Σεφέρης Γιώργος
«Ελληνική γλώσσα», Δοκιμές
 
 
Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος 2000, Σσ.87-89,212-215,239-242, Πρώτη Έκδοση Έργου:1974
 
 

«Μπορεί ο καθένας να μεταχειρίζεται όποιον ήχο του αρέσει για να εκφράσει τις ιδέες του, φτάνει να προειδοποιεί». Αυτή η φράση της Λογικής του Port- Royal, πού έπεσε τυχαία μπροστά μου, μ' έκανε να συλλογιστώ πως στο περασμένο μου σημείωμα μεταχειρίστηκα, χωρίς να «προειδοποιήσω», μια πρόταση πού δεν είναι απίθανο να ξάφνισε. Έγραφα για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη: «οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας πού δεν ήξεραν ελληνικά». Σκέφτηκα πώς είναι προτιμότερο να βιαστώ να δώσω λίγες εξηγήσεις προτού μου τις ζητήσουν.

                Πριν απ' όλα, μια διάκριση πού είναι ίσως κοινός τόπος, αλλά πού δεν πειράζει να τη θυμόμαστε κάπου- κάπου. Μολονότι, στην τέχνη του λόγου, γλώσσα και ύφος είναι πράγματα συνυφασμένα και χωνεμένα το ένα με το άλλο, ωφελεί και μπορούμε να τα κοιτάξουμε χωριστά, ως ένα τουλάχιστο σημείο, αν έχουμε την επιθυμία να ακριβολογήσουμε. Είναι δυνατό να φανταστούμε έναν άνθρωπο πού να μην έχει στη διάθεσή του περισσότερες από εκατό λέξεις δέκα διαφορετικών γλωσσών, και πού να έχει, παρ' όλη αυτή την πενία, ύφος στην έκφρασή του. «Το ύφος είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.» Όπως και να το ιδούμε, δεν μπορούμε να μην το θαυμάσουμε το απόφθεγμα. Φτάνει να είσαι πραγματικός άνθρωπος, και έχεις ύφος. Καλό ή κακό - στην περίπτωσή μου, πού δεν είναι αισθητική περίπτωση- δεν έχει σημασία, είναι πάντα ύφος. Αντίθετα, ο εξουδετερωμένος άνθρωπος είναι χωρίς ύφος. Το μη ύφος είναι απάνθρωπο. Έτσι μπορούμε να φανταστούμε ακόμη μια σκιά ανθρώπου (και στη δυστυχισμένη μας εποχή η γνώση φαίνεται να παράγει πολλές τέτοιες σκιές), που να ξέρει θαυμάσια μια γλώσσα και να μην έχει διόλου ύφος. Στην άκρη της διάκρισης αυτής βρίσκουμε τη διάκριση του χειροποίητου και του μηχανοποίητου –

 

ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος

 

έλεγε με ακρίβεια, για τους μοιραίους γύψους του, ο Καρυωτάκης. Το χέρι γνωρίζει μαζί και αισθάνεται. Η μηχανή δεν αισθάνεται τίποτε· ούτε τον κόπο της· είναι απάνθρωπη δεν έχει ύφος.

                Ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Καβάφης είχανε ύφος περισσότερο από κάθε άλλον. Αν το ύφος αποτελείται από τις δυνάμεις του ανθρώπου για την έκφραση και από τα εμπόδια πού συναντούν αυτές οι δυνάμεις, αν είναι μια σύνθεση αυτής της δράσης και εκείνων των αντιδράσεων, οι τρεις ποιητές μας είχαν, ο καθένας τους, όλα τα στοιχεία ενός ύφους ξεχωριστού ως την ιδιοτυπία, ενός ύφους πού χαράζει όρια και στέκει σαν απομονωμένο. Αυτό το, βλέπουμε όταν κοιτάξουμε τις επιδράσεις που άφησαν και τις σκέψεις που γέννησαν τα έργα τους.

                Αλλά δεν πρόκειται να αφεθώ σ' ένα τόσο μεγάλο θέμα. Θέλω να το παραμερίσω απεναντίας, όσο γίνεται. Ούτε πρόκειται να θίξω το ατελείωτο γλωσσικό ζήτημα, που, όσο για τη λογοτεχνία, δεν υπάρχει, μένοντας απλά και μόνο ένα ζήτημα εκπαιδευτικής πολιτικής. Νομίζω ότι σήμερα - μολονότι μας απομένει άπειρη υλική δουλειά ακόμη - έχουμε στερεώσει πια την πεποίθηση ότι το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε όλοι μας, και που δεν είναι μήτε η καθαρεύουσα μήτε η δημοτική μήτε τα «νεοελληνικά», αλλά η σημερινή ελληνική γλώσσα. Αν τα πανεπιστήμια, οι ακαδημίες, η διοίκηση και οι εφημερίδες βρίσκουν περισσότερο σκόπιμο να χρησιμοποιούν ορισμένα σχηματικά ιδιώματα, αυτό δεν είναι δουλειά της λογοτεχνίας ως λογοτεχνίας. Τη λογοτεχνία την ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να ξέρει ποια είναι τα υλικά της, ποιες είναι οι πηγές τους, πως μπορεί να τα πλουτίσει, με ποιες αρετές και ποιες υπερβολές δούλεψαν οι περασμένες γενεές και τι απομένει ζωντανό από τη δουλειά εκείνη που στάθηκε σημαντική. Φοβούμαι πως δε μας μένει πια πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουμε μια για πάντα αυτά τα πράγματα.

 

Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς, γιατί διακρίνοντας παραμορφώνει. Στην αρχική μου διάκριση είχα υπόψη μου δυο θεωρητικά όρια. Στην πραγματικότητα, όταν υπάρχει ύφος, είναι σχεδόν αδύνατο να το ξεχωρίσουμε και από τη γλωσσική ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα και από την καλλιέργεια που ο συγγραφέας άσκησε πάνω στην ιδιοσυγκρασία του. Μολαταύτα, είναι δυνατό ν' αντικρίσουμε τη γλώσσα χωριστά, ως το σημείο που δεν μπορεί να είναι ατομική μας υπόθεση και αποτελεί μια κοινή φύση που γεννιέται όταν γεννηθούμε. Αυτό το δοσμένο κοινό συναισθηματικό στοιχείο, που είναι η απαραίτητη βάση της ανθρώπινης επικοινωνίας, το διαμορφώνουμε με τη δύναμη και τις αδυναμίες μας. Ή, καλύτερα, τώρα τελευταία αρχίσαμε να εργαζόμαστε έτσι. Πριν λίγα χρόνια ακόμη, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να εξουδετερώσουμε ένα από τα σημαντικότερα συναισθήματά μας, εφαρμόζοντας ένα στρεβλωτικό σύστημα που μια παλιά παράδοση είχε τελειοποιήσει. Και ήταν τόση η αντοχή του, που όταν έφτασε το πράγμα στο απροχώρητο και ξέσπασε ο αγώνας του δημοτικισμού, το περίφημο σύστημα, τη στιγμή που κινδύνευε να χαθεί, κατόρθωσε να τρυπώσει και στις τάξεις των αντιπάλων. Έτσι φτάσαμε να ιδούμε μια καθαρεύουσα αριστερή, καθώς είχαμε γνωρίσει την καθαρεύουσα των γλωσσαμυντόρων. Τεχνητές γλώσσες και οι δυο, με μόνη τη διαφορά ότι το συναισθηματικό υπόβαθρο της πρώτης ήταν πλατύτερο από τα θεμέλια της δεύτερης, και ότι η πρώτη, αν δεν ήταν η ίδια η αλήθεια, αγωνιζότανε τουλάχιστο για την αλήθεια. Φυσικά, κάθε γραπτή γλώσσα είναι τεχνητή, καθώς λένε. Αυτό σημαίνει, υποθέτω, πως χρειάζεται τέχνη για να γράψουμε. Αλλά και για να τρέξουμε χρειάζεται τέχνη, χωρίς να μπορούμε να πούμε, αν είμαστε καλοί δρομείς, ότι τρέχουμε τεχνητά. Τεχνητά τρέχουμε με το αυτοκίνητο. Η τέχνη μας στηρίζεται πάντα σε μια φύση, και γι' αυτή τη φύση πρόκειται. Όλα είναι ζήτημα ισορροπίας χρειάζεται και η φύση, χρειάζεται και η τέχνη, χρειάζεται μάλιστα, για να προχωρήσει η τέχνη, μια πρωτότυπη κάθε τόσο άποψη της φύσης. Είναι όμως κακή τέχνη το τεχνητό που μας δίνει την εντύπωση του τεχνητού.

                Έτσι, θα χρειάζεται πάντα, φαντάζομαι, να εξελέγχουμε ποια είναι η φύση της γλώσσας μας, όχι κοιτάζοντας μόνοι τον εαυτό μας- ο μοναχός αβοήθητος άνθρωπος είναι συχνά μαινόμενος και σπάνια βλέπει καλά- αλλά γυρεύοντας τον εαυτό μας με τη βοήθεια των λίγων κειμένων (εννοώ τα δημοτικά κείμενα) που έχουν αποδειχτεί, ως τα σήμερα τουλάχιστο, τα μόνα αυθεντικά· και που, μολονότι φαίνουνται στοιχειώδη, θα χρειάζεται, όσο περνά ο καιρός, ολοένα και περισσότερη καλλιέργεια για να δεχτούμε τη διδαχή τους. Γιατί, όσο περνά ο καιρός, θα έχουμε να παραμερίσουμε από τη μια μεριά ολοένα και περισσότερα κρυσταλλώματα που θα μας έχουν αφήσει τα μιξοβάρβαρα ιδιώματα που σφυρίζουν γύρω μας, και από την άλλη μεριά ολοένα και περισσότερες παρεμβολές ανάμεσα σ' αυτά τα κείμενα και σ' εμάς. Γιατί άλλο πράγμα είναι να πάρεις άμεσα από το δημοτικό τραγούδι τη βοήθεια που σου χρειάζεται εσένα και σε κανέναν άλλον, και άλλο πράγμα να πάρεις τη βοήθεια πού έλαβε λ.χ. ο Σολωμός.

                Όσο γι' αυτά τα κείμενα, είμαστε βέβαιοι τουλάχιστο ότι τίποτε δε μας απατά· ότι κάθε λέξη τους σκεπάζει με ακρίβεια έναν ορισμένο συναισθηματικό χώρο, όπως τα ακίνητα φύλλα του δέντρου που έχουμε μπροστά μας, αφού έσβησε ο ήλιος, σκεπάζουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι του ουρανού και τίποτε άλλο. Ξέρουμε ακόμη ότι η συνάρθρωση αυτών των λέξεων είναι η ατόφια ελληνική φωνή. Από τα δυο ακόλουθα παραδείγματα, το πρώτο είναι από τη συλλογή του Ν. Γ. Πολίτη:

 

Κόκκιν' αχείλι εφίλησα κι έβαψε το δικό μου,

και στο μαντίλι το 'συρα κι έβαψε το μαντίλι,

και στο ποτάμι το 'πλυνα κι έβαψε το ποτάμι,

κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.

Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του,

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.

 

                Το δεύτερο είναι από το τέλος των  Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη:

 

                «Κι όσα σημειώνω, τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμο το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος όπου μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ' αμανέτι του Θεού στο σώμα μου. Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην πατρίδα μου, να τη λευτερώσει από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγότερον από το χερότερο πατριώτη μου  Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι, και ξένοι διαβασμένοι για την  Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω: ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος...»

 

                Αυτή είναι η φύση της γλώσσας μας. Το στοιχείο που μας καθαρίζει και μας οδηγεί, και που, δουλεύοντας την έκφρασή μας, θα πρέπει να μιμηθούμε, όχι εξωτερικά καθώς έγινε κάποτε ως την κατάχρηση, αλλά στην εσωτερική του λειτουργία, καθώς ο Σολωμός εφάρμοζε στην πνευματική μορφή την ιστορία του φυτού. Αν θέλουμε να πλουτίσουμε τη γλώσσα μας είτε με εισφορές από τους αρχαίους είτε με εισφορές από τις ξένες γλώσσες, αν θέλουμε να ιδούμε πόσο χρώμα μπορεί να σηκώσει ή ως ποια ακρίβεια μπορεί να περιοριστεί η γραμμή της, σ' εκείνα τα κείμενα θα πρέπει πάντα να γυρίζουμε· είναι ο γνώμονας και η βάση.

 

Εκεί νομίζω πρέπει να πάμε, αν μας ενδιαφέρει να μάθουμε ποια είναι τα βιολογικά γνωρίσματα της λαλιάς μας. Ίσως να φάνηκα υπερβολικά περιορισμένος σε όσους νιώθουν μεγάλη αγαλλίαση μπροστά στο θέαμα της περιώνυμης ελληνικής ποικιλίας. Παρακαλώ να με συμπαθήσουν. Είναι, πιστεύω, αρκετά φυσικό να υπάρχουν άνθρωποι που γυρεύουν την ισορροπία σαν ένα μεγάλο αγαθό, επειδή ακριβώς αισθάνονται, περισσότερο από εκείνους που τους καλλιεργούν, τους διχασμούς που μας κομματιάζουν. Ελπίζω ωστόσο να τους αποζημιώσω στις λίγες γραμμές που μου απομένουν. Αν η φύση μιας γλώσσας είναι η φύση μιας συνολικής ιδιοσυγκρασίας πεθαμένων και ζωντανών που μας περιέχει και που διαθέτουμε ένα πολύ μικρό περιθώριο για να την αλλάξουμε με την προσωπική μας ενέργεια, απεναντίας ο τρόπος της καλλιέργειας που ασκούμε πάνω σ' αυτή τη φύση, ανήκει στην ατομική μας ιδιοσυγκρασία. Εδώ, κάθε απαρίθμηση θα ήταν άσκοπη. Ο Ροσίν δούλεψε τη γλώσσα του κρατώντας μόνο πέντε χιλιάδες τόσες λέξεις· ο Σαίξπηρ πλούτισε τη δική του μ' ένα απεριόριστο λεκτικό. Κι οι δυο καλλιέργησαν με την ίδια δύναμη τις γλώσσες τους· η αξία τους μένει η ίδια. Μολονότι ξένοι, μπορούν να μας διδάξουν, όπως μπορούν να μας διδάξουν και οι δικοί μας συγγραφείς που είχαν έμφυτη την ελληνική γλώσσα, τέτοια που δοκίμασα να την καθορίσω παραπάνω, και εκείνοι που δεν την είχαν. Όμως από τους τελευταίους αυτούς δεν απομένουν περισσότεροι από τρεις: ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Καβάφης.

 

                Αυτό που λέμε σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και είναι το σύνολο των λογοτεχνικών έργων μιας χρονικής περιόδου που αρχίζει από τον Σολωμό και συνεχίζεται ακόμη, παρουσιάζει ένα γνώρισμα που κάνει αμέσως εντύπωση: γραφότανε σπάνια ελληνικά, και από συγγραφείς που έγραφαν ελληνικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Μόλις στα τελευταία χρόνια, από την περίοδο που θα την ελέγαμε «παλαμική», έπαψε να συμβαίνει αυτό, και καθώς ξέρουμε δεν έπαψε να συμβαίνει ολωσδιόλου.

                Δεύτερο χαρακτηριστικό: ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. Ο Σολωμός έμαθε και έγραψε ελληνικά με τον ίδιο τρόπο (κρατώντας όλες τις αναλογίες) που έμαθε και έγραψε γαλλικά ο Παπαδιαμαντόπουλος, που κι αυτός, μολονότι σ' έναν πολύ πιο περιορισμένο κύκλο, άφησε τα σημάδια της γλωσσικής του επίδοσης στα γαλλικά γράμματα.

 

Δεν ξεχνώ τις διαφορές των δυο ποιητών, που μπορεί κάποτε να είναι και αντίρροπες, αλλά τα κοινά σημεία της γλωσσικής τους θέσης χτυπούν αμέσως στο μάτι και είναι εύκολο να τα ξεχωρίσει κανείς. Τα παραλείπω.

                Φτάνει να κοιτάξουμε με κάποια προσοχή το χειρόγραφο της Γυναίκας της Ζάκυθος, λ.χ., που είναι από τα πιο διαφωτιστικά κείμενα της μοναδικής προσωπικότητας του Σολωμού, για να «πραγματοποιήσουμε» τον αγώνα του να κατακτήσει μια γλώσσα που, αν τη συγκρίνουμε με τις ιταλικές του γνώσεις, του ήταν ξένη γλώσσα. Και παραξενεύεται κανείς όταν σκεφτεί ότι ενώ ήταν πολύ πιο φυσικό ν' αρχίσει η λογοτεχνία μας από συγγραφείς του τύπου του Κρυστάλλη, άρχισε απεναντίας από έναν ποιητή που η φυσική του ροπή τον έριχνε ολότελα έξω από το στίβο της μεγάλης του προσπάθειας, και που είχε για σημαντικότερο εφόδιο, στην προσπάθειά του αυτή, τη διάκριση του νου και την αντοχή της ψυχής του. Και η ψυχή του μεγάλου άντρα λύγισε συχνά και δεν τον βοήθησε ως το τέλος. Μας άφησε λαμπρά απομεινάρια των σκληρών αγώνων του, και χάσματα, που είναι ίσως από τις μεγαλύτερες διδασκαλίες σε όσους αισθάνονταί τι θα πει να αγωνίζεσαι για την έκφραση στην  Ελλάδα, και η σημαντικότερη βοήθεια στη μόνωσή τους. Για πολύν καιρό ακόμη, τα χάσματα του Σολωμού θα είναι και δικά μας χάσματα και των άλλων που θα 'ρθούν ύστερα από μας. Ως το τέλος πάλεψε ανάμεσα στην ιταλική του έκφραση και στην ελληνική του έκφραση. Τα κενά των έργων του είναι οι διαλείψεις μιας ψυχής που, στην ανώτερή της λειτουργία, ήταν τεντωμένη ώσπου να σπάσει, από έναν ανυπέρβλητο διχασμό. Γιατί ήταν άνθρωπος που ήξερε να κλείσει τα πράγματα μέσα στην ψυχή του. Δεν παράγουμε πολλούς τέτοιους ανθρώπους. «Chiudi nella tua anima la Grecia (o altra cosa)...» Λίγα σημάδια του είναι πιο χαρακτηριστικά από αυτή την παρένθεση. Το «altra cosa» είναι ο αντίπαλος· είναι ακόμη:

 

Το χάραμα επήρα

του ήλιου το δρόμο,

κρεμώντας τη λύρα

τη δίκαιη στον ώμο...

 

και είναι:

 

                «..εσκιάχθηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ' άγρια μεσανύχτια.

                »Τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου, καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.

                »Και εβρέθηκα οπίσω από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο. Και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.

»Και μια φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή λέγοντας:

                »"Ω Διονύσιε  Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε νά, γένει τώρα για σε παρόν. Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησιν του Θεού."

                »Και μία άλλη φωνή μου είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας.

                »Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει».

 

                Πράγματα κλεισμένα μέσα στην ψυχή. Σε κανέναν άλλον περισσότερο από τον Σολωμό δε βλέπουμε τόσο διάφανα το βάρος που μπορεί να σηκώσει η ψυχή ενός τεχνίτη. Κανέναν, ως πίσω στον αμέσως πριν απ' αυτόν μεγάλον  Έλληνα, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο.

 

                Χάσμα σεισμού που βγάν' ανθούς και τρέμουν στον αέρα.

 

                Ήταν από τη φυλή των ανθρώπων που τελειώνουν· η μοίρα του θέλησε να τον τοποθετήσει εκεί που αρχίζει κανείς ολωσδιόλου από την αρχή.

                Ελληνικά ήξερε ο Βιζυηνός λ.χ., ελληνικά ξέρει ο Κωστής Παλαμάς. Άμα το πέρασμα του καιρού μας επιτρέψει να κοιτάξουμε ψυχρότερα τις αισθητικές διαφορές που είναι φυσικός νόμος να χωρίζουν τους νεότερους από τους παλαιότερους· άμα μπορέσουμε να ατενίσουμε με περισσότερη συγκέντρωση και σιωπή το έργο αυτό που απορρόφησε τη μισή λογοτεχνία μας, θ' αναμετρήσουμε και την έκταση της γλωσσικής παρουσίας που έφερε στην πνευματική μας ζωή η ιδιοσυγκρασία και η δουλειά του Παλαμά. Για την ώρα, ας πούμε πως από αυτόν και πέρα άρχισε η ελληνική γραφή να μην αποτελεί εξαίρεση στα γράμματά μας. Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.

 

Είναι δύσκολο να βεβαιώσει κανείς οτιδήποτε για τον Κάλβο. Είναι ο πιο μυστηριώδης από τους συγγραφείς μας. στα 1826, στα τριάντα τέσσερα χρόνια του, πέταξε τις τελευταίες του μποτίλιες στο πέλαγος, τις τελευταίες του ωδές. Κανένα σημάδι δεν άφησαν τα σαράντα τρία χρόνια που έζησε ακόμη. Έξι χρόνια μεγαλύτερος, πεθαίνει δώδεκα χρόνια μετά τον Σολωμό. Κανένα σημάδι από τον Σολωμό. Τίποτε. Μόνος. Η γλώσσα του δεν είναι καν η καθαρεύουσα. Είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς. Οι λογιότατοι έχουν ένα συναισθηματικό κατακάθι όταν γράφουν. Το έχουν οι Σούτσοι, το έχουν οι Παράσχοι, το έχει:

 

Η έκτασις του αχανούς

Αιγαίου εκοιμάτο...

 

Ο Κάλβος δεν το έχει ποτέ. Είναι μια γλώσσα της μοναξιάς, ακοινώνητη, αμετάδοτη. Τον αισθάνεται κανείς αφησμένο σ' ένα ερημονήσι του Ειρηνικού, αναλύοντας τις καταλήξεις των ρημάτων του, για ν' ακούσει καλύτερα μια φωνή, ας είναι και η δική του· για να γελάσει τη μοναξιά του:

 

Κοράσια, ιδού, μητέρες

περνάουν. Έλαμπον πρώτα

τα πλήθη αυτών σαν άστρα·

εχαίροντο, και τ' άρπαξε

θανάσιμη ώρα.

 

Ούτε κοράσια, ούτε μητέρες, τίποτε δεν περνάει. Από τα σκόρπια ψιθυρίσματα αυτής της στροφής, μια φωνή μόνο ξεχωρίζει· λίγες συλλαβές σαν επιφώνημα απελπισίας:

 

...σαν άστρα

                ...τ' άρπαξε

θανάσιμη ώρα.

 

                Θ' άξιζε να ξαναπάρει κανείς τον Κάλβο προσεχτικά, από την αρχή, και να μελετήσει την ευαισθησία του, με οδηγούς τις ζωντανές του λέξεις. Θα έφτανε ίσως σε απροσδόκητα συμπεράσματα.

 

Μένει ο Καβάφης. Από τα γνωστά πράγματα που απαρίθμησα παραπάνω, από τα πρώτα του καταδικασμένα ποιήματα, από τον ήχο ολόκληρου του έργου του, από τις βιογραφικές πληροφορίες που έχουμε γι' αυτόν, βγαίνει εύκολα το συμπέρασμά μου. Δεν υπάρχει λόγος να κουράσω περισσότερο. Θα ήταν πιο χρήσιμο να δοκιμάσει κανείς να ξεχωρίσει σε τι ωφέλησε ο Καβάφης μια γλώσσα που την έγραψε σαν ξένος, παρακολουθώντας την έκφρασή του, από τους πρώτους εκείνους στίχους, ως:

 

                την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών

 

που ανήκει στο προτελευταίο ποίημα που δημοσίεψε. Μια τέτοια μελέτη θα ήταν έξω από τα στενά και σχολαστικά όρια αυτών των σελίδων, που ξεπέρασαν κιόλας το μέτρο.

 

Κορυτσά, 27 του Γενάρη 1937