Μπαμπινιώτης Γεώργιος, «Καθημερινή και ποιητική γλώσσα», Αφιέρωμα στον Γ. Σεφέρη
 
περιοδικό η λέξη, 53 Μάρτης Απρίλης 1986. Σσ. 225-234
 
 
 

Ο «γλωσσολογικός» Σεφέρης

 

                Όσοι άμεσα ή έμμεσα ασχολούνται με τα προβλήματα της θεωρίας της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της ποίησης κι όσοι έχουν καταπιαστεί με τη γλώσσα της ποίησης και τα πολύπλοκα προβλήματα αναλύσεώς της, δεν έχουν - νομίζω - προσέξει αρκετά ούτε έχουν κατάλληλα αξιοποιήσει τις καίριες για τα θέματα αυτά απόψεις που βρίσκονται διάσπαρτες στις «Δοκιμές» του Σεφέρη, εκδεδομένες με την υποδειγματική επιμέλεια (1974) του Γ. Π. Σαββίδη. Δειγματοληπτικά θα σταθώ σ' ένα σημαντικό θέμα: στη σχέση της καθημερινής γλώσσα με τη γλώσσα της ποίησης.

                Στο επίμαχο και επίκαιρο πάντα θέμα αν η ποιητική γλώσσα είναι - ή πρέπει να είναι - η καθημερινή κοινή γλώσσα ή κάποια άλλη μορφή γλώσσας που συνειδητά θα απομακρύνεται από την καθημερινή αυτοματοποιημένη γλώσσα, ο Σεφέρης τάσσεται επανειλημμένως υπέρ της ρεαλιστικής - κοινωνικής - ας την ονομάσουμε έτσι - θέσεως, πως η γλώσσα του ποιητή δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γλώσσα της κοινότητας όπου ανήκει. Ποιητική είναι η συλλογική γλώσσα. Τα λόγια του:

 

 «Ο ποιητής δεν έχει άλλο τρόπο να πράξει παρά με τη γλώσσα που μιλούν οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω του. Πάνω σ' αυτή τη γλώσσα θα ριζώσει και θα βλαστήσει η δικιά του λαλιά που τον εκφράζει. Μεταχειρίστηκα τα ρήματα ριζώνω και βλασταίνω, στην κυριολεξία τους, με την έννοια μιας φυσικής λειτουργίας, που είναι αντίθετη με το τεχνητό ή το μηχανικό».

(Δοκιμές Β΄, 163)

«Ο ποιητής δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που μαζεύει γύρω του».

(Δοκιμές Β΄, 167)

«Ο ποιητής δεν μπορεί να εφεύρει μια καινούργια γλώσσα γιατί θα είναι αρίζωτη, δε θα πηγαίνει ν' αγγίξει τους μυχούς του βαθύτερου εγώ του».

(Δοκιμές Β΄, 167)

«Είτε μας αρέσει είτε όχι, δεν μπορούμε να φανταστούμε πως ο ποιητής γεννιέται μέσα σ' ένα κενό και δημιουργεί τη γλώσσα του όπως του στέργει· δεν μπορούμε να φανταστούμε πως εκεί την άδεια να κατασκευάζει φραστικές μηχανές ασύνδετες με τη ζωή. Ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που του δίνουμε εμείς οι τριγυρινοί του· δεν μπορεί να φύγει έξω από την πραγματικότητά του».

(Δοκιμές Β',  172-3)

 

                Εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον, η άποψη Σεφέρη για την ποιητική γλώσσα (ας την χαρακτηρίσουμε έτσι χωρίς φυσικά να αποδίδουμε την πατρότητά της μόνον ή πρώτα σ' αυτόν) αντιτίθεται σε μιαν άλλην - εξίσου ευρέως διαδεδομένη - άποψη πως η γλώσσα στην ποίηση πρέπει συνειδητά ν' απομακρύνεται (ή, τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει στην πράξη) από την καθημερινή απρόσωπη, ανέκφραστη, αποχρωματοποιημένη κι αποφορτισμένη μαζική γλώσσα. Τη δεύτερη αυτή θέση - γνωστή ήδη από τις θέσεις του ρωσικού φορμαλισμού περί αποαυτοματοποιημένης γλώσσας (Σκλόφσκι και άλλων)-, τη θέση δηλ. της ποιητικής (ή ποιητικότερης) γλώσσας βρίσκουμε, μεταξύ άλλων, στον  Ελύτη και σε άλλους υπερρεαλιστές ιδίως ποιητές, Έλληνες και ξένους.  Ας την ακούσουμε με τα λόγια του  Ελύτη:

 

«Με επέκριναν επειδή χρησιμοποιώ ορισμένες σπάνιες λέξεις. Θέλω όμως το κείμενο να είναι εντελώς παρθενικό και απομακρυσμένο από τη χρήση των λέξεων. θα πήγαινα κάμποσο μακριά για να πω ότι το θέλω αντίθετο προς την καθημερινή χρήση».

[Σύγχρονοι ποιητές:  Οδυσσέας  Ελύτης. (Συνέντευξη στον Ivar Ivask)]

 

                Θα αποτελούσε αφόρητη - κι επικίνδυνη ίσως - σχηματοποίηση ν' αντιπαραθέσει κανείς τις δύο αυτές προσεγγίσεις της ποιητικής γλώσσας ως σαφώς διαγεγραμμένες, αδιαβάθμητες και αμετάβλητες - ακόμη και στη δημιουργική πορεία του ίδιου ποιητή - στάσεις απέναντι στην υφή της ποιητικής γλώσσας. Από την άλλη μεριά, θα ήταν εξίσου εξωπραγματική - και... αντιποιητική - η παραδοχή μιας ενιαίας, κοινής, επίπεδης και ισοπεδωμένης στάσεως των δημιουργών της ποίησης απέναντι στο καθοριστικό μέσο εκφράσεώς τους - κι υπάρξεώς τους ακόμη για τους γνήσιους δημιουργούς -, απέναντι στη γλώσσα.

                Γλωσσολογικώς - ιδίως από πλευράς υφογλωσσολογίας - η διαφορετική αυτή στάση στη γλώσσα (χρήση καθημερινής γλώσσας - απομάκρυνση από την καθημερινή γλώσσα) θα μπορούσε να εκτιμηθεί και να ορισθεί ως διαφορετική θέση απέναντι στους δύο θεμελιώδεις παράγοντες κάθε μορφής επικοινωνίας, ιδιαίτερα της έντεχνης επικοινωνίας («τέχνης του λόγου»): στους παράγοντες της επιλογής και της αποκλίσεως από τον συμβατικό συλλογικό κώδικα, την κοινή καθημερινή γλώσσα.  Η «άποψη Σεφέρη» θα σήμαινε, από τη σκοπιά αυτή, πως η ποιητική γλώσσα δεν είναι παρά η ενεργοποίηση, η ποιητική εκμετάλλευση στοιχείων του κοινού κώδικα, της καλλιεργημένης, πρότυπης σε μια κοινότητα γλώσσας. Θα σήμαινε, μ' άλλα λόγια, ότι ο ποιητικός λόγος οικοδομείται κυρίως με το υλικό των επιλογών, με επιλογή δηλ. από έτοιμα στοιχεία (λεξιλογικά, σημασιοσυντακτικά, φωνολογικά) που προσφέρει η συλλογική γλώσσα, χωρίς όμως και να ταυτίζεται πλήρως με την καθημερινή γλώσσα, αφού οι ατομικές επιλογές του ποιητή, όσο κι αν ξεκινούν από δομές της κοινής γλώσσας, δεν παύουν ποτέ στη συγκεκριμένη βιωματική χρήση και φόρτισή τους στην ένταξή τους δηλ. μέσα στο «σύμπαν» του συγκεκριμένου ποιητικού δημιουργήματος, να διαφοροποιούνται σημαντικά από την απρόσωπη υπερατομική και κωδικοποιημένη χρήση της γλώσσας.  Από την ίδια προοπτική, η «άποψη Ελύτη» - ας την αποκαλέσουμε έτσι - θα έδινε το προβάδισμα στις αποκλίσεις, στις παρεκκλίνουσες αποστασιοποιημένες από τον κοινό καθημερινό κώδικα χρήσεις. Η σύναψη των λέξεων (ως σημασιών αλλά και ως τύπων) σε συνδυασμούς που θα αποκλείονταν κανονικά από τον πεζό, στυγνό και λογοκρατούμενο κώδικα της κοινής γλώσσας, τον κώδικα που στηρίζεται στην κοινωνική σύμβαση και στις λεγόμενες συνθήκες αληθείας  είναι προέχουσα διαδικασία του ποιητικού λόγου σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη. Σύνθετη και, γι ' αυτό, πολύσημη εικόνα αυτής της γλωσσικής διαρθρώσεως του ποιητικού λόγου αποτελούν στίχοι (με φωνολογική απόκλιση - υπό μορφήν «φωνολογικού διασκελισμού» - και σημασιολογική μαζί απόκλιση) όπως:

 

Και τα πουλιά δε βάνουνε προσάναμ-

Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει

(Οδ.  Ελύτη, Τα ετεροθαλή)

 

                Απ' όσα είπα είναι, νομίζω, φανερό πως στη διχογνωμία για το ποια είναι η διέπουσα γλωσσική αρχή στο ποιητικό κείμενο, η άποψη που υποστηρίζω είναι ότι η αντίθεση μεταξύ καθημερινής και ποιητικής γλώσσας είναι κυρίως πρόκριση και εφαρμογή στο ποιητικό κείμενο διαφορετικής γλωσσικής στρατηγικής ή τακτικής στη δήλωση του ποιητικού μηνύματος: των επιλογών στην πρώτη περίπτωση, των αποκλίσεων στη δεύτερη. Η εφαρμογή της πρώτης γεννά το αίσθημα της κυριαρχίας στο ποιητικό κείμενο της καθημερινής γλώσσας, μιας μορφής λόγου δηλ. περισσότερο προσιτής στο κοινό αίσθημα, άρα και περισσότερο πρόσφορης στην αποκωδικοποίηση και κατανόηση του μηνύματος από τον μέσο αναγνώστη του κειμένου. Η υιοθέτηση της δεύτερης οδηγεί, αντιθέτως, στη δημιουργία μιας μορφής λόγου που συγκρούεται με την κοινή συμβατική γλώσσα και τις καθιερωμένες συνθήκες αληθείας οι οποίες την διέπουν. Χαρακτηριστικό δείγμα αποκλίνουσας (παρεκκλίνουσας) γλωσσικής μορφής - εξού και έντονα χαρακτηριστικής ποιητικής γλώσσας - είναι η γλωσσική έκφραση της υπερρεαλιστικής ποίησης. Μιλώντας ο Σεφέρης για τον Αντωνίου και τον Ελύτη αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:

 

«Μιλήσαμε για δυο ποιητές που συνέχισαν, με τις δυνάμεις που είχαν, τη μεγάλη εξερεύνηση της τέχνης, προσπαθώντας να πλάσουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την ελληνική γλώσσα, τέτοια που ν' ανταποκρίνεται στα συναισθήματα που είχαν να εκφράσουν».

(Δοκιμές Α΄, 177)

 

Ωστόσο σ' έναν χώρο όπως η ποίηση, με λεπτές αραχνοΰφαντες ισορροπίες και με αντίστοιχα κυμαινόμενες τεχνικές στην ουσιαστικά αξεδιάλυτη ενότητα περιεχομένου και μορφής, θα ήταν προκλητικό να υποστηριχθεί ότι ο ένας ή ο άλλος ποιητής, η πρώτη ή η δεύτερη γλωσσική προσέγγιση μονοπωλείται και αποκλειστικά χαρακτηρίζει την πρώτη ή τη δεύτερη θέση. Όπως συμβαίνει με κάθε βαθύτερο και ουσιώδες πνευματικό γεγονός, η ποίηση μπορεί να εναλλάσσει και να κλιμακώνει τις γλωσσικές τεχνικές και στάσεις της, υιοθετώντας όχι την πιο εντυπωσιακή αλλά την περισσότερο πρόσφορη, επαρκή και αποτελεσματική για το μήνυμα γλωσσική μορφή. Τούτο σημαίνει - σπεύδω να το διασαφήσω - πως η χρήση των επιλογών ή των αποκλίσεων, των συμβατικών, ας πούμε, και των πυρηνικών... όπλων στη μάχη για την έκφραση του ποιητικού μηνύματος, δεν υπαγορεύεται από αυστηρά προκαθορισμένες και απόλυτα δεσμευτικές για τον ποιητή αισθητικές και γλωσσικές επιταγές, αλλά μορφώνεται και δια-μορφώνεται από την ποιητική ευαισθησία και καλλιέργεια του δημιουργού και τις συγκεκριμένες εκφραστικές ανάγκες του. Άρα η χρήση καθημερινής ή ποιητικής / ποιητικότερης γλώσσας - όπως τις ορίσαμε πιο πάνω - είναι περισσότερο αποτέλεσμα κλιμακώσεως, ιεραρχήσεως και ποιοτικής από τον δημιουργό συνθέσεως των δύο συστατικών στοιχείων παρά προϊόν αποκλειστικής προσκολλήσεως σ' αυτήν ή εκείνη την τάξη των γλωσσικών συστατικών (επιλογών - αποκλίσεων). Το αίσθημα, κατά συνέπειαν, που αποκομίζει ο αναγνώστης από την επαφή του μ' ένα ποιητικό κείμενο από πλευράς γλώσσας είναι απόρροια της χρήσεως - μονομερούς, απλής, σύνθετης ή περισσότερο σύνθετης - των δύο τεχνικών: έντονο αίσθημα καθημερινής γλώσσας γεννά κανονικώς η έμφαση στο στοιχείο των επιλογών· αίσθημα ποιητικής ή ποιητικότερης γλώσσας, λιγότερο καθημερινής ή συμβατικής δηλαδή, προκαλεί η έμφαση στο στοιχείο των αποκλίσεων.

                Μιλήσαμε για συγκερασμό, στην πράξη, των δύο αυτών στοιχείων και για μιαν αίσθηση που δημιουργείται στον αναγνώστη περί καθημερινής ή αποστασιοποιημένης γλώσσας του έργου ανάλογα με την ποσοτική και ποιοτική, ιδίως, πρόσμειξη των αντιστοίχων συστατικών. Εν τούτοις το γεγονός - ποιος το αρνείται; - της υπάρξεως ενός ύφους ξεχωριστού, αναγνωρίσιμου και ταυτίσιμου ακόμη με συγκεκριμένο δημιουργό οδηγεί κατ' ανάγκην στην παραδοχή ότι η επαναλαμβανόμενη εκ μέρους του δημιουργού προτίμηση για τη μία ή την άλλη γλωσσική τακτική όχι μόνο δεν λείπει, αλλά αποτελεί τυπικό γνώρισμα στην ποίηση. Γιατί τι άλλο θα σήμαινε το ύφος ενός δημιουργού στο επίπεδο της γλωσσικής μορφής από τη συνειδητή ή υποσυνείδητη (αλλ' όχι α-συνείδητη) και, κατά κανόνα, επαναλαμβανόμενη υιοθέτηση της στρατηγικής των επιλογών ή εκείνης των αποκλίσεων ή και - γιατί όχι - μιας τρίτης - επίσης επανερχόμενης - συνδυαστικής χρήσεως των δύο στρατηγικών στη δόμηση και μετάδοση του ποιητικού μηνύματος;

                Νομίζω, και θα επιχειρήσω εδώ να μιλήσω πιο συγκεκριμένα, πως οι θεωρητικές - και σχηματοποιημένες πάντοτε εδώ - θέσεις των δύο ποιητών που ανέφερα, του Σεφέρη για την καθημερινότητα της γλώσσας της ποίησης και του  Ελύτη για μιαν απομάκρυνση απ' αυτή την καθημερινότητα, οι θέσεις δηλ. - όπως προσπάθησα να δείξω - για μεγαλύτερη έμφαση στις επιλογές ή στις αποκλίσεις από τον κώδικα της κοινής καθημερινής και συμβατικής γλώσσας, νομίζω πως είναι εμφανείς και στο ύφος, τη γλωσσική μορφή του έργου των ίδιων των δύο αυτών ποιητών. Προσωπικά, και στο πνεύμα των όσων είπα, θα θεωρούσα χαρακτηριστικούς αντιστοίχως των θέσεων και του ύφους των δύο ποιητών, στίχους όπως αυτοί:

 

Γ. Σεφέρη, Κίχλη:

-«Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο».

- « Όχι, σε κυνηγούν, πως δεν το βλέπεις;

θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,

με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες

κι όμως την ξέρεις.

.......................................................................

Αλήθεια, τα συντρίμια

δεν είναι εκείνα· εσύ 'σαι το ρημάδι·

σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά

στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις

τών μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·

μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν

ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,

κι' αυτό είναι δύσκολο γιατί...»

- «Τ' αγάλματα είναι στο μουσείο.

 

Καληνύχτα».

 

Οδυσσέα  Ελύτη, Ο μικρός ναυτίλος:

 

Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο

της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου

απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. που σημαίνει:

με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα

δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου  Ιησού Χριστού.

...................................................................................................

(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη

σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

 

                Είναι, πιστεύω, φανερό από τη γλωσσική υφή τέτοιων ενδεικτικών στίχων ποια πορεία ακολουθείται στη γλωσσική έκφραση των δύο δημιουργών. Και τα δυο αποσπάσματα είναι ποίηση. Ποίηση συναρπαστική, κατά τη δική μου εκτίμηση. Και στα δύο είναι έντονο το στοιχείο της ποιητικότητας: η σύγκρουση με την καθιερωμένη, εξωτερική και συμβατική αντικειμενική πραγματικότητα και συγχρόνως η δημιουργία μιας άλλης πραγματικότητας, ποιητικής ή κειμενικής. Ένας κόσμος με τη δική του συμβατική αλήθεια και τη δική του αντικειμενική πραγματικότητα αναιρείται από το ποιητικό κείμενο για να υποκατασταθεί μ' έναν άλλο κόσμο: μιαν άλλη αλήθεια, μιαν άλλη αντικειμενική στην... υποκειμενικότητά της πραγματικότητα, την ποιητική. Φυσικά, αυτή η σύγκρουση, μ' όλη την ένταση, την κινητοποίηση της ευαισθησίας και των δυνάμεων του εσωτερικού κόσμου, με τα σχέδια δράσεως που ακολουθεί και τα επικοινωνιακά στρατηγήματα που επινοεί, δεν μπορεί να μη μετασχηματισθεί και σε γλωσσική σύγκρουση. Στην τελευταία αυτή σύγκρουση στην αναμέτρηση δηλ. του δημιουργού με την καθιερωμένη γλωσσική πραγματικότητα, ο αγώνας θα διεξαχθεί είτε στο πεδίο της συμβατικής γλώσσας - με τα ίδια τα όπλα του συμβατικού κώδικα - είτε στο πεδίο της εξωσυμβατικής γλώσσας - με γλωσσικές σκέψεις, επινοήσεις και δημιουργίες που ως νεολογισμοί θα ξενίζουν τον αποδέκτη του μηνύματος και γλωσσικά. Αυτή η τελευταία διαφορά - φανερή στα αποσπάσματα που παραθέσαμε - είναι κι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυο γλωσσικές στάσεις. Δεν είναι η ένταση, η βαρύτητα του μηνύματος, η ποιητικότητα που με την παρουσία ή την απουσία της διαφοροποιεί ριζικά τις δυο ποιητικές προσεγγίσεις. Αυτή με διαφορετικό εδώ τρόπο υπάρχει και στις δύο. Είναι η μορφή, η γλωσσική μορφή με την οποία πραγματώνεται στους δύο δημιουργούς η ένταση. Το ένδυμα της ποιητικότητας, κι όχι η ίδια η ποιητικότητα, τους ξεχωρίζει, η οποία με τον δικό της - επαναλαμβάνω - τρόπο υπάρχει και στους δύο, όπως και σε πολλούς άλλους που δεν εξετάζουμε στο πολύ περιορισμένο δείγμα μας.

                Δεν θα πρέπει να τελειώσω τις σκέψεις αυτές χωρίς να διατυπώσω μια καίρια για τα λεχθέντα παρατήρηση - διασάφηση μαζί και συμπλήρωση. Λεκτικές διατυπώσεις όπως «το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα» ή «εάν αποσυνδέσεις την  Ελλάδα» του  Ελύτη αποτελούν σημασιοσυντακτικές παραβιάσεις της κοινής καθημερινής γλώσσας, που επινοούνται ad hoc για να δηλώσουν νοηματικές ακολουθίες που συλλαμβάνει ο ποιητικός στοχασμός στη σφαίρα της ποιητικής πραγματικότητας.  Αλλ' ενώ η ποιητική πραγματικότητα είναι κτήμα και δημιούργημα συγχρόνως του ποιητή, ατομική δηλ. κατάκτηση και κατ' εξοχήν «ιδιο-κτησία», η γλωσσική μορφή με την οποία την δηλώνει οικοδομείται επί του κοινού κτήματος, πάνω στην κοινόκτητη συμβατική γλώσσα της οποίας την κυριότητα - ή έστω τη «νομή» - έχουν όλα τα μέλη της γλωσσικής (εθνικής) κοινότητας.  Η επικοινωνία - η ανακοίνωση του μηνύματος και η όποια κοινωνία του σε κάποια από τα μέλη της κοινότητας - δεν αίρει τη βαθύτερη και καθοριστική αυτή διαφορά που διαχωρίζει υπαρξιακά τον δημιουργό από τον αναγνώστη, τον δότη από τον λήπτη, τον ποιητή από τον μη ποιητή, τον απλό καθημερινό άνθρωπο. Έτσι ο αποδέκτης της ποίησης - ο «επαρκής», ο μέσος και ο απληροφόρητος αναγνώστης - εξακολουθεί να συγκλονίζεται, να ξαφνιάζεται ή και να ενοχλείται αντιστοίχως (με εναλλαγές και διακυμάνσεις στις περιγραφόμενες αντιδράσεις) από τις γλωσσικές προκλήσεις του ποιητή, από τις εφ' άπαξ ή «κατ' εξακολούθησιν» παραβιάσεις του κοινού γλωσσικού κώδικα. Σ' αυτή τη γλωσσική σχέση στηρίζεται, κατά βάσιν, η λειτουργία του μηχανισμού των γλωσσικών αποκλίσεων, των νέων δηλ. συνάψεων ή συνδυασμών των στοιχείων της γλώσσας σε «συνταγματικό» όπως λέγεται «επίπεδο ή και της - σπανιότερης - δημιουργίας νέων λέξεων, στο παραδειγματικό επίπεδο της γλώσσας.

                Περνώντας στις γλωσσικές επιλογές, που θεωρήσαμε ως βασικό υπόβαθρο και χαρακτηριστική θέση της ποιητικής γλώσσας του Σεφέρη και της θέσεως του Σεφέρη για τη γλώσσα της ποίησης, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Η έννοια των επιλογών δεν πρέπει να εκληφθεί ως απλή, αβαθής, εξωτερική και αυτόματη χρήση στοιχείων του συμβατικού κώδικα. Η γνήσια ποίηση και ως γλωσσική μορφή δεν μπορεί να είναι απλή, παθητική απομίμηση ή εφαρμογή του γλωσσικού κώδικα. Η όλη επικοινωνία του ανθρώπου - λέμε οι γλωσσολόγοι - όχι μόνο στη λειτουργία του πομπού (ομιλητή) της γλώσσας αλλά και στη λειτουργία του δέκτη (ακροατή) δεν έχει ποτέ παθητικό, μηχανιστικό χαρακτήρα, όσο κι αν υπακούει σε σταθερές αρχές της επικοινωνίας. Ακόμη και απλές μορφές επικοινωνίας (διαλόγου) προϋποθέτουν λεπτούς, σύνθετους και έντονα εμπρόθετους γλωσσικούς σχεδιασμούς και μηχανισμούς που μόλις τελευταία άρχισε να μελετά και να αποκαλύπτει η κειμενογλωσσολογία (Text-linguistics). Το ίδιο ισχύει, αντίστροφα, και για την επαρκή αποκρυπτογράφηση - εκ μέρους του ακροατή/αναγνώστη - τέτοιων μηχανισμών ώστε να υπάρξει βαθύτερη κατανόηση και επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Δεν μπορεί - είναι αυτονόητο - η πιο απαιτητική μορφή επικοινωνίας, η ποίηση, εν ονόματι ίσως κάποιων αισθητικών αναζητήσεων, να υστερεί σε λεπτότητα, πολυπλοκότητα, σχεδιασμό και οργάνωση της γλωσσικής εκφράσεως του μηνύματος από άλλες στοιχειώδεις μορφές επικοινωνίας. Τούτο σημαίνει πως αν ήδη στην καθημερινή - ιδίως την απαιτητικότερη - γλωσσική επικοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται κανονικώς από μηχανισμούς επιλογής και χρήσεως στοιχείων από τον συμβατικό κώδικα, υπάρχει ανάλογα με τον χρήστη έντονο το χαρακτηριστικό της δημιουργικότητας, είναι φυσικό η δημιουργικότητα να ρυθμίζεται κατ' εξοχήν από τις επιλογές που εμφανίζονται στον ποιητικό λόγο.

                Εδώ θα πρέπει να διασαφήσουμε πως οι επιλογές στην ποιητική γλώσσα, μολονότι φαινομενικά - από πλευράς λεξιλογικού υλικού και γραμματικών σχέσεων - δεν απέχουν από την καθημερινή γλώσσα, κατά την κειμενική τους λειτουργία στον ποιητικό λόγο αποκτούν άλλο βάρος και άλλες διαστάσεις. Το νέο - και εκπληκτικό - στη χρήση τους δεν είναι το λογικό αλλά το βιωματικό ή συγκινησιακό τους, όπως το λέει ο Σεφέρης, φορτίο. Η κειμενική βιωματική φόρτιση αυτών των επιλογών, των καθιερωμένων κωδικών στοιχείων είναι που τα ξεχωρίζει και τα μετασχηματίζει σε ποιητικά. Γιατί, φυσικά, το είπαμε ήδη, η ποιητικότητα δεν είναι προκαθορισμένη ιδιότητα, αλλά κειμενικό αποτέλεσμα από τη σύγκρουση δύο κόσμων, του εξωτερικού (αντικειμενικού) και του εσωτερικού (κειμενικού) τόσο στο νοητικό επίπεδο (του μηνύματος/περιεχομένου) όσο και στο δηλωτικό επίπεδο (μορφής/γλώσσας) - αν μπορούν τα δύο αυτά επίπεδα να νοηθούν χωριστά. Αυτή την ιδιαίτερη λειτουργία των στοιχείων της καθημερινής γλώσσας στον ποιητικό λόγο, αυτή τη μεταμόρφωση των στοιχείων από το βάπτισμά τους αφ' ενός μεν στην ευαισθησία του δημιουργού και την αναβάπτισή τους αφ' ετέρου στον κόσμο του κειμένου, την έχει κατανοήσει βαθύτατα ο Σεφέρης και την περιγράφει σε πολλές ευκαιρίες και με πολύ σαφή τρόπο. Μερικά δείγματα:

 

«Η ποίηση χρησιμοποιεί μιαν ειδική λειτουργία της γλώσσας, τη συγκινησιακή, αυτήν ακριβώς που δε χρειάζεται, θα ήταν μάλιστα βλαβερή, αν τη χρησιμοποιούσαμε για να υπηρετήσουμε άλλες εκφράσεις της ζωής».

(Δοκιμές Β΄, 163)

 

«Στο ξεκίνημά του, ο ποιητής βρίσκεται σ' έναν κόσμο που του παρέχει τη γλώσσα που θ' αρχίσει να χρησιμοποιεί... Ωστόσο, καθώς προχωρεί, προσπαθεί να διαλέξει τις λέξεις που έχουν τη δική του αφή, το δικό του βάρος· τις ψάχνει ολοένα πιο βαθιά μέσα του. Γυρεύει, και καθώς γυρεύει αισθάνεται πως ο κόσμος όπου ζει του προσφέρει ένα πλήθος φωνές, αλλά καμιά δεν είναι η δική του».

(Δοκιμές Β΄, 163-4)

 

«Ο ποιητής δε μπορεί παρά να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα που μαζεύει γύρω του.

Ελπίζω να μη νομιστεί πως υποστηρίζω μια φωνογραφική επανάληψη της λαλουμένης· σίγουρα η προσωπική ενέργεια του ποιητή πάνω στη γλώσσα είναι μεγάλη, σίγουρα το πρώτο χρέος του είναι να κυριαρχήσει τη γλώσσα που του δόθηκε, να την αναπτύξει και να την κάνει το καλύτερο δυνατό όργανο της έκφρασής του: αυτής της έκφρασης που κάνει είτε τον παλιότερο μονοτονικό ή τον άλλο, τον πολυτονικό στίχο, να μοιάζει πρωτάκουστος».

(Δοκιμές Β΄, 167)

 

«Οι μαντατοφόροι, θα έλεγα, που θα μπορέσουν να δείξουν στην ασκημένη ακοή του ποιητή ότι ένα αντικείμενο άγγιξε το βαθύτερο εγώ του, είναι οι λέξεις, αυτές οι αναδυόμενες, που ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια μ' ένα ιδιαίτερο χνούδι, έναν ιδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεί να είναι μεγαλοπρεπείς ή γυμνές, παλλόμενες ή αθόρυβες, όμως όλες έχουν την ιδιαίτερη αφή τους».

(Δοκιμές Β΄, 178)

 

                Στα τελευταία ιδίως αυτά λόγια του Σεφέρη ο (κείμενο)γλωσσολόγος δεν έχει επί της ουσίας να προσθέσει τίποτε. Προσυπογράφει, τονίζοντας απλώς ότι κάποιες γλωσσικές διαδικασίες και σχέσεις που ο ποιητής συλλαμβάνει ενορατικά ή διαισθητικά, ο γλωσσολόγος που ασχολείται με τη δομή και το ύφος του κειμένου αισιοδοξεί πως μπορεί να τις φωτίσει επιστημονικά και να τις ερμηνεύσει. Η αισιοδοξία δε του γλωσσολόγου αντισταθμίζεται πλήρως από τον γλωσσικό σκεπτικισμό και μυστικισμό του ποιητή.

                Αλλά, μετά τις σκέψεις που αποτολμήσαμε οι «εκτός των τειχών» της ποιητικής γλώσσας, ας αφήσουμε τον Σεφέρη να έχει τον τελευταίο λόγο γι' αυτήν:

 

«Η σχέση του ποιητή με τη γλώσσα είναι σαν τον άνθρωπο με τον ήλιο, που παρασταίνει σε μια έξοχη στροφή του ο Κάλβος:

 

Ο ήλιος κυκλοδίωκτος,

ως αράχνη, μ' εδίπλωνε

και με φως και με θάνατον

ακαταπαύστως (ΙΙΙ, κ΄)

 

                Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως. Δεν υπάρχει πιο τέλεια εικόνα της μυστικής ζωής του ποιητή. Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ως τα βασίλεια του θανάτου, όπου δε βλέπει παρά σκιές. Και πάλι, χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτή την πρόοδο, σίγουρος πως η ίδια κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως: σήμερα, αύριο, ύστερα από χρόνια».

(Δοκιμές Α΄, 208-9)