Εκατόν τόσα χρόνια ύστερα που πρωτοδημοσιεύτηκε ο Διάλογος (1859) του Σολωμού, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε με το πρόβλημα της γραφτής γλώσσας κάθε άλλο παρά λυμένο. Προχωρήσαμε βέβαια κομμάτι, αν συλλογιστούμε μάλιστα πως γίνεται πρώτη φορά στην εποχή μας -από τα χρόνια του αττικισμού- προσπάθεια να ακολουθήσουμε ομαδικά ως πολιτεία (ή να μην ακολουθήσουμε) στο ζήτημα της γραφτής γλώσσας το δρόμο του Διάλογου. Τον τελευταίο αιώνα οι ελπίδες για μια σολωμική λύση του ζητήματος στηρίζουνται λιγότερο στα πράγματα και περισσότερο στη στατιστική. Αυτή η διάκριση δε σημαίνει πως οι ελπίδες αυτές δεν υπάρχουνε. Και διόλου δε σημαίνει πως είναι μάταιες.
Αυτά για τον ακόλουθο της γλωσσικής γραμμής του Διάλογου ή του De Vulgari Eloquentia. Ένας ακόλουθος της λόγιας παράδοσης δεν έχει παρά να αντικαταστήση τη λέξη ελπίδα με τη λέξη φόβος. Καταλήγει στο αντίστροφο αποτέλεσμα. Ένας από τους πρώτους που βαλθήκανε «να ξεσπαργανώσουν τον κριτικόν νουν εις την Ελλάδα», καθώς έγραφε ο Πολυλάς, σημειώνει στο φυλλάδιό του «Κριτική. Ο Λάμπρος του Σολωμού. Έγραψεν Εμμανουήλ Στάης, Κυθήριος, τον Ιανουάριον του 1853. Αθήνησι. Εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως (Παρά τη Πύλη της αγοράς, αριθ. 420). 1853» -έξι ολόκληρα χρόνια προτού δημοσιευτή ο Διάλογος και τα Προλεγόμενα του Πολυλά- σημειώνει, λέω, μέσα στο μακρινό οραματισμό του: «… κ’ έβλεπα τέλος πάντων το έθνος να διευθύνεται ακλόνιστο κατ’ εκείνο το δρόμο… που ο λόγος του Προφήτη του είχε δείξει, αφότου ανέτειλε η μέρα τση ελευθέριας του». Και ακόμα, τη φορά αυτή κριτικότερα: «… έφθανε μόνο ν’ ακούσουνε τη γενική ιδέα περί γλώσσης του Σολωμού -ιδέα που όχι μόνο εκείνος είχ’ εκθέσει τόσο μιλώντας, αλλ’ είχε βάλει γράφοντας εις εκτέλεση, καθώς κανένας δεν ημπόρειε να κάμη». Και ακόμα, τη φορά αυτή από άλλη πλευρά και με θετική βλέψη ασυνήθιστη για τη χρονολογία: «Άνθρωποι μ’ ενάντιες ιδέες (και πολλοί μ’ ενάντια συμφέροντα…) ευρεθήκανε σύγχρονα επί κεφαλής της σχολής, του δημόσιου, του εθνικού κινήματος κατά πάντα, κ’ εδώσανε σ’ αυτό μιαν άλλη διεύθυνση απ’ ό,τι εκείνος ήθελε να δοθή». Ο Ε. Στάης είχε χωνέψει τη γενικότερη σολωμική διδαχή : «Το Έθνος πρέπει να μάθη να θεωρή εθνικόν ό,τι είναι αληθές» και μπόρεσε να προσθέση, πέρα από το ζήτημα της γλώσσας, ορισμένα λόγια που δεν ακούγονται πια στον κόσμο από τον καιρό του Απόστολου Παύλου : «...-στοχάζομαι πως και ο εθνισμός πρέπει να υποχωρή εις το χριστιανισμό, δηλ. εις την αγάπη της ανθρωπότητος, και, φωτισμένος απ’ αυτό το αίσθημα, θεωρώ χωρίς κανένα πάθος, και την υπεροχή του έλληνος εις τον ξένον, και την υπεροχή του ξένου εις τον έλληνα». Αυτά «εκόμισε» ο «Εμμανουήλ Στάης, Κυθήριος» δημοσιεύοντας την πρώτη αξιόλογη κριτική για το Λάμπρο του Σολωμού.
Ο Σολωμός έδωσε μια για πάντα τον τύπο της γραφτής γλώσσας και για την ποίηση και για την πεζογραφία. Η γλώσσα του είναι ο χρυσός κανόνας. Με το Διάλογο έχουμε το πρώτο χρονολογικά (1824) δείγμα γραφής ή πρότυπο για τον ελληνικό πεζό λόγο -και για την ποίηση- συμπληρωμένο και τελειοποιημένο με τρόπο απαράμιλλο αργότερα (1826-1829) στην αινιγματική Γυναίκα της Ζάκυθος. Το απόσπασμα από το Ρωμαίος και Ιουλιέττα (V, 1, 42-48) που διαβάζουμε στο Διάλογο, εκεί όπου ο Σολωμός λέει -για όσους «γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον σκοτεινόν»- πως «είναι αξιοπαρομοίαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι» και θυμίζει πως «περιγράφει το εργαστήρι ενός απ’ αυτούς ο Σαίξπηρ εξαίρετα», μπορεί να το χαραχτηρίση κανένας, ως έκφραση, το κοσμικό αβγό ή το ovum mundi από το οποίο βγαίνουνε τα καλύτερα δείγματα -όσα κατέχουμε- της νεώτερης τέχνης του λόγου. Το παλιομάγαζο αυτό και τα λόγια του Σαίξπηρ «ξαναθυμούν» στο Σολωμό «τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των Σοφολογιότατων». Παραθέτω πρώτα το κείμενο:
And in his needy shop a tortoise hung,
an alligator stuff’d, and other skins
of ill-sharp’d fishes; and about his shelves
a beggarly account of empty boxes,
green-earthen pots, bladders, and musty sheds,
remnants of packthread, and old cakes of roses,
were thinly scatter’d, to make up a show.
Και ύστερα το μετάφρασμα του Σολωμού : «Εκρέμονταν από το πάτερο του φτωχότατου εργαστηριού μία ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήτον τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο, ήτον φούσκες, ήτον βρωμόχορτα παλιωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παλιά κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αριά σπαρμένοι εδώ κι εκεί για να προσκαλέσουν τον αγοραστή». Το κομμάτι αυτό είναι, σε μικρογραφία, το οπλοστάσιο μέσα από το οποίο ζωστήκανε τα άρματα όσοι αγωνιστήκανε, καθένας κατά τη δύναμή του, για να διαφυλάξουνε άδολη την έκφρασή τους, από το Σικελιανό μέχρι το Σεφέρη.
Και τα δυο αγαθά του Διάλογου που ο Σολωμός ποτέ δεν έβγαζε από το νου του –«μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;»- βρήκανε την περίτρανη διατύπωσή τους, το ένα στο νεανικό Ύμνο (1823), το άλλο στο νεανικό Διάλογο (1824). Δεν είχε τότε σκεπάσει ακόμα τον ποιητή των Ελεύθερων Πολιορκημένων το μεγάλο σκοτεινό σύννεφο της απομόνωσης -όταν, καθώς γράφει ο Πολυλάς, «… ο Σολωμός δεν έδειχνε πλέον κανενός τα συγγράμματά του…». Όσο θα υπάρχη γλώσσα ελληνική, ο σολωμικός Διάλογος θα κατέχη ακλόνητος -όπως και ο Ύμνος εις την Ελευθερία- το βαθύ κέντρο της εθνικότητας (il centro profondo della nazionalità).
Ο Σολωμός γράφοντας απόδειξε την κοινή γλώσσα (naturalis) συναγωνιστική με την τεχνητή (artificialis), όπως ο Δάντης απόδειξε την κοινή γλώσσα του καιρού του συναγωνιστική με τα λατινικά. Κατάλαβε πως η γραφτή γλώσσα χρειάζεται να είναι γραφτή διατύπωση της προφορικής και πως μπορεί κανένας στο δρόμο αυτόν ελεύθερα να χρησιμοποιήση, καθώς πρόσφορα εκφράζεται ο Πολυλάς, «το βασιλικό ταμείο της αρχαίας και το φτωχό κεμέρι της δημοτικής». Ο Σολωμός έγραψε με απαρασάλευτη βάση τη ζωντανή ή σημερινή κοινή, τη μακαρισμένη λαλιά που παρουσιάζει το απροσμέτρητο πνευματικό πλεονέχτημα να έχη μαζεμένο από κάτω της ολόκληρο τον τρισχιλιόχρονο πλούτο μιας από τις βασικότερες γλώσσες της γης. Στο απερίφραστο μάθημα του Σολωμού -και του Δάντη- για τη γραφτή γλώσσα, χρωστάμε θαρρετά να απαντήσουμε με ένα απλό μονάχα «ναι ναι, ου ου» -«το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν».