Η ίδια η Πάπισσα Ιωάννα πρέπει να διαβαστεί στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικογένειας στην οποία ανήκει, καθώς σε μεγάλο βαθμό είναι δημιούργημα της ευρωπαϊκής παιδείας του συγγραφέα της και, ιδιαίτερα, της δημιουργικής μαθητείας του στον Byron. Ο Ροΐδης πλάθει με την ηρωίδα του το ελληνικό και θηλυκό αντίστοιχο του βυρωνικού Δον Ζονάν. Η ετεροκαταστροφική, φιλόδοξη, προκλητική και κυνική Ιωάννα, που περιπλανιέται συνεχώς με ένα άγνωστο για όλους παρελθόν, εμφανίζει τα τυπικά γνωρίσματα του τελευταίου ήρωα του Byron. Στις επιστολές του Αγρινιώτη Σουρλή, ο Ροΐδης μνημονεύει συχνά και με μεγάλες τιμές τον Byron, ενώ θα επικαλεστεί το προηγούμενο των επιθέσεων που δέχθηκε η δημοσίευση του Δον Ζονάν, για να παραλληλίσει μαζί του την Πάπισσα Ιωάννα, αναγνωρίζοντας κοινή μοίρα στα δύο έργα (Α΄ 340-1).
Προσποιούμενος ότι συνθέτει μια μεσαιωνική μελέτη (αυτός είναι και ο υπότιτλος του έργου), ο Ροΐδης παρωδεί με την Πάπισσα Ιωάννα τους κώδικες του ιστορικού μυθιστορήματος, που μεταφέρει τον αναγνώστη στο ηρωικό παρελθόν και αποσιωπά τους σύγχρονους προβληματισμούς. Κύριο μέλημα του είναι η συχνή υπενθύμιση και η κριτική αντιμετώπιση του παρόντος. Ακόμα, οι συνεχείς παρεκβάσεις του αφηγητή, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανάμικτη με την τριτοπρόσωπη και οι μεταβάσεις από τον χρόνο του μύθου στον χρόνο της γραφής είναι αιρετικές συμπεριφορές που υπονομεύουν τον ρομαντικό αφηγηματικό κώδικα.
Με το πρώτο και μοναδικό του μυθιστόρημα ο Ροΐδης κατόρθωσε να υπερβεί τις ρητορικές υπερβολές και τα μιμητικά πάθη του όψιμου ελλαδικού ρομαντισμού. Η μαθητεία του σε ένα σύνολο ευρωπαϊκών κειμένων, με τη σύμπραξη του ορθολογισμού και του επιστημονικού πνεύματος του διαφωτισμού που γνώρισε δίπλα στον δάσκαλο του Κ. Ασώπιο, τον βοήθησαν να απεμπλακεί από το ρομαντικό αδιέξοδο της γενιάς του και να περάσει στην κριτική τοποθέτηση, επιλέγοντας τη σάτιρα ως όπλο επιθετικής διαμαρτυρίας. Το έργο του ενσωματώνει. τον σύγχρονο κοινωνικό προβληματισμό, διαγράφει συνοπτικά την πολιτική περιπέτεια του νεοελληνικού κράτους και ασκεί σύνθετη κριτική της ελληνικής πραγματικότητας. Έτσι, το μυθιστόρημα του υπογραμμίζει την πτώση του ιδανικού
«καθότι οι Έλληνες είχον ήδη συνηθίσει να καταπατώνται ως σταφυλαί υπό τους πόδας των ξένων» (Α΄ 199)
κρίνει και καταδικάζει τους πολιτικούς
«ο δε φιλόδοξος και αυλικός επίσκοπος Νικήτας ηναγκάζετο να περιποιήται αυτούς, ως οι παρ’ ημίν υποψήφιοι βουλευταί, να δίδωσι την χείρα εις τα περικαθάρματα της αγοράς και τους κακούργους των ορέων» (Α΄ 193)
σατιρίζει τις αξίες των συγχρόνων του (Α΄ 182, 214), καταγγέλλει το νέο
καθεστώς και τις διακηρύξεις για το «πρότυπο βασίλειο» του Γεώργιου Α΄ (Α΄ 232).