«Τι είναι το ύφος του Ροΐδη: Ο Proust συσχέτιζε το δικό του με τη μεταφορά. Ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας το συσχετίζει κυρίως με την παρομοίωση. Αρκεί να θυμηθούμε το γνωστό εκείνο χωρίο των Προλεγομένων του που φωτίζει, τα πράγματα: "... επροσπάθησα να εξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ανά πάσαν σελίδα εις απροσδοκήτους παρεκβάσεις, ιδιοτρόπους παρομοίωσης ή αλλοκότους λέξεων συγκρούσεις· περιβάλλων εκάστην ιδέαν δι’ εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής, και αυτά ακόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων δια κροσσίων, θυσσάνων και κωδωνίσκων ως ποδιάν Ισπανής χορευτρίας" (Α΄ 71-72).
Η στρατηγική λοιπόν της γραφής επιβάλλει να χρησιμοποιείται ως "ανθυπνωτικόν φάρμακον κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου" ένα σύνολο από τεχνάσματα (παρεκβάσεις, παρομοιώσεις, συγκρούσεις λέξεων, εικόνες) που ενεργούν σαν χτυπήματα στο κεφάλι "δια ξηράς κολοκύνθης". Φυσικά, ο Ροΐδης αποδίδει τον τρόπο αυτό γραφής σε ξένους ομοτέχνους του (Μπάιρον, Heine, Murger, Musset, Ιταλούς της παρακμής). Η πρωτοτυπία του όμως είναι αναμφισβήτητη: ο συγγραφέας της Πάπισσας δε γίνεται συγγραφέας (ecrivain και όχι ecrivant, όπως θα ‘λεγε ο R. Barthes) παρά μόνο από τη στιγμή όπου, γύρω στα 1865, κατακτά το ύφος του, για να το εισαγάγει ακέραιο στα ελληνικά γράμματα, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην κριτική, σαρώνοντας έτσι τα φράγματα των ειδών, δηλ. ανανεώνοντας τα είδη και επιβάλλοντας μια ενιαία θεώρηση τον κόσμου. Να προσθέσω την πεποίθησή μου ότι "ο τρόπος ούτος του γράφειν" συνδέεται άμεσα με τη σάτιρα; Αν το ύφος. για να θυμηθούμε και πάλι τον Proust, δεν είναι υπόθεση τεχνικής αλλά σκοπιάς, το ενδιαφέρον εδώ, πιστεύω, έγκειται στο γεγονός ότι ο Ροΐδης βρίσκει το ύφος του ταυτόχρονα με την τοποθέτηση του σε μια ορισμένη απόσταση από το αντικείμενό του, δηλ. ταυτόχρονα με την επιλογή της σατιρικής του οπτικής γωνίας.
[...]
Είναι λοιπόν φανερό πως με την Πάπισσα Ιωάννα (και από την Πάπισσα Ιωάννα και πέρα), υπονομεύοντας δραστικά τη σοβαροφάνεια του ρομαντικού-ιστορικού μυθιστορήματος και την άχρωμη διαφάνεια της τρέχουσας επιστημονικής γραφής, το ύφος του Ροΐδη, συνάρτηση του σατιρικού ήθους του, αποκρυσταλλώνεται σε μια σειρά από αποκλίσεις-προκλήσεις. Πώς αλλιώς να θεωρήσουμε λ.χ. τις απροσδόκητες παρεκβάσεις του αν όχι ως στρατηγήματα του κωμικού; Από τον Scarron, τον Laurence Sterne, τον Diderot και άλλους συγγραφείς γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Η παρέκβαση είναι ανατροπή της αφηγηματικής "τάξης": ακινητοποιεί το χρόνο, αλλάζει το χώρο, δημιουργεί πολλαπλά επίπεδα, συγχέει τα πρόσωπα, γελοιοποιεί την αφήγηση ως ευθύγραμμη διαδοχή γεγονότων. Στην Πάπισσα τα "ατοπήματα" αυτού του είδους είναι αλλεπάλληλα. Κάποτε μάλιστα συνοδεύονται από προσποιητές μεταμέλειες, δικαιολογίες ή προσπάθειες επιστροφής στην τάξη: "Αλλ’ επανέλθωμεν εις το προκείμενον και έστω το σφάλμα των παρεκβάσεών μου εις τας είκοσι επτά των Αθηνών εφημερίδας και τους τέσσαρας κώδωνας της ρωσσικής εκκλησίας, διακόπτοντας ανά πάσαν στιγμήν το νήμα της διηγήσεώς μου" (Α΄ 143). Η, επίσης: Αλλ’ επανέλθωμεν εις Αθήνας" (Α΄ 189). Ή, ακόμα: "Αλλ’ επανέλθωμεν εις την Ιωάνναν" (Α΄ 231).»