Σαραντάρης Γιώργος, «Εξόριστη των ουρανών δίχως καμμιά πατρίδα»
 
Καθημερινή 24-4-1939
 
 
 

Όποιος παραδέχεται ένα υποστασιακό χώρο ανάμεσα σε Θεό και σε άτομο, εκείνος μονάχα, κατά τη γνώμη μου, θα κατανοήσει όλη τη σημασία της ποίησης της Μελισσάνθης, τόσο καθαυτήν, όσο συγκριτικά με την άλλη σημερινή ελληνική ποίηση.

Η Μελισσάνθη ξεκινάει απ’ τον εαυτό της, μιλάει για το εαυτό της, φτάνει με τον εαυτό της εκεί όπου φτάνει. Θέλω να πω πως ο εαυτός της σαν άτομο, ο εαυτός της εκείνος που, όπως γεννήθηκε έτσι θα πεθάνει, δε λησμονιέται ποτέ από την ποιήτρια (τουλάχιστο στην παραγωγή της ίσαμε τον «Γυρισμό του ασώτου»)˙ ο συμβολισμός που χρησιμοποιεί συχνά, είναι μάλλον ένας τρόπος να επεκταθεί στους τόπους της φαντασίας, η αγωνία ενός ατόμου, που την πίστη στον Άνθρωπο θέλει να την κάνει πίστη στο Θεό, παρά μια τεχνική που υπαγορεύεται από ένα ορισμένο αίσθημα του ωραίου.

Η Μελισσάνθη πρώτα βλέπει, και ύστερα πιστεύει˙ αυτός είναι ο δρόμος της Ζωής-τέχνης που μας εκδηλώνει με την ποίησή της. Αρχικά βλέπει με «τα μάτια της ψυχής της» αν κανείς της καταλογίσει πρώτα από τούτη την όραση, την άλλη, την αισθητή, που μας φέρνει στο αισθητό αντικείμενο, αν κανείς υποστηρίξει πως σ’ όποιο καλό ποίημά της η αίσθηση έρχεται πριν απ’ τ’ όραμα, και πως, κατά συνέπεια, το χυμένο σε στίχους όραμα δεν είναι κάτι τ’ ολότελα αρχικό, τ’ ολότελα πηγαίο, σημαίνει πως δεν κατανοεί μια τέτοια ποίηση, σημαίνει πως δεν πείθεται από τη μόνη ποίηση που βγαίνει απ’ όραμα.

Αρχικά βλέπει με «τα μάτια της ψυχής της», και ύστερα πιστεύει, ή, καλύτερα, ύστερα θέλει να πιστέψει, γιατί για να πιστέψει, έτσι τουλάχιστο εγώ ερμηνεύω την ποίησή της, της χρειάζεται να διαρκέσει τ’ όραμα, να διαρκέσει τόσον καιρό τ’ όραμα, όσος είναι ο καιρός που αυτή θα εκτελεί την πράξη που της επιβάλλει η πίστη˙ αλλά ένας τέτοιος καιρός έχει την ίδια έκταση του βίου μας, ένα όραμα ποτέ δεν τυχαίνει σε θνητό ον να μπορεί να παραβληθεί σε διάστημα με το βίο του˙ σε τούτο το σημείο αρχίζει, κατά τη γνώμη μου, το δράμα της ποιήτριας, το δράμα που αποκορυφώνεται στον «Γυρισμό του ασώτου». Όταν τ’ όραμα παύει, η ποιήτρια δε μένει άδεια, δε απουσιάζει αυθόρμητα απ’ το βίο, δε σωπαίνει, δε θέλει και δε μπορεί να σβύσει έστω προσωρινά την υπόστασή της εκείνη, που ζητάει την τρυφή με άλλη υπόσταση, όπως γυρεύει την πλατειά αναπνοή μέσα στο σύμπαν˙ ο κόσμος των αισθήσεων, ο κόσμος της σαρκικής φθοράς έτσι την ξανακερδίζει πάλι με τη γοητεία του, γίνεται τότε η αμαρτωλή, που τ’ άτομα στην αντίφασή τους καταδικάζουν κ’ έχει όμως την αγάπη των αγγέλων.

<...> Κάθε φορά που αμάρταινα μισάνοιγε μια πόρτα
με βλέπαν οι άνθρωποι άσχημη κ’ οι άγγελοι, μόνο, ωραία

(Φλεγόμενη βάτος, «Εξιλέωση»)]

Η Μελισσάνθη μιλεί συχνά από το ύψος εκείνο όπου το άτομο, γατί γίνηκε ακέρηο, μπορεί να κύτταξε τους διπλανούς του και τη φύση μ’ ένα αίσθημα που, χωρίς να είναι αγάπη, έχει την έκτασή της˙ μ’ ένα αίσθημα που μας βοηθεί να μαντέψουμε ποια θα ήταν η γονιμοποιός δύναμη της αγάπης, αν μας γινόταν βίωση. Η ηθική ακμή της ποίησης της Μελισσάνθης είναι όταν δοξάζει την ταπεινότητα που μας έρχεται από την πλέρια, πλέρια ώς την εξάντληση, συνείδηση της αμαρτίας. Η ταπεινότητα στη Μελισσάνθη δε γεννιέται άμεσα από την πίστη στο Θεό (εφόσον τούτη, διαβάζοντας τα ποιήματά της, μπορούμε να συμπεράνουμε πως μπορεί και να λείπει από την ποιήτρια), αλλά από τη συνείδηση ενός φταίξιμου, στο ότι δε συμμετείχαμε στον πόνο των πιο άθλιων διπλανών μας, πηγάζει από μια βαθειά συμπάθεια προς τον άνθρωπο, από μια τέτοια συμπάθεια προς τον άνθρωπο, που τα’ όνομα «Θεός» έρχεται με μια απόκοσμη αφέλεια στο στόμα της ποιήτριας.

Η ποίηση της Μελισσάνθης δε γέρνει σε μια μορφή ευανάγνωστη, όπως η ποίηση άλλων ποιητών μας, ας πούμε, του Καβάφη ή του Δρίβα. Δε μπορείς, σ’ ένα ποίημα γενικά της Μελισσάνθης, ν’ αφαιρεθείς μια στιγμή από τη συγκεκριμένη έγνοια της ποιήτριας, και ν’ ατενίσεις ένα σχήμα, ένα ρυθμό, που από το ποίημα δηλώνονται˙ ή αν το κάμεις, χάνεις την έμπνευση του ποιήματος, χάνει ό,τι μπορεί να μας ενδιαφέρει σε τούτη την ποιήτρια, την αγωνία της, τ’ όραμά της.

Τα σονέτα της, πετυχημένα ή όχι, δεν έχουν, σα σονέτα, τίποτα που ανήκει αποκλεισιτκά στην ίδια˙ και δε θα πεις ποτέ, σαν παράδειγμα (αν δίνεις σημασία, ας υποθέσουμε, στην τεχνική του σονέτου), ένα σονέτο της Μελισσάνθης, όπως θα ’λεγες: ένα σονέτο του Μαβίλη ή του Γρυπάρη. Τα τριολέτα είναι κάτι που της πηγαίνει περισσότερο, κάτι που αρμόζει καλύτερα στη διάθεσή της, κάτι που ζυγώνει πιότερο το τραγούδι εκείνο που αυθόρμητα μπορεί να βγει από τις φλέβες της˙ αλλά και τα τριολέτα είναι κάτι πολύ στενάχωρο, για να γίνουν ο μόνος ευθύς δρόμος στην ανησυχία της, στην όρεξή της να μιλήσει και να την ακούσουν. Θ’ αναφέρω το πιο άρτιο ίσως από τα τριολέτα της, όπου δείχνεται πώς η ποιήτρια μπορεί να κλείσει έναν κύκλο αν το θελήσει.

ΣΥΜΠΟΣΙΟ

Μες στις μεγάλες στράτες, ντάλα μεσημέρι
Στρώνουν οι μάγισσες κι οι στρίγγλες το σοφρά τους
Τρώνε γουστέρες, σημιαμίδια, ψόφιους γάτους

Μες στις μεγάλες στράτες, ντάλα μεσημέρι

Δίνουν κατάρες, μούντζες, σ’ όποιον δεν το ξέρει
Κι ανύποπτος πατήσει μες στα φαγητά τους
-Μες στις μεγάλες στράτες, ντάλα μεσημέρι-
στρώνουν οι μάγισσες κι οι στρίγγλες το σοφρά τους.

(Φλεγόμενη βάτος)

Αλλά τέτοιες στιγμές έχει λίγες. Η Μελισσάνθη ίσαμε τώρα δε δημιούργησε μια μορφή που να συμβαδίζει με την έμπνευσή της, κάτι σα σκελετό που μπορεί να ενδιαφέρει και σα σκελετός ακόμα, χωρίς η σάρκα να το ντύνει.

Η Μελισσάνθη δε συνθέτει˙ τραγουδά˙ τραγουδά, χωρίς ν’ αλλάζε τη φωνή της, χωρίς να έχει άλλη φωνή όταν κουβεντιάζει, και άλλη όταν τραγουδά˙ ίσως γιατί η μεγαλύτερη επιθυμία της είναι ο χορός, και θεωρεί επουσιώδη κάθε άλλο ρυθμό, κάθε φροντίδα για άλλο ρυθμό γιατί, όπως μας έλεγε μια μέρα, και τη φιλοσοφία βλέπει σα χορό. Ίσως αντικρύζει σα χορό ζωή, ποίηση και φιλοσοφία˙ και όπου και όταν ενεργεί ελεύθερα, δεν κάνει διακρίσεις, δε θέλει να κάνει μήπως μονάχα έτσι μέτρο παντού, μήπως μονάχα έτσι νιώθει ακέρια την υπόστασή της, κ’ έτοιμη να τεντωθεί προς το άπειρο;

Ο ουρανός κ’ η γη υφίστανται διαρκώς σαν ένα θαύμα για τη Μελισσάνθη˙ ο ουρανός στην ποίησή της πότε κατοικείται από πλειονότητα θεών που δεν έχουν όμως την ηρεμία των θεών της Αρχαίας Ελλάδας˙ μέσα στο φως τότε, κατά την ποιήτρια

<...> άγγελοι υπάρχουν ζήτουλες και θεοί χωρίς φωληά

(Φλεγόμενη βάτος, «Τραγωδία»)

πότε είναι ο τόπος ενός μόνον Θεού, και τότε η ποιήτρια νιώθει τον εαυτό της˙

Εξόριστη των ουρανών δίχως καμμιά πατρίδα <...>

(Φλεγόμενη βάτος, «Απελπισία»)

Στην ποίηση της Μελισσάνθης ο Θεός μοιάζει τελικά να είναι «ο χώρος όλων των δυνατοτήτων του ανθρώπου», για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Κίρκεγκωρντ.

Οταν η Μελισσάνθη μιλεί για την αμαρτία, δεν έχει την τρομερή ακρίβεια (ακρίβεια μέσα στην περιοχή του).