Στεργιόπουλος Κώστας, Περιδιαβάζοντας. Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη
 
Τόμος Α΄. Αθήνα 1982, Κέδρος. «Τ. Κ. Παπατσώνης, ο ιδιότυπος και πρωτοπόρος», σσ. 174-185
 
 
 

Η νεώτερη ποίηση έχει αμβλύνει σήμερα την εντύπωση από την επικοινωνία μας με ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιοτυπία στον ποιητικό χώρο, αφού κι η ίδια, πριν αποτελέσει έναν καινούργιο κανόνα, λειτούργησε για ένα μεγάλο διάστημα σαν εξαίρεση κι άντλησε περισσότερο απ' τους ιδιότυπους και σχεδόν καθόλου απ' το πλήθος όσων αντιπροσώπευαν την ορθόδοξη παράδοση. Μα όταν ο Τ. Κ. Παπατσώνης έκανε τα πρώτα του πιο σταθερά βήματα στη λογοτεχνία, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της ποίησης του ήταν αληθινή ανταρσία για τους σύγχρονούς του. Το άστρο του Παλαμά τότε ακόμα μεσουρανούσε, κι ο δημοτικισμός διέτρεχε τη δεύτερη αγωνιστική φάση του, εξακολουθώντας να μάχεται για την επικράτηση και την επιβίωση του. Τον ίδιο καιρό, βέβαια, είχαν ξεκινήσει κι ανέβαιναν και οι παλαιότεροι εκπρόσωποι της νεορρομαντικής και νεοσυμβολιστικής σχολής: ο Λαπαθιώτης, ο Ουρανής, ο Κλέων Παράσχος, ενώ ο Καρυωτάκης κι ο Άγρας βρίσκονταν «επί θύραις». Όλοι ετούτοι, ωστόσο, μολονότι δημιουργούσαν ήδη ένα ρήγμα στα καθιερωμένα, δεν έπαυαν να διατηρούν τους δεσμούς τους με τους παραδοσιακούς τρόπους, δίχως να ξεφεύγουν απ' τα «επιτρεπτά» όρια.

Ο Παπατσώνης συμπορεύτηκε χρονολογικά μαζί τους, δέχτηκε από κάποια απόσταση τα μηνύματα του εκλεκτισμού και της λεγόμενης «νέας ευαισθησίας», αλλά, ιδιότυπος από τη φύση του και στραμμένος στον εσωτερικό του χώρο, προχώρησε πολύ πιο μπροστά, προτρέχοντας κατά μία περίπου δεκαπενταετία. Γιατί ο ποιητής αυτός δεν υπήρξε μονάχα ένας σύγχρονος μας, μα κι ο πρώτος μετά τον Καβάφη πρόδρομος της «νέας ποίησης». Σε μια εποχή που τα ποιήματα τα λέγαν «τραγούδια», εκείνος είχε εισχωρήσει σε περιοχές αδιανόητες για τους περισσότερους γύρω του, χρησιμοποιώντας μια καινούργια γλώσσα, και πρώτος πάλι είχε παρουσιάσει το 1933 στο περιοδικό «Κύκλος» μεταφρασμένη την «Έρημη χώρα» του Eliot, ένα έργο με τόση επίδραση, προπάντων μετά τη μετάφραση και του Σεφέρη. Αποτραβηγμένος όμως από τον πάταγο και την καθημερινή συναλλαγή της πνευματικής μας ζωής, δυσκολοπλησίαστος εξ αιτίας της ιδιοτυπίας του, ιδιοτυπίας ανάλογης με το προηγούμενο του Κάλβου και του Καβάφη, αφήθηκε αδιαμαρτύρητα να παραμεριστεί και ν' αποσιωπηθεί, χωρίς να βάλει να χτυπήσουν τα τύμπανα της δημοσιότητας και χωρίς να φροντίσει ποτέ για τη μεγαλύτερη προβολή του. Και τη στάση αυτή την κράτησε, με την ίδια συνέπεια, από την εμφάνιση του στα γράμματα γύρω στα 1914 ως την επίσης αθόρυβη είσοδο του στην Ακαδημία το 1967 κι ως το θάνατο του στις 26 Ιουλίου 1976.

Ο Τάκης ή, πιο επίσημα, Παναγιώτης Παπατσώνης - στην αρχή μάλιστα και Παπατσώνης Nobilissimus, κι αργότερα, για λίγο καιρό, Παπατζώνης - γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Ιανουαρίου του 1895, σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Το 1914 διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου υπηρέτησε σαράντα χρόνια, από απλός υπάλληλος ίσαμε Γενικός Διευθυντής και Σύμβουλος. Έλαβε μέρος σε πολλές διεθνείς αποστολές και διεθνή συνέδρια, και συχνότατα του δόθηκε η ευκαιρία, πότε με τη μια και πότε με την άλλη αφορμή, να κάνει πολύμηνα και πολυήμερα υπερπόντια ταξίδια. Νεώτατος είχε τιμηθεί με το γαλλικό παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής (1920), υπήρξε κατά καιρούς Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου στην Εμπορική Τράπεζα (1941), Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης (1953-64), Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1955-64), Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής (1963) και τέλος πρόεδρος της (1966). Μα όλα αυτά τα κουβαλούσε απάνω του με σεμνότητα μοναδική, και μόνο κάποια διακριτική ειρωνεία, πίσω απ' την ευγένεια και τη σεμνότητα του, άφηνε να διαφανεί πόσο πολυσύνθετος ήταν μέσα στη θαυμαστή του αυτάρκεια.

Ποιητής με αναμφισβήτητο -ψυχικό και πνευματικό πλούτο, πνεύμα βαθιά καλλιεργημένο, πολυμαθής και πολύγλωσσος, μ' ένα πλήθος ουσιαστικές εμπειρίες κι επικοινωνίες με άλλα πνεύματα και έργα, επικοινώνησε ιδιαίτερα με τους μεγάλους μυστικούς και με όσους προπάντων συγγένευε πιο στενά: με τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, με τον Hölderlin, μέ τον Novalis, αλλά και με τον Dante, τον Poe, τον Eliot, τον Claudel και τον Saint-John Perse. Τους πιο πολλούς μάλιστα τους μετάφρασε κιόλας ή έγραψε παράλληλα γι' αυτούς αξιόλογα μελετήματα και δοκίμια. Σημαντική προσφορά εξ άλλου αποτελεί και το υπόλοιπο πεζό έργο του, τόσο το συγκεντρωμένο όσο κι ένα μέρος απ' το διάσπαρτο σε περιοδικά κι εφημερίδες. Από τα ποικίλα τούτα δημοσιεύματα κι απ' όσα είχαν μείνει καιρό ανέκδοτα στα συρτάρια του, έχει εκδώσει σε βιβλία: τα ταξιδιωτικά «Άσκηση στον 'Αθω» (1963) και «Μολδοβαλαχικά του μύθου» (1965), τα δοκίμια «Ο τετραπέρατος κόσμος» (τόμος Α' 1966 και Β' 1976). «Friedrich Hölderlin 1770, 1843, 1970 - εγκώμιο, τρεις ύμνοι, τρία σχόλια» (1970), «Εθνεγερσία: Σολωμός, Κάλβος» (1970) και «Όπου ήν κήπος» (1972), κι απ' τις μεταφράσεις του «Τρία ποιήματα» του Aragon (1945), την «Ανάβαση» του Saint-John Perse (1959) και τον «Ταμερλάνο» του Poe (1959).

Αργά άρχισε να συγκεντρώνει και το ποιητικό του έργο. Το 1934 τύπωσε μια πρώτη εκλογή απ' τα ως τότε ποιήματα του, και το 1944 κυκλοφόρησε η ποιητική σύνθεση «Ursa minor» Είκοσι χρόνια περίπου πιο ύστερα, το 1962, αποφάσισε να δώσει και μια δεύτερη εκλογή, και με την ευκαιρία αυτή ξανατύπωσε μαζί και τα προηγούμενα. Μέσα στους δυο ομοιόμορφους τούτους τόμους, την «Εκλογή Α» -όπου συμπεριλαμβάνεται και η «Ursa minor» - και την «Εκλογή Β'», βρίσκεται στην οριστική του μορφή το μεγαλύτερο και το κυριότερο μέρος της ποιητικής του παραγωγής, όσο και όποιο έκρινε ο ίδιος ικανό να τον αντιπροσωπεύσει, από το 1914, που άρχισε να δίνει τα πρώτα υπολογίσιμα δείγματα, ως το 1962. Φυσικά, υπάρχουν και τα μετά το 1962 δημοσιευμένα ή τυχόν αδημοσίευτα ποιήματα του, καθώς κι όσα άφησε ο ίδιος έξω απ' τις δυο εκλογές - κι απ' ό,τι έχω υπ' όψη μου πρέπει να 'ναι αρκετά. Αλλά, βέβαια, μονάχα μια υπεύθυνη συγκεντρωτική έκδοση θα μας επιτρέψει ν' αναμετρήσουμε όλη την έκταση και τη σημασία τους.

***

Η ποίηση του Παπατσώνη είναι, κατά βάση, αν όχι ακριβώς θρησκευτική, οπωσδήποτε όμως ποίηση θεολογική - και γύρω απ' αυτό το σταθερό κέντρο κινείται ολόκληρη. Ωστόσο, για να μπορέσει κανείς να εισχωρήσει στα ενδότερα του ποιητή, πρέπει να μπει πρώτα μέσα στην ιδιορρυθμία του, να δει τον κόσμο με τα δικά του μάτια. Έτσι μόνο θα μας ανοιχτεί ο ατομικός του χώρος, ένας χώρος απάτητος, με έντονο χαρακτήρα καθολικότητας, που ξεκινάει απ' τα πιο βαθιά στρώματα, για ν' απλωθεί και να καλύψει την επιφάνεια. Γιατί ο ιδιότυπος αυτός πρωτοπόρος βλέπει τα πάντα μέσα από ένα δικό του πρίσμα. Και το πρίσμα τούτο δεν είναι άλλο από το πρίσμα της θρησκευτικής του πίστης. Μέσα απ' την πίστη κοιτάζει τη ζωή και τον κόσμο, κι από τον τρόπο που εννοεί και βιώνει την πίστη πηγάζει και η ιδιοτυπία του. Κι είναι χαρακτηριστικό, όπως το έδειξε κι ο Νίκος Φωκάς, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα το «Rapina Sabinarum», ότι απ' όπου κι αν πιάνει στην αρχή θεματικά το ποίημα, τις πιο πολλές φορές, θα βρει έναν τρόπο, ακόμα και τον πιο απροσδόκητο, να το οδηγήσει στη θεολογική κατάληξη.

Συχνά μου δόθηκε ως τώρα η ευκαιρία, μιλώντας παλαιότερα για ορισμένους μεταπολεμικούς εκπροσώπους, να θίξω το θέμα της πίστης και της μεταφυσικής. Άλλωστε, ολόκληρη η σύγχρονη ποιητική παραγωγή, όταν δεν κινείται από κοινωνικά ελατήρια και δε θέλει να έχει μόνο κοινωνικό χαρακτήρα, πότε συνειδητά και πότε ασύνειδα, περιστρέφεται γύρω απ' το επίκεντρο αυτής της δίνης. Μα ο Παπατσώνης είναι ένας πραγματικός πιστός. «Όχι τα τιποτένια εκείνα τ'αχάραχτα», αλλά με πίστη και στο γράμμα του Νόμου, «πούρχεται από του Όρους, απαράβατος. Δεν έχει Μόσχους και Ομοιώματα χρυσού». Και η ιδιοτυπία του είναι κι εκείνη ιδιοτυπία δόγματος, όπως διαμορφώθηκε με τον καιρό μέσα του: ένα περίεργο μίγμα βυζαντινισμού και Δυτικής Εκκλησίας, Ορθοδοξίας και Καθολισμού, ριζωμένο στο ελληνικό έδαφος, που συνδέεται αδιάρρηκτα με τη ζωή κι απλώνει τις ρίζες του ως τις βαθύτερες περιοχές της εθνότητας, πράμα που γίνεται φανερό αμέσως κι από τη γλώσσα: μια ανάμικτη δημοτική και καθαρεύουσα, που άλλοτε πάει να μοιάσει στο καβαφικό ιδίωμα, απ' όπου διατηρεί κάποια ίχνη στενής συγγένειας, άλλοτε θυμίζει βυζαντινά και βιβλικά κείμενα, ενώ παράλληλα διανθίζεται με αποσπάσματα και φράσεις της εκκλησιαστικής λατινικής, για να μεταπηδήσει την ίδια στιγμή σε αβίαστες δημοτικές εκφράσεις ή σε αναφορές στην κλασική αρχαιότητα, έτσι ώστε και μόνη της να μας δείχνει πόσες μορφές βίου έχει συγχωνεύσει και πόσες αντιθέσεις έχει καταφέρει να συμφιλιώσει μέσα του ο ποιητής:

Όχι έτσι εμείς: τους νιοσκαμμένους τάφους

θα τους ανοίγουν οι νεκροί για τους νεκρούς τους,

άφετε τούτους θάπτειν, όχι εμείς,

«την των Ελλήνων νεκράν φωνήν καταθάπτει

όλος ο Δήμος των Αποστόλων, καθώς θεολογεί».

Ας καταθάπτει, αλλά όχι εμείς.

Είπαν και τούτο το στενόκαρδο,

σε ώρα υψηγορίας: «Ο Πέτρος ρητορεύει,

ο Πλάτων κατεσίγησε- διδάσκει Παύλος,

Πυθαγόρας έδυσεν». Αλλά όχι εμείς

δεν θα το πούμε. Και Πέτρο κηρύσσουμε,

και Πυθαγόρα με τα τρίγωνα. Και τον Ταρσέα Παύλο

και Πλάτωνα υψιπέτη κι όλους τους ομίλους

άχρονους και πνευματικούς, κι όλους τους εις Χριστόν,

Εβραίων κι Ελλήνων σκάνδαλο και μωρία.

(«Εις ήχον αναστάσιμον».)

Η συμφιλίωση τούτη βγαίνει από μια βαθιά βίωση της ψυχής του με τα πράγματα του κόσμου στην περιοχή της ζωής και του πνεύματος, για να καταλήξει σε απόλυτη ταύτιση του φυσικού και μεταφυσικού στοιχείου. Γιατί, όσο κι αν η ποίηση του ξεκινάει από «πλάκας χαλύβδινης το χάραγμα», ο ποιητής δε μένει αμέτοχος στα εγκόσμια. Συμμετέχει και τα ζει με μια στάση φιλοσοφική, αδέσμευτος ουσιαστικά απ' το δόγμα, αφού το δόγμα πηγάζει από μέσα του. Δεν πρόκειται για μια έτοιμη συνταγή και μια τυφλή προσκόλληση στο «χάραγμα της πλάκας». Ο Παπατσώνης έχει βαλθεί να δαμάσει τα εσώτατα του ανθρώπου, επειδή ιδρύθη εντός του Πίστη, που αυτό τον συμβουλεύει. Ταυτόχρονα όμως ξέρει, πως «είναι τούτο πράξη που μάχεται τη φύση». Η πίστη του δεν περιορίζεται στη βιαιότητα και τη μακαριότητα, αλλά συντηρείται με αδιάκοπη εσωτερική πάλη. «που διορθωμό δεν έχει», «πάλη βαρειά», που «σβήνει τη μέθη της Ζωής». Και κάθε τόσο ακούγεται κι «ο ψίθυρος του Πειρασμού». «Επεμβαίνει, δίχως να φανερώνεται [...] και καρφώνει το μάτι μας στην ξεραΐλα μιας σβωλιασμένης γης». Και τότε έρχεται αναπόφευκτα η πτώση και η συντριβή:

Αισθάνομαι κηλιδωμένος άνθρωπος να είμαι,

μερόνυχτα να περπατώ έξω από Κάγκελα

πλουσίου Περιβολιού με άνθη και στέρνες

και να μη βλέπω να ξανοίγεται η Μεγάλη Πόρτα για να μπω.

[...] Και τα κουτά τα ζώα, Λαγοί και Νυχτερίδες,

Κότες και Περιστέρια, ελεύθερα γυρίζουν ατούς θάμνους.

Τραγουδάν τα Μελίσσια. Και τα Σαλιγκάρια,

ύστερ' απ' τη βροχή, πηγαίνουν αμαξάδα Πασχαλιάτικη.

Μονάχα εγώ, στα Κάγκελα, σα Λαθροθήρας, σα Ζητιάνος,

διωκόμενος απ' τους Περιβολάρηδες και τις κακές τις Υπερέτριες,

πλησιάζω να πεθάνω, στην υγρασία την πνιγερή.

[...] Φωνάζω, φωνάζω στο Κατώφλι της Οξώπορτας,

φωνάζω, σαν Ψευδοπροφήτης, καταφρονεμένος απ' όλους:

Τουλάχιστον στην Εκκλησίαν, ανοιχτέ μου να διευθυνθώ,

εκεί που δέχεσθε τους Πλανώμενους Αλήτες των Βουνών.

Και δεν ακούγεται ευσπλαχνία στη δεητική φωνή.

Η Τιμωρία με κολαφίζει σα χειμώνας χιονοδαρμένος,

σαν ανυπόφορη Παγωνιά, δίχως φωτιά, δίχως κρεβάτι,

δίχως τραπέζι, δίχως στέγη, δίχως οίκτο και συχώρεση.

(«Προ της Ελεύσεως».)

Ακόμα κι η λέξη «δυστυχία», μια λέξη που ξαφνιάζει σ' έναν πιστό, πότε η ίδια και πότε κάποια άλλη με παραπλήσιο νόημα, όχι σπάνια γίνεται αυτές τις ώρες επίμονη υπόκρουση στα ποιήματα του. Σε μερικά μάλιστα, όπως στο «Τα εις εμαυτόν », βλέπουμε έναν πιστό, που δεν του αρκεί τελικά μονάχη της η πίστη.

Όμως, η ποίηση τρέφεται από τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις και τις μεταπτώσεις. Κανένας αληθινός ποιητής δε μένει άκαμπτος κι αναλλοίωτος, όσο μονολιθικός, όσο αλύγιστος κι αν θέλει να δείχνεται. Μα ό,τι έχει εδώ σημασία είναι, πως στον Παπατσώνη «οι Άγγελοι, οι Επισκέπτες των χωριών, με τα χαρούμενα τα κάλαντα», έρχονται πάντα, έστω και καθυστερημένα κάποτε. Και «τι σημασία τότε μπορούνε νάχουνε οι χιλιάδες αρνητικές φωνές, μπροστά στη δύναμη της μιας φωνής, που λέει το ΝΑΙ». Είναι, συνήθως, οι στιγμές εκείνες, - «κι απ' αυτές ζούμε»-, που σαν από θεία χάρη σμίγει η ψυχή με τη φύση, και μέσα σε μια μυστική δόνηση νιώθει να τις ενώνει η ίδια πνοή· όταν προπάντων ο ποιητής, κοιτάζοντας τους αστερισμούς, «αστερισμούς πολύ πιο λάλους και σπουδαίους απ'ό,τι άλλοι τους φαντάζονται», περιπλανιέται στα πολύπλοκα σχήματα τους ή, «ξεφεύγοντας του ύπνου της αρνήσεως», κάτω απ' τα «θάμπη» της σελήνης δέχεται αναπάντεχα τη συγγνώμη:

ΜΥΘΟΣ

Ρίγη δροσιάς διαδράμανε, τί λέω, εν μέρει ψύχους

την Λεύκα της νυκτός- μεταδόθηκαν

σε βάθη της ψυχής μας τα ίδια θροΐσματα·

συμμελωδήσαμε Ώρες της συλλογής,

ξεφεύγοντας του ύπνου της αρνήσεως. Θάμπη Σελήνης

πλήρους, μεσουράνιας, φωτίσαν Λεύκα της νυκτός. Η φωτεινή

Συγγνώμη, πουλάκι νέο του κελαηδήματος,

προσπέταξε, ήρθε και κατώκησε τα δαιδαλώδη

φυλλώματα του Ανθρώπου. Το λοιπόν, ω Νύχτα,

Νύχτα γαληνότατη- ω μεταξύ των άλλων θαυμάσια

Νύχτα, που προσδοκώσουν, και δεν έφθανες, και ιδού σε,

διάρκεσε τώρα μήκη των ωρών· μην ανακόπτεις

την Ισορρόπηση που επλάσθη των Στοιχείων,

και άνευ αυτής το Χάος.

Η μυστική αυτή αίσθηση της φύσης, πότε μέσα στο σκοτάδι και το μυστήριο της νύχτας και πότε μέσα στο φως της μέρας και τη λάμψη του ήλιου, αποτελεί μια απ' τις πιο πλούσιες πλευρές της ποίησης του Παπατσώνη - κι ίσως σε τούτη τη μυστική και ζωντανή μαζί αίσθηση να οφείλεται κι η μακρινή του συγγένεια με τον Σικελιανό, απίθανη βέβαια και ασυμβίβαστη στο πρώτο κοίταγμα, κι ωστόσο πραγματική όσο και η άλλη, η φανερότερη συγγένεια του με τον Καβάφη κι η πιο δυσκολοδιάκριτη με τον Κάλβο. Και το μυθικό και το μυθολογικό ακόμα στοιχείο, που υπάρχει άφθονο στο έργο του, όταν δεν έχει μόνο βιβλική ή λόγια προέλευση, βγαίνει από τη βαθύτερη επικοινωνία του με τη φύση. Ο ποιητής ζει έντονα τις ώρες και τις εποχές του έτους, τις «νέες βλαστήσεις» και τις «πρώτες χλόες την άνοιξη», σε συνδυασμό με τις θρησκευτικές γιορτές. Ζει την ατμόσφαιρα της εκκλησίας, θαυμάζει τα λειτουργικά άμφια και τα ιερά σκεύη και μας μιλάει για τους ναυτικούς και τους απλούς ανθρώπους, για τα ταπεινά πράγματα, με ενεργό πλαίσιο τη φύση και το φυσικό περιβάλλον, σαν ένας άλλος Παπαδιαμάντης - μια τέταρτη ελληνική συγγένεια και τούτη, που πρώτος, αν δε γελιέμαι, την επισήμανε ο Γ. Θέμελης, απ' όπου γίνεται και εξωτερικά φανερός ο νεοελληνικός του χαρακτήρας, καθώς παρουσιάζει το αόρατο και το αφηρημένο μέσα απ' το ορατό και το συγκεκριμένο:

Θαμπωτικά πράματα! Ορμηνεμένα όλα στο θάμπος!

Διπλά περιμαντρώματα από δρυ, και, μέσα κει

το καπνισμένο τζάκι μιας παραγκούλας.

Η Αγάπη την κατοίκησε απαρχής κι' η όλη

προαίρεση της Αγαθότητας. [...]

Τα πρόβατα, τάχουν μακριά. Μόνο για τα κουδούνια

ν΄απηχάνε, και τα βελάσματα: Κάπου κάπου,

με στάλες στην κάπα βροχής, δροσιάς ή χιονιού,

φτάνει και κάποιος Τσοπάνος για ορμήνια. Η είσοδό του

είναι η ίδια με της μοναχικής Χαράς, σα ρίχνεις

κούτσουρο καινούργιο στη φωτιά, γερά ρετσινωμένο!

(«Η παραγκούλα».)

Μια σούστα, που μας έφερνε όλους μαζωμένους,

με το φανό της που κάπνιζε, κι απάνω κρύοι οι λαμπροί Αστερισμοί.

Συνοδός μας τα σκοτάδια· τρέχαμε σιωπώντας. Τι αγιασμένους

έκρυβε θησαυρούς, μια σούστα πούτρεχε έτσι ταπεινή.

(«Στο βουνό των Ελάτων λίγο πριν από τα Χριστούγεννα».)

Η συγγένεια, εντούτοις, με τον Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερο, και σ' αυτά και σε κάποια άλλα σημεία, αντιπροσωπεύει τη μια μονάχα πλευρά του Παπατσώνη, την πιο κοντινή προς τη ζωή και το λαϊκό υπόστρωμα. Γιατί «ο τριπρόσωπος» τούτος «μάγος», καθώς αυτοτιτλοφορείται στο ομότιτλο ποίημα του, «που κατ' οικονομίαν συγκεντρώνει, ελλείψει άλλων, μόνος, τριπλή των κόσμων την αγωνία, και τις τριπλές προσφορές των συμβόλων», παράλληλα με την ιδιότητα του να επικοινωνεί με τη φύση και το πράγμα, έχει και την αντίθετη όψη του, την οπωσδήποτε «λογιότερη», ενώ μια τρίτη συνδέει μυστικά και τις δυο σ' ένα «όλον» αδιαίρετο. Εκτός απ' τον συγκεκριμένο και τον μαγικό Παπατσώνη, τον απαλλαγμένο από κάθε διαλεκτική σκέψη, υπάρχει κι ο Παπατσώνης ο αφηρημένα θεολογικός κι ο ξηρά αναλυτικός - κάποτε μάλιστα με αρκετή ξηρότητα και πεζολογική μακρηγορία - ο ερευνητικός και ο ανήσυχος, ακόμα κι ο ειρωνικός, με γλώσσα συνήθως τελετουργική, με αλληγορίες και ερμητικά σύμβολα, που ρέπει προς το νοητό και το αφηρημένο και γυρεύει από τη νύχτα να του διδάξει, πέρα απ' την «επίφαση της γαλήνης» της, «τι σημαίνει εκείνη η απόκλιση στο Τραπέζιον», θρησκεύοντας όχι πια με πράγματα ή με «σύμβολα - πράγματα», αλλά με «σύμβολα - έννοιες» και «σύμβολα - ιδέες». Η ξηρότητά του είναι ο ασκητισμός του και το αυστηρό του ήθος· η αναλυτικότητα και η ειρωνεία του, ο σκεπτικισμός του.

Μα και στη μια και στην άλλη περίπτωση παραμένει βαθύτατα Έλληνας, όπως το δηλώνει και στο ποίημα του «Το ποτήριον τούτο», και μέσα απ' την ατομική του συνείδηση πάντοτε και την προσωπική του ανεξαρτησία, από τη μια όψη του επικοινωνεί με το λαό και τη δημοτική παράδοση, απ' την άλλη, την επικρατέστερη, με την παράδοση την πνευματική και τη λόγια, σε ενιαία σύνθεση παρόντος και παρελθόντος, έτσι ώστε το έργο του ν' αποκτά αυτόματα κι εθνικό χαρακτήρα. Άλλωστε, ολόκληρη η «Ursa minor», γραμμένη στα χρόνια της κατοχής, είναι ένας εθνικός και ταυτόχρονα πανανθρώπινος οραματισμός: όραμα μαζί και μήνυμα ελπίδας, ότι οι δυνάμεις του κακού θα συντριφτούν, ότι θα βασιλέψει στο τέλος η Αγάπη. Και στην «Εκλογή Β'» η σειρά «Του γένους και των μαρτύρων» κατά τον ίδιο τρόπο μας δείχνει πόσο ö ποιητής συμμετέχει στα «κοινά», πόσο δεμένος βρίσκεται μέσα στην απομόνωση του με τη μοίρα και τις δοκιμασίες του γένους.

***

Τα γενικά τούτα γνωρίσματα υπάρχουν, λίγο ως πολύ, και στους δυο τυπωμένους τόμους της εκλογής από το έργο του και σε όσα απ' τα μετέπειτα ποιήματα δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά. Υπάρχουν όμως και ορισμένες διαφοροποιήσεις και μετατοπίσεις, που έφερε η ηλικία και η ωριμότητα κι ό,τι μεσολάβησε κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Στην πρώτη «Εκλογή» εμφανίζεται θεολογικότερος, πιο δογματικός και πιο προσκολλημένος στο «χάραγμα της πλάκας», ενώ στη δεύτερη έρχεται ακόμα πιο κοντά στη ζωή κι αποκτά βαθύτερη ελληνική συνείδηση. Το μεγαλύτερο αυτό πλησίασμα στη γη και στη ζωή εντείνει την οξύτητα των αντιθέσεων και δημιουργεί μέσα του συγκρούσεις αληθινά δραματικές. Στο μεταξύ, έχει μεσολαβήσει η αγριότητα του πολέμου και της κατοχής, αργότερα ο εμφύλιος πόλεμος, κι ο ποιητής, «που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι άνθρωποι, χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του, χτυπημένος από βολίδα του κακού», δεν είναι πια νέος. «Έχασε τα ώραια του χρόνια [...] ό,τι αγαπούσε του διαλύθηκε σαν υδρατμός καί στοίχειωσαν οι άδειοι χώροι γύρω του, οι άδειοι χώροι του σπιτιού και της ψυχής».

Έτσι, οι πτώσεις στην «Εκλογή Β'» είναι πιο βαριές και πιο πολλές από τις ανατάσεις. Γι' αυτό και η μυστική δόνηση που βγαίνει από έναν τέτοιο σκληρό αγώνα, έχει περισσότερο ανθρώπινο βάθος. Ο Παπατσώνης της δεύτερης «Εκλογής» κερδίζει κάθε στιγμή την πίστη του και την ενότητα του μέσα απ' την καθημερινή δοκιμασία, καθώς «λιτανεύεται» πια «προς τα Εκεί». Τον βασανίζει η σκέψη, τον βασανίζει η αβεβαιότητα και οι αθλιότητες της καθημερινής ζωής. Τελικά όμως:

... ιδού κάποτε φτάνει και εισορμά

ώρα αποφάσεως μεγάλης. Ξεκίνημα τραχύ

για τη μεγάλη ανάβαση. Μήνυμα πέμπει

μέσω αχτίδος συνθηματικής το Άστρο της Κορφής.

Ράβδος και βακτηρία ξεκρεμνάται εν σπουδή.

Δεύτερος λόγος δεν χωρεί, πλην τον εσώτατο,

της Προωθήσεως. [...]

Όραμα της Κορφής, λόγχισμα αχτιδωτό,

τέτοιο διαπέρασμα ποτέ δεν κέντησε

σάρκα θνητού. Η οξύτατη του δράση

ακολουθείται από τον πάταγο γκρεμίσματος.

Γδούποι αντηχούν της κατρακύλας των Πετρών

σε χώρους, όχι μόνο του Κενού, αλλά και

του Δυσδιάκριτου και του απείρως,

του απείρως Μεγαλόπρεπους. Γδούποι μουντοί

κι ακροατής τέτοιου Τυμπάνου δεν υπάρχει,

Γδούποι, και, ω λύπη, και, ω πικρότατη

γεύση τόσης Μονώσεως ουσιαστικής,

Γδούποι, και μόνη η Θεότητα ή απαθής

παρέκει στον κορμόν Ελάτου,

όλα υποβλέπει, σε όλα παραστέκει με την εικονική Σκληροκαρδία της.

(«Τα ορεινά».)

Ο Παπατσώνης, όσο κι αν φαίνεται εξωτερικά μονόχορδος και ομοιόμορφος, όσο κι αν επαναλαμβάνεται κάποτε, διαθέτει αναμφισβήτητο κρυμμένο πλούτο, είναι πολύπτυχος και πολυδαίδαλος. Τούτο επιβεβαιώνεται κι από την προσεκτικότερη μελέτη των επί μέρους ανόμοιων εξωτερικών χαρακτηριστικών του, που μόνο χάρη στη συμφιλιωτική επενέργεια του ενιαίου κεντρικού του πηρήνα αφήνουν στην πρώτη ματιά την εντύπωση της ομοιομορφίας κι αποκτούν αδιατάρακτη ενότητα. Μα κι όταν μονότονα απεραντολογεί, κι όταν σχολαστικά μοιάζει να χαίρεται για λογαριασμό του την ιδιορρυθμία του, περνώντας ξυστά απ' την εκζήτηση, μας αποζημιώνει και πάλι αποσπασματικά. Κι είναι ταυτόχρονα τόσο καινούργιος και τόσο παλιός, ώστε κατορθώνει να μένει μια παρουσία πέρα από σχολές, από μοντερνισμούς ή καθυστερήσεις, συνοψίζοντας μέσα στην ιδιοτυπία του ένα μεγάλο μέρος της πνευματικής κληρονομιάς του παρελθόντος και των αιτημάτων του παρόντος. Γι' αυτό και δεν εξαντλείται μονάχα με την εξέταση των γενικών τούτων γραμμών. Πρέπει να μελετηθεί λεπτομερέστερα και συστηματικότερα, για να φανούν οι κρυμμένες του διαστάσεις και να του δοθεί ολόκληρο το δίκιο του.