Gouzelis Dimitrios, O ‘Chasis’. Kritiki ekdosi Zisimos Ch. Synodinos
 
Athina 1997, Okeanida. Ss. 17-20
 
 
 

1. ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΤΗΣ

 

Ο Χάσης, ή, όπως το ήθελε ο ίδιος ο δημιουργός του, Το τζάκωμα και το φτιάσιμον (δηλ, "Ο τσακωμός και η συμφιλίωση"), γράφτηκε στη Ζάκυνθο από το δεκαεφτάχρονο Δημήτριο Γουζέλη το 1790. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1795, ο Γουζέλης πρόσθεσε κι άλλα κωμικά επεισόδια, ώστε το έργο ν' αποκτήσει μια πιο ολοκληρωμένη θεατρική μορφή. Έτσι διαμορφώθηκε η τετράπρακτη έμμετρη κωμωδία που γνωρίζουμε σήμερα απ1 τις σωζόμενες πηγές.

Ως θέμα της έχει διάφορα επεισόδια της καθημερινής ζωής του Τζάντε του ύστερου 18ου αιώνα, με κεντρικό ήρωα κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, συντοπίτη του ποιητή, τον Θοδωρή Καταπόδη (1734-1807), έναν άσημο χωραΐτη παπουτσή, φαφλατά, μουρλοϋπερήφανο "παλληκάρι της φακής" που περνιόταν για σπουδαίος και είχε το παρατσούκλι Χάσης. Δίπλα στον πρωταγωνιστή εμφανίζονται -στις διάφορες σκηνές που εξελίσσονται στο σπίτι του Καταπόδη, στο μαγαζί του, στη γειτονιά ή την ταβέρνα- τα άλλα πρόσωπα της κωμωδίας, πραγματικά κι αυτά: τα μέλη της οικογένειας του (η κακόμοιρη γυναίκα του Κατερίνα, ο αχαΐρευτος γιος του Γερόλυμος, ένα εγγόνι του), κάποιοι φίλοι (ο συνεταίρος του Παπουτσής, Θ. Γιωργόπουλος, ο άρχοντας Αντώνιος Μπαρζός [Βαρζός], η ελαφρών ηθών νεαρή αγαπητικιά του Θοδωρή, η Αγγέλω (κοπέλα όμως συγχρόνως και του γιου του), και μερικοί γείτονες ή πελάτες του μαγαζιού (Στάθης Ποντήλιος, Ιωάννης Σκουρδούλης, Μαρίνος Κατεβάτης, Βενετοί στρατιώτες κ.ά.). Όλοι αυτοί συναντώνται, κουτσομπολεύουν, συναλλάσσονται, κάποτε παρεξηγούνται, βρίζονται ή έρχονται στα χέρια, μονοιάζουν, διασκεδάζουν. Η κωμωδία ανοίγει με πρωινούς οικογενειακούς καβγάδες, συνεχίζεται με μικροπαρεξηγήσεις, αντιπαραθέσεις, φάρσες, τριβές, άλλους καβγάδες, φαγοπότια, χωρατά και φιλιώματα. Εικόνες λίγο - πολύ επαναλαμβανόμενες σ' ένα έργο στο οποίο λείπει εντελώς η ενιαία πλοκή, η απόλυτη ενότητα διαδοχής των σκηνών στο χρόνο και το χώρο.

Από το δροσερό, ποιητικό, αθυρόστομο κείμενο του Δ. Γουζέλη, γραμμένο στη ζωντανή ντοπιολαλιά της εποχής, περισσότερο με τη μορφή πολύπρακτης ζακυνθινής "ομιλίας" παρά σαν ολοκληρωμένη κωμωδία, αναδύεται λαγαρά η τζαντιώτικη, αστική κυρίως, κοινωνία της ύστατης Βενετοκρατίας. Με εύθυμα, γλαφυρά χρώματα αποτυπώνεται το περίγραμμα του συγκεκριμένου νησιώτικου μικρόκοσμου: κοινωνικό τοπίο, ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, πολιτισμικά στοιχεία, ήθη, θεσμοί, αξίες, συμπεριφορές και νοοτροπίες. Ο Χάσης, όπως πολύ εύστοχα διατυπώνει ο Διονύσης Ρώμας, αποτελεί μια "συνοπτική ψυχογραφία του Ζακυνθινού".

Είναι γεγονός ότι στην πρώιμη αυτή κωμωδία δεν αναγνωρίζουμε σπέρματα νέων ιδεών. Ο ποιητής δεν προβάλλει ακόμη τις επαναστατικές, προοδευτικές ιδέες που ενστερνίστηκε, λίγα χρόνια αργότερα, στη γιακωβίνικη λέσχη της Ζακύνθου, Τα επεισόδια, οι μικροσυγκρούσεις μεταξύ των προσώπων δεν έχουν καμιά σχέση με την πάλη που εξελίσσεται εκείνη την εποχή μεταξύ του παλιού κόσμου της φεουδαρχίας και του νέου των ανερχόμενων αστών. Μας δίνει όμως μια χαρακτηριστική εικόνα της κατάντιας κάποιων νεόπλουτων αστών και ποπολάρων. Διακωμωδεί με μαεστρία την αμάθεια, τη μωρία, τα μεγαλοπιάσματά τους, την αλαζονεία τους. Μπορεί βεβαίως στο έργο να διογκώνονται τα ελαττώματα, να αναδεικνύονται συνήθως οι σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών. Αλλά μήπως αυτός δεν είναι και ο βασικός στόχος του σατιρικού λόγου; Εκθέτοντας αρνητικά παραδείγματα, να ταρακουνήσει, να προβληματίσει, να συνετίσει τον κόσμο; Μεγαλοποιώντας, παραμορφώνοντας, γελοιοποιώντας πρόσωπα, ιδέες, συμπεριφορές, εξουσίες, γίνεται λόγος ηθικός, μα και βαθιά πολιτικός συγχρόνως, με την πλήρη σημασία του όρου. Και ο νεαρός ποιητής, σαρκαστής και είρων, οξύς παρατηρητής του καιρού του, πνεύμα μαχητικό και ανήσυχο, όπως απέδειξε στη συνέχεια, έχει σίγουρα στρέψει τα τσουχτερά του βέλη στα στραβά και ευτράπελα της κοινωνίας της εποχής του. Γιατί, παρ' όλο που βιάζεται να ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι σκοπός της γραφής του είναι απλώς το παιχνίδι, η "ξεφάντωση των φίλων", έχει ομολογήσει προηγουμένως τον απώτερο πόθο του: να στηλιτεύσει με εύθυμο τρόπο, απόλυτα κατανοητό στους συμπατριώτες του, την υποκρισία, το ψεύδος, την κολόνια και την ανοησία. Το γέλιο λοιπόν δεν αποτελεί εδώ αυτοσκοπό, αλλά μέσο, για να περάσει στο κοινό τα βαθύτερα μηνύματα του. Και χωρίς να ξεπέφτει ούτε στο φτηνό διδακτισμό ούτε στη γελοιοποίηση ούτε, πολύ περισσότερο στη λοιδορία ή το λίβελλο κατά του Θοδωρή Καταπόδη, καταφέρνει με μαστοριά, λεπτότητα, συναίσθημα και ηθικό περίσσευμα να παρουσιάσει, μέσα στην τραγικότητα της φτώχειας και της κοινωνικής καταπίεσης, ανθρώπινους χαρακτήρες πηγαίους, γνήσιους, διασκεδαστικούς.

Δεν θα εμβαθύνουμε στα θεατρικά πράγματα του καιρού του, στους σύγχρονους προβληματισμούς γύρω από τα σκηνικά ζητήματα που ανακινεί ο Χάσης, ούτε έχουμε να προβάλουμε κάποια νέα θεωρία για το περιεχόμενο του. Θα μπορούσαμε απλώς να πούμε ότι το έργο διαπνέεται γενικά από την αντίληψη του Διαφωτισμού για την αναμορφωτική λειτουργία του κωμικού (αυτό που ο D. Diderot αποκαλεί "διασκέδαση και διδαχή" και που συμπυκνώνει η λατινική ρήση castigat ridendo mores), αν και η μέχρι σήμερα έρευνα δεν έχει αποδείξει ότι ο Γουζέλης είχε υπόψη του κάποιο συγκεκριμένο δυτικό έργο ως πρότυπο (το πιο πιθανό είναι να μην υπήρξε τέτοιο), εκτός ίσως από κάποιες έμμεσες, γενικές επιδράσεις από τον Goldoni.

Όσο για τον ποιητή, υπήρξε μια πολυκύμαντη προσωπικότητα του πρώτου μισού του 19ου αι., του αιώνα της ατομικής περιπέτειας. Φανατικός δημοκράτης, ρομαντικός επαναστάτης, μέχρι τυχοδιώκτης, γαλουχήθηκε με τα νάματα της Γαλλικής Επανάστασης από το θείο του Αντώνιο Μαρτελάο, ανδρώθηκε με το όραμα της εθνικής αναγέννησης. Καρμανιόλος στον τόπο του, πολίτης τις Ευρώπης και αξιωματικός του Ναπολέοντα, διακρίθηκε στη συνέχεια ως άξιος δάσκαλος του γένους και φλογερός πατριώτης με πλούσια δράση στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας.

Επειδή μετά τον Χάση και ένα μεταφραστικό στιχούργημα με τίτλο Τζάκωμα του Άι-Ρόκκου και του Άι-Θωμά... ο Γουζέλης στράφηκε στη λόγια διδακτική γλώσσα της εποχής, θεωρήθηκε από σύγχρονους μας κριτικούς ότι έχασε το ταλέντο, τη μαχητικότητα του, ως και ότι "συνδέθηκε με αντιδραστικές, σχεδόν, τάσεις".2 Η άποψη αυτή, μάλλον υπερβολική, τον αδικεί. Μπορεί τα επόμενα έργα του να μην έχουν τη ζωντάνια του Χάση, να εμφανίζουν αδυναμίες, να πνίγονται στην καθαρολογία του διδακτισμού, και γι' αυτούς τους λόγους να λησμονήθηκαν, όμως ο ίδιος ο δημιουργός τους παρέμεινε εικονοκλάστης, έφηβος στην ψυχή, χωρατατζής καυστικός, ένα ανήσυχο κριτικό πνεύμα. Το αποδεικνύουν γραφτά του όπως το Τα κατά τους Έλληνας (1833), κείμενο πολιτικού στοχασμού που αξίζει να ξαναπροσεχτεί σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε προχωρημένη ηλικία έχει πάντα στο νου του τον Χάση ή ότι προσπαθεί να ξαναθυμηθεί το νεαρό εαυτό του με μια νέα, αρκετά αθυρόστομη κωμωδία με τίτλο Η αρχοντιά και η φτώχεια, Ναύπλιο 1834 (η οποία δυστυχώς μέχρι στιγμής λανθάνει). Αλλά το Ναύπλιο δεν ήταν Τζάντε και οι αρχές της εποχής του απαγόρευσαν την κυκλοφορία του έργου εξαιτίας της ελευθεροστομίας του. Ρ Αυτός ο ακατάβλητος εργάτης του πνεύματος, ο ασυμβίβαστος και δύσκολος χαρακτήρας, γέννημα μιας ισχυρής πνευματικής παράδοσης, αυτός ο "απαιδοτρίβητος κτίστης", όπως σεμνά αυτοχαρακτηριζόταν, δεν επεδίωξε ποτέ την απομόνωση, το "σύστημα της σιωπής", τη λησμονιά. Άνθρωπος της δράσης, επιθυμούσε, σε αντίθεση με τον συντοπίτη του Α. Κάλβο, την υστεροφημία τουλάχιστον για την προσφορά του στον Αγώνα, όπως διατείνεται στο Τα κατά τους Έλληνας και στη Διαθήκη του. Όμως η τελευταία του επιθυμία δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Σε λίγους σήμερα, αν εξαιρέσουμε το στενό κύκλο των ειδικών είναι γνωστός ο Γουζέλης. Στον τόπο του δεν υπάρχει τίποτα στη μνήμη του πέρα από τον ομώνυμο δρόμο στην πόλη της Ζακύνθου. Ακόμη και το "Μουσείο Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων" δε φιλοξενεί κάτι ιδιαίτερο προς τιμήν του.4 Έκλεισε άλλωστε ένας ολόκληρος αιώνας από τότε που έμεινε ανολοκλήρωτη η προσπάθεια μετακομιδής των οστών του από τον Πύργο της Ηλείας στα πατρικά χώματα. Μακάρι η εργασία αυτή να δώσει κάποια αφορμή για συστηματική έρευνα της προσωπικότητας του και όλου του έργου του. Παρακάτω ο αναγνώστης θα μπορέσει να βρει αρκετές πληροφορίες, τόσο για τον ποιητή όσο και για τον Θοδωρή Καταπόδη και τα άλλα πρόσωπα και πράγματα της εποχής.