Σαμαράκης Αντώνης
Το λάθος
 
 
Το λάθος, Εκδόσεις Καστανιώτη 2000, Σσ.36-82, Πρώτη Έκδοση Έργου:1965
 
 

— Επιτέλους! έβαλε μια φωνή ο μάνατζερ. Εδέησε να μας επιτρέψει να περάσουμε. Το ζώον!

Μόλις που είχε καταφέρει, με μια μανούβρα πράγματι εκπληκτική, να ξεφύγει αυτό το ξεροκέφαλο γκριζοπράσινο πούλμαν, που από ώρα, λες και τόκανε επίτηδες, εννοούσε να τους κλείνει το δρόμο.

— Μαέστρος ο μάνατζερ ! γύρισε και είπε του ανακριτή σα να ζητούσε και τη δική του γνώμη. Τον είπα κι εγώ μάνατζερ άλλα τι να κάνω; Ακούω που συνέχεια τον λέτε μάνατζερ και γι' αυτό.

— Και γιατί όχι; συμφώνησε ο ανακριτής. Στην Ειδική Υπηρεσία όλοι οι συνάδελφοι τον λέμε μάνατζερ. Όσο για το παρατσούκλι, του κόλλησε γιατί τόχει συνήθεια, σε κάθε του κουβέντα, ακόμα και την πιο άσχετη, να πετάει: «Εγώ, τότε που εχρημάτισα μάνατζερ…»

— Δηλαδή, τι μάνατζερ; ρώτησε.

— Ψύλλων! μπήκε στη μέση ο ενδιαφερόμενος.

— Όχι δα! έκανε σα να υποψιαζότανε δούλεμα.

— Ναι, μάνατζερ ψύλλων, τον βεβαίωσε ο ανακριτής.

— Επί οκτώ συναπτά έτη είχα δικό μου θίασο, τον πληροφόρησε ο μάνατζερ. Το νούμερο μου «Μεγάλη Ρεβύ Ψύλλων» άφησε εποχή στα μεγαλύτερα βαριετέ. Θέαμα καταπληκτικό. Πρωτοφανές στα διεθνή χρονικά ψύλλων. Εκεί να δείτε σουξέ! Μου σπάραξε η καρδιά, όταν λόγω ανωτέρας βίας ο θίασος μου διαλύθηκε. Ένα μυστηριώδες μικρόβιο ανακατώθηκε στην υπόθεση, κολλήσανε όλα τα μέλη του θιάσου, το ένα με τ' άλλο. Πρωταγωνιστές και κομπάρσοι και τεχνικό προσωπικό. Και στα καλά καθούμενα βρέθηκα μάνατζερ δίχως θίασο! Πήγα λοιπόν κι έγινα πράκτωρ της Ειδικής Υπηρεσίας. Γιατί όχι;

— Δεν το είχα υπόψη μου, είπε σα να αισθανότανε ένοχος που το αγνοούσε.

— Μάνατζερ ψύλλων! συνέχισε ο μάνατζερ.

Κι αμέσως έκοψε αριστερά το τιμόνι, παρά λίγο τρακάρισμα με μια μοτοσυκλέτα που ξεπετάχτηκε. Τότε ήρθε κι έπεσε πάνω στον ανακριτή και σα να τρίφτηκε στον ώμο του.

— Με συγχωρείτε ! δικαιολογήθηκε.

— Μηδέν παρεξήγηση ! Με τη στραβοτιμονιά που κατ’ ανάγκην έκανε ο μάνατζερ, χάσαμε την ισορροπία μας.

— Όχι, είναι κάτι άλλο. Ξέρετε, όταν ακούω να λένε για ψύλλους… Αν τύχει κι ακούσω τη λέξη «ψύλλος», με πιάνει αυτοστιγμεί φαγούρα. Τα ίδια συμπτώματα και να τη δω γραμμένη ή τυπωμένη τη λέξη «ψύλλος». Να, και τώρα που την είπα εγώ τη λέξη και την άκουσα, μ' έπιασε φαγούρα.

Και ξανατρίφτηκε στον ώμο του ανακριτή.

— Πολύ περίεργο! είπε και τον στραβοκοίταξε.

— Δεν είναι αστείο; Αστείο και δραματικό μαζί;

— Αλλεργία! γνωμάτευσε ο μάνατζερ.

— Αλλεργία, τι άλλο; παραδέχτηκε. Το καταπληκτικότερο όμως είναι πως με πιάνει η φαγούρα μονάχα όταν τη λέξη την ακούσω ή τη διαβάσω.

— Δηλαδή; ρώτησε ο ανακριτής.

— Να, δεν έχω την παραμικρή ενόχληση αν τύχει και περπατάνε πάνω μου μακάρι κι ένας λόχος…

— Μυστήρια πράματα συμβαίνουνε στον κόσμο! Έκανε ο μάνατζερ. Και να σκεφτείς πως σου την έσκασα προ ολίγου. Δεν ήμουνα μάνατζερ… αυτό που σου είπα, όχι! Μάνατζερ σε αγώνες κατς ήμουνα!

Ύστερα πέσανε σε σιωπή.

— Μου είπατε πως το φέρρυ-μποτ έχει αναχώρηση 11.10. Και το επόμενο; ρώτησε κόβοντας τη σιωπή.

— Το επόμενο αύριο το πρωί, 6.20, είπε ο ανακριτής.

— Καλά, δεν έχεις ξαναπάει στην πρωτεύουσα μ' αυτήν τη διαδρομή; μπήκε στην κουβέντα ο μάνατζερ.

— Όχι. Πρώτη φορά κάνω το ταξίδι για την πρωτεύουσα με αυτοκίνητο και φέρρυ-μποτ. Ως τώρα, όσες φορές χρειάστηκε να πάω στην πρωτεύουσα, όχι και πολλές, πήγα πάντα σιδηροδρομικώς.

— Με το τραίνο! είπε ο μάνατζερ. Ταλαιπωρία μεγάλη. Και μιάμιση ώρα επί πλέον ταξίδι.

— Δεν το είχα υπόψη μου πως αυτό το δρομολόγιο είναι τόσο κόμοδο. Θα το προτιμώ στο μέλλον. Ώστε δεν έχει άλλο φέρρυ-μποτ αργότερα, τ' απόγεμα;

— Τα δρομολόγια είναι δύο ημερησίως, τον πληροφόρησε ο ανακριτής. Ένα το πρωί πρωί, 6.20, κι ένα 11.10.

Τα δύο απογευματινά έχουν καταργηθεί προσωρινώς.

— Ελπίζω να μην έχουμε καθυστέρηση και να φτάσουμε απόψε στην πρωτεύουσα. Να τελειώσει επιτελούς αυτή η περιπέτεια! Να πάω στο Κεντρικό, να δούνε πως δεν έχω τίποτα εις βάρος μου και να μ' αφήσουνε ελεύθερο.

— Μην ανησυχείς! τον βεβαίωσε ο μάνατζερ. Θα είμαστε στην ώρα μας και για το φέρρυ-μποτ και για τα περαιτέρω. Έχω πλήρη εμπιστοσύνη στο αμάξι μας!

— Και στον οδηγό μας! πρόσθεσε.

— Θα με δεις και μένα στο τιμόνι αργότερα, είπε ο ανακριτής. Έχουμε συμφωνήσει, ο μάνατζερ κι εγώ, να μοιραστούμε το τιμόνι. Από την πόλη μας ως το φέρρυ-μποτ, ο μάνατζερ. Από το σημείο που θα βγούμε από το φέρρυ-μποτ ως την πρωτεύουσα, εγώ. Συνεπώς, θάχεις την ευκαιρία να κρίνεις ποιος οδηγεί καλύτερα.

— Εντάξει. Το μόνο που μπορώ να σας βεβαιώσω, είναι πως η κρίση μου θα είναι εντελώς αντικειμενική.

Κάτι ακούστηκε να γκρινιάζει ο μάνατζερ κι αμέσως πήρε τη δεξιά όχθη της Εθνικής και φρενάρησε.

— Ώρα είναι νάχουμε κανένα απρόοπτο ! έκανε ο ανακριτής πολύ ανήσυχος. Τι μέλλει γενέσθαι αν κολλήσουμε;

— Στάσου πρώτα να δούμε τι συμβαίνει, τον έκοψε ο μάνατζερ.

Και βγήκε, πήγε άνοιξε το καπό, και χώθηκε μέσα.

— Τι γίνεται; Λέγε λοιπόν τι γίνεται! φώναξε εκνευρισμένος ο ανακριτής που δεν είχε μετακινηθεί από τη θέση του.

— Σου είπα να περιμένεις! του έδωσε την απάντηση ο μάνατζερ σκυμμένος πάντα στη μηχανή. Ζόρικος είσαι!

— Θα είναι μεγάλη ατυχία αν μας βρήκε βλάβη, είπε.

Καταλαβαίνετε -ελπίζω να με καταλαβαίνετε,- θέλω κι εγώ να φτάσουμε το ταχύτερο στην πρωτεύουσα. Να πάρει τέλος αυτή η περιπέτεια απόψε κιόλας!

— Ούτε ναι μπορώ να πω ούτε όχι, γνωμάτευσε ο μάνατζερ βγαίνοντας από το καπό. Μυστήριο ! Τα πάντα φαίνονται εντάξει, όμως είναι κάτι… Δεν μπορώ να προσδιορίσω τι. Οπωσδήποτε, θα προχωρήσουμε. «Ίσως να μην είναι τίποτα το σοβαρό.

Ανέβηκε στ' αμάξι, σκούπισε τα χεριά του που είχανε λάδια, έβγαλε μια τσίκλα -αυτήν τη φορά δεν πρόσφερε στους άλλους- και πάτησε γκάζι.

— Ευτυχώς που δεν ανακάλυψε κάτι συγκεκριμένο ο μάνατζερ, είπε. Θα ήτανε χτύπημα για μένα, σπάσιμο νεύρων, να μην είμαστε το βραδύ στο Κεντρικό. Θέλω να τελειώνω το συντομότερο. Όχι άλλο! Αρκετά!

— Ας ελπίσουμε πως όλα θα πάνε καλά και θα είμαστε στην ώρα μας για το φέρρυ-μποτ, είπε ο μάνατζερ.

Πέσανε σε μια καινούρια σιωπή. Αυτά τα διαλείμματα σιωπής ήτανε ευεργετικά. Η κουφόβραση, η κόπωση από το ταξίδι, τους είχανε, όσο νάναι, επηρεάσει. Με δέκα λεπτά, ένα τέταρτο σιωπή, ξαναβρίσκανε τη φόρμα τους. Σα να κάνανε ντους και νιώθανε φρεσκαρισμενοι.

Σύνολο έξι κι ένα τέταρτο σελίδες έπιασε η έκθεση μου για την «Υπόθεση Χαρτί Τουαλέτας». Έριξα μια τελευταία ματιά, στα γρήγορα αλλά και με προσοχή, διόρθωσα κάτι λαθάκια, από τις συνηθισμένες αβλεψίες. Ύστερα έκανα σώμα και τα τέσσερα αντίτυπα. Α ναι, όταν χτυπάω στη μηχανή τις εκθέσεις μου, βγάζω πάντα το πρωτότυπο και τρεις κόπιες. Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο, οι ανακριτικές εκθέσεις δακτυλογραφούνται εις τετραπλούν. Το καθαρό διαβιβάζεται στο Κεντρικό. Τα υπόλοιπα τρία: ένα είναι για τον προϊστάμενο, ένα για το αρχείο της τοπικής Ειδικής Υπηρεσίας, και το τελευταίο για το προσωπικό αρχείο του ανακριτή.

Υπέγραψα και τα τέσσερα -μονογραφή σε κάθε σελίδα,- πήρα το προοριζόμενο για τον προϊστάμενο. Μόλις που είχα κλείσει την πόρτα, και γύρισα να σβήσω το πορτατίφ. Την έχω αυτήν την ιδιοτροπία. Δε θέλω κατά την απουσία μου να μένει φως στο γραφείο.

Ο προϊστάμενος έχει γραφείο δύο ορόφους παραπάνω. 5ος όροφος, γραφείο 560. Έπρεπε λοιπόν να πάρω ασανσέρ. Αλλά και τα τρία κατειλημμένα. Για να μην καθυστερήσω περιμένοντας, πήγα από τη σκάλα.

Όταν χτύπησα, άκουσα και δεν άκουσα το «Ναι!» που συνηθίζει ο προϊστάμενος. Πήρα όμως πρωτοβουλία και μπήκα. Άλλωστε, με είχε καλέσει. Είδα τον προϊστάμενο και το μάνατζερ -οι δυο τους μόνο στο γραφείο- να στέκονται μπροστά στο παράθυρο. Και νάχουν συζήτηση που μου φάνηκε εμπιστευτική. Με την εμφάνισή μου, διακόψανε.

— Φοβάμαι ήρθα σε ακατάλληλη ώρα, είπα. Να φύγω και να ξανάρθω.

— Όχι, να μην ξαναρθείς! έκανε κοφτά ο προϊστάμενος κι έβγαλε τα γυαλιά του σα να ήθελε να με δει με γυμνό μάτι.

Τον είδα να παίρνει από την πίσω τσέπη του παντελονιού το μαντίλι του, εκεί τόβαζε πάντα, και με πολλή προσοχή να σκουπίζει τα γυαλιά του.

Είχα προ καιρού ακούσει, εντελώς τυχαία, πως έχει αστιγματισμό ο προϊστάμενος. Δεν μπορούσα όμως νάμαι και σίγουρος. Γιατί είχα ακούσει, και πάλι εντελώς τυχαία, πως ούτε αστιγματισμό έχει ούτε μυωπία ούτε και τίποτα. Και πως αυτά τα γυαλιά, που τα φορούσε μονίμως, είναι ανύπαρκτα. Δηλαδή, σκέτο τζάμι. Σαν τα γυαλιά που φοράνε οι ηθοποιοί, όταν είναι να παίξουνε ρόλο διοπτροφόρου. Τώρα, ποιος ο λόγος να φοράει τέτοια γυαλιά, ιδέα δεν είχα. Και προπαντός, δεν είχα καμία διάθεση νάχω ιδέα. Όχι! Στην Ειδική Υπηρεσία, τα πάντα είναι απόρρητα. Στα διπλοκλειδωμένα αρχεία, όπου καταχωρίζονται όλες οι πληροφορίες για ενόχους ή υπόπτους για δράση εναντίον του Καθεστώτος ή ιδεολογική ή συναισθηματική κατάσταση όχι ασορτί με το Καθεστώς, στα αρχεία λοιπόν υπάρχουν απόρρητα. Αλλά και στους τοίχους, στους διαδρόμους, στις σκάλες, στα ασανσέρ, στο εσωτερικό προαύλιο, στη στέγη στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, στις τουαλέτες, απόρρητα. Λόγου χάρη, στο καζανάκι μιας τουαλέτας πολύ πιθανόν νάχει τοποθετηθεί μικρόφωνο άκρως ευαίσθητο -η μόνη ευαισθησία που επιτρέπεται στην Ειδική Υπηρεσία,- μικρόφωνο που να συλλαμβάνει κάθε λογής θόρυβο, από τους θορύβους που είναι συνήθεις σε μια τουαλέτα ως τα επιφωνήματα, το μονόλογο ή το διάλογο.

Όχι, δεν είχα καμία διάθεση νάχω ιδέα αν ο προϊστάμενος έχει όντως αστιγματισμό ή όχι. Γιατί το βασικό, το υπ' αριθμόν 1 για τον πράκτορα της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι να διψάει, να διακινδυνεύει ολοένα για να πληροφορείται τα πάντα όσα συμβαίνουν έξω από την Ειδική Υπηρεσία αλλά να μην ενδιαφέρεται ποσώς για ό,τι συμβαίνει μέσα στην Ειδική Υπηρεσία.

— Θέλω να πω, να μη φύγεις καθόλου! ξεκαθάρισε ο προϊστάμενος αφού πρώτα σκούπισε τα γυαλιά του. Κι εφ' όσον δεν πρόκειται να φύγεις, δεν υπάρχει και θέμα να ξανάρθεις. ο μάνατζερ, εσύ, κι εγώ, έχουμε να συζητήσουμε την «Υπόθεση Καφέ Σπορ» που σου είπα προ ολίγου.

— Πάντως, έχω την έκθεση μου για την «Υπόθεση Χαρτί Τουαλέτας». Έπιασε έξι σελίδες και με μια κίνηση του χεριού, με διέκοψε. Πήρε την έκθεση μου, ούτε την κοίταξε καν, και την άφησε πάνω στο γραφείο του. Δεξιά, κοντά στο τηλέφωνο.

— Σύμφωνοι, είπε. Την παίρνω την έκθεση για την «Υπόθεση Χαρτί Τουαλέτας» αλλά για την Ειδική Υπηρεσία η υπόθεση αυτή έληξε. Αν θέλετε να καθίσετε, όποιος από τους δύο το επιθυμεί, ελεύθερα. Θα πρέπει τώρα να σας αναπτύξω το ιστορικό της «Υπόθεσης Καφέ Σπορ».

Ο ίδιος έμεινε όρθιος. Ούτε κι εμείς καθίσαμε.

— Όλα αυτά συνέβησαν σήμερα, άρχισε. Η ιστορία ξεκίνησε το πρωί, κατά τις 11, όταν έλαβα ένα φάκελο, ταχυδρομημένο από χτες. ο φάκελος είναι αυτός εδώ.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ

Προς τον προϊστάμενον της Ειδικής Υπηρεσίας — Ενταύθα

— Με γραφομηχανή επίσης, την ίδια, γραμμένο και το εσώκλειστο σημείωμα. Ιδού και το σημείωμα.

Στο «Καφέ Σπορ» αύριο το απόγεμα, 16 τρέχοντος, ώρα 6.15 — 6.30, θα πάει να καθίσει ένας που είναι σημαίνον στέλεχος σε οργάνωση εναντίον του Καθεστώτος. Εντελώς άγνωστος στην Ειδική Υπηρεσία, επί του παρόντος. Και αυτός, και η εν λόγω οργάνωση. Εσωκλείστως η φωτογραφία του. Συγνώμην που δεν είναι και πολύ καινούρια, πάντως είναι, νομίζω και ελπίζω, αρκετά καθαρή και χρήσιμη στην Ειδική Υπηρεσία για την περίπτωση που θα θελήσει να ενδιαφερθεί για τον περί ου και για τον άλλον που πρόκειται να συναντήσει ο πρώτος στο «Καφέ Σπορ». Τα περαιτέρω δε με αφορούν.

— Να και η φωτογραφία.

Περιεργαστήκαμε τη φωτογραφία. Δε μας έλεγε τίποτα. Ένα πρόσωπο εντελώς συνηθισμένο, από κείνα που συναντάει κανείς χιλιάδες. Οπωσδήποτε, ήτανε ένα πρόσωπο συγκεκριμένο ο άγνωστος με τα μεγάλα γυαλιά, τα μεγάλα αυτιά -το μεγάλο αυτί- και το παχύ μουστάκι. Με τη φωτογραφία τούτη στα χέρια, ένας πράκτωρ της Ειδικής Υπηρεσίας θα μπορούσε να ξετρυπώσει τον εικονιζόμενο ακόμα και μέσα σε εκατό θαμώνες του «Καφέ Σπορ».

— Έτσι άρχισε η «Υπόθεση Καφέ Σπορ», συνέχισε ο προϊστάμενος.

Χτύπησαν την πόρτα, και με το «Ναι!» του προϊσταμένου μπήκε ένας πράκτωρ.

— Τι συμβαίνει; τον ρώτησε κάπως απότομα ο προϊστάμενος. Δε φαντάζομαι να ήρθες να μου αναγγείλεις πως ο ένας από τους δύο συλληφθέντας του «Καφέ Σπορ» αυτοκτόνησε. Φτάνει το απρόοπτο που είχαμε με τον τέταρτο της «Υπόθεσης Χαρτί Τουαλέτας», που μας ξέφυγε μέσ' από τα χεριά.

— Όχι, δεν πρόκειται για αυτοκτονία, είπε ο πράκτωρ.

— Ο κρατούμενος διαμαρτύρεται. Έπρεπε, λέει, νάχει εξεταστεί εδώ κατ' αντιπαράσταση με τον άλλον. Χαμογέλασε ο προϊστάμενος.

— Να τον καθησυχάσεις, έδωσε οδηγίες στον πράκτορα.

Να του υπενθυμίσεις ό,τι ακριβώς του είπα προ ολίγου. Πως δεν είναι μακριά η ώρα που θ' ανακριθούν και οι δυο μαζί, ο ένας ενώπιον του άλλου. Μόνο που αυτό θα γίνει στο Κεντρικό.

Ο πράκτωρ έφυγε.

— Τι σας έλεγα; Α ναι, τι έπρεπε να κάνω εγώ μ' αυτό το σημείωμα; Να το αγνοήσω; Όχι! Από νωρίς λοιπόν οι πράκτορες μας εγκαταστάθηκαν στο «Καφέ Σπορ». Καθίσανε σε διάφορα τραπεζάκια, άλλοι έξω στο πεζοδρόμιο, άλλοι μέσα. Ένας ένας ή δυο και τρεις ακόμα σ' ένα τραπεζάκι. Και περιμένανε. Τι άλλο να κάνουν; Το μόνο στοιχείο που είχανε, ήτανε η φωτογραφία του αγνώστου, που την ανατυπώσαμε σε πολλά αντίτυπα. Στο μεταξύ, δε χρειάζεται να το πω, περιεργάζονταν τους θαμώνες. Μοιάζανε δε μοιάζανε με τον άνθρωπο της φωτογραφίας. 6.12 έκανε την εμφάνιση του ο καταζητούμενος. Όχι ακριβώς ίδιος με τη φωτογραφία, λίγο γερασμένος και με διαφορετικό χτένισμα. Πάντως, δεν υπήρχε αμφιβολία πως είναι εκείνος που περιμέναμε. Κάθισε σ' ένα τραπεζάκι μπαίνοντας δεξιά, κοντά στο μεγάλο παράθυρο προς τη λεωφόρο. Παρήγγειλε πορτοκαλάδα. «Να είναι καλά παγωμένη !» είπε στο γκαρσόνι. Ύστερα ήπιε την πορτοκαλάδα του με το καλαμάκι, ήσυχα ήσυχα. Σαν άνθρωπος που δε βιάζεται καθόλου.

Άνοιξε την «Τελευταία Ώρα», που την εζήτησε από το γκαρσόνι, έριξε μια ματιά, μάλλον πρόχειρη. Τελείωσε την πορτοκαλάδα του-είχε αφήσει δυο δάχτυλα,- σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Δεν ξέρω αν έχετε υπόψη σας, η τουαλέτα του «Καφέ Σπορ» χωράει ένα μόνο πελάτη. Συνεπώς, δεν είχαμε τη δυνατότητα να τον παρακολουθήσουμε και μέσα στην τουαλέτα. Λόγω τεχνικών δυσχερειών… Σε δύο λεπτά, 6.29 για την ακρίβεια, ο άνθρωπος μας βγήκε από την τουαλέτα και προχώρησε στο διάδρομο με κατεύθυνση την έξοδο. Οι πράκτορες μας επιφυλακή ! Φτάνοντας στο ύψος του τρίτου τραπεζίου, τρίτου από την τουαλέτα, σκόνταψε στο δεξί πόδι ενός άλλου, τον πάτησε. Όταν τον πάτησε, ούτε που έδωσε σημασία και συνέχισε να πηγαίνει προς την έξοδο. ο άλλος όμως είχε ανάψει και του πέταξε: «Με πατήσατε, κύριε!» Επιτελούς εδέησε να σταθεί ο άγνωστος της φωτογραφίας. «Εγώ;» έκανε με έκπληξη. «Ναι, εσείς! Και με πατήσατε στο δεξί που έχω κάλο!» Τότε τον κοίταξε ειρωνικά και του είπε: «Μη μου το λέτε! Πιστέψτε με, νόμιζα πως ήτανε τ' αριστερό». Και πήγε αμέσως προς την έξοδο, βγήκε στη λεωφόρο Ανεξαρτησίας, έκοψε αριστερά, και πίσω του δυο πράκτορες μας περιμένοντας να δούνε αν θα συναντηθεί με κάποιον για να συλλάβουν και τους δύο. Τελικά δε συναντήθηκε με κανέναν, κι έτσι συνελήφθη μόνος στην είσοδο του σινεμά «Άστρον». Όσο για τον άλλον, με τον κάλο στο δεξί πόδι, το συνένοχό του -είναι ο μόνος που ήρθε σ' επαφή μαζί του έστω και αθώα δήθεν,- συνελήφθη από πράκτορά μας. «Ήτανε δύο σ' ένα τραπεζάκι και παρίσταναν τους εμπόρους μαγειρικού λίπους. «Ήρθανε λοιπόν και οι δυο συνένοχοι στα χεριά μας. Την ανάκριση την έκανα εγώ. Από ποιόν θέλετε ν' αρχίσω; Ας πάρουμε πρώτα τον άνθρωπο με τον κάλο στο δεξί πόδι. Τι ιδέα έχετε γι' αυτό;

— Δυο μικροί κύκλοι, είπα παίρνοντας το χαρτί –χαρτί από πακέτο τσιγάρα — που ο προϊστάμενος με μια κίνηση απότομη έβγαλε από ένα ντοσιέ πάνω στο γραφείο του.

— Εσύ τι λες; ρώτησε το μάνατζερ.

— Συμφωνώ με τον ανακριτή. Είναι ακριβώς αυτό:δυο μικροί κύκλοι.

Έκανε μια χειρονομία ο προϊστάμενος σα να έδιωχνε καπνό από μπροστά του. Και είπε:

— Οι δυο μικροί κύκλοι που βλέπετε, και που τους είδα κι εγώ, μπορεί βεβαία να μην είναι τίποτ' άλλο από δυο μικρούς κύκλους. Δηλαδή, δεν είναι απίθανο να μην έχουνε κανένα κρυφό νόημα, συνωμοτικό. Να είναι ένα απλό σκίτσο. Λόγου χάρη, αυτός που έφτιαξε το σκίτσο, ο άνθρωπος που τον πατήσανε στο δεξί πόδι -όταν κάθισε στο «Καφέ Σπορ», ζήτησε από το γκαρσόνι ένα διπλό κονιάκ κι ένα μολύβι, μαύρο, το γκαρσόνι του έδωσε το μολύβι που ήθελε, και τότε, βγάζοντας το χαρτί από τα τσιγάρα του, εσκίτσαρε τους δυο μικρούς κύκλους, — δεν αποκλείεται ο άνθρωπός μας εντελώς τυχαία να έφτιαξε δυο μικρούς κύκλους, για να περάσει την ώρα του, αντί να φτιάξει δυο μικρά τετράγωνα ή κάτι ανάλογο. Δεν αποκλείεται όμως και το ακριβώς αντίθετο: νάχει το σκίτσο μια δεδομένη σημασία, κάτι που δεν το ξέρουμε επί του παρόντος. Αλλα καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Όπως σας είπα και πρωτύτερα, οι πράκτορές μας στο «Καφέ Σπορ» πήγανε πολύ νωρίτερα από την ώρα, 6.15 - 6.30, που έλεγε το ανώνυμο σημείωμα. Και περιμένοντας να εμφανιστεί ο άνθρωπος της φωτογραφίας, παρακολουθούσαν τους πάντας και τα πάντα. Έτσι επισήμαναν και τον άνθρωπο με τον κάλο στο δεξί πόδι. Τον είδανε που μπήκε, πήγε και κάθισε σ' ένα τραπεζάκι στο βάθος, μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που είναι εκεί, παρήγγειλε το διπλό κονιάκ και ζήτησε το μαύρο μολύβι. Τέλος πάντων, τα γνωρίζετε ήδη τα σχετικά. Έφτιαξε το σκίτσο, και μια στιγμή έσκυψε και το μύρισε. Το μύρισε ή το δάγκωσε, δεν είδανε καλά οι πράκτορές μας, είχανε σταθεί στο διάδρομο δυο πελάτες που συζητούσαν και τους κρύβανε τη θέα. ο ένας από τους δύο δήθεν εμπορευόμενους μαγειρικού λίπους, επαναλαμβάνω, συνέλαβε τον άνθρωπο μας λίγο αργότερα, όταν διαπιστώθηκε πως είχε επαφή, έστω και τόσο αθώα, με τον άγνωστο της φωτογραφίας. Φεύγοντας ο άνθρωπός μας και ο πράκτωρ, αφήσανε το σκίτσο στο τραπεζάκι -το πήρε όμως ο άλλος «εμπορευόμενος». Όχι, ο άνθρωπός μας δεν έδειξε ταραχή που τον συνέλαβαν, είπε μόνο «Δεν καταλαβαίνω» και «Θα διαμαρτυρηθώ στους ανωτέρούς σας!» Και μάλιστα, ζήτησε από τον πράκτορα να του επιτρέψει να δέσει το δεξί κορδόνι. Γιατί αυτή η ηρεμία; Ήτανε ένοχος και το είχε πάρει απόφαση ή υποκρινότανε, ή αντίθετα αθώος και είχε τη γαλήνη του αθώου; Ας παρακάμψω προσωρινά το ερώτημα κι ας προχωρήσω στα γεγονότα. Το σκίτσο με τους δυο μικρούς κύκλους το μύρισε ή το δάγκωσε. Το είπαμε και πρωτύτερα. Δεν είμαστε βέβαιοι τι ακριβώς έκανε. Ίσως μια νευρική κίνηση, ένα τικ. Ή μπορεί και κάτι άλλο: ξέρετε, είναι μερικοί που έχουνε πάθος να μυρίζουν διάφορα πράγματα, λ.χ. τυπωμένο χαρτί, φρεσκοτυπωμένο μάλιστα, το τυπογραφικό μελάνι τους δίνει ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Ή να μυρίζουνε γυναικεία εσώρουχα. Τέλος πάντων, το σκίτσο με τους δυο μικρούς κύκλους, που φεύγοντας το άφησε στο τραπεζάκι ο άνθρωπός μας -το ξέχασε ή το εγκατέλειψε επίτηδες για να μην πέσει στα χέρια μας;- , το σκίτσο λοιπόν το πήρε αμέσως υστέρα ο άλλος πράκτωρ, ο δεύτερος από τους δήθεν εμπορευόμενους που συζητούσαν για την τιμή του μαγειρικού λίπους. Όσο για τον ύποπτο της φωτογραφίας, καθώς γνωρίζετε, τον παρακολούθησαν δύο πράκτορες, τον αφήσανε να βγει από το «Καφέ Σπορ», να κάνει αριστερά τη λεωφόρο Ανεξαρτησίας, και τελικά, μπροστά στον κινηματογράφο «Άστρον», συνελήφθη. Έτσι περιήλθε κι αυτός στην εξουσία μας. Θα πρέπει τώρα να γυρίσω προσωρινά στον άλλον, για να μη διακόψω τη συνεχεία. Μετά τη σύλληψη του, τον έφεραν εδώ τον άνθρωπο με το διπλό κονιάκ και το σκίτσο. Με αμάξι της Ειδικής Υπηρεσίας, παρκαρισμένο δύο τετράγωνα από το «Καφέ Σπορ». Σε όλη τη διαδρομή έδειχνε ψύχραιμος, απόλυτα ψύχραιμος. Μόνο μια στιγμή, ενώ περνούσανε από την πλατεία Ταχυδρομείου, γύρισε και κοίταξε το ρολόι του, ίσως και να είχε κάποιο λόγο. Πάντως, στον πράκτορα που τον ρώτησε αν έχει ραντεβού και κοιτάει την ώρα, είπε όχι, δεν έχει κανένα ραντεβού, έτσι μηχανικά κοίταξε. Τον οδηγήσανε πρώτα στο γνωστό δωμάτιο στον 3ο όροφο. Τον άφησαν εκεί να περιμένει. Εν τω μεταξύ, για κάθε ενδεχόμενο -ας μην ξεχνάμε τον ύποπτο της «Υπόθεσης Χαρτί Τουαλέτας» και την αμπούλα με το υδροκυάνιο,- του είπανε να γδυθεί ολόκληρος, κοστούμι, εσώρουχα, παπούτσια και ρολόι. Του δώσανε άλλα ρούχα, και στα δικά του κάναμε έρευνα με πολλή προσοχή. Εδώ είναι ό,τι βρήκαμε στις τσέπες του.

Και παίρνοντας από το γραφείο του τα διάφορα που είχε πάνω του ο ύποπτος, τα έδειξε στους δυο μας ένα ένα και συγχρόνως τα ονομάτιζε:

— Ένα πακέτο τσιγάρα. Έχει το όλον εννέα τσιγάρα, δηλαδή λείπουνε έντεκα και το χαρτί από το πακέτο που σας είπα πως έβγαλε στο «Καφέ Σπορ» να σκιτσάρει τους δυο μικρούς κύκλους. Η ταυτότητά του με όλα τα στοιχεία, ονοματεπώνυμο, όνομά πατρός, Όνομα μητρός, ηλικία 32 ετών - 31 είναι, του έβαλα ένα χρόνο παραπάνω, -άγαμος, επάγγελμα ιδιωτικός υπάλληλος, διεύθυνση κατοικίας οδός Νίκης 120α. Άλλη μία ταυτότητα, του Γραφείου Ταξιδιών και Γενικού Τουρισμού «Έρμης», του οποίου είναι υπάλληλος. Ένας ονυχοκόπτης. Δύο προφυλακτικά. Το πορτοφόλι του με χρήματα μόνο και ούτε μια σημείωση που θα μπορούσε ίσως να μας διαφωτίσει. Ένα πορτοφολάκι με κέρματα. Εν συνόψει, δε βρέθηκε δυστυχώς τίποτα το αξιόλογο από πλευράς ανακρίσεως.

— Άλλα στοιχεία; Πληροφορίες, έρευνα κατ' οίκον;

— Έγινε ό,τι έπρεπε, μου είπε ο προϊστάμενος, από τη στιγμή που τον μετέφεραν εδώ, και με τη μεγίστη δυνατή ταχύτητα. Δεν προέκυψε το ελάχιστο εις βάρος του. Στο σπίτι του -δηλαδή, ένα δωμάτιο ισόγειο με δική του ανεξάρτητη είσοδο και τουαλέτα,- η έρευνα αρνητική. Ένα συνηθισμένο δωμάτιο εργένη. Οι πληροφορίες που μας έδωσαν οι άλλοι ένοικοι, οι γείτονες, οι συνάδελφοι του στον «Ερμή» -σε μια ώρα μέσα ολοκληρώθηκε ένας κύκλος πληροφοριών,- όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ίδιο συμπέρασμα: ένας ήσυχος άνθρωπος. Δεν έχει απασχολήσει άλλοτε ούτε την Ειδική Υπηρεσία ούτε τις αστυνομικές αρχές. Δεν έχει δώσει ως τώρα την ελάχιστη υποψία για ενέργειες εναντίον του Καθεστώτος ή πως σκέφτεται ή αισθάνεται εναντίον του Καθεστώτος ή αντίθετα προς το Καθεστώς ή απλώς όχι σύμφωνα προς το Καθεστώς. Τον πήρα για ανάκριση δύο ώρες μετά την προσαγωγή του στην Ειδική Υπηρεσία. Του είπα κατευθείαν πως ο άλλος, ο συνένοχος του, μας έχει ήδη εξηγήσει τη συνάντηση τους στο «Καφέ Σπορ», και του ζήτησα να μου πει τη δική του άποψη. Με ψυχραιμία τότε μου έδωσε την απάντηση πως δεν τον γνωρίζει τον άλλον, πως δεν είναι συνένοχοι οι δυο τους, και πως η συνάντησή τους στο καφενείο δεν είχε κανένα νόημα. Πως ήτανε εντελώς τυχαία. Τον ερώτησα τι είπανε οι δυο τους όταν ο άλλος τον πάτησε στο δεξί πόδι. Χωρίς κανένα δισταγμό, μου επανέλαβε το διάλογο τους επί λέξει. Ένα διάλογο φαινομενικά αθώο. Θα σας δώσω αργότερα λεπτομέρειες, που τώρα τις παραλείπω γιατί θέλω να σχηματίσετε πρώτα μια γενική εικόνα. Λοιπόν, αντιλαμβάνεσθε ίσως το κόλπο που έκανα: οι πράκτορες μας είχανε ακούσει ολόκληρο το διάλογο, ούτε λέξη δεν τους διέφυγε. Τον είχα υπόψη μου το διάλογο, προσποιήθηκα όμως το αντίθετο για να δω αν θα είχε την ειλικρίνεια να μου τον δώσει ακέραιο ή θα έκανε αλλαγές. Στη δεύτερη περίπτωση, θα είχαμε ένα συγκεκριμένο στοιχείο εις βάρος του. Τον ρώτησα έπειτα τι νόημα έχουνε οι δυο μικροί κύκλοι που είχε σκιτσάρει στο χαρτί από τα τσιγάρα του. Του έδειξα το σκίτσο. Δε φάνηκε να εκπλήσσεται που το είχαμε στα χέρια μας. Μου έδωσε την εξής απάντηση: «Δεν έχουνε κανένα νόημα, είναι ό,τι ακριβώς βλέπετε: δυο μικροί κύκλοι. Μη μου πείτε πως είναι και οι δυο αυτοί μικροί κύκλοι ύποπτοι! Τους έφτιαξα έτσι για να περάσει η ώρα, αντί για δυο μικρούς κύκλους θα μπορούσα να σκιτσάρω δυο μικρά τετράγωνα ή δυο μικρούς ρόμβους ή κάτι άλλο». Του είπα πως δεν μπορώ να δεχτώ την εξήγηση, και πως δεν αποκλείεται οι δυο δήθεν αθώοι μικροί κύκλοι να είναι ένα σχεδιάγραμμα, δυο αποθήκες με όπλα που προορίζονται εναντίον του Καθεστώτος. Γέλασε και μου είπε, ενώ με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια: «Είμαι ένας φιλήσυχος πολίτης». Τότε ήτανε που άναψα: «Για το Καθεστώς «φιλήσυχος πολίτης» δε σημαίνει τίποτα. Τίποτα! Οι άνθρωποι χωρίζονται μόνο σ' εκείνους που είναι με το Καθεστώς και σ' εκείνους που δεν είναι. Για να είσαι εχθρός του Καθεστώτος, δε χρειάζεται να έχεις πράξει κάτι αντίθετο προς το Καθεστώς. Φτάνει να μην είσαι με το Καθεστώς, να μην έχεις να εμφανίσεις δράση θετική υπέρ του Καθεστώτος. Ναι, για το Καθεστώς ισχύει ο νόμος: «Ο μη ων μετ' εμού κατ' εμού εστί». Με άκουσε, και με πολλή προσοχή, δεν άλλαξε όμως σε τίποτα η στάση του. Δεν πρόκειται τώρα να σας δώσω όλες τις λεπτομέρειες της ανάκρισης, θα επανέλθω στο θέμα. Περιορίζομαι για την ώρα να σας πληροφορήσω πως ο ύποπτος εκράτησε από την αρχή ως το τέλος ψυχραιμία. Εμφάνιση αθώου. Το μόνο που ζήτησε, ήτανε να τον εξετάσω το ταχύτερο κατ' αντιπαράσταση με τον άλλον. Του είπα ναι, μόλις τελειώσει η ανάκριση που του κάνουμε χωριστά, θα γίνει αμέσως η αντιπαράσταση. Εν τω μεταξύ, είχα συνεχή επικοινωνία με το Κεντρικό. Από το Κεντρικό μου ξεκαθάρισαν πως η «Υπόθεση Καφέ Σπορ» τους ενδιαφέρει άμεσα και πάρα πολύ. Είχα αλλεπάλληλα τηλεφωνά με το Κεντρικό, από την ώρα που τηλεφώνησα για πρώτη φορά και ανέφερα την «Υπόθεση Καφέ Σπορ» και τα σχετικά με τους δύο υπόπτους. Κατά διαλείμματα, έπαιρνα τηλέφωνο και πληροφορούσα το Κεντρικό για την πορεία και τα πρώτα αποτελέσματα της ανάκρισης. Όσο για την ανάκριση που έκανα στον άνθρωπο με το διπλό κονιάκ, τη διέκοψα σ’ ένα άλφα σημείο, και τη συνέχισα τρία τέταρτα αργότερα. Στις 10 περίπου τον εκάλεσα εκ νέου, τον ρώτησα αν έχει κάτι καινούριο να καταθέσει, μου είπε όχι, ό,τι είχε να δηλώσει το είχε δηλώσει πρωτύτερα. Τότε του ανήγγειλα: «Έχω όμως εγώ κάτι καινούριο για σας: αύριο το πρωί, πολύ νωρίς το πρωί, θα σας μεταφέρουν με αυτοκίνητο της Ειδικής Υπηρεσίας στο Κεντρικό. ο συνένοχός σας ανεχώρησε ήδη για την πρωτεύουσα, συνοδεία εννοείται, κατόπιν εντολής του Κεντρικού και βάσει των στοιχείων που ως τώρα προέκυψαν. Συνεπώς, η κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με το συνένοχο σας θα γίνει στο Κεντρικό. Εγώ δεν έχω άλλη ανάμιξη στην «Υπόθεση Καφέ Σπορ», τα περαιτέρω ανέλαβε αποκλειστικά το Κεντρικό». Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ευχαριστήθηκε με την είδηση. Αντίθετα, έδειξε φανερά πως του δίνει στα νεύρα το τραινάρισμα, κάτι είπε για ταλαιπωρία εντελώς αδικαιολόγητη, και η συζήτηση έληξε εδώ.

— Ώστε αύριο το πρωί θα μεταφερθεί στο Κεντρικό, είπε ο μάνατζερ.

— Ναι. Δηλαδή, θα τον μεταφέρετε οι δυο σας. Το γνωρίζετε. Θα φύγετε πολύ πρωί, 7 η ώρα αναχώρηση, για να προλάβετε το φέρρυ-μποτ των 11.10.

— Τα μικροφίλμ είναι έτοιμα! ειδοποίησε τον προϊστάμενο με τη συσκευή εσωτερικής επικοινωνίας ο υπεύθυνος του Φωτογραφικού. Τα εμφανίσαμε όλα, επιτυχία εξαιρετική. Μπορείτε να τα δείτε μόλις ευκαιρήσετε.

— Πάω στοίχημα πως είναι για βροχή ο καιρός, είπε ο μάνατζερ.

Ή είπε:

— Πάω στοίχημα πως δεν είναι για βροχή ο καιρός.

Δεν άκουσα τι από τα δύο.

— Τι ακριβώς είπες για βροχή; τον ρώτησα.

— Έβγαλα μετεωρολογικό δελτίο: βροχή εν όψει!

— Μη μου το λες ! ειρωνεύτηκα.

— Γιατί, παρακαλώ; Έχεις αντίρρηση;

Γέλασα δυνατά.

— Καλά, και πώς σου ήρθε η ιδέα της βροχής; ο ήλιος μας ξεροψήνει συνεχεία και σύννεφο δεν υπάρχει εκεί πάνω. Όχι, είναι δυο τρία συννεφάκια, αθώα την όψη και διαφανή σα γυναικεία νάυλον εσώρουχα. Αλλά να συζητάμε σοβαρά περί βροχής, πάει πολύ!

Ο μάνατζερ έκανε μια κίνηση με το χέρι. Στην αρχή νόμισα πως είναι μύγα και πάει να τη διώξει. Δεν είδα όμως μύγα, και τότε κατάλαβα πως η χειρονομία ήτανε επειδή διαφωνούσε με την άποψή μου.

— Η κουφόβραση! είπε σχεδόν αμέσως. Μέσα Σεπτεμβρίου είμαστε, μην το ξεχνάμε, και μια τέτοια κουφόβραση δεν είναι καθόλου φυσιολογική. Δε συμφωνείτε;

— Δίκιο έχει ο μάνατζερ, μπήκε στη συζήτηση ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ». Η γνώμη μου είναι, μια και δε μίλησα ως τώρα, πως αυτή η κουφόβραση είναι πολύ περίεργη. Προβλέπω πως θα καταλήξει σε βροχή.

— Ώστε είμαστε 2-1, είπα. Συνεπώς, έχετε την πλειοψηφία.

Τρέχουμε σταθερά με 110. Κάνω τσιγάρο και σκέφτομαι τι αμείλικτη, τι ρεαλιστική που είναι η φιλοσοφία του προϊσταμένου. Σαν αλγεβρική εξίσωση: «Ο μην ων μετ' εμού κατ' εμού εστί». Το Καθεστώς είναι η διαχωριστική γραμμή που τέμνει εμάς και τους άλλους. Όποιος είναι με το Καθεστώς, παίρνει θέση εδώ -όποιος δεν είναι με το Καθεστώς, παίρνει θέση εκεί. Ανάμεσα στις δύο όχθες, η άβυσσος.

— Αν έχουμε τέτοια τύχη, τέτοια ατυχία θέλω να πω, συνέχισε ο μάνατζερ, πολύ φοβάμαι καθυστέρηση.

— Τώρα που το ξανασκέφτομαι το ζήτημα, είπα, είναι πράγματι αλλόκοτο που κάνει τόση ζεστή. Και ζεστή κακή. Δεν είναι απίθανο να μαγειρεύει βροχή ή κουφόβραση.

— Με την πρώτη μπόρα, η κυκλοφορία παθαίνει διαταραχές. Και μ' ένα ενδεχόμενο μπλοκάρισμα καθ' οδόν, κινδυνεύουμε να χάσουμε χρόνο πολύτιμο. Άλλωστε, για ν' αποφύγουμε ντεραπάρισμα, αναγκαστικά θα κόψω ταχύτητα.

— Έτσι είναι, συμφώνησα. Τα 110 που πιάνουμε συνεχεία θα πρέπει να περιοριστούν.

Ο μάνατζερ τακτοποίησε τη ρεμπούμπλικα που όλο και του πήγαινε χαμηλά, ύστερα έγειρε στο τιμόνι σα να ήθελε να δώσει όλη του την προσοχή. Η αλήθεια είναι πως το κυκλοφοριακό έμφραγμα είχε φτάσει στο μη περαιτέρω.

Ο άλλος ανάμεσά μας έχει ένα ύφος τόσο πολύ ματ, λες και του έχουνε κάνει αναισθητική ένεση. Μπορεί και να νυστάζει απλώς και για τούτο νάναι σαν αποχαυνωμένος. Μάλιστα, έχει μισοκλείσει το δεξί μάτι.

Από την ώρα που έπεσε πάνω του το χέρι της Ειδικής Υπηρεσίας και μπήκε σε κίνηση ο μηχανισμός της ανάκρισης, ο εν λόγω τοποθετήθηκε αυτομάτως στην αντίπερα όχθη. Δεν μπόρεσε ν' αποδείξει πως είναι με το Καθεστώς, όχι. Άρα είναι εναντίον. Εχθρός του Καθεστώτος-και δικός μου.

— Με τη βροχή, η άσφαλτος είναι δράμα, είπε βλέποντας μια εμένα, μια το μάνατζερ. Γλιστράει σα να την έχουνε γρασάρει.

— Έχω μουσκέψει στον ιδρώτα, διαμαρτυρήθηκε ο μάνατζερ.

— Κι εγώ παρομοίως, συμπλήρωσα. Το πουκάμισο μου έχει κολλήσει. Ιδίως στο γιακά, σα νάναι λευκοπλάστ. Και το σλίπ το ίδιο, και μ' ενοχλεί.

— Τα χέρια μου είναι λιπαρά, λιγδωμένα, είπε ο άλλος.

Τον φέρνω στη σκέψη μου, με το δεξί -ή τ’ αριστερό ίσως- χέρι υψωμένο, να λέει στον προϊστάμενο: «Είμαι ένας φιλήσυχος πολίτης». Έτσι αρχίζουν όλοι, οι περισσότεροι τουλάχιστο, όταν τους μαγκώσουνε και τους μεταφέρουν στην Ειδική Υπηρεσία για ανάκριση. Στην αρχή παρασταίνουν τον ψόφιο κοριό, την αθώα περιστερά: «Είμαι ένας φιλήσυχος πολίτης» είναι το εμβατήριο που παίζουνε συνεχεία. Δήθεν πως αγνοούν τι μηδαμινό που είναι το επιχείρημα τους. Ανύπαρκτο είναι. Αν δεν έχεις θετική δράση υπέρ του Καθεστώτος, το, να είσαι απλώς «ένας φιλήσυχος πολίτης» όχι μόνο δεν έχει καμία σημασία, αντίθετα, καταλήγει επιχείρημα εις βάρος σου. Θα πρέπει το ταχύτερο να υπάρξει νόμος που να ορίζει και να τιμωρεί σαν ιδιώνυμο αδίκημα το να είναι ένας «ένας φιλήσυχος πολίτης» όταν παράλληλα δεν έχει να προσκομίσει συγκεκριμένες αποδείξεις πως είναι με το Καθεστώς. Και να προβλέπει επίσης ο ίδιος νόμος πως είναι αδίκημα και η προβολή ακόμα του επιχειρήματος «Είμαι ένας φιλήσυχος πολίτης». Γιατί εκείνος που αρκείται να είναι «ένας φιλήσυχος πολίτης» και τίποτα περισσότερο, είναι αυτοστιγμεί «ένας παράνομος».

Στο 133 της Εθνικής 40, ο μάνατζερ έβγαλε και μας πρόσφερε τσίκλες. Εγώ πήρα ευχαρίστως. Από ώρα είχα μια δίψα, η γλώσσα μου σαν αποξηραμένη πατάτα, ο, τι έλεγα να του ζητήσω τσίκλα και με πρόφτασε.

— Όχι, ευχαριστώ! αρνήθηκε ο άλλος την τσίκλα που έκανε να του δώσει ο μάνατζερ. Ελπίζω να μη με παρεξηγήσετε, αυτήν τη φορά. θα πω όχι -το είπα κιόλας. Η τσίκλα που μου δώσατε προ ολίγου, πήγε και κόλλησε σ' ένα δόντι που έχω χαλασμένο. Το προτελευταίο πάνω δεξιά. Είναι από καιρό

— χαλασμένο, όταν πάει νερό κρύο ή τροφή, σε τρελαίνει στον πόνο, συμπλήρωσε ο μάνατζερ. Τα έχω υπόψή μου τα σχετικά. Την ώρα που τα διηγόσουν στο συνάδελφο, εγώ τα έπιανα λαθραία.

Την πρώτη γνωριμία με τον προϊστάμενο την είχα πριν από επτά χρόνια, τότε που μπήκα στην Ειδική Υπηρεσία δόκιμος ανακριτής -και σε πέντε μήνες μέσα με ονόμασαν μόνιμο. Χρονικό διάστημα ρεκόρ ! Κανονικά, έπρεπε να γίνω μόνιμος σε τρία χρόνια. Στην ημερησία διαταγή του Κεντρικού -τη διαταγή που με κάνανε μόνιμο- με περηφάνια και χαρά και συγκίνηση είδα και τα έξης: «…επειδή έχουμε υπόψη τον εξαιρετικό ζήλο και ικανότητα που έδειξε ως δόκιμος ανακριτής, αλλά και την αφοσίωση και το πάθος που έχει για το Καθεστώς, για τούτο και… «Λοιπόν, από την πρώτη επαφή που είχα με τον προϊστάμενο, ένιωσα τι δυνατή προσωπικότητα που είναι! Η επίδραση του πάνω μου, άμεση και έμμεση, ήτανε και είναι καίρια και οργανική. Ως το μεδούλι μ' έχει ποτίσει η σκέψη του -δηλαδή, η απουσία οποιασδήποτε σκέψης.

Στη συνείδησή μου, έχουνε χαραχτεί για πάντα όσα μας είπε ο προϊστάμενος την ώρα -ορόσημο στη ζωή μου- που οι οχτώ δόκιμοι ανακριτές της σειράς μου δώσαμε τον όρκο: «Οφείλετε να γνωρίζετε πως για την Ειδική Υπηρεσία και για κείνους που την υπηρετούν ισχύει μία εντελώς αλλιώτικη φιλοσοφία. Οι άνθρωποι, σύμφωνα με την εν λόγω φιλοσοφία, δε χωρίζονται σε καλούς και κακούς, τίμιους και μη, και τόσες άλλες ανεδαφικές και άχρηστες διακρίσεις, υπόλοιπα του παρελθόντος. ο ανακριτής της Ειδικής Υπηρεσίας παραδέχεται μία και μόνη διάκριση: με το Καθεστώς -όχι με το Καθεστώς. Η απλούστευση αυτή είναι πολύτιμη και για την Ειδική Υπηρεσία και για τον καθέναν από σας χωριστά. Το μυστικό, το κλειδί της επιτυχίας και της εσωτερικής γαλήνης, και για το Καθεστώς και για το άτομο, είναι η απλούστευση. Όσο λιγότερο λειτουργεί η σκέψη σας, τόσο και πιο πολύ είσαστε ευτυχείς και αποδοτικοί για το Καθεστώς. ο υπ' αριθμόν 1 κίνδυνος είναι το να σκέφτεστε. Όχι πολλές διακρίσεις, όχι διάλογο με τον εαυτό σας. Η μία και μόνη διάκριση, επαναλαμβάνω και υπογραμμίζω, που επιτρέπεται στον ανακριτή της Ειδικής Υπηρεσίας, είναι η έξης: με το Καθεστώς -όχι με το Καθεστώς». Ήτανε τέτοια η συγκίνησή μου την ώρα που άκουγα τον προϊστάμενο -απόγεμα ήτανε, Ιούνιος, 11 Ιουνίου,- που ακόμα και το κόψιμο που είχα, το μεσημέρι είχα καταβροχθίσει ένα κιλό κεράσια, ακόμα και το κόψιμο το αγνόησα και κατάφερα να κρατήσω αμείωτο τον ενθουσιασμό μου. Μια στιγμή, ένιωσα τα μάτια μου δακρυσμένα, αμέσως έβγαλα τα μαύρα γυαλιά που τα είχα αγοράσει το πρωί ειδικά για την καριέρα μου στην Ειδική Υπηρεσία.

Αν άφηνα τα γυαλιά, δε θα μπορούσε βέβαια ο προϊστάμενος να προσέξει τα δάκρυα.

— Δε βάνουμε λίγη μουσική; πρότεινε ο μάνατζερ. Είναι 10. 12. Ως τη μισή, έχει «Μουσική για όλους».

— Πολύ καλή η ιδέα σου! συμφώνησα.

Έσκυψα στο ράδιο, και με σχετική προσπάθεια -πολλά παράσιτα- κατάφερα να πιάσω το σταθμό. Είχε μοντέρνους ρυθμούς. Έξαλλους. ο μάνατζερ λιγώθηκε:

— Αυτοί οι μοντέρνοι ρυθμοί είναι στο αίμα μου. Όλο νεύρο και κίνηση.

— Λοιπόν, οι μοντέρνοι ρυθμοί δε μου λένε τίποτα! Είπε κοφτά και κρυφοκοίταξε το μάνατζερ σα να είχε προχωρήσει πάρα πολύ.

— Καλά έκανες που είπες καθαρά τη γνώμη σου, του έδωσα θάρρος. ο μάνατζερ έχει τη γνώμη του, εσύ τη δική σου, κι εγώ τη δική μου που συμφωνεί με… του μάνατζερ;

Όχι, εγώ είμαι της γνώμης σου. Στο διάβολο οι μοντέρνοι, ακατανόητοι και ανόητοι, ρυθμοί! Τι ακριβώς σε τραβάει στη μουσική;

— Τα παλιά ρομαντικά τραγούδια.

— Μπράβο! άφησα τον ενθουσιασμό μου ελεύθερο. Σα να λέμε, έχουμε τις ίδιες προτιμήσεις.

— Τι ώρα υπολογίζετε να είμαστε στην πρωτεύουσα; με ρώτησε.

— Να σου πω, 11.10 θα φύγουμε με το φέρρυ-μποτ… Θέλουμε δυόμισι ώρες θαλάσσιο ταξίδι. Περίπου 1.30, παρά τέταρτο 2, θα βγούμε από το φέρρυ-μποτ, και τρεις ώρες με τ' αμάξι… 5 η ώρα, 5 και, θα πρέπει να είμαστε στον προορισμό μας.

— Θαυμάσια! Αρκετά νωρίς για να τελειώσω στο Κεντρικό αυθημερόν. Και υστέρα να καλέσω το μάνατζερ κι εσάς να πιούμε κάτι σ' ένα νυχτερινό κέντρο. Η πρωτεύουσα έχει έντονη ζωή τη νύχτα, και λέω να πάμε και οι τρεις να το διασκεδάσουμε.

— Ώστε το έχεις σίγουρο πως θα σ' αφήσουν ελεύθερο στο Κεντρικό, είπα. Και μάλιστα αμέσως.

— Ναι! Δεν υπάρχει εις βάρος μου τίποτα. Δεν έχω εις βάρος μου τίποτα. Αυτός ο άλλος, ο εντελώς άγνωστος σε μένα, που θα μας εξετάσουν και τους δύο κατ' αντιπαράσταση, αποκλείεται να ισχυριστεί ανύπαρκτα πράγματα. Θα τον αποστομώσω. Η περιπέτειά μου θα λήξει απόψε κιόλας! Μόλις φτάσουμε στο Κεντρικό.

Δεν έδωσα συνεχεία. Ούτε και ο μάνατζερ, που ίσως και τον είχε ακούσει. Έγειρα μόνο στο παρμπρίζ και τακτοποίησα το μπουκέτο μου.

Τότε ο μάνατζερ άρχισε να γελάει. Μυστήριο! Τίποτα δεν είχε προηγηθεί που να δικαιολογεί ένα τέτοιο ξέσπασμα. Ούτε είχαμε συζήτηση κείνη την ώρα -ένα από τα συνήθη διαλείμματα σιωπής.

— Τι έχεις και κάνεις έτσι; τον ρώτησα.

— Να, εκεί αριστερά, το ψυγείο! είπε μέσ' από συνεχείς εκρήξεις γέλιου.

Ένα ψυγείο με τίποτα το ξεχωριστό. Χρώμα ασημί σαν αυτό που βάφουνε συνήθως τ' αεροπλάνα. Τρέχαμε παράλληλα.

— Έ λοιπόν; Τι έχει το ψυγείο και σ’ έκανε να λυθείς στα γέλια;

— Καλά, δε βλέπεις τι γράφει;

Ξανακοίταξα, και είδα να γράφει στο πλάι, χαμηλά προς την κοιλιά του, με κάτι μεγάλα κακότεχνα κεφαλαία:

ΚΑΤΕΨΥΓΜΕΝΑ ΨΑΡΙΑ

ΠΟΣΕΙΔΩΝ

ΦΡΕΣΚΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΦΡΕΣΚΑ

— Δεν είναι αστείο; συνέχισε ο μάνατζερ. Αυτό το «Φρεσκότερα από τα φρέσκα», δεν ξέρω, εγώ τουλάχιστο το βρίσκω πολύ διασκεδαστικό.

Και μ' ένα συμπλήρωμα γέλιου υπογράμμισε την κουβέντα του.

— Ναι, είναι κάπως πρωτότυπο, είπε ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ». Όχι όμως και τόσο πολύ αστείο.

— Εντάξει! Γνώμη σας και γνώμη μου! επέμεινε ο μάνατζερ. Να δείτε τι θυμήθηκα. Πως η γυναίκα μου περιμένει, στην επιστροφή από την πρωτεύουσα, να της πάω φρέσκα ψάρια από το λιμάνι. Και την κομπιναιζόν.

— Τι κομπιναιζόν; ρώτησα.

— Να, είδε σ' ένα περιοδικό μια ρεκλάμα για κάτι καινούριες κομπιναιζόν που έχουνε στην πρωτεύουσα. Μου έδωσε τη διεύθυνση, την έβαλα σε μια τσέπη -αν δεν την έχασα κιόλας. Δεν ξέρω τι λογής κομπιναιζόν είναι, κάποιο κόλπο θάχει. Αλίμονο μου αν ξεχάσω τις παραγγελίες!

— Μην ανησυχείτε, του είπε ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ». Αναλαμβάνω να σας υπενθυμίσω σχετικά. Και για τα ψάρια και για την κομπιναιζόν.

— Τη δέχομαι ευχαρίστως την εξυπηρέτηση. Δηλαδή, το θεωρείς σίγουρο πως θα ξεμπλέξεις με το Κεντρικό άψε-σβήσε!

— Αλλά; Δεν υπάρχει τίποτα εις βάρος μου. Οι άνθρωποι του Κεντρικού, δεν μπορεί, θα το καταλάβουν αμέσως πως άδικα ταλαιπωρούμαι. Και θα μου ζητήσουνε και συγνώμην.

— Δεν αποκλείεται, είπα.

Ό, τι είχαμε προσπεράσει το χιλιομετρικό δείκτη στο 214, που ο μάνατζερ γύρισε και μας είπε:

— Τι διάβολο έχει η μηχανή και κάνει έτσι; Θα πιάσω την άκρη, να δω τι συμβαίνει.

Εγώ έμεινα στ' αμάξι -δεν μπορούσα βέβαια να τον αφήσω μόνο τον άνθρωπό μας. Με πολλή ανησυχία είδα το μάνατζερ ν’ ανοίγει το καπό και να σκύβει στη μηχανή.

— Τι ατυχία είναι και τούτη σήμερα! γκρίνιαξα. Από τη μια καθυστέρηση στην άλλη, κινδυνεύουμε να χάσουμε το φέρρυ-μποτ.

— Λοιπόν, καλύτερα να το διαγράψεις το φέρρυ-μποτ ! μου πέταξε ο μάνατζερ βγαίνοντας μουντζουρωμένος από τη μηχανή.

— Τι θες να πεις; έκανα έξαλλος και κατέβηκα.

— Μην εξάπτεσαι! συνέχισε. Το πράγμα είναι πολύ απλό: το ντιστριμπυτέρ δεν μπορεί πια να μας εξυπηρετήσει σε τίποτα.

— Στο διάβολο ! ξέσπασα, και με μανία βάλθηκα να δίνω γροθιές στο φτερό.

— Την πατήσαμε! Είδες και πρωτύτερα που είχα ανησυχία πως είναι κάτι στη μηχανή που δεν πάει καλά. 1 ώρα ξεκαθάρισε τι είναι: το ντιστριμπυτέρ.

— Έχε το νου σου, να δω κι εγώ τη μηχανή.

Πήγε δυο βήματα προς τον άνθρωπό μας, και τότε έσκυψα στη μηχανή και την περιεργάστηκα αρκετή ώρα. Δέκα λεπτά οπωσδήποτε.

— Έχεις δίκιο, είπα βγαίνοντας. Δε γίνεται ούτε μισό μετρό να πάμε παραπέρα. Πού να το περιμένει κανείς πως ήτανε να κολλήσουμε από ντιστριμπυτέρ!

— Είναι κιόλας παρά δέκα. Σ' ένα τέταρτο το φέρρυ-μποτ ξεκινάει. Κι εμείς θα πρέπει να περιμένουμε ως αύριο το πρωί.

— Εσύ δε μιλάς; γύρισα στον άλλον. Τι κάθεσαι και μας καμαρώνεις;

Με κοίταξε, βιδωμένος στη θέση του, με κάτι μάτια προβάτου. Δε θέλω να πω αθώα, αποβλακωμένα όμως ναι.

— Σαν τι να πω; τραύλισε. Νομίζω πως ο περισσότερο άτυχος είμαι εγώ.

Πάνω στην ώρα, ξεφυτρώνει ένας της τροχαίας με τη μοτοσυκλέτα του. Έρχεται κατευθείαν απάνω μας, αράζει τη μηχανή του πλάι στ' αμάξι.

— Τι τρέχει εδώ; ρωτάει και βγάζει αμέσως το μπλοκ να γράψει παράβαση.

Εν τω μεταξύ, καρφώνει διαδοχικά τη ματιά του και στους τρεις. όλο υποψία.

— Ντιστριμπυτέρ! του λέει ο μάνατζερ.

— Δηλαδή; επιμένει σα να μην είχε ακούσει άλλη φορά «ντιστριμπυτέρ».

— Μείναμε από ντιστριμπυτέρ, του εξηγώ ήρεμα και κατά βάθος πάω να κρεπάρω από τα νεύρα. Το ντιστριμπυτέρ μας τα χάλασε και δεν μπορούμε να προχωρήσουμε ούτε χιλιοστό.

— Ναι; συνεχίζει, και μας περιεργάζεται σα να είμαστε τίποτα εξωτικά όντα, δεινόσαυροι λ.χ. ή κάτι παρόμοιο.

Τέλος πήγε να κλείσει το μπλοκ και να φύγει, την ίδια όμως στιγμή, σα να μετάνοιωσε, κατέβηκε από τη μηχανή, τεντώθηκε πρώτα να ξεμουδιάσει, έκανε δυο τρεις κινήσεις πρωινής γυμναστικής, ύστερα πλησίασε το μάνατζερ.

— Ζέστη έχει σήμερα! είπε. Λοιπόν, το ντιστριμπυτέρ…Να το ελέγξω κι εγώ, να δούμε τι ακριβώς έχει πάθει.

— Πολύ ευχαρίστως! συμφώνησε ο μάνατζερ. Λέτε να σταματήσαμε στη μέση της Εθνικής έτσι για γούστο;

Το ραδιοτηλέφωνο στη μηχανή του ήχησε κείνη τη στιγμή, ο τροχαίος παράτησε τον έλεγχο και πήρε το ακουστικό.

— Ναι, είμαι στο 214. Όχι, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Ένα ιδιωτικό έμεινε από βλάβη του ντιστριμπυτέρ.

Πώς; Σύγκρουση στο 305; Εντάξει, φεύγω αμέσως.

Έπειτα γύρισε σ' εμάς.

— Κοιτάξτε να βρείτε συνεργείο να το πάρετε τ' αμάξι σας! Το ταχύτερο !

Καβάλησε τη μηχανή του. και φεύγοντας μας μπούκωσε με την εξάτμιση.

Οι απόπειρες για ωτοστόπ δεν είχανε αποτέλεσμα.

— Έτσι που είμαστε τρεις, ολόκληρος λόχος, ποιος θα σταθεί να μας πάρει; είπε ο μάνατζερ.

— Τι μιλάς εσύ; του πέταξε ο ανακριτής. Με τα μακριά μαλλιά που έχεις -κάθε πότε πας στο κουρείο;- και τις φαβορίτες, κάνεις μπαμ για ύποπτος.

— Δηλαδή, εγώ είμαι που τη χαλάω τη δουλειά; Εκεί το πας;

Ένας φορτηγός, πάνω στην ώρα, ευδόκησε να φρενάρει.

— Στο λιμάνι πάτε; τους ρώτησε.

— Στο λιμάνι. Για το φέρρυ-μποτ, του εξήγησε ο μάνατζερ. Τώρα όμως δεν το προφταίνουμε.

— Τι συμβαίνει;

— Ντιστριμπυτέρ.

— Την έπαθα κι εγώ προ καιρού. Το Φεβρουάριο. Κι έμεινα μες στο χιόνι. Μισό μέτρο χιόνι. Λοιπόν, έχω δυο θέσεις ελεύθερες. Είσαστε; ο ένας θα μείνει ρέστος.

— Δε γίνεται! είπε ο μάνατζερ.

— Είμαστε παλιοπαρέα και οι τρεις και δε θέλουμε να χωρίσουμε, πρόσθεσε ο ανακριτής.

— Τότε γεια χαρά! έκανε ο φορτηγός και τους απαράτησε.

Έμενε ακόμα μια λύση για ν' αποφύγουν την πεζοπορία, πέντε χιλιόμετρα ως την πόλη: το λεωφορείο. Δεν είχε όμως στάση εκεί κοντά και χρειάστηκε να βαδίσουνε σχεδόν ένα τέταρτο ίσαμε την πρώτη πινακίδα. Σταθήκανε και περιμένανε. Εννοείται, είχανε πάρει τις βαλίτσες και κλειδώσει τ' αμάξι.

Άλλο ένα τέταρτο έκανε να περάσει λεωφορείο. Δώρον άδωρον! Ήτανε πλήρες και τους έγνεψε ο οδηγός πως δεν έχει θέση.

— Άδικα χάνουμε τον καιρό μας! γκρίνιαξε ο μάνατζερ. Να πάρουμε τις βαλίτσες και να προχωρήσουμε πεζή.

Ο μάνατζερ ήτανε ο μόνος από τους τρεις που είχε μια κάποια διάθεση. Όσο βαδίζανε, έλεγε πότε πότε ένα αστείο ή μια κουβέντα να σπάσει τη μελαγχολία που είχε πέσει στους άλλους δύο, οι προσπάθειές του όμως μένανε δίχως αποτέλεσμα. Αμίλητος ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ», είπε μόνο μια φορά πως αύτη η καθυστέρηση είναι εις βάρος του, γιατί η περιπέτεια του δε θα λήξει το βράδυ όπως υπολόγιζε και θα είχε να περάσει μιαν ακόμα νύχτα αβεβαιότητας. Όσο για τον ανακριτή, ήτανε περισσότερο εκρηκτικός. Δεν άφηνε ούτε δέκα λεπτά να περάσουν και να μη βλαστημήσει.

— Όχι τίποτ' άλλο, την πάθαμε σαν ηλίθιοι! είπε μια στιγμή. Να μείνουμε από ντιστριμπυτέρ την ώρα που φτάναμε στο λιμάνι, είναι απαράδεκτο!

— Έλα, μην γκρινιάζεις συνέχεια! του κόλλησε ο μάνατζερ. Οι ατυχίες είναι για τους ανθρώπους. Θα μπορούσε να μας συμβεί και τίποτα χειρότερο. Να τρακάρουμε λ. χ. ή να πάρουμε φωτιά ή δεν ξέρω τι άλλο.

— Πολύ το φιλόσοφο μας κάνεις!

— Θέλω να είμαι ρεαλιστής. Ας πούμε πως το ταξίδι δεν ήτανε μόνο με αυτοκίνητο και φέρρυ-μποτ αλλά και πεζή. Και τότε το παίρνουμε απόφαση.

Το πρατήριο βενζίνης στο 217, δύο χιλιόμετρα έξω από την πόλη, είχε τηλεφωνικό θάλαμο δεξιά της εισόδου. ο υπάλληλος, ένας νεαρός κοκκινομάλλης με κατάσπαρτο από φακίδες πρόσωπο, κατσούφιασε που τους είδε ν' αριβάρουν και οι τρεις και να του ζητάνε αμέσως μάρκες τηλεφώνου.

— Να μπούμε όλοι στο θάλαμο, πρότεινε ο μάνατζερ. Μας χωράει νομίζω. Ας στριμωχτούμε και λίγο, δεν πειράζει.

Αφήσανε τις βαλίτσες μπροστά στο θάλαμο και παστωθήκανε σε κείνο το χώρο 1x1. 50 μ.

— Ποιος θάχει την τιμή να μιλήσει στον προϊστάμενο, να του αναγγείλει τα νέα; ρώτησε ο ανακριτής.

— Δεν έχει σημασία, ένας από τους δυο μας.

— Αφού δεν έχει σημασία, τότε ευχαρίστως σου παραχωρώ το λόγο. θα τα καταφέρεις εσύ. Σα μάνατζερ που είσαι!

Ο προϊστάμενος δεν ήτανε στο γραφείο του. Είπανε του μάνατζερ να μην κλείσει και να περιμένει.

Έκανε φοβερή ζέστη στο θάλαμο, είχανε ανάψει ο ένας πάνω στον άλλον. Ήτανε και μια σφήκα που είχε τρυπώσει μέσα και στριφογύριζε και λέγανε ποιόν από τους τρεις θα διαλέξει.

— Τι συμβαίνει; Ποιος είναι; ακούστηκε ολοκάθαρα η φωνή του προϊσταμένου.

— Εγώ, ο μάνατζερ.

— Και λοιπόν; Στην πρωτεύουσα αποκλείεται νάχετε φτάσει. Δε φαντάζομαι να σας ξέφυγε!

— Όχι, είναι δω, κοντά μας. Είμαστε και οι τρεις στο θάλαμο. Τηλεφωνώ από θάλαμο, δύο χιλιόμετρα έξω από το λιμάνι. Το φέρρυ-μποτ το χάσαμε. Μείναμε από ντιστριμπυτέρ, στο 214 της Εθνικής 40.

Σιωπή ο προϊστάμενος. «Τώρα θα γίνει έκρηξη!» συλλογίστηκε ο ανακριτής.

— Και τι διάβολο θα πούμε στο Κεντρικό; Εκεί σας περιμένουν ανυπερθέτως το βράδυ. Πρέπει να τηλεφωνήσω τα καθέκαστα.

— Τι να σας πω; Μας βρήκε αυτή η ατυχία! Είναι κάτι που δεν μπορούσαμε να το προβλέψουμε.

— Πού ακριβώς είσαστε τώρα;

— Σας είπα, δύο χιλιόμετρα από την πόλη. Στο 217. Σ' ένα βενζινάδικο. Είναι κι ο άνθρωπός μας εδώ, στο θάλαμο. Σας το υπενθυμίζω, να τόχετε υπόψη.

— Τι πρόκειται να κάνετε;

— Θα δούμε για συνεργείο. Να επισκευάσουμε τ' αμάξι. Και να φύγουμε το πρωί με το φέρρυ-μποτ των 6.20. Έκτος αν έχετε να διατάξετε διαφορετικά.

— Όχι.

— Τον άνθρωπό μας τι θα τον κάνουμε; Θέλω να πω, τι θα τον κάνουμε στο ενδιάμεσο. Έως ότου τελειώσει η επισκευή. Λέμε να τον αφήσουμε στην εδώ Ειδική Υπηρεσία.

— Αυτό αποκλείεται! είπε κοφτά ο προϊστάμενος. Με ακούς; Με ακούτε και οι δυο σας; Αποκλείεται! Ούτε η Ειδική Υπηρεσία εκεί ούτε η αστυνομία νάχουν και την παραμικρή ανάμιξη στην «Υπόθεση Καφέ Σπορ». Έχω ρητή εντολή του Κεντρικού να μείνει η υπόθεση ανάμεσα σ' εμάς και το Κεντρικό.

— Πολύ καλά. Δε γίνεται όμως να τον κουβαλάμε μαζί μας στο συνεργείο. Κάπου θα πρέπει να τον έχουμε.

— Εκεί που θα μείνετε κι εσείς. Στο ξενοδοχείο. Να βρείτε ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια, όχι ισόγειο, μη σας πηδήσει από το παράθυρο. Έτσι; Ά ναι, και με μπάνιο δικό του, αποκλειστικά δικό του. Απαραιτήτως!

— Σύμφωνοι. Με μπάνιο δικό του. Ελπίζω να βρούμε.

— Και βεβαία που θα βρείτε! Έχει πολλά ξενοδοχεία εκεί. Να βρείτε ό,τι δωμάτιο είναι καλύτερο από άποψη ασφαλείας, και να με πάρετε τηλέφωνο μόλις τακτοποιηθείτε.

— Ποιος να μείνει με τον κρατούμενο και ποιος να πάει για συνεργείο;

— Ένας από τους δυο σας. Δεν έχω ανάμειξη.

Διέκοψε ο προϊστάμενος, και βγήκανε από το θάλαμο.

— Κάθε άλλο που ευχαριστήθηκε με τα νέα, είπε Ο μάνατζερ.

— Όχι τι ήθελες; Να ενθουσιαστεί και να μας δώσει και συγχαρητήρια; Λοιπόν, ποιος θα τρέξει για συνεργείο; Να το συμφωνήσουμε από τώρα.

— Το συνεργείο και η επισκευή έχουνε μεγάλη φασαρία. Ο καθένας μας προτιμάει να την αράξει στο ξενοδοχείο. Είναι φανερό.

— Τότε να βάλουμε κλήρο.

Και σκύβοντας ο ανακριτής, πήρε μερικά πετραδάκια από το παρτέρι δεξιά του, έφερε πίσω τα χέρια του, υστέρα τέντωσε το δεξί χέρι σφιγμένο γροθιά.

— Λέγε! είπε του μάνατζερ. Μονά ή ζυγά;

Στάθηκε λίγο ο μάνατζερ, τέλος σα να μάντεψε ξαφνικά:

— Μονά!

— Έχασες! Είναι τέσσερα, συνεπώς θα μείνω με τον άνθρωπο μας, και του λόγου σου θ' αναλάβεις το συνεργείο και τα ρέστα.

— Δεν μπορώ νάχω αντίρρηση. Έπαιξα, έχασα…

Πρώτα όμως να φτάσουμε στην πόλη και να βρούμε ξενοδοχείο. Ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια, όχι ισόγειο, και με μπάνιο δικό του.

Χρόνια είχα να κάνω τέτοια πεζοπορία. Πέντε ολόκληρα χιλιόμετρα. Για τη διαδρομή από το σπίτι μου στην Ειδική Υπηρεσία και αντιστρόφως, έχω το αυτοκίνητό μου -ένα μικρό σπορ,- και με τις ανακρίσεις που η μία διαδέχεται την άλλη, ούτε καιρό για περιπάτους έχω ούτε και διάθεση. ο μόνος μου περίπατος είναι που βηματίζω συνέχεια στο γραφείο μου όταν με δυσκολεύει ένας ανακρινόμενος, και μου είναι συνήθεια -κάτι σα νευρικό- να κάνω βήματα γύρω από την καρέκλα του σα να θέλω ή να τον ζαλίσω ή να εμπνευστώ τη λύση του μυστηρίου.

Λοιπόν, βαλαντωμένοι, τσαλακωμένοι και καταϊδρωμένοι από αυτό το απροσδόκητο βάδην μέρα μεσημέρι και με την κουφόβραση που είχε, τερματίσαμε επιτέλους στην πλατεία του σταθμού. Για τον ερχόμενο προς την πόλη από την Εθνική 40, το πρώτο κεντρικό σημείο είναι οπωσδήποτε ο σιδηροδρομικός σταθμός και η σχετικά μεγάλη και γραφική πλατεία με τα ψηλά δέντρα, κυρίως ευκαλύπτους και πιπεριές, και τα δυο σιντριβάνια, που το επίσημο όνομά της δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, «πλατεία Σιδηροδρομικού Σταθμού» ή «πλατεία Σταθμού» ή κάτι τέλος πάντων με σταθμό μέσα, είναι ένα όνομά εντελώς άσχετο και που δεν μπορώ να το θυμηθώ τώρα.

— Φοβάμαι, θα μας παιδέψει να βρούμε δωμάτιο όπως το θέλουμε, είπε ο μάνατζερ. Με τρία κρεβάτια, όχι ισόγειο, και προπαντός με μπάνιο δικό του.

— Λες νάχουμε κι εδώ ατυχία;

— Τι να σου πω; Έχω υπόψη μου από άλλη φορά, τα ξενοδοχεία αυτήν την εποχή είναι φουλ και δεν μπορείς να βρεις δωμάτιο αν δεν έχεις ρεζερβάρει από πολλές μέρες νωρίτερα.

— Τότε, αντί να τρέχουμε και οι τρεις και με τις βαλίτσες, καλύτερα να πάει ο ένας για δωμάτιο και οι υπόλοιποι να περιμένουν.

— Εντάξει! συμφώνησε με την πρόταση μου ο μάνατζερ. Μείνε λοιπόν εσύ, και να πάω εγώ από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο. Έκτος αν τύχει και πετύχω δωμάτιο στο πρώτο κιόλας.

Πήγαμε οι δυο μας και καθίσαμε σ' ένα παγκάκι στο κέντρο σχεδόν της πλατείας. Τις δυο βαλίτσες τις είχα δεξιά μου στο παγκάκι, ως την ώρα -δέκα λεπτά αργότερα- που ήρθε ένας μάλλον οξύθυμος κύριος και τις έβαλα χάμω για να του κάνω θέση.

Είχε πολλή κίνηση η πλατεία. Ταξιδιώτες που μόλις είχανε φτάσει, και ταξιδιώτες που τρέχανε να προλάβουν το τραίνο την τελευταία -όπως συνήθως- στιγμή. Ταξί που φρενάρανε αδειάζοντας επιβάτες και μπαγκάζια. Φωνές, αποχαιρετισμοί, οχλαγωγία. Οπωσδήποτε, ένα ζεστό κομμάτι ζωής.

Στο ημικύκλιο της πλατείας, ήτανε το όλον πέντε ξενοδοχεία. Και στις παρόδους, άγνωστο πόσα.

— Ελπίζω να βρεθεί δωμάτιο στα μετρά μας, του είπα. Είναι τόσα ξενοδοχεία γύρω μας και θα πρέπει να είμαστε πολύ άτυχοι να μην υπάρχει δωμάτιο.

— Εξαρτάται. Δε νομίζω πως είναι ζήτημα τύχης ή ατυχίας. Το δωμάτιο που θέλουμε οφείλει να έχει, απαραιτήτως, ορισμένα προσόντα. Συνεπώς, το θέμα μετατοπίζεται: υπάρχει ή δεν υπάρχει δωμάτιο διαθέσιμο με τα εν λόγω προσόντα;

Ένας πιτσιρίκος στριφογύριζε ανάμεσα στα παγκάκια με κάτι τσατσάρες στο χέρι, ανοιχτές σα βεντάλια. Τον φώναξα και πήρα μία, τη δική μου την είχα αφήσει στο σπίτι φεύγοντας το πρωί άρον άρον.

— Πρέπει να γίνουμε και ωραίοι! είπα τραβώντας μια χτενισιά.

Τον είδα να χαμογελάει. Ύστερα έσκυψε και πήρε ένα χαλικάκι, το έπαιξε στο χέρι, τελικά έγειρε και το ακούμπησε με προσοχή στο χώμα.

— Αργεί ο μάνατζερ ! γκρίνιαξα.

Πάνω στην ώρα, τον είδαμε να βγαίνει από το πρώτο ξενοδοχείο που είχε επισκεφθεί, το «Μοντέρνο», να κάνει μια κίνηση και με τα δυο χεριά που δεν ήτανε δύσκολο να μαντέψουμε τι σημαίνει.

— Η πρώτη απόπειρα, μηδέν αποτέλεσμα! έβαλα εγώ λεζάντα στη χειρονομία του μάνατζερ.

— Είναι άλλα τέσσερα επί της πλατείας. Μπορεί να βρεθεί δωμάτιο σ' ένα από τα υπόλοιπα.

— Ευχαρίστως θα έπινα μια πορτοκαλάδα. Με τη ζεστή που κάνει, το δρόμο που είχαμε, τον εκνευρισμό από την ατυχία να κολλήσουμε στα καλά καθούμενα, δεν ξέρω, αισθάνομαι κάπως άσχημα.

— Θέλετε να πάμε απέναντι; Έχει ένα μπαρ εκεί δεξιά, στη γωνία.

— Όχι και νάρθει ο μάνατζερ και να ψάχνει να μας βρει. «Οπωσδήποτε, δεν περιμέναμε και πολύ τη νέα εμφάνιση του μάνατζερ. Όταν βγήκε από το «Ξενοδοχείο του Σταθμού», μας έκανε την ίδια κίνηση με τα χεριά.

Το τρίτο κατά σειρά ξενοδοχείο που τον είδαμε να μπαίνει, ήτανε το «Μέγα Εθνικόν». Εδώ καθυστέρησε περισσότερο. Τελικά όμως τον είδαμε νάρχεται προς το μέρος μας και να μας γνέφει πως εντάξει.

— Επιτελούς βρέθηκε δωμάτιο, μας είπε. Είχα αρχίσει ν' απελπίζομαι. Δεν έχει τρία κρεβάτια, είναι με δύο, άλλα διορθώνεται εύκολα. Θα προσθέσουν αμέσως και τρίτο κρεβάτι. Μου είπανε πως έχει το δωμάτιο χώρο και για επί πλέον κρεβάτι. Τα υπόλοιπα είναι όπως τα θέλουμε: όχι ισόγειο, στον 7ο όροφο είναι, τον τελευταίο, και με μπάνιο δικό του.

— Τότε δε μένει παρά να πάμε αμέσως, είπα. Έχω φοβερή δίψα και βιάζομαι να πιω κάτι παγωμένο. Μια πορτοκαλάδα.

Ο μάνατζερ πήρε τη μία βαλίτσα. Πήγα να σηκώσω την άλλη, με πρόλαβε ο άνθρωπος μας.

— Ελπίζω να μου επιτρέπετε.

— Γιατί όχι;

— Το δωμάτιό σας, το 717, είναι έτοιμο, τους είπε ο υπάλληλος της ρεσεψιόν. Προσθέσαμε το τρίτο κρεβάτι και νομίζω πως όλα είναι εντάξει.

— Δηλαδή, μπορούμε να πάμε; ρώτησε ο ανακριτής.

— Βεβαίως και μπορείτε! Μόνο που δεν έχουμε αλλάξει σεντόνια. Είσαστε τυχεροί που το προφτάσατε το δωμάτιο. Είπα και στον κύριο που ήρθε προηγουμένως πως το δωμάτιο άδειασε μόλις προ ενός τετάρτου.

— Δεν έχει σημασία για τα σεντόνια, τον καθησύχασε ο μάνατζερ. Δεν πρόκειται τώρα να ξαπλώσουμε.

— Εν πάση περιπτώσει, η καμαριέρα ανεβαίνει να στρώσει τα κρεβάτια.

— Δε μου λέτε. έχει τηλέφωνο το δωμάτιο; ρώτησε ο ανακριτής.

Σαν παρεξηγημένος ο υπάλληλος, γύρισε του έδωσε την απάντηση:

— Στο «Μέγα Εθνικόν», κύριε μου, όλα τα δωμάτια έχουν τηλέφωνο. Το ξενοδοχείο μας διαθέτει τηλεφωνικό κέντρο με οκτώ -αριθμός 8- γραμμές!

— Τότε όλα είναι στην εντέλεια! παραδέχτηκε ο μάνατζερ. Αν μας στείλετε στο δωμάτιο και τρεις πορτοκαλάδες, καλά παγωμένες, η κατάσταση θα είναι ιδεώδης.

— Γιατί δε μας ρώτησες τι θέλουμε; είπε ο ανακριτής. Μπορεί και να μη γουστάρουμε πορτοκαλάδα.

— Όσο για μένα, πορτοκαλάδα! πετάχτηκε ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ». Αν υπάρχει χωρίς ανθρακικό, τόσο το καλύτερο.

— Πολύ καλά. Μία χωρίς ανθρακικό και δύο με, ανακεφαλαίωσε ο υπάλληλος.

Το 717 ήτανε ένα όχι και με πολύ φως άλλα οπωσδήποτε ευρύχωρο δωμάτιο. Ένα παράθυρο είχε, προς την εσωτερική αυλή του «Μέγα Εθνικόν», στρωμένη με μεγάλες πλάκες, χρώμα μπεζ ανοιχτό. Από το παράθυρο ξεκινούσε μια μαρκίζα που έπιανε όλο τον τοίχο ίσαμε τη σκάλα υπηρεσίας, που έβγαζε κατευθείαν στο δρόμο.

Όταν μπήκανε και οι τρεις στο 717, ο μάνατζερ και ο ανακριτής κάνανε μια σύντομη, προσεχτική όμως επιθεώρηση. Είχε σταθεί στη γωνία δεξιά της πόρτας, και την ώρα που οι δύο περιεργάζονταν το δωμάτιο, έσκυψε να δέσει το δεξί κορδόνι που είχε μιαν ακόμα φορά λυθεί. Τον έπιασε μια ζάλη τη στιγμή που πήγε να σηκωθεί. Ακούμπησε στον τοίχο. «Θα πρέπει να εξετάσω την πίεσή μου στην επιστροφή από την πρωτεύουσα», συλλογίστηκε.

Όσο για τους δύο της Ειδικής Υπηρεσίας, την είχανε στήσει μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και φανερά τους απασχολούσε η μαρκίζα, 25 εκατοστά φάρδος, και αν είναι η όχι δυνατόν να ξεφύγει ένας από μια τόσο περιορισμένη διάβαση — και σε ύψος 7 ορόφων. Αφήσανε ύστερα το παράθυρο και πήγανε στο μπάνιο. Η πόρτα από το δωμάτιο στο μπάνιο όχι με κλειδαριά. Ένα μικροσκοπικό παράθυρο σα φινιστρίνι, ούτε γάτα δε θα μπορούσε να τρυπώσει. Το είπε κι ο μάνατζερ:

— Ούτε γάτα δε χωράει.

Εν τω μεταξύ, ήρθανε οι πορτοκαλάδες. Τις έφερε η καμαριέρα — μια καστανόξανθη και πολύ σέξυ. Όχι παραπάνω από 17 — 18.

— Είπα να φέρω εγώ τα ποτά με την ευκαιρία που θα στρώσω και τα κρεβάτια.

Και με πολύ κούνημα, άφησε τις πορτοκαλάδες στο τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο κι έπιασε να τακτοποιεί τα κρεβάτια. Άλλαξε σεντόνια, μαξιλαροθήκες. Έτσι που είχε σκύψει, είδε το στήθος της - δυο μικρούς κύκλους.

Ο μάνατζερ κι ο άλλος ήτανε τώρα προς την πόρτα και συζητούσαν, δεν ξεχώριζε τι. Η κοπέλα πήγε από την άλλη μεριά του κρεβατιού, έσκυψε, και τότε ξαναείδε το στήθος της = δυο μηρούς κύκλους. Συλλογίστηκε: «Θα είναι τρελή από αγωνία. Δε με είδε στις 7 στο χολ του ταχυδρομείου, δε θα με βρήκε σπίτι, που να υποψιαστεί τι μου συνέβη». Ύστερα, παρ' όλο που προσπάθησε να μην κοιτάξει και τρίτη φορά το στήθος της κοπέλας, δεν το μπόρεσε. Είδε όμως το φόρεμα της στη μασχάλη λερωμένο, από ιδρώτα μάλλον, και αηδίασε.

Ο μάνατζερ μοίρασε τις πορτοκαλάδες.

— Αν με θέλετε τίποτα, είμαι πάντα στη διάθεσή σας! είπε η καμαριέρα βγαίνοντας.

— Μου φαίνεται πως το είπε με νόημα, παρατήρησε ο ανακριτής.

— Κύριοι, μετά βαθύτατης λύπης οφείλω ν' αποχωριστώ τη συντροφιά σας! είπε ο μάνατζερ. Άλλα μου είναι των αδυνάτων αδύνατον να καθυστερήσω περισσότερο. Ούτε δευτερόλεπτο!

Και ήπιε μονορούφι την πορτοκαλάδα του. Με τη βιασύνη του, χύθηκε λίγο στο πάτωμα.

— Τι περιμένουμε τώρα; είπα βγαίνοντας από τη σιωπή. Εγώ σε μια καρεκλά βιδωμένος, εσύ να κόβεις βόλτες στο δωμάτιο. Και αντιστρόφως.

Είχε σταθεί μπροστά στο κομοδίνο ανάμεσα στο κρεβάτι του και το δικό μου, παιδευότανε ν' ανοίξει το συρτάρι που κάπου έπιανε και δεν άνοιγε.

— Περιμένουμε να μας τηλεφωνήσει ο μάνατζερ, μου είπε και με μια καινούρια προσπάθεια το κατάφερε το συρτάρι. Όχι και πως δεν έχετε υπόψη τι περιμένουμε. Είναι είκοσι λεπτά που έφυγε ο μάνατζερ, φαίνεται δεν έχει καταλήξει σε ποιο συνεργείο ν' αναθέσει την επισκευή.

— Ναι, θα πρέπει από στιγμή σε στιγμή να μας πάρει τηλέφωνο. Καταλαβαίνεις, η απραξία τόση ώρα και η σιωπή που έχουμε περιπέσει, μου ερεθίσανε τα νεύρα. Τι λες; Παίζουμε κάτι να περάσει η ώρα; Χαρτιά; Σκάκι;

— Χαρτιά όχι, δεν παίζω. Άλλοτε ήμουν μανιώδης, από τριετίας όμως διέκοψα οριστικά. Όσο για σκάκι, ευχαρίστως. Λέτε να έχει το ξενοδοχείο;

— Μάλλον ναι. Και να μην έχει, θα τους παρακαλέσουμε να ζητήσουν από ένα καφενείο εδώ κοντά.

Πήρα στο τηλέφωνο τη ρεσεψιόν και μου είπανε πως το ξενοδοχείο διαθέτει και σκάκι.

Σε λίγο στρωθήκαμε στο παιχνίδι. Α ναι, εγώ είχα τα μαύρα.

Ό,τι είχε λήξει η πρώτη παρτίδα -μ' έβγαλε ματ με την έκτη κίνηση- και χτύπησε το τηλέφωνο.

— Ο μάνατζερ ! πετάχτηκε.

Πήρα το ακουστικό:

— Λέγε λοιπόν! Τι γίνεται; Εντάξει με το συνεργείο;

— Τι συνεργείο και δε συμμαζεύεται; αγρίεψε μια γυναικεία φωνή, διαπεραστική και με μια περίεργη απόχρωση.

— Τι θέλετε, κυρία μου;

— Εσείς τι θέλετε;

— Να με αφήσετε ήσυχο! Τι αριθμό ζητήσατε;

— Δεν είναι το 707;

— Όχι.

— Δηλαδή, τι είναι;

Της έκλεισα το τηλέφωνο, να δώσω ένα τέρμα στη φλυαρία της.

— Κι εγώ που νόμιζα πως είναι ο μάνατζερ, είπε.

— Δεν έχει σημασία. Θα τρέχει για συνεργείο. Τι θα κάνει, θα τηλεφωνήσει οπού νάναι.

Άρχισε το δεύτερο παιχνίδι — νικητής ήτανε — μ' ένα άνοιγμα εξαιρετικό.

— Ομολογώ, δεν το περίμενα να παίζεις τέτοιο σκάκι, του είπα.

— Και να λάβετε υπόψη, τα τέσσερα πέντε τελευταία χρόνια το έχω εγκαταλείψει. Δεν παίζω συστηματικά.

— Αν πάμε με τον ίδιο ρυθμό, δεν πρόκειται να πάρω ούτε παιχνίδι. Σκέφτηκα, έπειτα έπαιξα το άλογο.

— Προς τι η κίνηση; συνοφρυώθηκε. Κάτι έχετε στο νου σας.

— Ή δεν έχω τίποτα και έπαιξα στην τύχη. ΤΟ τηλέφωνο και τώρα.

— Μάνατζερ εδώ! μπήκε η φωνή του μόλις σήκωσα το ακουστικό. Είμαι στο συνεργείο και σε παίρνω, όπως είπαμε. Θα φύγουμε σε λίγο, να ρυμουλκήσουμε τ' αμάξι. Όταν επιστρέψουμε, θα σου τηλεφωνήσω, να σου πω τα καθέκαστα της επισκευής.

— Εντάξει. Εμείς είμαστε καλά και παίζουμε σκάκι. Τι διάβολο κάνει έτσι; Τι θόρυβος είν' αυτός;

— Τι θόρυβος είν' αυτός; Δε χρειάζεται να ρωτάς! Συνεργείο αυτοκινήτων είναι, δεν είναι κλινική να γράφει «Ησυχία».

Κριτικά Κείμενα