Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετφ. Μ. Καραμάνου, Αθήνα 2001, Πατάκης. Σσ. 287-288
 
 
 
Η θεματική και η φιλοσοφία του Σαμαράκη χαρακτηρίζονται από την «καθημερινότητά» τους και την πηγαία αισιοδοξία τους. Χωρίς αμφιβολία, αυτά τα χαρακτηριστικά έκαναν τόσους αναγνώστες να αγαπήσουν αυτό το έργο· όπως και στο αισθηματικό μυθιστόρημα, οι αναγνώστες πιστεύουν ότι ξαναβρίσκουν σ' αυτόν το φανταστικό κόσμο εκείνο που ζουν ή ονειρεύονται. Οι ήρωες του είναι συχνά συνηθισμένοι άνθρωποι, στρατιώτες ή δειλοί υπάλληλοι «εγκλωβισμένοι» στο σύστημα και κάποια στιγμή, με έναν ηρωισμό που δε θα περιμέναμε, κάνουν μια ελεύθερη ενέργεια, λένε «όχι». Αυτή η ελεύθερη ενέργεια, οι συνέπειες της οποίας είναι συχνά ολέθριες για τον ήρωα, αλλάζει τη διάγνωση που μπορεί να κάνει κανείς για το σύγχρονο κόσμο, όπου, παρά τη μηχανοποίηση και την κυριαρχία των ρομπότ, η ανθρώπινη ελευθερία διατηρεί ακόμα τη θέση της. Ο Σαμαράκης είναι μια περίεργη αισιόδοξη παραλλαγή του Kafka. Η ανακολουθία της θεωρητικής του θέσης εξηγεί ίσως γιατί η φλέβα του στέρεψε τόσο γρήγορα. Ένας άλλος λόγος βασίζεται στο ύφος του, που είναι σκόπιμα αντιλογοτεχνικό. Ο Σαμαράκης γράφει όπως εκείνοι που δεν έχουν το χάρισμα να διηγούνται ιστορίες, με πολλές στερεότυπες εκφράσεις και επαναλήψεις. Τα ελληνικά του, γεμάτα αγγλισμούς και γαλλικές λέξεις, βρίσκονται στους αντίποδες της λογοτεχνικής δημοτικής γλώσσας, αλλά τελικά κοντά στην ελληνική όπως τη μιλούσαν στη δεκαετία του '60.
Η υπόθεση του Λάθους είναι απλή. Σ' ένα ολοκληρωτικό καθεστώς — που η Ελλάδα γνώρισε δυο χρόνια αργότερα — ένας άντρας ύποπτος συνωμοσίας ενάντια στο καθεστώς συλλαμβάνεται από δύο μυστικούς πράκτορες. Αυτοί έχουν ως αποστολή, κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς τις κεντρικές φυλακές, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του υπόπτου και να τον κάνουν να ομολογήσει. Πράγματι, αναπτύσσεται μια περίεργη συνενοχή ανάμεσα στο θύμα και σ' έναν από τους δεσμοφύλακες του, ο οποίος θα επιδιώξει να τον σώσει την ώρα που ο συνάδελφος του φεύγει:

« - Ναι, σε ρώτησα τι διάβολο συμβαίνει και διαρκώς κοιτάς έξω.
Δεν του έδωσα αμέσως απάντηση. Κουδούνισα πρώτα τα κλειδιά μου, πού συνήθως τα έχω στο χέρι, περασμένα στον κρίκο, και τα παίζω. Ύστερα έξυσα το δεξί μου αυτί — το δεξί; — και παίρνω ύφος:
— Απολαμβάνω τη φύση!
Έκανε σα να τον έπιασε κωλικός νεφρού ή τον δάγκωσε σφήκα ή είδε φάντασμα ή κάτι παρόμοιο. [...]
— Ξέρεις τί είσαι; του πέταξα. Ή καλύτερα, τί δεν είσαι; Λοιπόν, δεν είσαι νορμάλ! Πάω στοίχημα πως είσαι ολόκληρος γαζωμένος κόμπλεξ. [...]
— Έλα! ανανέωσα την προσπάθειά μου να τον προσηλυτίσω. Άνοιξε τα μάτια σου και κλείσε μέσα τους αυτό το θεσπέσιο ροζ-παλ που έχει ανάλαφρα χρωματίσει τον ορίζοντα. Άνοιξε την καρδιά σου και [...]. Και σήκωσε τη ρεπούμπλικα που του είχε πάει χαμηλά και του εμπόδιζε τη θέα. [...] Βλέπω μια χαριτωμένη ροζ
— τριανταφυλλιά.
— κυλότα».

Είναι βέβαιο ότι αυτό το ελεύθερο και σκωπτικό ύφος, το λαϊκό χωρίς να είναι καθόλου χωριάτικο, που μας θυμίζει λίγο τους Leo Malet, Frederic Dard ή Boris Vian, που δημοσιεύουν έργα τους το ίδιο διάστημα, αντιπροσώπευε για τους Έλληνες αναγνώστες της δεκαετίας του '60 μια απόλυτη καινοτομία, μεμονωμένη στην παραγωγή της εποχής.