Αγγελάκης Ανδρέας, Κώστας Ταχτσής: Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση
 
Αθήνα 1989, Καστανιώτης. Σσ. 61-64
 
 
 

Το κύριο έργο του Ταχτσή συνοψίζεται στο μυθιστόρημά του Το τρίτο στεφάνι και στις δύο συλλογές διηγημάτων του, Τα ρέστα και Η γιαγιά μου η Αθήνα. Είναι πολλοί όσοι ισχυρίζονται πως οι δυο συλλογές του δεν αποτελούν παρά συμπληρώματα του αριστουργηματικού του μυθιστορήματος, επιδόσεις του δευτερεύουσας σημασίας. Δε συμφωνώ. Το αντίθετο, μάλιστα. Νομίζω ότι αναδεικνύεται εξίσου έμπειρος τεχνίτης στο σύντομο διήγημα (που τσακίζει κόκαλα σαν είδος) και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο δαίδαλο του ψυχαναλυτικού του διαλόγου με τις φάσεις και τα πρόσωπα της παιδικής του, κυρίως, ηλικίας. Κι η γλώσσα του στα διηγήματα ώριμη, μεστή, άμεση, λόγος πυρετικός, πειστικός. Ωστόσο δεν είναι της ώρας μια λεπτομερέστερη εξέταση του διηγηματογραφικού του έργου. Θα 'θελα σαν απλός αναγνώστης κι όχι σαν επαγγελματίας και συστηματικός κριτικός —που δεν είμαι, άλλωστε— να πω δυο λόγια και να σταθμίσω τις αντιδράσεις μου απ' το Τρίτο στεφάνι.

Το Τρίτο στεφάνι είναι ένα δύσκολο βιβλίο ακριβώς επειδή είναι απατηλά πολύ εύκολο. Η δόμησή του είναι χαλαρή, οι χαρακτήρες του κοινοί, χωρίς καμιά πρωτοτυπία, τα περιστατικά που περιγράφονται τις περισσότερες φορές δε διαθέτουν το στοιχείο της έκπληξης, της απροσδόκητης τροπής. Μιμούνται τη μονοτονία και την πλήξη της ζωής των μικροαστών. Η πρώτη επαφή με το βιβλίο δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα. Όπως δεν εντυπωσιάζει, εξάλλου, κι ο Παπαδιαμάντης. Ανήκουν κι οι δυο στην κατηγορία εκείνη των πονηρών συγγραφέων που αρέσκονται να μας ξεγελούν συστηματικά, να μας παρουσιάζουν το σημαντικό σαν ασήμαντο και τανάπαλιν, χαμογελώντας μ' ένα πολύ προσωπικό χιούμορ. Η λιτανεία των παπαδιαμαντικών γραϊδίων που τρέχουν σοβαρά ν' ανάψουν καντήλια και κεριά σ' εγκαταλειμμένα ξωκλήσια (όπως εκείνη η θεία, το Μαθηνιώ, η «σημαιοφόρος των πανηγύρεων»), οι τρελοί του, οι κουζουλοί του, οι απελπισμένα ερωτευμένοι του, οι ψαράδες κι οι άγουρες ποιμενίδες του που δε φέρνουν κανενός είδους ιδιαίτερη σοφία παρά εκείνο το λυρικό, μελαγχολικό κλίμα της ζωής που χάνεται, βρίσκεται και στα ισχυρογνώμονα μητριαρχικά πρόσωπα που κατακλύζουν φωνασκώντας συνεχώς το Τρίτο στεφάνι. Είναι η ίδια Ελλάδα, η ίδια φθορά, η ίδια ψυχική ουσία, είτε σε μια αγροτική της φάση είτε στο μικροαστικό της μεταβατικό στάδιο.

Ο Ταχτσής δεν ανήκει στους σοβαροφανείς συγγραφείς, στους κοσμοσωτήριους, σ' όσους προτείνουν εντυπωσιακές ερμηνείες για τη ζωή. Το βιβλίο του χαρακτηρίζει απεραντολογία ή ακόμα και ασημαντολαγνεία, πολλές κοινοτοπίες, επιμένει στο τυχαίο κι όχι στο έκτακτο, εμμένει παθολογικά στη λεπτομέρεια. Μα η ίδια η ζωή αποτελείται από μια ατέλειωτη σειρά λεπτομερειών, αδιάφορων λόγων και χειρονομιών. Η ζωή δε συνίσταται από κορυφαίες πράξεις. Χωνεύει μέσα της μικροπράγματα, βλέμματα, άδηλα μίση, κρυφές ορέξεις, ματαιωμένα όνειρα, σκοτεινές βλέψεις, απληστίες, πάθη κι ένστικτα —κυρίως— επιβίωσης. Επιβίωσης σ' όλα τα επίπεδα: βιολογικής, κοινωνικής, ψυχολογικής, οικογενειακής. Αυτό ακριβώς είναι το Τρίτο στεφάνι. Ο αγώνας για επιβολή, επιβίωση κι επικράτηση. Μια άλλη εκδοχή εκείνου του εκπληκτικού έργου του Πίντερ, του Επιστάτη.

Το εύρημα του βιβλίου, που είναι οι δυο γυναικείοι μονόλογοι, της Νίνας και της Εκάβης, καθώς δεσπόζουν σ' όλη την ιστορία και εισχωρεί μ' έναν αλχημιστικό τρόπο, που δείχνει μεγάλο τεχνίτη, ο ένας μονόλογος στις ατραπούς του άλλου, δε θυμίζει κανένα άλλο προηγούμενο επίτευγμα στην πεζογραφία μας: Οι δύο μονόλογοι, σαν παράλληλα μουσικά θέματα, καταλήγουν  σε μια γλυκόπικρη μελωδία, σαν εκείνα τα παλιά, προπολεμικά ρεμπέτικα που σκόρπιζαν θλίψη και μελαγχολία στα ξύλινα τραπέζια με τα βλοσυρά κι αμίλητα πρόσωπα των αντρών με τα μουστάκια. Με τις στάλες το κρασί στις τρίχες του μουστακιού τους, που τις σκούπιζαν με την ανάστροφη του χεριού τους πριν τυποποιηθούν οι χειρονομίες απ' τη μόδα.

Το Τρίτο στεφάνι το βλέπω σαν την ελληνική παραλλαγή του Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα του Λόρκα. Η Ελληνίδα μάνα, σύζυγος, αδερφή, συγγενής και, προπάντων, συμπαραστατική φίλη, συντρέχτρα, πονετικιά, εμπαθής, ζηλιάρα, γεμάτη εγωισμό και τάσεις αυτοθυσίας. Πλημμυρισμένη αντιφάσεις κι αίσθημα που σ' εκπλήττει άλλοτε το βάθος κι άλλοτε η ρηχότητά του.

Ο Ταχτσής έγραψε ένα μυθιστόρημα που αντικατοπτρίζει τις δομές, την ανωριμότητα, τα ελαττώματα και τη δηλητηριώδη γοητεία της μικροαστικής Ελλάδας.

Το κάτοπτρο που, καγχάζοντας, προθυμοποιήθηκε να φέρει μπροστά στο πρόσωπό μας είναι στο έπακρο καθαρό. Αμείλικτο. Γι' αυτό και το βιβλίο, σαν δείκτης αλήθειας, τρόπος αυτογνωσίας, επίγνωσης και συνειδητοποίησης της εθνικής μας ταυτότητας, είναι κείμενο επώδυνο. Ενοχλεί. Κι αυτός είναι ένας λόγος που εξηγεί ένα μέρος της κριτικής μας που αρνήθηκε ή δεν επικοινώνησε εύκολα με το βιβλίο του Ταχτσή. Υπονοώ τις αντιρρήσεις, τεκμηριωμένες απ' την πλευρά τους, του Κοτζιά, του Μερακλή, του Σαχίνη.

Το Τρίτο στεφάνι, παρά τις ανακολουθίες του, τα χάσματα σε σημεία ή την παθολογική επιμονή στους γυναικείους χαρακτήρες, ενώ οι ανδρικοί περιορίζονται σε σκιώδεις παρουσίες ή απλώς σκιτσογραφούνται (ή ακριβώς γι' αυτό), έχει άποψη. Προτείνει μια ερμηνεία της προπολεμικής, της μεταπολεμικής και της εμφυλιακής περιόδου της Ελλάδας των μετόπισθεν. Κι η Ελλάδα των μετόπισθεν είναι η κουρελιασμένη Εκάβη, η γυναικοκρατούμενη οικογένεια, η Ελληνίδα της πονηριάς και των κρυφών δυνάμεων. Αυτή που, στηριγμένη στο ένστικτό της, δεν το βάζει κάτω, αγκιστρωμένη σαν στρείδι στη ζωή, μέσα από απώλειες κι αμφίβολα κέρδη.

Αυτό το περίεργο μείγμα της μιζέριας και της έντασης, η συγχώνευση του δραματικού με το κωμικό, οι ατέλειωτες παροιμίες κι η λαϊκή θυμοσοφία που σχολιάζει στωικά τα πάντα παρέχοντας κουράγιο εκεί που οι συνθήκες οδηγούν στην απελπισία, όλος ο κλαυσίγελως της ζωής είναι το Τρίτο στεφάνι. Αν προσθέσουμε δε και την αριστουργηματική και λαγαρή γλώσσα του, την ανυπέρβλητη γλωσσική του ευστοχία κι ακρίβεια, τη λυγεράδα της έκφρασης και το προσωπικό στιλ του συγγραφέα, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε πως η μεταπολεμική μας λογοτεχνία κέρδισε ένα βιβλίο ακατανίκητης γοητείας. Που ο χρόνος, η κριτική στο σύνολό της κι οι επανειλημμένες εκδόσεις του το ανέδειξαν σε κλασικό.