Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση. Δοκίμια
 
Αθήνα 1984, Καστανιώτης. «Μελισσάνθη: Τα ποιήματα (1930-1974). Σσ. 61-62
 
 
 

Δεν πιστεύω, πως απαραίτητο κλειδί για την ερμηνεία των ποιητικών κειμένων είναι πάντοτε οι δημιουργοί τους. Οι οποιεσδήποτε ερμηνείες τους μπορεί ή να υπερκαλύπτονται ή να φτάνουν πιο κάτω απ' τις επιδιώξεις τους, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Μελισσάνθης. Για να ακουστεί όμως και η δική της άποψη, παραθέτω ένα απόσπασμα απ' την εισαγωγή της στην πρόσφατη έκδοση: «Με το νεανικό ποίημα  Ο Δρόμος του Γυρισμού, που είναι το κεντρικό ποίημα της πρώτης ποιητικής μου συλλογής ακούγεται το αρχικό κάλεσμα. Στη συνέχεια, η αναζήτηση του Λόγου της ύπαρξης θ’ ακουστεί σαν μια αντιλογία με το Απόλυτο —σαν μια ένσταση του μοναχικού κι αλαζονικού άτομου— που θα σιγήσει όταν η ατομική υπαρξιακή περιπέτεια θα μπει σε δοκιμασία με τη συλλογική περιπέτεια του ανθρώπου των χρόνων μας».

                Στην ποίηση της Μελισσάνθης, πραγματικά, κεντρική θέση έχει αυτή «η ένσταση του μοναχικού κι αλαζονικού ατόμου», που σιγά-σιγά όμως σίγησε, αφού πρόλαβε να δώσει το αυθεντικότερο πρόσωπο του, προτού σιγήσει. Κι εξηγούμαι: στις πρώτες συλλογές της, Φωνές εντόμου (1930) και Φλεγόμενη βάτος (1935) η Μελισσάνθη κομίζει όλη την ατμόσφαιρα και την πείρα της ποίησης, που γράφτηκε κάτω από τη σκιά του Κώστα Καρυωτάκη. Μέσα της διαφαίνονται πολλές ραγισματιές, ακόμη και στη θρησκευτική της συνείδηση. Όπως λέει σ' ένα ποίημα, μέσα της είναι ένα άγριο πουλί που, εκεί που πάει να νεκρωθεί, όλο ξυπνάει πιο άγριο, πιο διψασμένο.

                Όσο το άγριο πουλί είναι φυλακισμένο μέσα της, ασίγαστο, και μιλάει για τις αγωνιώδεις καταστάσεις της, τόσο και η έκφραση αυτών των καταστάσεων έχει το ανάλογο μερίδιο στην ποίηση. Σιγά-σιγά όμως, και ιδίως στη μεταπολεμική περίοδο, θ’ αρχίσει η θεωρητική προβολή των θρησκευτικών αναζητήσεων, ο παραδοσιακός στίχος θα δώσει τη θέση του στον ελεύθερο και η αντάρτικη διάθεση στην υποταγή. Πρωταρχικό, πάντως, ρόλο θα παίξει ο θεωρητικός προβληματισμός και η ποίηση θα μετατραπεί σ’ απλό υποζύγιό του. Η εκφραστική λιτότητα και πυκνότητα πολλές φορές θα διακινδυνεύσει την ολίσθηση της προς τη χαλαρότητα. Υπάρχουν, όμως, πάντοτε και οι στιγμές, όπου, μακριά από θεωρητικούς προβληματισμούς, η ποίηση κατορθώνει να συνδυάζει την αισθαντικότητα με την εκφραστική πυκνότητα.

 

Καθώς πέφτει το βράδυ

τραγουδά το κύμα

κι ανάερη κυματίζει καταχνιά.

Μέσα της ταξίδευαν τα βουνά

κομμένα από γαλάζιο κρύσταλλο.

 

Τα βράδυνα φώτα πύκνωσαν

από τη μια στιγμή στην άλλη

κι όπως επήρε ένα αεράκι να φυσά

είναι σα να ξεβράστηκαν απ τη μεριά της θάλασσας

σμήνος αστερίες, σα νά 'ριξε ο ουρανός

στη γη όλα τ άστρα του.

(«Καθώς πέφτει το βράδυ»)