ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ο ΑΕΡΑΣ φύσαγε σα γύφτος. Έλεγες πως βάλθηκε ν’ ανάψει κάπου μια θεόρατη φωτιά για να ζεστάνει τον κόσμο. Γιατί κρύωνε ο καημένος ο κόσμος τούτο το φθινόπωρο. Κρύωνε σαν αμαρτωλός. Κρύωναν και τα σπίτια αυτής της πόλης. Είχαν στριμωχτεί εκεί απάνου στην ποδιά του βουνού, απ’ τα παλιά τα χρόνια, και τώρα μετάνιωσαν. Μα ήταν πια πολύ αργά. Τώρα είχαν γίνει πόλη. Σηκώνεται και φεύγει, έτσι εύκολα, μια πόλη;
Για να λέμε όμως την αλήθεια το κρύο δεν είχε λόγο να κοπιάσει τόσο νωρίς. Ούτε κι ο Καζαμίας συμφωνούσε μαζί του. Οι παγωνιές ήταν ακόμα μακριά. Έπηζαν τα ποτάμια και δένανε τα νερά. Αυτές ήταν οι χειμωνιάτικες δουλιές του αέρα.
Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.