Με πραγματικά περιστατικά και με πραγματικά πρόσωπα πλάστηκε κ' η κωμωδία του Γουζέλη, ο Χάσης. Η πρόσφατη, πικρή πείρα του Σουρμελή, δεν ήταν ικανή να συγκράτηση στην ορμή του ένα νέο γεμάτο φωτιά, σαν τον Γουζέλη. Κι' όπως έφτιανε περιγελαστικά σοννέτα για τον Γερόλυμο, το γυιό του γείτονα του παπουτσή, του Καταπόδη, του επιλεγομένου «Χάση», έτσι αποφάσισε γρήγορα, πρόχειρα, με την ευκολία που σφυρίζεις χαρούμενα τραγούδια άμα ξυπνάς ξέγνοιαστος και φρέσκος το πρωί, να σατυρίση κι' ολόκληρη την οικογένεια του γείτονά του. Η κωμωδία του έχει βαθειά χαραγμένη απάνω της τη σφραγίδα της προχειρότητος. Ο Χάσης δεν έχει καλά-καλά μήτε υπόθεσιν. Από το ένα θέμα, ξεπετιέται απότομα ο ποιητής στο άλλο, αφήνει το πρώτο επεισόδιο, κι' αρπάζει το δεύτερο, ξεφεύγει από τη μια σάτυρα για ν' αρχίση την άλλη. Σαν χρονικό μιας γειτονιάς μοιάζει το έργο αυτό, ή σαν «(Commedia dell’ Arte» με τύπους πρωτογνώριστους, προβάλλει του Γουζέλη η όψη, με ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη. [...] Ο Χάσης, όπως φαίνεται [...] είνε γραμμένος στο ζακυνθινό ιδίωμα της εποχής του Γουζέλη. Η ζωντανή γλώσσα, την οποίαν επρόδωσεν αργότερα ο συγγραφεύς, γράψας οικτρούς στίχους εις την καθαρεύουσαν, τονώνει εδώ την έκφρασιν. Και κάπου-κάπου ο Γουζέλης υψώνεται εις τον λυρισμόν. [...]
Όλα αυτά, αν δεν δείχνουν απολύτως ισχυράν ποιητικήν διάθεσιν, φανερώνουν όμως τον ολοζώντανον νέον, που γνωρίζει και χαίρεται την φύσιν. Κι' ο Χάσης, εις το σύνολόν του, είνε ένα ξέσπασμα νειότης. Πίσω απ' τους στίχους, αντηχεί κρυστάλλινο το γέλοιο της νεανικής ζωής. Ένα γέλοιο αληθινό, που δεν πάει ποτέ χαμένο.