Χαραλαμπίδης Κυριάκος, «Το θρησκευτικό στοιχείο στην ποίηση του Παπατσώνη»
 
Κριτικά φύλλα, τομ Ε΄, τεύχ. 3, σσ. 340-342
 
 
 

     

Οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος μαζί με την Παναγία συγκινούν τον Παπατσώνη περισσότερο απ' όλους τους αγίους. «Η Παναγία έχει το δικό μου όνομα», λέει, με αφέλεια — λέγεται Παναγιώτης — οι φίλοι του και ο ίδιος το μετατρέψανε σε Τάκης, όνομα που θα νόμιζε κανείς υπερβολικά τολμηρό για ένα μυστικό ποιητή ή στοχαστικό Ακαδημαϊκό. Η γνώμη μας, βέβαια, είναι πως έτσι έπρεπε να γίνη — ο σεβάσμιος ποιητής, που διατήρησε την παιδική του αθωότητα, την ικανότητα να βλέπη τον κόσμο μέσα από τα μάτια του παιδιού, έπρεπε να έχη κάποιο όνομα συναφές. Άλλα νομίζω απομακρυνθήκαμε από τους Κορυφαίους Πέτρο και Παύλο, οι όποιοι .μαρτύρησαν στην Ρώμη για να επιβάλουν εκεί με το αίμα τους την Ειρήνη του θεού. Ξεκινώντας ο Παπατσώνης από τη φράση του Αποστόλου Παύλου «δει με και Ρώμην ιδείν» πήγε κι αυτός εκεί για να γιορτάση την Πεντηκοστή. Η επαφή του με το δυτικό εκκλησιαστικό τυπικό είχε σαν αποτέλεσμα να πραγματοποίηση μέσα του ο ποιητής την ένωση των μεγάλων δογμάτων των δύο Εκκλησιών. Βαθύτατα θρησκευτική ψυχή, ήταν επόμενο να κοιτάξη τον Χριστιανισμό σαν μια ιδιαίτερη παρουσία. Το γεγονός αυτό συσχετίστηκε αργότερα, με τις λατινικές φράσεις, που χρησιμοποίησε άφθονες στους στίχους του κάτω από το βάρος των εντυπώσεων και της γοητείας που εξασκούσε πάνω του το λειτουργικό της Δυτικής Εκκλησίας. Έπειτα ο ανυπόκριτος θαυμασμός του προς το έργο του Ντάντε και του Κλωντέλ και άλλων πνευμάτων της δυτικής και μάλιστα Καθολικής Φιλολογίας, καλλιέργησε την εντύπωση πως o Παπατσώνης είναι Καθολικός. Αδύνατο να το πιστέψη κανείς, όταν διάβαση το ποίημα του «Το Μνήμα του Παπαδιαμάντη»:

…άντι σε κλίνη,

έστω και καλογερικά στρωτή, το σώμα παραδίνει

σε άγκαθόσπαρτο μνήμα, (μόλις που σώζει

έναν σταυρόν ως σήμερα από ξύλο που ξεθάψει

και διαβιβρώσκεται) ο ακατανόητος ιεροφάντης

και μυστικός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

(Εκλ. Β', 158)

Οι ώρες που αναρριπίζουνε την ψυχή του Παπατσώνη είναι τόσο μυστικές, ώστε να ξεπερνάνε την τυπολατρία της Ορθοδοξίας και του Καθολικισμού, καθώς και κάθε τι, χρονικά και τοπικά, περιοριστικό. Έτσι αισθανόμαστε πως ο ποιητής αγκαλιάζει τα πράγματα (με αρχαιόπρεπο τρόπο) και προχωρεί μέσω αυτών πέρα απ' αυτά, όπως στο παραμύθι και τ’ όνειρο:

Ό,τι προτρέχει της Ουσίας, το ίδιο αέρινο,

το ίδιο κυματιστό στον κυκεώνα

του Μύθου, διά συμβόλων προσφερόμενο,

δίδει ελαφρότητα στην έννοια πτερωτή.

Εξίσου της Πομπής των ψυχών μας

προτρέχουν τα στοιχεία τα προς το λόγο ξένα,

στοιχεία μετέωρα, φτερουγίζοντας, γοργά,

χορευτικά, της Χάριτος και των πνευμάτων.

Και τούτων πάλιν ο ήλιος υπεραίρεται.

Χάρις στο φως του βλέπομε τα χρώματα,

χάρις στ' άχτινοβολητά του νοήσαμε τη δόξα,

του πυρός τη δύναμη .και άλλες ουσίες.

Και την πορεία του είναι μας νοοΰμε τώρα,

καθώς λιτανευόμεθα προς τα Έκεϊ.

(«Ιστορική Λιτανεία της Κυπαρισσίας, Εκλ. Β', 159)

Η Λιτανεία της Κυπαρισσίας, που ο ποιητής αποκαλεί «Ιστορική», προσδιορίζει τη δικιά του μυστικότητα, καθώς και τον τρόπο που χρησιμοποιεί την εικόνα και την προέκταση που δίνει σ' αυτήν. Το είπαμε κιόλας προ ολίγου: Οι εικόνες του στηρίζονται στο σχήμα των πραγμάτων, αλλά το νόημα τους προχωρεί παραπέρα. από το σχήμα αναγόμαστε στην ιδέα, κατ' αντίστροφη πορεία προς εκείνη του Χριστού, που σαρκώθηκε για να πραγμάτωση το Λόγο. Και ο Λόγος σαρξ εγένετο τότε. Τώρα, με τον Τ. Κ. Παπατσώνη και την ποίηση του γίνεται προσπάθεια αναγωγής από τη σάρκα στο Λόγο, από την Ιστορία στο μύθο, από τα γήινα προς τα ουράνια, από τη Ζωή προς την Έξοδο, από τα δημιουργήματα, τέλος, στο Δημιουργό που όλα τα κινεί και τα κάνει να (υπάρχουν, θυμηθείτε:

«Και την πορεία του είναι μας νοούμε τώρα,

καθώς λιτανευόμεθα προς τα Εκεί».

Η Αναγωγή στο θεό είναι το θεμελιακό στήριγμα της ποιήσεως του Παπατσώνη. «Για μένα», γράφει, «η τοποθέτηση «άνθρωπος μπροστά στο θάνατο» είναι καταργημένη πριν από είκοσι αιώνες κι έχει αντικατασταθή με την τοποθέτηση «Χριστιανός μπροστά στο Θάνατο»…. Σώματα επίγεια είμαστε για να γίνομε σώματα επουράνια και η ανάσταση των νεκρών «σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία» (Απ. Παύλος, Κορινθ.)… Όταν κατέχω τέτοιο κήρυγμα, την ενδημία μου στην γη, όπου τα βλεπόμενα είναι πρόσκαιρα, την γεμίζω με τον πόθο της εκδημίας».

Το ποίημα που ακολουθεί είναι κι ένας σηματωρός, που φωτίζει αύτη τη στάση ζωής.

Ο κηπουρός του τάφου, γέροντας αγαθός,

αυτός που παραστάθηκε στα ογκώδη γεγονότα,

και στις πρωινές οράσεις των γυναικών,

σε όλες τις ανοιξιάτικες καλωσύνες

όχι απαθής, αλλά μεστός (γέροντας, καθ' ήτο)

έμενε κι' ασυγκίνητος εν μέρει τους φαινόταν.

Αλλά η ψυχή του ακέραια δίχως ν' αναλωθεί

σε άκαιρες πράξεις ή σε λόγια περισσά,

ωρίμασε σε πλήρη ιδέα της θεογνωσίας.

Μελέτες, περιδιάβασες, μετεωρισμοί,

αιώνων απασχόληση για ν' αποβεί

κάποτε ανέβασμα ψυχών των νέων παιδιών,

πολλάκις άκαρπη, πάντοτε μισερή,

— ηλιοδαρμός και πάμπλουτη αχτινοβολία,

βίαιο χύμα κάδου της χρυσής βροχής

και ποντισμός πολλού φωτός, πλούσιων βολίδων

απόβηκε ατόν γέροντα η εωθινή

μύηση σε κόσμους εχτεινόμενους

από τα βάθη των ταρτάρων και του ίσκιου,

ως με την όλη ουσία του ύψους και της θεότητας,

με διάμεσα περιβόλια καλωσύνης,

ανθώνες τέρψεως και τρυφής και κελαηδήματα

πουλιών ωραία, χρωματιστών, που προϋπαντούνε

ψυχές που αιφνίδια ανθίσανε, γερόντων έστω,

σ' αιφνίδια και φλογώδη Αποκάλυψη του Μυστηρίου.

(«Ο Κηπουρός του Τάφου», Εκλ. Β', 111)

Σ’ ένα άλλο ποίημα του, όπου στο κλαρί ενός στίχου του «ξύπνησε ένα πουλάκι και μετάδωκε αγγελία», ο ποιητής μελωδικά θ’ ανακράξη:

Ω, πρωία ευδαιμονίας, που από την ψυχή ανατέλλεις

και προβάλνεσαι στους τοίχους κι όλα τα περίγυρα μας,

μένε πλάι μας τώρα, γίνε το ανθοφόρο περιβόλι

κι' ο καρπός μας της τρυφής. Κείνα τ' άχαρα και μαύρα

κάνε να μη μαρανθούνε. Δώσε μνήμη παραδείσου.

Δέξου να σε κατοικούμε.

(«Αλλαγή» Εκλ. Β', 95)

Όπως βλέπουμε, ο Παπατσώνης είναι συνεπής στη γραμμή του, που είναι μια πορεία με αναβαθμούς, καθώς ξεκινά από το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας για να κατάληξη, μέσα από την καλλιέργεια «ψιγμάτων Σοφίας και θανάτου», σε μια κλιμάκωση που οδηγεί με υμνωδία στη θέωση. Τα λόγια του τότε γίνονται, σαν φουντωμένη κερασιά: «Αν δεν πίστευα, δεν θα λαλούσα, δεν θα κρατούσα όπως κάθε πλήρη χρόνο, λαμπαδηφόρος το Πάσχα του Κυρίου, την πομπή της νέας μας Εξόδου».

Το ασκητικό του πνεύμα, ωστόσο, μ’ ό,τι κι αν λέη, δεν απαρνιέται τα γήινα. Το χριστιανικό του πνεύμα είναι μαζί και ελληνικό, που σέβεται τη μορφή και τον βοηθεί να κρατή το σώμα και την ψυχή σε μια ιδεώδη αρμονία. Ο θεός του, λοιπόν, όσο κι αν είναι Σκοτεινός και Ασύλληπτος, είναι πάντοτε στο μέτρο του ανθρώπου. Του μιλά μ' ένα τρόπο οικείο και φιλικό. Τον επισημαίνει στις τόσες ομορφιές της φύσης «αρκεί ν' ανοίξουμε την καρδιά μας και να τις γευθούμε», λέει, «σαν αμυδρούς προαγγέλους της μακαριότητας, που μας έχει επαγγελθή από φωνή υπερκόσμια».

Η τρυφή επανέρχεται, καθώς ο Κηπουρός του Τάφου χαίρεται τη ζωή μες απ' τα μάτια του τα παιδικά:

«Οι σπούρδες εκοκκίνιζαν και έκαναν και άνθη»,

και τα παιδάκια τα μικρά

κάτω απ' τα δέντρα τ' απαλά,

έκαναν τα κακά των.

(«Καλοκαίρι Παιδιά στήν Έξοχη», Εκλ. Β', 87)

Είδαμε πιο πάνω τον ποιητή να λέη: «Ω, πρωία ευδαιμονίας.., Δώσε μνήμη παραδείσου». Τώρα τον βλέπουμε στη μέση του Καλοκαιριού ν' αποβάλλη το ντύμα της σοφίας και να προσεγγίζη αλλιώτικα την έννοια που τάχτηκε να υπηρέτη. Όλα είναι δυνατό να συμβούν μέσα στην ελληνική φύση που τον λυτρώνει από τη χριστιανική αγωνία και τον μυεί, με τρόπο απαλό, στη μνήμη του παραδείσου.

Παρακαλεστικά μούλεγε: «Μείνε»

ο ψίθυρος του δέντρου μου, οι πνοές των πουλιών.

«Μείνε, να ιδείς το πρώτο αστέρι, πόσο ωραία

θα διαδεχθεί, σε πράον αναβαθμό,

το δείλι· και θ' ανάψουμε υστέρα μαζί

ένα ένα κι άλλα αστέρια, ως με να κρούσει

η ευλογημένη ώρα της φωτοχυσίας,

να λαμπαδιάσουνε με μας όλα τα ελέη

επάνω στο στερέωμα τ' ουρανού, και κάτω,

στα βαθη του είναι μας, οι λάλοι αστερισμοί.

(«Οιωνοί», Εκλ. Β', 9-1)