Raftopoulos Dimitris, [Critique sur Un enfant compte les étoiles]
 
 
Epitheorisi Technis 1956
 
 
«[...] Όταν ο Λουντέμης μιλάει για τους ανθρώπους της γης ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Έτσι, το μυθιστόρημα Ένα παιδί μετράει τ' άστρα ήρθε στην ώρα του για να μας πείσει ότι ο Λουντέμης δεν κάμφθηκε. Αφήνει την καρδιά του πάλι να μιλήσει για τα πάθη της αντλώντας από το ανεξάντλητο απόθεμα της παιδικής του εμπειρίας. Το πονεμένο παιδί που φτιάχνει παραμύθια μορφοποιώντας με την πλαστικότητα της φαντασίας του το απίθανα σχήματα του πεσμένου σοβά του ταβανιού, μεγαλώνοντας θ' αλλάξει μόνο το ταβάνι με τον ουρανό, το μεγάλο καθρέφτη που θα του δείχνει την πεινασμένη, ανήσυχη, βαλαντωμένη καρδιά του.
Η καλοσύνη, η αγάπη που διψάει η παιδική αυτή καρδιά ματώνονται πρόωρα, πάνω στις τραχύτητες της ζωής βρίσκεται ή εφευρίσκεται για να την σώσει από την άρνηση. Οι απλοί τύποι, οι καλοί και οι κακοί που πλάθονται από τον συγγραφέα είναι πάντα αληθινοί. Οι πρώτοι έχουν την τραχιά σεμνότητα της φυσικής καλοσύνης, οι δεύτεροι την κουτή βαρβαρότητα του ακαλλιέργητου. Οι κουβέντες των απλών ανθρώπων του Λουντέμη είναι χοντρά κομμάτια αυτούσιας πείρας που δίνει στο έργο του ρεαλισμό και γοητεία. Ο Μπίθρος, ο γύφτος, ο Ανέστης, ο μπάρμπα-Θόδος, ο Αλμπέρ, είναι τύποι με σάρκα και οστά, που θα ζήσουν παντοτινά στη λογοτεχνία μας. Αριστουργηματικές είναι οι σκηνές της ανθρωπιάς στο τσαρδί των γύφτων, οι εικόνες της στοργής του Ανέστη στο ξένο παιδί, του αποχαιρετισμού στο νεκροταφείο, όπου ο μπάρμπα-Θόδος οδηγεί με τέχνασμα το μικρό Μέλιο μ' εκείνη την αμίμητη φράση: "Πάμε κι από δω ν' αφήκουμεν υγείαν", του εθνικού ύμνου που τραγουδάει από αμηχανία ο φουκαράς καθηγητάκος Αλμπέρ, ο βαθιά ανθρώπινος στο γλέντι του γάμου του, όταν υποχρεώνεται να τραγουδήσει κάτι.[...]»