιμαρτυρεί την ίδια πάντα υπερευαίσθητη σχέση του με τα πρόσωπα και τα πράγματα: Φυσικό είναι η κλίση στη μητέρα του να είναι αυξημένη -και υπεραυξημένη- αφού ήταν το πρόσωπο που, προφανώς, ανταποκρίθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σ' αυτή τη σχέση. Είναι θλιβερό, ο μόνος τρόπος να προσεχτεί αυτή η συγκλονιστική τιμή του Λαπαθιώτη προς τη μητρική αγάπη να είναι η ψυχανάλυση.

Αφιέρωσε στη μητέρα του, μετά το θάνατό της, μια σειρά από τα καλύτερα ποιήματά του (βλ. σ. 188, 190, 192, 193, 194). Και αποφεύγει, όπως είπα, να την πει χαϊδευτικά. Όχι γιατί δεν τον πλημμυρίζει η τρυφερότητα, όταν μιλάει γι' αυτήν. Αλλά γιατί δεν είναι μόνο η τρυφερότητα. Η προστασία, η γαλήνη που του πρόσφερε, δρα μέσα του, συγχρόνως, και μεγεθυντικά.

 

ε) Λιγότερη σημασία αποδίδω στα ομοφυλοφιλικά του ποιήματα. Δεν έχουν τόση υπαρξιακή αυθεντικότητα, όσο έχουν, ενδεχόμενα, φιλολογικό ενδιαφέρον. Ίσως πρέπει να εξεταστούν και ως προϊόντα μιας καβαφικής μίμησης. Αναφέρω ορισμένα, που ίσως αξίζει να τα δει κανείς από την άποψη αυτή: «Στη φυλακή με κλείσανε...» (σ. 57)· «Κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια σου...» (σ. 74)· «Γράμμα» (σ. 134)· το δεύτερο μέρος του «Μια νύχτα με φεγγάρι» (σ. 140-1)· «Τ'απλό παιδί, που εγώ αγαπώ...» (σ. 155)· «Αποχαιρετιστήριο, Ι» (σ. 156). Δεν πρέπει να παραβλεφτεί εξάλλου ότι ο Λαπαθιώτης μίλησε, επανειλημμένα μάλιστα, και για ερωτικά δράματα γυναικών, εκφράζοντας, άλλη μια φορά, την αδιαίρετη ανθρώπινη του συμπάθεια.

Σημαντικότερη μου φαίνεται μια μερική, για να την πω έτσι, περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη: οι στίχοι που μιλούν για τα φιλιά, που έδινε κι έπαιρνε. Στον Καβάφη είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας, που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά, από τα φιλήματά του: ηδυπαθής, σχεδόν ακόρεστος ή λάγνος, και μαζί, και μέσα από αυτό τον παροξυσμό, υπαρξιακά εναγώνιος, με τη λαχτάρα να παραδοθεί σ' ένα σβήσιμο, σ' ένα θάνατο. Αναφέρω χαρακτηριστικά τα ποιήματα: «Langueur d' Amour» (σ. 45)· «Γλυκιά Αγάπη» (σ. 46)· «Ερωτικό» (σ. 153)· «Με τι λαχτάρα σε προσμένω...» (σ. 160)· «Ερωτική νύχτα» (σ. 166).

 

Πόσο ποιητής είναι τελικά ο Λαπαθιώτης; Είναι φορές που μου φαίνεται άσκοπη μια τέτοια ερώτηση. Ήδη οι πιο πάνω αναφορές αποκαλύπτουν την ποιητική φύση του Λαπαθιώτη. Ίσως δεν είναι απόλυτα σωστό να κρίνουμε, στενά δογματικά, τον ποιητή από τα αποτελέσματά του στην ποίηση. Ίσως κάποτε αρκούν μόνο οι προθέσεις. Και οι προϋποθέσεις. Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι προθέσεις και προϋποθέσεις ποιητικές.

Ας προσθέσω ωστόσο μιαν ακόμα μαρτυρία για την ποιητική φύση του Λαπαθιώτη: τη γλώσσα του. Είναι μια από τις περισσότερο περιορισμένες. Ένα ύψιστο ποσοστό της αποτελούν οι λέξεις (με τα παράγωγά τους): πόνος, θλίψη, λύπη, δάκρυ, κλάμα, θάνατος, τάφος, νεκρός, ερημιά. Κι όμως αυτή η γλώσσα έχει την ταυτότητά της. Και τη συγκίνησή της.

Τον είπαν νεορομαντικό. Αυτό μας πηγαίνει πιο πολύ στη φιλολογία, θα τον έλεγα: καθυστερημένο ρομαντικό, από τους τελευταίους ρομαντικούς, σ' έναν κόσμο που έχει πάψει να είναι τέτοιος. Για να τονίσω πιο πολύ την ανθρώπινη, την αιμάτινη πλευρά του ρομαντισμού του, τη σφραγισμένη με την αυτοκτονία του. Αυτή που κάνει και την ποίησή του πιο αυθεντική.