Tonnet Henri, Istoria tou ellinikou mythistorimatos
 
metafrasi Marina Karamanou, Athina 1999, Patakis. Ss. 125-130
 
 
 

ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

 

ζ. Η κρίση του ιστορικού μυθιστορήματος (1855-1880)

 

Το ρομαντικό μυθιστόρημα δεν εξαφανίζεται αμέσως για να δώσει τη θέση του στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, σύμφωνα μ' ένα απλοϊκό σχήμα των Ιστοριών της ελληνικής λογοτεχνίας. Αναπτύσσεται σε διάφορες αντιφατικές κατευθύνσεις, πράγμα που δείχνει πως η αρχική συνταγή δεν ικανοποιεί πια. Αυτές οι κατευθύνσεις είναι οι ακόλουθες: 1) η κριτική περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας, 2) το μυθιστόρημα που παρωδεί πρόσωπα και καταστάσεις.

 

i. Ο Θάνος Βλέκας (1855) του Παύλου Καλλιγά και το κοινωνικό μυθιστόρημα

Η ελληνική κριτική έχει την τάση να υπερτονίζει τη σημασία του Θάνου Βλέκα στην ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος. Χαρακτηρίζουν τον Παύλο Καλλιγά πατέρα του ελληνικού ρεαλισμού και πρωτοπόρο ενός τυπικά ελληνικού είδους, της ηθογραφίας. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Ο Θάνος Βλέκας παραμένει ένα τυπικό ρομαντικό μυθιστόρημα, γεγονός που δεν αποκλείει καθόλου το ρεαλισμό. Όσο για την ηθογραφία, αυτή δεν υπάρχει στο μυθιστόρημα. Πράγματι, μολονότι τα προβλήματα των χωρικών (ληστεία, υπερβολές των φοροεισπρακτόρων, ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης) αναφέρονται σ' αυτό με γενικό τρόπο και από τη διοικητική πλευρά, δε βρίσκουμε καμία περιγραφή ούτε την παραμικρή εξύμνηση του «πολιτισμού» των χωρικών.

Η πρωτοτυπία του Καλλιγά δε βρίσκεται στην αντίληψη που έχει για τη λογοτεχνία αλλά στον καινούριο τομέα που εξερευνά. Δεν είναι ο πρώτος που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη Ελλάδα -και οι αδελφοί Σούτσοι το είχαν κάνει ήδη. Ωστόσο είναι ο πρώτος που ασχολήθηκε με την οργάνωση, ή μάλλον με την αποδιοργάνωση, του ελληνικού κράτους. Μ' αυτή την έννοια πρέπει να εννοήσουμε το χαρακτηρισμό «κοινωνικό μυθιστόρημα» που δίνουμε στο Θάνο Βλέκα. Ο Καλλιγάς δεν αντιμετωπίζει την ελληνική κοινωνία με συγκεκριμένο και γραφικό τρόπο, μιλώντας, π.χ. για τις συνθήκες ζωής των χωρικών. Παρουσιάζει όμως με κριτικό τρόπο τα προβλήματα εσωτερικής οργάνωσης της χώρας, προβλήματα που ο ίδιος γνώρισε από κοντά ως υπεύθυνος.

Ο Παύλος Καλλιγάς (1814-1896) ήταν νομικός, σπούδασε στη Γερμανία και υπήρξε καθηγητής πανεπιστημίου στην Ελλάδα. Με την κυβέρνηση του Τρικούπη, εκλέγεται βουλευτής και γίνεται υπουργός. Σ' αυτό το διάστημα συνειδητοποιεί τα προβλήματα της ανεξάρτητης Ελλάδας, μιας χώρας όπου δεν έχει ακόμα τελειώσει η Επανάσταση και που βρίσκεται ακόμα σε διαμάχη στην προσπάθειά της να γίνει ένα σύγχρονο κράτος ως προς το αγροτικό ζήτημα -σε ποιους έπρεπε να περιέλθουν οι πρώην μεγάλες ιδιοκτησίες των Οθωμανών-, τη διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων (ένα κακό που ενδημούσε στις χώρες των ακτών της Μεσογείου) και τη ληστεία, που επιδεινωνόταν από το «νόμο της σιωπής» και την οικογενειακή αλληλεγγύη.

Ο καθηγητής Καλλιγάς είχε την ιδέα να «δείξει» αυτά τα προβλήματα με τη μορφή μυθιστορήματος που δημοσίευσε σε συνέχειες στην Πανδώρα το 1855. Δεν ήταν επαγγελματίας συγγραφέας και δεν ανανέωσε την εμπειρία του· το βιβλίο εκδόθηκε μόνο μια φορά σε τόμο όσο ζούσε ο συγγραφέας.

Η επιτυχία του ήρθε στη συνέχεια από το πάθος για «ρεαλισμό» που κατέλαβε τους λογοτέχνες κι ακόμα περισσότερο τους Έλληνες κριτικούς μετά το 1880. Θέλησαν βεβιασμένα να βρουν σ' αυτό το βιβλίο μια αντίδραση ενάντια στη ρομαντική πεζογραφία και μια πρώτη ρεαλιστική μελέτη της ελληνικής αγροτικής κοινωνίας. Έτσι, ο τελευταίος εκδότης του μυθιστορήματος Ε. Ν. Χωραφάς επαναλαμβάνει ανεπιφύλακτα τη λογοτεχνική κρίση του Απόστολου Σαχίνη, που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα «μακρινό πρόγονο του ηθογραφικού μυθιστορήματος».

Στην πραγματικότητα, το βιβλίο είναι ρομαντικό εξαιτίας της γραφής και της φιλοσοφίας του. Είναι γραμμένο σε λόγια γλώσσα πολύ πιο αρχαΐζουσα από του Ραγκαβή. Όπως ο Λέανδρος και η Ορφανή, έτσι κι αυτό το μυθιστόρημα έχει έναν ήρωα που ενσαρκώνει τα παθήματα της αρετής. Μοιάζει όμως περισσότερο με το Λέανδρο, γιατί έχει άσχημο τέλος. Αυτό δε συνεπάγεται καμία καταδίκη του ήρωα. Το αντίθετο μάλιστα. Αυτό που καταδικάζεται είναι η ελληνική κοινωνία που κρύβει την αδικία. Όπως ο Σούτσος, έτσι κι ο Καλλιγάς πιστεύει ότι υπάρχει καλό και κακό κι ότι η λογοτεχνία, δείχνοντας τα δεινά της αρετής, μπορεί να συμβάλει στην αναμόρφωση της κοινωνίας. Πρόκειται για μια συμπεριφορά εντελώς αντίθετη από εκείνη του Γρηγόριου Παλαιολόγου.

Η υπόθεση του βιβλίου είναι η εξής: Δύο αδέρφια, ο Τάσος και ο Θάνος Βλέκας, ζουν στην ανεξάρτητη Ελλάδα και έχουν διαμετρικά αντίθετη τύχη. Ο Θάνος είναι τίμιος, εργατικός κι ερωτευμένος με μια ωραία κι ενάρετη νέα. Αυτό το γοητευτικό ζευγάρι πρόκειται να πεθάνει. Ο Θάνος θα σκοτωθεί από εξαγριωμένους χωρικούς που είχαν χάσει τη γη τους απ' τον Τάσο. Ο Τάσος είναι ένας έξυπνος και συνεπής ληστής. Ο πατέρας τους ήταν κλέφτης στην Επανάσταση και ο Τάσος ακολουθεί επάξια την οικογενειακή παράδοση λεηλατώντας ως λήσταρχος. Μάταια τον κυνηγούν οι χωροφύλακες, που καταστρέφουν τη μικρή ιδιοκτησία όπου ο Θάνος ζει ειρηνικά. Ο Θάνος ξεφεύγει, θεωρείται συνένοχος του αδερφού του και καταδικάζεται ερήμην. Στη Θεσσαλία, σε μια περιοχή που κατείχαν τότε οι Τούρκοι, ο Θάνος γίνεται διαχειριστής των κτημάτων ενός πλούσιου Έλληνα, του Αϋφαντή. Σύντομα ένα τρυφερό αίσθημα συνδέει το Θάνο με την κόρη του προστάτη του, την Ευφροσύνη.

Οι Τούρκοι όμως κατηγορούν τον Αϋφαντή ότι φιλοξενεί στα κτήματά του Έλληνες ληστές. Όλοι πρέπει να φύγουν κρυφά. Ο Θάνος μπαίνει σ' ένα ελληνικό καράβι που ο καπετάνιος βυθίζει για να πάρει την ασφάλεια. Επιβάτες και πλήρωμα συλλαμβάνονται, αλλά, ενώ ο καπετάνιος ελευθερώνεται γρήγορα εξαιτίας των σημαντικών υπηρεσιών που προσέφερε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Θάνος, που έχει καταδικαστεί ερήμην, σαπίζει στη φυλακή. Ελευθερώνεται με παρέμβαση του πατέρα της Ευφροσύνης. Σ' αυτό το διάστημα ο Τάσος, που έχει πλουτίσει από τις λεηλασίες του, γίνεται χωροφύλακας, έπειτα μισθωτής της γης που έχει δημευτεί από τους Τούρκους. Στέλνει εκεί διαχειριστή τον αδερφό του. Οι χωρικοί, που τους είχαν άλλοτε καταχραστεί οι Τούρκοι, δεν υποφέρουν να βλέπουν πάλι να δημεύεται η γη τους εκδικούνται σκοτώνοντας το Θάνο. Η Ευφροσύνη δεν μπορεί να αντέξει αυτό το χτύπημα και πεθαίνει κι αυτή.

Στο γενικό σχήμα της η πλοκή μοιάζει με ένα παραδοσιακό περιπετειώδες μυθιστόρημα: αποχωρισμός των ερωτευμένων, ναυάγιο, φυλάκιση. Στο ακόλουθο απόσπασμα μπορούμε να εκτιμήσουμε τον κριτικό ρεαλισμό του Καλλιγά:

«ο Ζάρπας ήτον εκ των αγωνιστών, φέρων διάφορα αποδεικτικά των ναυάρχων της επαναστήσεως και των διαφόρων κυβερνήσεων, τα οποία εκ της συχνής χρήσεως εις τας διαφόρους ανακρίσεις, εις ας έκτοτε υπεβλήθη, ήσαν ρυπαρά και διεσχισμένα, άλλ' ουχ ήττον διετήρουν την δύναμιν, ως ο δοκιμώτερος σάπων, να εκπλύνουν τους ρύπους του κατόχου. […] Εις τον Έρεβον τούτον αναμίξ ερρίπτοντο κατάδικοι και υπόδικοι, και πολλαί ημέραι παρήρχοντο, έως ότου οι οφθαλμοί των συνειθίζοντες το σκότος να διακρίνουν που ευρίσκονται. Δι' όλης της ημέρας, άνω και κάτω εκινούντο ως αγέλη θηρίων, οι μεν κατάδικοι αναφανδόν καυχώμενοι δια τ' ανδραγαθήματά των, λησταί, φονείς, εμπρησταί, κλέπται παντός είδους, βιασταί, ναυταπατεώνες, πλαστογράφοι, οι δε υπόδικοι ενασχολούμενοι εις διαβούλια προς επιτυχίαν απολύσεως. Τα πρωτεία είχον οι δεινότεροι κακούργοι, και υβριστικώς μετεχειρίζοντο τους επί ελαφρώ εγκλήματι υποδίκους ή καταδίκους […] Είποντο όμως τα δεινότερα μαθήματα προς νέας κακουργίας και εκεί συνδιαμετηλλάσσοντο αι γνώσεις, ως δι' αλληλοδιδακτικής μεθόδου».

 

                Ο τόνος, πικρός και ειρωνικός, δεν είναι ακριβώς εκείνος της νατουραλιστικής περιγραφής. Πράγματι, πίσω απ' αυτή τη σκηνή αντιλαμβανόμαστε καθαρά μια ηθική ερμηνεία. Η κοινωνία λειτουργεί αντίθετα από τη δικαιοσύνη. Οι Έλληνες έχουν αντιγράψει την οργάνωση της γαλλικής δικαιοσύνης. Στην Ελλάδα όμως τόσο η δικαιοσύνη όσο και το σωφρονιστικό σύστημα είναι διεφθαρμένα. Το χρήμα και τα «πιστοποιητικά» επιτρέπουν στους ληστές να ξεφεύγουν από την τιμωρία. Και η φυλακή, που θα 'πρεπε να διασφαλίζει το μυστικό της ανάκρισης και τη βελτίωση του παραβάτη, μετατρέπεται σε σχολείο ληστείας. Εκεί επικρατεί μια αντίστροφη ιεραρχία, εκείνη του «υπόκοσμου». Βλέπουμε εδώ να εμφανίζεται στην Ελλάδα, για πρώτη φορά, το θέμα των ρέμπελων, που έμελλε να γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στην τοπική λογοτεχνία (λαϊκά μυθιστορήματα με ληστές, ρεμπέτικα τραγούδια). Πρόκειται όμως επίσης για ένα θέμα ρομαντικού λαϊκού μυθιστορήματος που βρίσκεται στο έργο του Eugene Sue στη Γαλλία και σ' εκείνο των Χριστόφορου Σαμαρτζίδη και Ιωάννη Κονδυλάκη στην Ελλάδα.

Συμβολικά, όλος αυτός ο κόσμος όπου θριαμβεύει η κακία είναι απλούστατα η Ελλάδα...