«Ο Χάσης (1790) αποτελεί τον τελευταίο σταθμό αυτής της από πολλούς δρόμους μετάβασης: «ηθογραφικός» και σατιρικός ακολουθεί ωστόσο ο νεαρός Γουζέλης τα ίχνη της ιταλικής κωμικής παράδοσης με τις στερεότυπες φιγούρες της· παρ’ όλο που ισχυρίζεται πως ο Θόδωρος Καταπόδης είναι προσωπικότητα υπαρκτή, ακολουθεί πιστά τις λογοτεχνικές προδιαγραφές του μπράβου (οι καυχολογίες του δεν διαφέρουν σε τίποτε από τις ανάλογες της κρητικής κωμωδίας). Στη μεταβατική αυτή θέση μεταξύ commedia dell’ arte και κωμωδίας χαρακτήρων ο νεαρός Γουζέλης αντιστοιχεί περίπου στον πρώιμο Goldoni. Η δραματική φόρμα βέβαια έχει διαλυθεί τελείως. Από δω και πέρα, οι μολιερικοί ήρωες και τεχνοτροπίες θα κυριαρχήσουν στο κωμικό θέατρο, και ο ίδιος ο Γουζέλης θα πάρει τους δρόμους της καθαρευουσιάνικης πατριωτικής ποίησης. Ο Χάσης έχει κάπως τη θέση και λειτουργία ενός Ιανού στην ιστορία της νεοελληνικής κωμωδίας: Είναι πρόδρομος της σατιρικής ηθογραφίας, αλλά συγχρόνως και στραμμένος προς τα πίσω, τελευταία απόληξη της ελληνικής κωμικής παράδοσης, που ξεκίνησε με τον Κατζούρμπο πριν από 200 χρόνια και πλέον, το 1581, και τρέφεται από την ιταλική κωμική παράδοση, από την αναγεννησιακή commedia erudita ως την όψιμη commedia dell’ arte του Gozzi και του πρώιμου Goldoni (δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι εκείνη τη δεκαετία μεταφράζονται πάνω από δέκα κωμωδίες του Ιταλού μεταρρυθμιστή της κωμωδίας στα ελληνικά). Η θεατρική του σταδιοδρομία με χειρόγραφα, διασκευές και εκδόσεις, τον καθιστούν κάτι σαν τον «πατέρα της ελληνικής κωμωδίας» αν και αυτό αφορά την επιφανειακή πρόσληψη και όχι την επίδραση σε βάθος».