«Τελικά ο Ροΐδης κατέχει στα ελληνικά γράμματα τη θέση του πιο ιδιότυπου, ίσως, εκπροσώπου του ρομαντισμού, θέση αντίστοιχη με του Byron, που θεωρήθηκε ο ξένος και αιρετικός του αγγλικού ρομαντισμού. Η παιδεία του προσδιορίζεται από τη διασταύρωση της ρομαντικής με: την κλασική και διαφωτιστική παράδοση, η μεγάλη ωστόσο ποιητική εμπειρία του είναι η ρομαντική και αυτή διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό το λογοτεχνικό του γούστο. Από τη δεκαετία όμως του 1860, o ελληνικός ρομαντισμός βαδίζει στη δύση του, ενώ στην Ευρώπη έχει προ πολλού μετασχηματισθεί. Προσπαθώντας λοιπόν να ξεπεράσει τη ρομαντική του παιδεία, ο Ροΐδης θα επικαλεστεί το 1877 μια σειρά επιχειρημάτων, που κατάγονται όλα απευθείας από τη ρομαντική αισθητική, για να υποστηρίξει ότι ο εθνικός χαρακτήρας, το κλίμα και η κοινωνία της Ελλάδας δεν προσφέρονται για την καλλιέργεια της ρομαντικής ποίησης [Β' 288-295, 275-281 κ.πολ.], η οποία υπήρξε στην Ευρώπη αναγκαίο γέννημα των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών (του περίφημου mal du siecle).
Μόνος συνεπώς ανάμεσα στους συγχρόνους του, ο Ροΐδης δεν παρουσιάζει την κλασικότροπη υποχώρηση των περισσότερων πρώην ρομαντικών ή των διαφωτιστών, αλλά προσπαθεί να βρει απάντηση ανάγοντας την ερμηνεία και τη λύση του προβλήματος στις σύγχρονες αναζητήσεις της ευρωπαϊκής αισθητικής. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι την ίδια περίπου εποχή (1873-1877), διαβάζει, τον Poe και τον Baudelaire (όχι άδικα ίσως) ως μεγάλους ρομαντικούς ποιητές, θαυμάζει τη "ρομαντική Μούσα" του Βαλαωρίτη και του Παράσχου, επικαλείται τους μεγαλύτερους ρομαντικούς στη διαμάχη του με τον Βλάχο και συνθέτει τις αισθητικές θεωρίες του ρομαντισμού με. τον θετικιστικό προβληματισμό του Taine, που έχει βέβαια κι αυτός βαθύτατα ρομαντική παιδεία. Και σε μεταγενέστερα χρόνια οι. Ευρωπαίοι συγγραφείς ή τα μεμονωμένα έργα που ο Ροΐδης παρουσιάζει στο ελληνικό κοινό, είναι στην πλειοψηφία τους επιλογές ενός καθαρόαιμου ρομαντικού: Shakespeare (1880), Schiller (1888), Jean-Paul (Richter) (1900).
Οι κλασικές αντιστάσεις και η διδασκαλία του Ασώπιου, διαφοροποιούν το λογοτεχνικό και κριτικό έργο του Ροΐδη από εκείνο των υπόλοιπων ρομαντικών, σε θέματα μορφικής επεξεργασίας: ενότητα του συνόλου, πιθανότητα, συμμετρία, τάξη, σαφήνεια, είναι αιτήματα που επανέρχονται συστηματικά στις διακηρύξεις του για τον ορισμό της κλασικής τελειότητας [πβ. Β' 415, 417, Γ' 30, 292, Ε' 309]. Άλλωστε, η άκρατη επιμέλεια του ύφους και η βασανιστική ενασχόληση με τη μορφή, χαρακτηρίζουν ύλη τη μεταρομαντική περίοδο, που αντέδρασε στον λογοτεχνικό δανδισμό του βυρωνισμού. H εξάλειψη του άμετρου υποκειμενισμού και της θεοποίησης του πάθους, συνιστά άλλη μια μεταρομαντική απόκλιση της Πάπισσας. Τέλος, η πίστη στον ηθικό σκοπό και στη θεραπευτική δύναμη της σάτιρας, αποτελεί έναν ακόμη κρίκο που συνδέει τον Ροΐδη με την κλασική παράδοση — "The true end of satire is the amendment of vices by correction". Αντίθετα, οι τελευταίες σάτιρες του Byron και ο Δον Ζουάν, έχουν χάσει κάθε πίστη στις θεραπευτικές δυνατότητες της σάτιρας, θεωρώντας ότι ο αγώνας κατά της ανθρώπινης ανοησίας είναι μάταιος. Κατά συνέπεια, ο ρομαντικός σατιρικός δεν προσπαθεί να υπερασπιστεί κάποιο καθολικό σύστημα αξιών, αλλά θέλει με. κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει την ατομικότητα του. Με άλλα λόγια, από τον παγκόσμιο προσανατολισμό της κλασικής και κλασικιστικής σάτιρας, περνούμε στον εγωκεντρικό προσανατολισμό της ρομαντικής.»