Κάσδαγλης Νίκος
Τα Δόντια της μυλόπετρας
 
 
Τα δόντια της μυλόπετρας, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995, Σσ.7-99, Πρώτη Έκδοση Έργου:1953
 
 

1

 Η νύχτα είναι φοβερή· όσο φωτάει, όλο και με κάτι τραβιέμαι, μα σαν ξαπλώσω, σε παγκάκι για κατάχαμα, για σε παρατημένο γιαπί, τ’ άντερά μου στρίβουνε και το στομάχι μου μαζεύει και πονά, δεν μπορώ να συχάσω.

                Αποκαμωμένον, με παίρνει ο ύπνος ώρες ώρες, βαρύς. Τον κόβουνε βραχνάδες, και σαν ξυπνήσω, το κεφάλι μου βουίζει, έχω κομμάρες. Ξάγρυπνον πάλι με πιάνει ζαλάδα και γυρεύω να ξεράσω, και τ’ αδειανό στομάχι μου δεν έχει τι να βγάλει. Φονικό κάνω για ένα ξεροκόμματο.

                Αχάμνυνα, θ’ αρχινήσω να πρήσκουμαι - έχω δει. Δεν τήνε βγάζω, έτσι κι αλλιώς.

                Με το σούρουπο μπαίνω στο Πάρκο και τρώω κόκκινους σπόρους από τις πυραγκαθιές - μέρα, ντρέπουμαι. Ύστερα με πιάνει κόψιμο και πονάω διπλά, δε βλέπω κιόλας στα σκοτεινά, τα χέρια μου ματώνουνε. Παρηγοριά ‘ναι κι αυτή, να μασάς, να φτύνεις· όλο και κάτι θα μείνει.

                Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι –το ‘χω μαρκάρει– τα κλωνάρια μιας πυραγκαθιάς με φτάνουνε· μαζεύω χούφτες τους σπόρους. Μπροστά μου περνάει ένα ζευγάρι, αγκαλιασμένοι, ο άντρας Ιταλός, η γυναίκα ντόπια. Τους πέταξα μια βρισιά - δεν άκουσαν. Εύκολα ξεχνούσαμε την άγριαν αμάχη του πόλεμου.

                Σηκώθηκα να τους πάρω από πίσω, τους είχα χάσει· άκουσα ένα γέλιο κακαριστό μέσα στα δέντρα, σούρθηκα μαλακά, και τους είδα ξαπλωμένους στο χορτάρι. Πήρα ένα κοτρόνι και τους το πέταξα με δύναμη - βρήκε την κοπέλα, που ξεφώνισε.

                Ο Ιταλός βλαστήμησε –«Porca Madonna!»- πετάχτηκε πάνω και μ’ έβαλε στο κοντό. Χίμηξα να βγω απ’ το παρτέρι, μα το σακάκι μου πιάστηκε σ’ ένα ξερόκλαδο. Πάσκισα να το ξεσκαλώσω, του κάκου κι άκουγα τον Ιταλό να σιμώνει. Τράβηξα απότομα κι έσκισα το μανίκι, πέρασα το δρόμο με δυο πηδηξές, και χώθηκα στ’ αντικρινά δέντρα.

                Έτρεχα σα στραβός, καταξεσκισμένος απ’ τα κλαριά, κι έπεσα με τα μούτρα πάνω στ’ αγκάθια, πήγα να βγάλω τα μάτια μου, κι ούρλιαξα από τον πόνο. Τραβήχτηκα και σκέπασα τα μούτρα μου με τα χέρια, το αίμα από τις τσαγκρουνιές κόλλησε στις απαλάμες μου. Γονάτισα και ξέσπασα σε θρήνο που με τράνταζε, και δεν μπορούσα να βασταχτώ· δεν έκλαιγα από τον πόνο, ήταν ο φόβος. Καρτερούσα τον Ιταλό να μ’ αδράξει, λεφτό το λεφτό, και δεν ερχόταν.

                Τράβηξα τα χέρια μου κι έψαξα με το μάτι γύρω, κλεφτά, και σα δεν είδα κανένα, κρύφτηκα πίσω από τα δέντρα, το κεφάλι στα σκίνα, χαμηλά, λούφαξα. Κοίταξα τα χέρια μου, ξεσκισμένα και ματωμένα.

 Ντροπιάστηκα· ας του στεκόμουν κι ας τις έτρωγα, θα βάραγα κι εγώ. Χειρότερη ζημιά δεν ήταν να πάθω, οι φαντάροι δε βαστούσανε πιστόλια. Να μην ήταν τ’ αγκάθια, ακόμα θα ‘φευγα, σα να με ξετρέχανε διαόλοι.

                Λύσσαξα με τα χάλια μου, τα μούτρα μου τσούζανε σα να ’φαγα καμουτσιές. Ήθελα να στρέψω να τα βάλω με τον Ιταλό, και βλαστήμησα. Αφού μου ’λειψε το κουράγιο, πάνω στην ώρα. Λες και δε θα να ’βρισκα τον τρόπο, να δω ως πού θα το ’λεγε η καρδιά μου.

                Έκατσα κατάχαμα κι έξυσα τα αίματα που στεγνώσαν, και τρέξανε καινούρια από τις ανοιγμένες ξανά ξεγδαρματιές, μια και δε βολούσε να ξεσπάσω αλλιώς. Σκουπίστηκα μ’ ένα κουρέλι, και πάλι μέσα μου φούντωνα.

                Άπλωσα το χέρι και μάζωξα σπόρους από μια πυραγκαθιά, τους πιπίλισα, κι έφτυσα τα μικρά άσπρα κουκούτσια.

                Αποσταμένος ξάπλωσα ανάσκελα κοιτάζοντας τ’ αστέρια, συνέφερα σιγά σιγά, με το κρύο που τρυπάνιζε. Κουλουριάστηκα όσο μπορούσα, δίπλωσα τα πόδια μου στο στέρνο, σκέπασα το κεφάλι με το σακάκι, να μην πάει χαμένη η ζέστα της ανάσας. Θα ’ταν καλύτερα σε κάνα κλειστό γιαπί, μα δεν τ’ αποφάσιζα να σηκωθώ.

                Αναλογίστηκα την άλλη μέρα. Αν ξεμονάχιαζα περαστικόν, να τόνε γδύσω; Ψαχούλεψα τ’ αχαμνά μου μπράτσα.

Δεν τα κατάφερνα, έπρεπε να ’βρω πιστόλι, κι έπεφτε δύσκολο. Μόνο ν’ αρπάξω καμιά τσάντα ήμουν άξιος. Θα κονομούσα λεφτά, δε γινότανε. Θα ’τρωγα και κρέας ή αυγά, άκουγα πως φέρναν αυγά και τα πουλούσανε στη μαύρη.

 

Σωρός φαντάσματα ξετυλιχτήκανε στο μυαλό μου τη νύχτα, τα νεύρα μου είχανε λασκάρει.

                Βρέθηκα σ’ ένα αλώνι· μέσα καθόταν ένας Γερμανός, και στο χέρι του βαστούσε κοψίδια το ψητό κρέας. Με είδε που σίμωνα, και γελούσε χοντρά. Ύστερα, μπερδεμένα κι ανάκατα, έτρεχα από κάμαρα σε κάμαρα σε πελώριο σπίτι, καρέκλες και τραπέζια μου κλείναν το δρόμο και με μπόδιζαν, έβρισκα τις πόρτες κλειστές. Και με κυνηγούσε κάτι που μ’ έσκιαζε, και πάσκιζα να του ξεφύγω· γύρισα, κι είδα τον Ιταλό, θεόρατο. Σκόνταψα κι έπεσα χάμω, κι άκουσα ένα στριγκό, γυναίκειο γέλιο.

 

Ξύπνησα παγωμένος, πιασμένος ολάκερος. Ο ήλιος είχε βγει, ψήλωνε αργά· πάσκισα να σηκωθώ, το στομάχι μου πονούσε και μ’ έσφιγγε, βάραινε σα σβόλος.

                Βγήκα από το Πάρκο με τα χέρια στην κοιλιά. Παραπατούσα, γιομάτος αίματα - κανένας δε νοιαζόταν· συνήθισε ο κόσμος. Μερικοί φορούσανε ρούχα που βαστιόνταν, μπορεί να ’ταν και χορτάτοι.

 

                Στη γωνιά είδα κάποιον σωριασμένον τα πίστομα. Πάσκισα να τον τουμπάρω, μα ήταν αλύγιστος, ξυλιασμένος, κουφάρι κρύο. Φορούσε χλαίνη κι εγώ ξεπάγιαζα. Με τα πολλά κατάφερα να του τη βγάλω, την έριξα πάνω μου.

                Μπροστά μου περνούσε μια γυναίκα κακοντυμένη, μα βαστούσε τσάντα, μια τριμμένη σκούρα τσάντα από πανί, με μακριά λουριά, τυλιγμένα στο χέρι της, κι αναθυμήθηκα τα χτεσινά.

                Άνοιξα τα πόδια μου, να την προφτάσω· δεν ήξερα πώς να κάμω, ο δρόμος ήταν περαστικός, κι είπα να περιμένω. Την πήρα από κοντά· φορούσε μια πράσινη ζακέτα, μπαλωμένη με μαλλί σκούρο. Η φούστα της, μελιτζανιά, μ’ άσπρα τετράγωνα· οι γάμπες της, βαριές και κοντές, ριζώναν κάθε φορά στο δρόμο· τα μαλλιά της τα ’χε κότσο. Μια στιγμή γύρισε και με κοίταξε, χοντρή κατακόκκινη σαραντάρα, στρογγυλοπρόσωπη, καλοστεκούμενη ακόμα.

                Διάβαινε με την ανοιχτή περπατησιά του εργάτη, κουνώντας τα πισινά της. Η τσάντα της πηγαινοερχότανε σα βαρίδι ρολογιού. Μπήκε σ’ ένα γειτονικό φούρνο, κοντοστάθηκε στο κατώφλι, κι έριξε τριγύρω μια ματιά.

                Έπιασα να κόβω βόλτες· η βιτρίνα, απομεινάρι παλιών καιρών, ήτανε κι απ’ την απαλάμη μου πιο αδειανή, χώρια η σκόνη. Μα με χτύπησε στη μύτη η μυρουδιά του ψωμιού, του κίτρινου και λασπιασμένου που μας τάιζαν, και μου φάνηκε παντεσπάνι.

                Η γυναίκα βγήκε, κι η τσάντα φούσκωνε με κοίταξε παραξενεμένη, απ’ την κορφή ως τα νύχια, πασκίζοντας να θυμηθεί. Κούνησε τους ώμους και ξαναπήρε το δρόμο της δίχως βιασύνη.

                Στάθηκε ν’ αγοράσει λαχανίδες, το μόνο που βρίσκεται λεύτερα στα καροτσάκια. Περπατούσα αργά, να ξεμπερδέψει με το ψούνισμα πριν την προκάνω, μα το ’νιωσε κι έστησε κουβέντα με το μανάβη, σα να τον ήξερε καιρό, όσο να διαβώ. Μ’ έδειξε γελώντας:

                - Ο μορφονιός! μισήν ώρα μου ’χει κολλήσει σαν τσιμπούρι. Μωρέ μούτρα!

                Ανακατώθηκα στον κόσμο να με χάσει – άναψα όλος· δεν το περίμενα, κι όλη μου η κακία, η ζήλια για τους καλοταϊσμένους, ήθελα να ξεχύσει πάνω της.

                Κι ύστερα σκέφτηκα πως ήμουνα βλάκας· πέθαινα της πείνας, μα το φιλότιμο το ’χα καλοθρεμμένο, κι έδιωξα τη γυναίκα από το νου μου.

                Έκατσα σε μιαν άκρη, βάσταγα με τα χέρια μου το κεφάλι, κι έλεγα σιγανά, μονάχος: «Να κλέψω μια τσάντα!» Και πάλι: «Να κλέψω μια τσάντα!»

                Είδα μια γυναίκα· δε θα ’ξερα να πω για τα σουσούμια της· μόνο την τσάντα της θυμάμαι, πέτσινη, καφετιά, να τη βαστάει έν’ άσπρο χέρι, αμάθητο στη δουλειά. Κοντοστάθηκε πριν να με φτάσει, έψαξε, κι έβγαλε ένα δίφραγκο χάρτινο. Σα σηκώθηκα, άγριος, κι έκαμα κατά πάνω της, πισωδρόμησε μπήγοντας τη φωνή.

                Χίμηξα, και με πιάσαν από πίσω· έστριψα, δάγκωσα σα γάτος το χέρι που με βαστούσε, και λευτερώθηκα, μα έφαγα τέτοιο χτύπημα κατάμουτρα, που ζαλίστηκα, να πέσω· το κεφάλι μου τραντάχτηκε σα να κουτούλησα σε τοίχο, τα μάτια μου θαμπώσαν.

                Το ’σκασα τρεκλίζοντας, έστριψα δυο γωνιές και σωριάστηκα χάμω, κόπηκε η ανάσα μου από τ’ αναφιλητό, ξέσπασα στο κλάμα, ώρα πολλή.

                Μου τράβηξαν το κεφάλι, ήτανε μια κοπέλα κακοντυμένη, μια δούλα. Στο χέρι της βαστούσε ένα καρβέλι ψωμί της μαύρης.

                - Μην κλαις· πάρε!

                Έπιασε να κόψει με τα χέρια της μια γωνιά· πετάχτηκα, πάνω που δεν πρόσεχε, άρπαξα το καρβέλι ολάκερο.

Παλέψαμε μια στιγμή και της στραμπούληξα το χέρι, παράτησε το καρβέλι φωνάζοντας. Το ’βαλα στα πόδια, και χύθηκε ξοπίσω μου:

                - Κλέφτης! Κλέφτης!

                Ένας χοντρός μου ’κλεισε το δρόμο, φοβερίζοντας με τη μαγκούρα του. Τον τρακάρησα με φόρα, κόντεψα να τον πετάξω χάμω, μα μου ρίχτηκαν κι άλλοι, με μαγκώσανε γερά, κι ας τιναζόμουνα σα σφαχτάρι.

                - Τι τρέχει, κυρά μου; σου ’κλεψε το ψωμί σου; ρώτησε ο χοντρός, που κατάλαβε με μια ματιά.

                - Το παλιόπαιδο! ακούς! που τόνε λυπήθηκα, να του δώσω να φάει!

                - Κλέφτης, ε; είπε ο χοντρός και με χαστούκισε με δύναμη.

                - Δώσ’ του! δώσ’ του! για να μάθει! έκανε η κοπέλα.

                - Τι γίνεται δω πέρα; ρώτησε ένας αστυφύλακας, παραμερίζοντας τους χασομέρηδες που μαζώχτηκαν.

                - Έκλεψε ένα ψωμί απ’ το κορίτσι, ξήγησε ο χοντρός.

                - Καλά, αφήστε τον, θα τον πάω μέσα.

                Ανήμπορο ν’ αντισταθώ, μ’ έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε μαζί του. Στο δρόμο θαρρούσα πως οι περαστικοί γυρνούσαν και με δείχνανε.

 

2

Ο αστυφύλακας, μισότριβος και ψηλός, έσερνε τον Κοσμά μαζί του από το μπράτσο, βαριεστισμένος· δε φοβότανε μην του ξεφύγει. Μια φορά μονάχα του μίλησε, με συμπόνια.

                - Πεινούσες;

                Δεν απάντησε· πάσκιζε να τον κρύβει απ’ τους περαστικούς το ψηλό κορμί του αστυφύλακα.

                Δεν τον άφηνε η έγνοια να το σκάσει, πριν τον κλείσουνε μέσα. Δεν ήξερε τι θα ’βρισκε, και δεν είχε όρεξη να μάθει, μα πώς να κάνει; Να χτυπήσει τον αστυφύλακα; Λοξοκοίταξε τις φαρδιές του πλάτες, και θάρρεψε ότι είδε το χοντρό να του φράζει ξανά το δρόμο.

                Ν’ ανακατωνότανε στον κόσμο, μην τόνε χάσει; Τέτοιαν ώρα οι περαστικοί λιγόστευαν, και μέσα του πλάκωσε βαρυθυμιά δίχως τέλος, ν’ ανοίξει η γης και να τον καταπιεί κάλλιο, να μη φτάσει.

Ένα γερμανικό καμιόνι πέρασε με πάταγο, κι από πίσω του πολλά, σα να τα ’χε δεμένα κάβους αθώρητους και τα ’σερνε ρυμούλκι.

                Κοντοστάθηκε και κοίταγε με πόθο να μεγαλώνουν οι ρόδες, πελώριες - τον τραβούσαν. Στη μέση του λάστιχου ξεχώριζαν οι μαύρες αυλακιές. Από πάνω τους το βαρύ σιδερικό αγκομαχούσε. Μα τ’ αμάξια περνούσαν και δεν έκανε καρδιά, και μήτε σαν ξεμάκρυνε το τελευταίο κούνησε.

                Ο αστυφύλακας τον είχε παρατήσει, στεκόταν και τόνε χάζευε.

                - Φουκαρά μου, μήτε τα ποδάρια σου δεν μπορείς να πάρεις;

                Έβγαλε μια χούφτα μαύρες σταφίδες και του ’δωσε.

                - Πιάσε· κάμε υπομονή όσο να φτάσουμε, δεν είναι μακριά.

                Ο Κοσμάς κατάπιε τις σταφίδες μονομπούκι, κι ο αστυφύλακας κούνησε το κεφάλι.

                - Τράβηξες πείνα· φαίνεσαι.

                Σαν πρόβαλε, πέρα, το Τμήμα, ο Κοσμάς στριφογύρισε σαν τ’ αγρίμι, κι είδε πίσω του να ’ρχουνται δυο αστυφύλακες. Του ’χανε κόψει το δρόμο.

 

Ένα κελί, τρία μέτρα μάκρος κι έξι φάρδος, με το μοναδικό του παράθυρο, που ’βλεπε στην αυλή, βαλμένο ψηλά· το κρατητήριο.

                Γιομάτο - να ξεχειλίσει· είκοσι νομάτοι μέσα, δε χωρούσανε να σταθούν μερικοί· κάθουνταν πάνω σε κουρέλια, στριμωγμένοι. Φορούσανε βρώμικα ρούχα, εξόν ένας, ομορφοσυγυρισμένος, που ’δειχνε από σόι, με την κουβέρτα στρωμένη κατάχαμα, μόνο που δεν όριζε μήτε το κάρτο.

                Η μπόχα από τα χνότα και τη βρωμισιά σηκωνόταν πνιγερή, βάρεσε τον Κοσμά κατακέφαλα.

                Γυρίσαν και τόνε κοίταζαν που ’μπαινε. Ένας κοντός και ξεραγκιανός τριαντάρης, με τα μαλλιά ανακατωμένα, δυο βδομάδες αξούριστος, τον καλωσόρισε με φωνές.

                - Καλώς τονα! Και πώς από δω; σένα δε σε ξέρουμε. Γιατί σε κουβαλήσανε; σε δείρανε κιόλας, τι στο διάολο τους έκανες; Γύρεψες να τους την κοπανήσεις;

                Απόκριση δεν πήρε, και το ’ριξε στο μαλακό.

                - Μη σκιάζεσαι, δεν έχει φράξιες εδώ. Δικός μας είσαι.

                Καθόλου δεν του καλοφάνηκε του Κοσμά που ήτανε δικός τους, κι η φάτσα του το ’δειξε. Ο άλλος αγρίεψε μονομιάς.

                - Δε σου γουστάρει; απ’ τα ψηλά τα τζάκια κατέβηκες, και δε μας καταδέχεσαι;

                Το χωρατό του ξεσήκωσε τα χάχανα και πήρε αέρα. Τον άρπαξε απ’ το γιακά της χλαίνης και τον τίναξε.

                - Λέγε, μωρέ, τι στο διάολο γυρεύεις εδώ μέσα. Για δε μιλάς; Φάτσα για μαμόθρεφτο! Άε χάσου!

                Και τον κόλλησε στον τοίχο με μια σπρωξιά.

                - Άσ’ τον ήσυχο, Κατσαγκόλη! είπε με βαρεμάρα κάποιος απ’ τη γωνιά που του χαλούσαν το χουζούρι. Δεν τόνε βλέπεις; μωρό ακόμα. Έλα δω, βρε ανήλικο!

                Ο Κοσμάς τόνε σίμωσε παραγκωνίζοντας, σκιαγμένος. Ψηλός κι αδύναμος, με ξέθωρα μάτια και το κεφάλι γουλί, καθότανε σε σκουτιά στρωμένα κατάχαμα, τυλιγμένος όσο γινόταν καλύτερα σ’ ένα παλιό πανωφόρι, κι ωστόσο τα δόντια του χτυπούσαν από το κρύο. Φαινότανε θερμιασμένος. Του ’κανε τόπο.

                - Κάτσε να σου μάθω τα καλόπαιδα. Τούτος που σ’ είχε βουτήξει, ο Κατσαγκόλης, εγώ κι ακόμα ένας, χαντακωθήκαμε τζάμπα. Μπαίναμε ταχτικά τη νύχτα σ’ ένα μπαξέ με κουνουπίδια, γιομίζαμε το σακί μας και φεύγαμε - η ζημιά μικρή. Βρισκόταν κι ένας ζόρικος τσομπανόσκυλος, μα σαν έκαμε να μας ριχτεί άρπαξε δυο γερές κλοτσιές, κι από τότε μας γάβγιζε από μακριά. Ξεσηκωνόταν ο νοικοκύρης - πού να μας βρει, στα σκοτεινά! Ο σκύλος δε σίμωνε.

                »Την τελευταία φορά, είχε φεγγάρι· ψάχναμε συννεφιά, να κάνουμε ντου, μα πέρασαν οι μέρες και μας έσφιξε η πείνα. Τότε βρίσαμε το φεγγάρι που δεν έλεγε να φύγει, και πηδήξαμε τη μάντρα.

                »Η δουλειά πήγε στραβά από την αρχή. Ο σκύλος αρχίνησε να μας γαβγίζει σάμπως διαόλους, και ξεπετάχτηκε ο νοικοκύρης μ’ άλλους τρεις και ψάχναν. Λουφάξαμε μέσα στα κουνουπίδια, μη μας πάρουνε μυρουδιά, και ξεθαρρεύτηκε ο κερατάς ο σκύλος και σίμωσε, να πάρει κοψίδι. Διάλεξε μένα, και του τράβηξα μια κλοτσιά που άλλη δεν ήθελε, όμως μας είδανε και μας ρίχτηκαν. Ο Κατσαγκόλης τα κατάφερε να πηδήξει τη μάντρα, κι έπεσε σα γινωμένο σύκο στα χέρια μιανής μπασκίνας που τον περίμενε απόξω· βγήκε σε καλό, γιατί ήρθε και μας γλίτωσε απ’ το νοικοκύρη, που μάχουνταν να μας ξεβγάλει. Μας έκανε κοπάδι και μας κουβάλησε δω.

                »Κείνη η παρέα -οι τέσσεροι- δούλευε στο Χαϊδάρι, στ’ αμάξια τα γερμανικά. Στέλνανε τις γκόμενες να ξεμοναχιάζουν τους σκοπούς, κι αυτοί καβαλούσαν τα σύρματα και ξεβιδώναν τ’ αμάξια, ώσπου τους μάγκωσε ένα περίπολο με τα λάστιχα στην αμασκάλη. Ψάξανε για τους σκοπούς, ήταν καλά ζευγαρωμένοι και δε φαίνονταν. Δεν τη γλίτωσαν μήτε οι κοπέλες, μα τις στείλαν αλλού και δεν προκάναμε να γνωριστούμε.

                »Τη βγάλαν καθαρή. Αντίς να τους τραβήξουνε για σαμποτάζ, τους δώσαν ένα γερό γερό μπερτάκι -οι Γερμανοί καταλαβαίνουν από τέτοια- και τους στείλανε πεσκέσι στους δικούς μας. Τύχη βουνό!

»Αυτός ο πιτσιρίκος θα πάει μπροστά. Πέτυχε ένα τζιπ, και σα να μην του ’φτανε, έδεσε μια κούρσα και την τράβαγε. Όμως κάποιος της τροχαίας του γύρεψε την άδεια, κι η δουλειά στράβωσε.

                »Το μορφονιό τον καλοντυμένο μας τον κουβάλησε η αστυνομία ηθών. Ακόμα δεν ξεδιαλύναμε αν είναι σερνικός για θηλυκός· κρύβεται.

                »Κι ο μπαρμπα-Τάσος - ο γέρος. Βρήκε ένα σύρμα τεντωμένο, και το σήκωσε όμορφα όμορφα το πρωί, πριν ξυπνήσει ο κόσμος. Σαν πήγε να το κόψει στον ώμο, τον έπιασε η μπασκίνα. Τον έβαλε να ξανατεντώσει το σύρμα και μας τον έφερε, άρρωστον άνθρωπο.

                Ο Κοσμάς γύρισε στον μπαρμπα-Τάσο. Θα ’χε περάσει τα πενήντα, κακογερασμένος, μαυροκίτρινος και κοκαλιάρης. Δεν μπόραγε να συχάσει, στριφογύριζε μουρμουρίζοντας μέσα στα δόντια του. Το χρώμα του, τα μάτια που γυάλιζαν, τα τρεμουλιάρικα χέρια, τόνε δείχναν άρρωστον.

                - Όμως, και συ δε φαίνεσαι καλά.

                - Άλλο· εγώ έχω θέρμη. Πούντιασα μ’ αυτό το διαολόκρυο, πώς να μη θερμιαστώ. Μα η δικιά του η αρρώστια είναι αλλιώτικα. Εσύ κρυώνεις; δεν κρυώνεις, φαίνεσαι. Παιδί, στα καλά σου πάνω.

                - Πώς δεν κρυώνω! γιατί ρωτάς;

                - Να μου ’δινες τη χλαίνη σου να τη ρίξω πάνω μου. Λίγην ώρα να ζεσταθώ και θα σου τη γυρίσω· μόλις τη γυρέψεις.

                - Μωρέ, ο κερατάς ο Ράσκος! του ’κανε τόσην ώρα τον προστάτη για να φάει τη χλαίνη! Άκου, ρε πιτσιρίκο, δροσίζει δω μέσα, για να ξέρεις. Είσαι ζεστός απόξω, μα γρήγορα θ’ αρχινήσεις να κρυώνεις. Και μη σου περάσει πως μια και δώσεις τη χλαίνη, θα την ξαναδείς.

                Ο διπλανός την άρπαξε από τα χέρια του Κοσμά που ’βγανε να του τη δώσει, σα να φοβήθηκε μη μετανιώσει, και μούγκρισε:

                - Σκάσε, τσογλάνι, μη σηκωθώ και σου την κόψω τη γλώσσα. Τι θες κι ανακατώνεσαι;

                - Καλά ντε, καλά. Σύντροφοι σαν και μας δεν τα χαλάνε για τόσο. Κάμε τη δουλειά σου.

                Ο Κοσμάς βολεύτηκε στα κουρέλια. Κρύωνε, μόλο το στριμωξίδι, μάζεψε τα γόνατά του, να ζεσταθεί, δεν είχε και μέρος να ξεδιπλώσει τα ποδάρια.

 

Ο μπαρμπα-Τάσος πήρε να βογκάει, όσο πήγαινε και πιο δυνατά. Ένας αστυφύλακας πρόβαλε στο φεγγίτη.

                - Τι έχει αυτός;

                - Άρρωστος είναι.

                Ο γέρος γούρλωσε τα μάτια.

                - Ωχ! κυρ αστυνόμε, τ’ αντεράκια μου γυρίζουν. Αμάν!

                - Η κοιλιά σου σε πονάει;

                Όλοι γελάσανε.

                - Ναι, κυρ αστυνόμε, η κοιλιά μου.

                - Κάτσε μια στιγμή.

                Ο αστυφύλακας χάθηκε και ξανάρθε μ’ ένα μπουκαλάκι.

                - Τι θα μου κάνει αυτό;

                - Η κοιλιά σου δε σε πονάει; Είναι λάβδανο.

                Ο μπαρμπα-Τάσος το κοίταξε υποψιάρικα, το μύρισε πριν να τ’ αδειάσει.

                - Θα γίνεις καλά, να δεις.

                Ο άρρωστος μαζεύτηκε σταμάτησε να βογκάει, σαν να το πήρε απόφαση, μα τ’ αχείλι του στράβωνε κάθε τόσο. Σε λίγο άρχισε πάλι, με ξεφωνητά. Ο αστυφύλακας ξαναφάνηκε.

                - Δε σου πέρασε;

                - Τι παρτίδες έχει με το λάβδανο; είπε ο Κατσαγκόλης. Πρεζάκιας είναι.

                - Και τι, μπας και θέλει να του φέρουμε και πρέζα;

                - Ωχ, κυρ αστυνόμε, ωχ! τ’ αντεράκια μου. Αμάν, πεθαίνω.

                Ο αστυφύλακας τόνε λυπήθηκε. Η τραβηγμένη του φάτσα σ’ ανακάτωνε τα σωθικά.

                - Τι να σου κάνω, γέρο. Μόνο πρέζα δεν έχω να σου δώσω. Κουράγιο, θα περάσει.

                Έφυγε, ο μπαρμπα-Τάσος χαλούσε τον κόσμο στα ξεφωνητά, όσο που απόστασε. Κουβαριάστηκε, με τ’ αυτί στημένο. Μόλις άκουγε κανέναν έσκουζε, κι ο πιτσιρίκος, που ’μοιαζε να το γλεντάει, στάθηκε τσίλια, κι άμα έβλεπε περαστικόν του ’κανε «βουρ!», γα φωνάζει.

                Ένας άλλος αστυφύλακας πρόβαλε.

                - Τι θες εσύ, πρέζα;

                - Ωχ, κυρ αστυνόμε, ωχ!

                - Πάω να σου φέρω.

                - Ρε τον μπαρμπα-Τάσο! πετάχτηκε ένας· την κονόμησε. Ποιος το ’λπιζε!

                Ο αστυφύλακας ξαναγύρισε, με λίγην άσπρη σκόνη στο χαρτί. Την έδωσε στον μπαρμπα-Τάσο, και κείνος την έχυσε στ’ ανάστροφο της παλάμης, μα στάθηκε και την κοιτούσε.

                - Δεν είναι πρέζα!

                Όμως η λαχτάρα νίκησε, έσκυψε, και ρούφηξε μ’ απανωτές, διψασμένες ανάσες την άσπρη σκόνη, και δεν άφησε τίποτα, εξόν από μιαν ασπρίλα γύρω στα ρουθούνια του.

                Βήχας τον έκοψε, άγριος. ολάκερο το γέρικο κορμί τρανταζότανε, τα μάτια του πήγαν να πεταχτούν.

                Ένας δεύτερος αστυφύλακας έτρεξε.

                - Μωρέ, με τον άσβεστη έπιασες να τον ξεχαρμανιάσεις; Λες και την πρωτόβλεπε την πρέζα, να μην την καταλάβει!

                Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα, χτυπούσε το γέρο στην πλάτη. Κείνος έβηχε και φτερνιζόταν ώρα, αποκαμωμένος, με τα μάτια γιομάτα δάκρυα που χαράζαν καινούρια αυλάκια στο κιτρινισμένο πρόσωπο, με το κορμί λυμένο.

                Σε λίγο ήρθε ο αστυφύλακας που έφερε τον Κοσμά.

                - Αγγαρεία για το μάγερα· ποιος έχει σειρά;

                Το κελί ανταριάστηκε, πήγε κι ήρθε, με σπρωξές. Το μάτι του πήρε τον Κοσμά και τους παραμέρισε.

                - Κάτω όλοι· θα ’ρθει ο καινούριος.

                Ο Κοσμάς σηκώθηκε, γύρεψε τη χλαίνη, κι ο διπλανός του τόνε στραβοκοίταξε.

                - Δε φτάνει που πας στο μάγερα, γυρεύεις και ρέστα;

                - Τι γίνεται δω; ρώτησε ο αστυφύλακας.

                - Του δάνεισα τη χλαίνη μου, και δε θέλει να τη γυρίσει.

                Ο αστυφύλακας έκανε ένα βήμα μπροστά, φοβερίζοντας.

                - Δώσ’ την! τώρα! Δε θα κάνετε τα δικά σας...

 

Την ίδια μέρα τον αφήσανε τον Κοσμά. Είχε χορτάσει το φαΐ, γιόμισε κι ένα ντενεκεδάκι κουρκούτι κίτρινο, πηχτό. Ο αστυφύλακας που τον έπιασε μίλησε του μάγερα, κι ερχόταν κάθε μέρα και τόνε βοηθούσε.

                Τον μάθανε στο Τμήμα, τον είχανε για δικό τους, τον κοιμίζαν κιόλας. Δεν είχε αλλού να πάει.

 

3

                Πέρασε ο χειμώνας, η μεγάλη πείνα λάφρωσε, η ζωή ξανάβρισκε τον παλιό της ρυθμό. Στους δρόμους ακούγονταν οι μπότες των Ιταλών και των Γερμανών, μα οι άνθρωποι δεν πεθαίνανε πια σαν τα ποντίκια. Και, καθώς γίνεται πάντα, όταν βγάλανε τ’ αυριανό ψωμί -ας ήτανε πικρό, από αρτόδεντρο ανακατωμένο με πριονίδι και αλεύρι από χαρούπια, λιγοστό, να μη χορταίνουν- γυρέψαν να σηκώσουνε κεφάλι.

                Από τα βουνά της Ήπειρος και τ’ Άγραφα ήρθαν τα πρώτα μαντάτα. Ριχτήκανε, λέει, αντάρτες στα ιταλικά αμάξια που κατέβαιναν από τα Γιάννενα, κι οι Ιταλοί τα αρματώσανε με πολυβόλα, να μην έχουν ανάγκη. Μα δε φελήσανε τα πολυβόλα. Στην Αθήνα αρχινήσαν να βγαίνουν τις νύχτες παιδιά με ντενεκέδες χρώμα, να γράφουνε στα ντουβάρια - καλούσαν τον κόσμο να ξεσηκωθεί.

                Χαρτιά βρεθήκαν κολλημένα, με συνθήματα. Άλλα πάλι σκορπίζονταν στα σταυροδρόμια και τα μαζεύαν οι περαστικοί, οι νοικοκυραίοι που κατέβαιναν το πρωί ν’ ανοίξουν την πόρτα τους, τα βρίσκανε στο κατώφλι.

                Κάποιοι απόκοτοι γυρνάγανε νύχτα στο Πάρκο και τους απόμερους δρόμους, χώνανε στις τσέπες των ανθρώπων τις προκηρύξεις, τους τις πασέρνανε στα χέρια. Κι ο διαβάτης τσαλάκωνε βιαστικός και τρομαγμένος το χαρτί, το ’χωνε στην τσέπη, και κοίταγε ένα γύρο, μην τόνε νιώσαν. Τα μηνύματα, νοτισμένα στον κίντυνο, παίρνανε χρώμα ιερό, περνούσαν από χέρι σε χέρι, ξαναδιαβάζονταν, έπειτα τα φυλάγανε σαν άγιο λείψανο. Όλοι θελαν να θυμούνται.

                Οι σκλαβωμένοι που ποθούσαν τη λευτεριά γυρέψαν να την πάρουνε μονάχοι, οργανώθηκαν. Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Στρατός.

                Με λαχτάρα τις είδαν οι άνθρωποι τις οργανώσεις. Αυτές δεν είχαν σκοπό να κερδίσουν τον πόλεμο της Αγγλίας και της Ρουσίας, είχαν άλλο, χειροπιαστό, να διώξουν τον καταχτητή, να ξαναφέρουν τα καλά τα χρόνια.

                Τότε ξέσπασε το σαράκι μας. Καλά, τους Γερμανούς θα τους διώχναμε, σίγουρα· όμως ποιος θα κουμαντάριζε; Ο κόσμος δεν ήθελε ν’ ακούσει τέτοια. Τη λευτεριά του γύρευε, θα τα βόλευε μετά. Και ρίξαν τη σκάρτη την κουβέντα, να τον ξεγελάσουν. «Δε θα λευτερωθούμε εύκολα, όσο δε μονοιάζουμε. Μόνο τότε θα μαζέψουμε τη δύναμή μας, να χτυπήσουμε».

                Μα δεν τόνε θελαν τον άλλον ισότιμό τους, στο πλευρό· τόνε θέλαν από κάτω, να τόνε διατάζουν. Κι αντίς να τα βάλουνε με τους Γερμανούς, τσακώθηκαν μεταξύ τους, να καθαρίσουνε, λέει, το εσωτερικό μέτωπο. Ο γιος έμαθε να φωνάζει τον πατέρα προδότη, και κείνος πάλι τόνε τάραξε στο ξύλο, να τόνε σωφρονίσει. Έχασε η λέξη το νόημά της, έδειχνε, απλά, τον αντίπαλο· μόνο που πάσκιζε να φανατίσει - ο φανατισμός έγινε η άγρια, παράλογη αρετή της εποχής.

                Όλ’ αυτά δε φάνηκαν αμέσως. Οι οργανώσεις πληθύνανε σαν τα μανιτάρια, κάθε μέρα ξεφύτρωνε καινούρια και γιόμιζε τα ντουβάρια με τ’ αρχικά της, να το μάθει ο ντουνιάς. Και κατεβήκανε στους δρόμους, να κάμουνε φιγούρα. Άκακα στην αρχή, πότε να στεφανώσουν κανένα μακαρίτη, πότε να διαμαρτυρηθούνε, με τη σκοτεινή επιδίωξη να φτιάξουνε δικούς τους ήρωες· οι ήρωες φανατίζουν.

                Δεν το ’βλεπε ο κόσμος του ’φτανε που πολεμούσαν τον καταχτητή. Ύστερα, ακόμα δεν είχαν αρπαχτεί ανάμεσό τους οι ελευθερωτές. Οι Γερμανοί βάζαν την αστυνομία να διαλύσει τ’ ανθρωπομαζώματα, και, καθώς εκείνοι δεν ήθελαν να ρίξουνε στο ψαχνό, ο κόσμος έπεσε πάνω τους και ξαρμάτωσε μερικούς, τους έδειρε κιόλας. Τότε μπήκανε στη μέση οι Ιταλοί, σκορπίσαν τα μπουλούκια με τ’ αμάξια τους και τις μηχανές, που τις βάζαν να τρέχουνε σα διαόλοι, κι όποιον έπαιρνε ο χάρος· σκοτώσανε και μερικούς, τους πιο ζόρικους, τους πρώτους ήρωες.

                Σε τέτοια διαδήλωση βρέθηκε κι ο Κοσμάς. Πέτυχαν μαζεμένους πολλούς, θελαν να στολίσουνε με δάφνες τ’ αγάλματα στο Πάρκο. Στείλαν αστυφύλακες, να τους διαλύσουν, μ’ έναν υπαστυνόμο. Για καλό και για κακό, γιομίσαν τα πιστόλια τους μ’ άσφαιρα, μπας και λάχει κάνας ζόρικος.

                Κι ήτανε καμπόσοι. Ο υπαστυνόμος τους έπιασε με το καλό, τους είπε να φύγουνε, μην τους βρει κακός μπελάς, οι Γερμανοί δεν παίζανε. Τότες άρχισαν να τόνε βρίζουν προδότη, ένας σήκωσε να τόνε χτυπήσει. Παραξενεύτηκε ο Κοσμάς, μα δεν πρόκανε να το καλοσκεφτεί, οι αστυφύλακες βγάλαν τα κλομπ και χτυπούσανε δεξιά κι αριστερά. Δεν καταλάβαινε· γιατί πιαστήκανε με τους ελευθερωτές τους; όμως, μια και τις έτρωγαν οι φίλοι του, μπήκε κι αυτός στο χορό. Γρήγορα σκορπίσανε, χάθηκαν, ξεμοναχιάστηκαν μέσα στον κόσμο που ’βριζε και χτυπούσε.

                Βαρεμένος στο κεφάλι, ζαλισμένος, γιομάτος αίματα τραβήχτηκε ο Κοσμάς - δε φορούσε στολή να τόνε γνωρίσουν.

Κάποιος τον είδε που ’φευγε, και φώναξε:

                - Βρε το κακόμοιρο το παιδί, πώς το κατάντησαν!

                Κι αμέσως τρέξαν και τον πήρανε. Η διαδήλωση τράβηξε το δρόμο της, και τόνε δείχναν, τάχα πως τόνε χτύπησε η Ασφάλεια. Δεν τον αφήναν κιόλας να πλύνει τα αίματα, και κείνος σώπαινε, να μη φάει κι άλλες αν τον καταλάβαιναν. Στο τέλος μπήκανε στη μέση οι Ιταλοί, τράβηξαν κάμποσες ντουφεκιές στον αέρα και μερικές στο ψαχνό, σκοτώσανε δυο, οι άλλοι σκόρπισαν. Βρέθηκε μονομιάς χωρίς προστάτες κι αβανταδόρους, και πήγε στο Τμήμα, να γιατροπορευτεί.

 

Κι ήρθε μια μέρα που οι Γερμανοί γύρεψαν εργάτες, να τους στείλουνε με το στανιό στον τόπο τους. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε, μαζεύτηκε μπουλούκι και σβάρνισε τους δρόμους, φωνάζοντας. Κι η αστυνομία αρνήθηκε να τους χτυπήσει.

                Λύσσαξαν οι Γερμανοί· τόσον καιρό λογάριαζαν πως το ξεσήκωμα θα τσακιζόταν, κι αντίς, εθέριευε. Πήραν απάνω τους το πράμα. Στήσανε πολυβόλα, βαρέσανε στο ψαχνό. Σκοτώσανε πολλούς, πνίξανε τη διαδήλωση. Την άλλη μέρα έβλεπες κόκκινα χνάρια στους δρόμους που πέρασε. Όμως ο σκοπός πέτυχε. Οι Γερμανοί δεν πήραν εργάτες – τι δουλειά να βγάλεις από ’ναν κακοκέφαλο;

                Ήταν το τελευταίο μεγάλο ξέσπασμα. Πολλοί οι χαμένοι, οι διαδηλώσεις κόστιζαν ακριβά έπρεπε ν’ αλλάξει το φύλλο, για κάθε σκοτωμένον Έλληνα να χύνουν αίμα κι οι καταχτητές.

                Τότε σκάρτεψε ο αγώνας από τα βουνά ήρθε το μήνυμα πως ο ΕΛΑΣ μπλοκάρισε και σκόρπισε το τμήμα του Σαράφη, ενός αντάρτη που πίστευε σ’ άλλο θεό. Τόνε βρίσαν καλά καλά, ύστερα, ξαφνικά, τον ανέβασαν στους ουρανούς· ο Σαράφης, αιχμάλωτος, μουρτάρεψε!

                Κι έπειτα, το μακελειό του Ψαρρού. Κι αυτός ήταν αξιωματικός σαν το Σαράφη, και πήρε τα βουνά. Μα τα πράματα είχαν αγριέψει, ο ΕΛΑΣ τόνε ξέκαμε, μαζί με τους συντρόφους του.

                Άγριο φονικό. Κάτω στην πόλη πρόβαλε και δεύτερος οχτρός, χειρότερος· ο αντίπαλος. Έπρεπε πρώτα να ξεμπερδέψεις μαζί του, να ’χεις ήσυχες τις πλάτες σου, για να τα βάλεις με τον καταχτητή.

                Οι οργανώσεις χτυπήθηκαν αναμεταξύ τους δίχως έλεος. Ο καταχτητής μπόδιζε να μαζεύεται ο κόσμος, να τα κουβεντιάζει, μα όσο να ’ναι, το Πανεπιστήμιο και τ’ άλλα ανώτερα σκολειά δεν ήθελε να τα σφαλήξει, μήτε και τα συσσίτια. Μεγάλος καβγάς άναψε στους σκλαβωμένους ποιος θα τα βαστούσε αυτά τα στέκια, να ’χει το λεύτερο να κουβεντιάζει, δίχως ν’ αφήνει τον άλλονα.

                Γίνηκαν καβγάδες τρανταχτοί, ποιος να πετάξει όξω τον αντίπαλο. Και δεν ήταν μια λέξη, μια μάζα χωρίς όνομα. Ήταν άνθρωποι ζωντανοί και νέοι, παιδιά ακόμα, που τα δείραν αλύπητα πριν να τα διώξουνε. Θλιβερά καμώματα· στις λέσχες τους έμπαινε ένα μπουλούκι άντρες μ’ αγριεμένες φάτσες. Δεν ερχόντανε μαζί, να τους καταλάβεις και σα μαζεύονταν πολλοί, αρχινούσε ο καβγάς, χωρίς να ξέρεις γιατί και πώς. Βλέπαν το κακό οι άνθρωποι που ’χαν έρθει για να φάνε, το μπουλούκι γύρω από ’να μοναχόν, που δεν μπορούσε μήτε να διαφεντευτεί, και δεν πάσκιζε πια να ξεφύγει - σκέπαζε το πρόσωπο με τα χέρια, να μην τόνε σακατέψουν. Δε βάσταγε· πολύ έπεφτε χάμω, κι ακόμα τόνε βαρούσαν, όσο να πάψει να κουνάει και τον πετούσαν όξω. Κανένας δεν καταλάβαινε τι γινόταν, μα την άλλη μέρα μάθαινε πως η επιτροπή που κουμαντάριζε τη Λέσχη και το συσσίτιο άλλαξε, πως η παλιά που ’φυγε ήταν όλοι τους προδότες, τσιράκια των Γερμανών ή διασπαστές του αγώνα.

                Το ΕΑΜ, καλύτερα οργανωμένο και πιο δυνατό, νίκησε γοργά, έβαλε χέρι στα πιο πολλά από τούτα τα πόστα. Βρίσκονταν όμως και μεριές που δε σήκωναν από τέτοια, σαν το συσσίτιο στο Τμήμα. Ούτε εύκολο έπεφτε ούτε και βολικό να γίνει φασαρία. Κι οι αστυφύλακες, οι πολλοί, γράφονταν στις οργανώσεις· σκλάβοι κι αυτοί, ποθούσαν τη λευτεριά, όμως η δουλειά τους τους έκανε δεξιούς.

 

Τώρα όλοι είχαν οπλιστεί. Ο Θεός μονάχα ξέρει πού βρεθήκαν τόσα παλιοπίστολα και χεροβομβίδες, κι αυτόματα ακόμα. Αρχίνησαν τα φονικά, τώρα το ξύλο δεν έφτανε, ένα βόλι στο σβέρκο έκανε δουλειά παστρικιά.

                Οι δεξιοί χτυπήθηκαν αλύπητα, θα τσακίζονταν. Κι οι Γερμανοί μπήκανε σ’ έγνοια. Δεν τους σύφερνε, τους ήθελαν να τρώγουνται, και πιάσαν να δυναμώσουνε τους δεξιούς. Δώσαν άδεια στο κουβέρνο που διορίσαν να φτιάξει στρατό, να χτυπήσει το ΕΑΜ. Κι ο Πρωθυπουργός, ο Ράλλης, έκαμε τα τάγματα Ασφαλείας.

                Δεν έφτασαν· ήταν δουλειά του καταχτητή, κανένας σκλαβωμένος δεν τα χώνευε. Κι έγιναν κι άλλα παρακλάδια, περίπλοκα· οι εθελοντικές ομάδες της Ειδικής Ασφάλειας, που κυνηγούσαν τους αριστερούς, και που μήτε οι ίδιες δεν ξέραν τι αλισβερίσια είχανε με την αστυνομία. Τους άφηναν να οπλοφορούν, σα βρίσκανε πιστόλια, και κείνοι παράδιναν ό,τι αριστερούς πιάνανε.

                Οι δεξιοί βρήκαν αποκούμπι, βασταχτήκανε, να μην τους πνίξουν. Πολλοί, γραμμένοι σ’ οργανώσεις ελευθερωτικές, ανακατώνονταν με τις εθελοντικές ομάδες, δύσκολα τους ξεχώριζες. Άλλοι πάλι δε θέλαν να τους ξέρουν αυτούς τους προδότες, μα όλοι τη βλέπανε σαν ευλογία απ’ το Θεό την άσπρη κάρτα που σου ’δινε το λεύτερο να σέρνεις πάνω σου κουμπούρι.

                Σιγά σιγά οι δεξιοί συνέφεραν, μπλοκάρανε τις λέσχες και τα συσσίτια (που ’χανε παρατήσει δαρμένοι λίγους μήνες πριν), με τα κουμπούρια στο χέρι - τα καρεκλοπόδαρα πάψανε να λογαριάζουν.

                Κείνη την εποχή ανακατώθηκε ο Κοσμάς στην αναμπουμπούλα. Ένας αστυφύλακας τον ορμήνεψε να μην πει πουθενά κουβέντα, και τον πήγε σ’ ένα σπίτι. Βρήκανε κι άλλους. Του μιλήσαν ώρα πολλή για το σκοπό τους, να διώξουν τους Γερμανούς. Θα δουλεύανε μ’ όποιον αγαπούσε τη λευτεριά, μόνο να ’ταν τίμιος στα νταραβέρια του. Ανάγκη δεν είχε να του τα καθαρίσουν καλύτερα· λίγος καιρός είχε περάσει από το φονικό του Ψαρρού. Ορκίστηκε πάνω στο Βαγγέλιο και σ’ ένα πιστόλι πως θα φύλαγε τα μυστικά, πως θα ’βανε σκοπό της ζωής του να διώξει τον καταχτητή και τόνε γράψαν.

                Μικροπράματα στην αρχή. Μαζεύονταν κρυφά σε κάνα σπίτι και τα ’λεγαν, βγαίναν τη νύχτα και γράφανε στα ντουβάρια, μοιράζαν το “Ραδιοφωνικό Δελτίο” και το κολλούσανε στα σταυροδρόμια.

 

                Το “Ραδιοφωνικό Δελτίο” είχε γραμμένα όλα τα νέα απ’ το Σταθμό της Λόντρας, που δεν μπόραγαν να τον πιάσουν οι σκλαβωμένοι με τα σφραγισμένα τους ράδια, και τραβιότανε σαν τη βροχή που πέφτει σε διψασμένη γης.

                Λίγες μέρες ύστερα του δώσαν πιστόλι και σφαίρες, μια παλιά και σκουριασμένη μπερέτα εννιάρα. Ο Κοσμάς ένιωθε αλλιώτικον αέρα με το πιστόλι περασμένο στη ζώνη του, κάτω από τη χλαίνη, να μη δείχνει.

                Του ’πανε να το φυλάξει, όσο να του βγάλουν άδεια, μην τον πιάσουνε σε κάνα μπλόκο οι Γερμανοί· δεν άκουγε. Του άρεζε το σκληρό φούσκωμα ζερβά στο στομάχι, άπλωνε το χέρι κάθε τόσο και το χάιδευε. Ήταν ο κεραυνός μέσα στη χούφτα του, τα θεϊκά όπλα, παμπάλαιο όνειρο του ανθρώπου.

 

Μια μέρα τόνε φώναξαν, να πιάσουν έναν κομουνιστή. Παρέα του ο Ντώνος, που ’χανε μπογιατίσει μαζί κάμποσα ντουβάρια, κι ένας ψηλός, τριαντάρης, πρώτη φορά τον έβλεπε. Στήσαν καρτέρι όξω από ’να συσσίτιο, από πρωί. Ο ψηλός κατέβασε το καβουράκι ως τα μάτια, σήκωσε το γιακά της καμπαρντίνας του, καμπούριασε, να κρυφτεί πίσω από τον Ντώνο. Περίμεναν ώρες και σιγοψιχάλιζε, τα πόδια του Κοσμά μουδιάσαν από το κρύο, και τα βρόνταγε χάμω να ζεσταθούν.

                Το συσσίτιο το μοιράζανε σε μια μάντρα - μπορεί να ’ταν καρβουνάδικο πρώτα. Κάθε λογής άνθρωποι μπαινόβγαιναν, βαστούσανε στο χέρι άλλος καραβάνα, άλλος ντενεκέ με συρματένιο πιάσιμο, άλλος τσάντα, που μέσα της ξεχώριζες το στρογγύλεμα του κουτιού. Είχε ροβύθια, ο Κοσμάς είδε πολλούς να φέρνουν τον ντενεκέ στα χείλια, να πίνουν το περίσσιο ζουμί ή να το χύνουνε στη γωνιά του δρόμου, κατά την όρεξή τους.

                Έψαχνε με το μάτι, πάσκιζε να μαντέψει ποιον απ’ όλους κυνηγούσαν. Τώρα περνούσε ένας κακοφτιαγμένος κοντακιανός, με μια μεγάλη κρεατολιά στο μάγουλο. Ένας θεόρατος άντρας με γυαλιά, την τσάντα στο χέρι. Ένας γέρος καραφλός, το ντενεκεδάκι τρυπημένο με το καρφί, και του ’χε περάσει σύρμα, να το βαστάει. Κάθε φορά ο Κοσμάς γύρναγε στον ψηλό, που στεκόταν ακίνητος, λούφαζε.

                Απόστασε πια και παράτησε το παιχνίδι, πεινούσε, αναρωτιόταν αν θα ’μενε φαΐ κάτω, στο Τμήμα.

                Τέλειωσε το συσσίτιο, έπαψαν να μπαινοβγαίνουν άνθρωποι, ο δρόμος ερήμωσε.

                Ξαφνικά, ο Ντώνος πετάχτηκε, κάτι του μουρμούρισε ο ψηλός. Ένα νέο παιδί έβγαινε από τη μάντρα. Φορούσε πράσινο ιταλικό αμπέχονο και βαριές αρβύλες, μπλε πανταλόνι από φόρμα. Βαστούσε ένα μεγάλο ντενεκέ με πηχτό συσσίτιο· φαινόταν εργάτης.

                Ο Κοσμάς έχωσε το χέρι κάτω από τη χλαίνη, έπιασε το πιστόλι, μα ο Ντώνος τόνε σταμάτησε.

                - Όχι εδώ, θα ’ναι κι άλλοι. Να τον πάρουμε ξοπίσω.

                Τον αφήσανε να προχωρήσει και σηκώθηκαν, τον πήραν καταπόδι. Ο ψηλός τράβηξε άλλο δρόμο. Μα δεν πήγανε μακριά· ο εργάτης τους είδε, υποψιάστηκε, έστριψε στην πρώτη γωνιά.

                - Τρέχα! φώναξε ο Ντώνος τραβώντας το πιστόλι του. Θα μας ξεφύγει.

                Χυθήκανε στο στενό, μα είδαν τον εργάτη να γυρίζει πίσω, δίχως τον ντενεκέ του. Μπροστά στα πιστολιά κοντοστάθηκε, και ξοπίσω του πρόβαλε ο ψηλός, με τα χέρια στις τσέπες.

                - Τσιμουδιά! πρόσταξε ο Ντώνος, φοβερίζοντας, τον άντρα που σίμωνε. Ψάξε τον, Κοσμά!

                Ο άλλος δεν κούνησε, άφησε να του ψάξουνε τις τσέπες, τη ζώνη, και τις κάλτσες ακόμα, με τη δειλιασμένη ματιά του πάνω στον ψηλό.

                Ύστερα ο Κοσμάς κι ο Ντώνος πήραν από τα χέρια τον άνθρωπο που ’τρεμε, σα να ’χε πέσει παγωνιά.

 

Ο ψηλός τους πήγε σε μια ταβέρνα, κάτω στον Κολωνό. Οι άνθρωποι που κάθονταν μέσα χτυπούσανε στο μάτι. Δεν ήταν οι συνηθισμένοι μπεκρήδες. Άντρες σε κάθε ηλικία, κακοντυμένοι οι πολλοί, αγριανθρώποι, μερικοί σημαδεμένοι από παλιές λαβωματιές· τα πιστόλια τους ξεχώριζαν από τ’ ανοιγμένα σακάκια. Στη γωνιά βρίσκονταν ακουμπισμένες στην αράδα κόντες ιταλικές αραβίδες κι ένα αυτόματο Στεν. Ήτανε μια εθελοντική ομάδα.

                Όλοι γυρίσανε και κοιτάξαν τους νιόφερτους. Δυο φάτσες φανήκανε γνώριμες στον Κοσμά, ο Ράσκος κι ο Κατσαγκόλης, μα σώπασε, δεν τους έδωσε γνωριμιά. Ο ψηλός μίλησε πρώτος σ’ ένα μελαχρινόν άντρα με τετράγωνες πλάτες και βαρύ κεφάλι, που σηκώθηκε. Τα φρύδια του σμίγανε κι είχε μαύρο, παχύ μουστάκι.

                - Τον έφερα, Ίντα. Ήτανε μαζί σα μας πιάσανε στη Λέσχη. Τώρα ανακατώνεται στην κομουνιστική επιτροπή του συσσίτιου.

                Ο Ίντας σίμωσε τον πιασμένο, αμίλητος· και ξαφνικά, τον χτύπησε στο στομάχι με δύναμη, κι όταν ο άλλος διπλώθηκε στα δυο, βογκώντας, τον ξαναχτύπησε κατάμουτρα και τον έριξε χάμω, κι έπεσε πάνω του και χτυπούσε όπου έβρισκε, στην πλάτη, στο στήθος, στην κοιλιά, με τη λαβή του μεγάλου πιστολιού του.

                - Φονιάδες! τομάρια! προδότες!

                Καμιάν αντίσταση δεν έβρισκε, κι η λύσσα του περίσσευε πάνω στον πεσμένο κατάχαμα άνθρωπο, που πάσκιζε να κρύψει με τα χέρια πρόσωπο και στομάχι. Του άρπαξε τα χέρια και τα ’λυσε, τον κλότσησε, είδε το μούτρο του να πλημμυράει στο αίμα. Ο ψηλός μπήκε στη μέση.

                - Άσ’ τον, Ίντα. Πρέπει να μάθουμε για τη Λέσχη.

                Γύρισε σ’ έναν κοντόσωμον άντρα, που ’χε σηκωθεί και κοίταγε αχόρταγα, με μάτια που γυαλίζαν.

                - Κοντόγιωργα, τόνε θυμάσαι;

                - Αν τόνε θυμάμαι! Βαστούσαν ξύλα και χτυπούσαν όπου έβρισκαν. Ήτανε πολλοί. Όταν με σακατέψανε, με πέταξαν στο δρόμο, να ψοφήσω. Από τότες έχω που φτύνω αίμα. Αν τα θυμάμαι!...

                - Βόηθα με να τον πάμε πίσω.

                Σκύψαν και πήραν από τις μασκάλες τον άνθρωπο που βογκούσε, τόνε σήκωσαν, μα δεν ήθελε να περπατήσει, και τον πιάσαν από τα πόδια ο Κοσμάς κι ο Ντώνος. Περάσανε μια πορτούλα και βρέθηκαν στην αυλή, πίσω απ’ την ταβέρνα, γιομάτη σκουπίδια και κάπνα από το τζάκι του μαγερειού.

                - Φέρτε μια καρέκλα για το λεβέντη, να μην κουράζεται, είπε ο Κοντόγιωργας κι έδειξε μ’ άσκημο γέλιο τα χαλασμένα του, λειψά δόντια.

                Μα κόπηκε από βήχα άγριον, ξερό, που τον τράνταζε ολάκερο.

                - Με φάγαν οι άτιμοι· μα θα μου το πλερώνουν όσο να με χώσουνε! Την καρέκλα, μωρέ! είπε στον Κοσμά.

                Κάθισαν πάνω τον άντρα, που σωριάστηκε κι έγειρε το κεφάλι. Ο ψηλός πήρε νερό και τον περίχυσε, να συνεφέρει.

                - Πες μου τώρα -δε θα σε πειράξω, μήτε θ’ αφήσω κανέναν άλλον- ποιος και ποιος ήτανε μαζί σου σαν κάνατε ντου στη Λέσχη;

                - Δεν ξέρω τι μου λες.

                - Δολοφόνε! προδότη! κι ο Κοντόγιωργας χύθηκε πάνω του χτυπώντας στα στραβά. Δεν ξέρεις τι σου λέμε; Όταν βάραγες εσύ, ήξερες! Θα σε πεθάνω, μωρέ, δε γλιτώνεις από τα χέρια μου!

                Χτύπαγε ακόμα, σαν τον ξανάπιασε ο βήχας, πιο δυνατός, τα μάτια του πήγαν να πεταχτούν όξω· κάθισε κατάχαμα, φτύνοντας.

                - Δεν έχω κουράγιο εγώ... Νίκα, βγάλ’ του τα μάτια, σκίσ’ τονα.

                Ο ψηλός κοντοστάθηκε.

                - Πρέπει να μιλήσει· πριν απ’ όλα, να μιλήσει.

                Γύρισε ξανά στον πιασμένο.

                - Δε με νοιάζει ποιος ήταν μαζί σου. Πες μου μονάχα πόσοι φυλάτε στη Λέσχη.

                Απόκριση δεν πήρε, κι έβγαλε το πιστόλι, κατέβασε την ασφάλεια, και το σίμωσε στα ολάνοιχτα μάτια.

                - Μίλα, σου πέταξα τα μυαλά!

                Το ματωμένο στόμα στράβωσε, μα δεν άνοιξε. Ο Νίκας ξαναφύλαξε το πιστόλι.

                - Είσαι αποφασισμένος, ε; μα δε βγαίνει τίποτα. Θα σε χτυπάμε όσο να σπάσεις. Ξέρεις από τέτοια, κανένας δε βαστά· μίλα, να μη σε δώσω στον Ίντα.

                Σα ν’ άκουσε, πρόβαλε στην πόρτα το βαρύ, τριχωτό κεφάλι.

                - Δεν τα ξέρασε; εσύ πας με το καλό, ε Νίκα; Σαν την Παναγίτσα.

                Ζύγωσε στην καρέκλα κι αρχίνησε να χαστουκίζει συνέχεια, μια με το δεξί, μια με το ζερβί.

                - Θα τα ξεράσεις· σου το λέω, θα τα ξεράσεις.

                Μα ο άλλος δεν άνοιγε το στόμα, κι αναποδογύρισε με λύσσα την καρέκλα.

                - Δε μιλάς; θα δούμε!

                Ρίχτηκε πάνω του και του άρπαξε το ’να πόδι απ’ την αρβύλα, το ’στριψε μονομιάς. Στριγκό ακούστηκε το ξεφωνητό· ο άνθρωπος σπαρταρούσε.

                - Εφτά πάνε στη Λέσχη! μα το Θεό, εφτά. Σωστά μιλάω!

                Ο Ίντας τον παράτησε.

                - Ρώτα τον τώρα, Νίκα. Να μάθεις να τους ξομολογάς.

                Ο Νίκας έσκυψε.

                - Έχουν όπλα;

                - Πιστόλια όχι όλοι, δυο τρεις μονάχα.

                - Αυτόματα; Χεροβομβίδες;

                - Χεροβομβίδες από τις ιταλικές, τις κόκκινες. Τις φυλάνε στη Λέσχη.

                Ο Νίκας σηκώθηκε.

                - Πάμε μέσα, Ίντα.

                Μπήκανε στην ταβέρνα. Ο Κοντόγιωργας σίμωσε.

                - Βάρα τον, μωρέ, είπε στον Κοσμά. Τι άντρας είσαι! Πάρε του τα ονόματα αυτωνών που κάμανε το ντου.

                Ο Κοσμάς έσκυψε, και με κόπο ξανάβαλε στην καρέκλα το σωριασμένον άντρα.

                - Πες μου, ποιοι κάνατε το ντου στη Λέσχη;

                - Βάρα τον, μωρέ - έτσι; Δεν είδες τον Ίντα; έσκουξε ο Κοντόγιωργας.

                Ο Κοσμάς χαστούκισε τον πιασμένο μια, δυο φορές.

                - Θα μιλήσεις;

                Κι ύστερα ξανάρχισε να χαστουκίζει, και κάτι μπήκε μέσα του, κάτι σαν άγρια ζάλη, κάτι κακό όσο γιομίζανε ξένο αίμα τα χέρια του, κάτι του σκότιζε το μυαλό, και χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, χωρίς να ρωτάει, κι όταν ο άλλος σήκωσε τα χέρια, να σκεπάσει το πρόσωπο, του άρπαξε το ζερβί και το στραμπούληξε.

                Κείνη την ώρα ένιωσε να ξανανοίγει η πόρτα, γύρισε και είδε τα σκοτεινά μάτια του Ντώνου που ’βγαινε, να τον θωρούνε με καταφρόνια.

                Άκουσε την πόρτα να τρίζει κλείνοντας, και κείνος χτυπούσε ακόμα, κι ο Κοντόγιωργας έσκουζε, να του δίνει κουράγιο.

 

Ήτανε μεγάλο το ντου της Λέσχης. Καμιά εικοσαριά τη ζώσαν από το πρωί, σκόρπιοι, χαμένοι μέσα στους περαστικούς. Ανοίξαν οι βαριές πόρτες, κι οι άνθρωποι μπήκανε μέσα, και μαζί τους ανακατώθηκαν όσοι καρτερούσαν να βγάλουνε τα δανεικά. Τελευταίος μπήκε ο Νίκας, πασκίζοντας να κρυφτεί, τόνε γνωρίζαν.

                Τα ’ξερε καλά τα κατατόπια. Έβαλε τσίλιες στις πόρτες, στα περάσματα, ξεμονάχιασε δυο σε μια κάμαρη και τους τσάκωσε δίχως φασαρία. Μάζεψε γύρω του τον Ίντα, τον Κοσμά, τον Ντώνο, καμπόσους ακόμα, και τράβηξε να πιάσει τους αποδέλοιπους.

                Ένα μικρό δωματιάκι παράμερο, με δυο καρέκλες κι ένα γραφείο. Κάμποσοι μέσα· έξι παιδιά, δυο κοπέλες. Η μια, κακογερασμένη, με μαραμένο πρόσωπο και γυαλιά, καθότανε με τη σάκα στα γόνατα, η άλλη, όμορφη, τραβούσε τους σερνικούς.

                Δεν κατάλαβαν αμέσως το τσούρμο που ’μπαινε, με τα πιστόλια στο χέρι μα· κάποιος γύρισε στην πόρτα, κι έχασε το χρώμα του κι όλοι κερώσαν απ’ την τρομάρα, η σάκα της κοπέλας γλίστρησε στο πάτωμα κι άνοιξε. Μέσα φάνηκε το τυπωμένο χαρτί.

                - Γυρνάτε στον τοίχο τα χέρια ψηλά πρόσταξε ο Ίντας. Ψάχτε τους.

                Ο Κοσμάς, ο Ντώνος, ακόμα ένας, αρχίνησαν να τους ψάχνουνε τσέπες, μέση, μασκάλες, κάλτσες.

                Ο Κοσμάς έφτασε στη νέα κοπέλα και κοντοστάθηκε.

                - Ήταν κάτι καινούριο, που αναστάτωνε, η ζεστή σάρκα.

                Το άσκημο γέλιο του Κοντόγιωργα ακούστηκε πίσω του. Στα μάτια του Ίντα ξεχώρισε μια σπίθα.

                - Σα ν’ άργησες εσύ· σε καρτερούσαμε απ’ το πρωί. Μονάχα ο Νίκας και συ τα ξέρατε τα κατατόπια. Τώρα πια, τέλειωσε.

                - Όχι δα· έχει ακόμα πανηγύρι. Δες τ’ ανήλικο που ντρέπεται να την ψάξει, τη σκρόφα!

                Κι ο Κοντόγιωργας γέλασε ξανά. Αναμέρισε τον Κοσμά και στάθηκε πίσω απ’ την κοπέλα, γλεντώντας την τρομάρα της, που ’κανε τ’ όμορφο κορμί ν’ αναριγά.

                Άπλωσε τα χέρια για το ψάξιμο, μαραίνοντάς το ερωτικά, προκαλώντας το κορμί που μάλαζε, αδιάφορο, σαν άψυχο από τον πανικό, στο βάναυσο χάδι.

 

Βρεθήκανε δυο πιστόλια στο ’να συρτάρι του γραφείου, πέντε χεροβομβίδες. Και παντού, σωρός, οι κομουνιστικές εφημερίδες· στην ανοιγμένη τσάντα, πάκα ολάκερα ο Ριζοσπάστης, με το μελάνι φρέσκο ακόμα. Οι νικητές άρπαξαν τα χαρτιά και τα ’σκιζαν, κι αγρίεψαν παλεύοντας με τ’ άψυχα, και το μυαλό τους σκοτίστηκε.

                Ο Ίντας γύρισε στο Νίκα.

                - Κλείσε την πόρτα· θα το ξεράσουνε πού τις βγάζουν τις αναθεματισμένες τις φυλλάδες τους, ή θα τους λιανίσω έναν ένα.

                Κείνος κούνησε το κεφάλι.

                - Πάω να δω για το συσσίτιο· πρέπει να μοιραστεί σα να μην έγινε τίποτα. Και... Ίντα, δεν κάνει ν’ ακουστούνε φωνές. Κάλλιο στην ταβέρνα σου.

                Δεν πήρε απόκριση, έχανε τα λόγια του. Βγαίνοντας, είδε τα μάτια του Ντώνου να τον κοιτάζουνε με παρακάλιο. Κατάλαβε.

                - Έλα μαζί μου.

                Δεν ήτανε μέρος να κρυφτεί η φασαρία, το κλειστό σπίτι με τις θολωτές γαλαρίες, όσο κι αν σφαλούσες τις πόρτες. Οι άνθρωποι ξεχώριζαν πότε στριγκλιά, πότε χτύπημα, αυτιάζονταν. Μερικοί γύρεψαν να σιμώσουν, μα δεν τους άφησαν, κι ο κόσμος το μουρμούρισε.

                Τα ’βλεπε ο Νίκας, και δε βάστηξε. Τράβηξε γραμμή στο καμαράκι, άνοιξε την πόρτα με μια σπρωξιά.

                Ο βρόντος τους μαρμάρωσε όλους· η κοπέλα με το μαραμένο πρόσωπο είχε κρύψει το κεφάλι της στη γωνιά, στο πάτωμα, μα την είχανε παρατήσει. Άλλος, καταματωμένος, με τα μούτρα πρησμένα από τα χτυπήματα, δεν κουνούσε. Ο Κοσμάς έχωσε στις τσέπες τα κοκκινισμένα χέρια του, σα να τον πιάσανε να κλέβει, έκρυψε με το κορμί του έναν άντρα κολλημένο στο ντουβάρι, οι άλλοι της ομάδας καρφώθηκαν στη θέση τους. Οι πιασμένοι που δεν τους είχανε χτυπήσει ακόμα, στριμωγμένοι πίσω απ’ το γραφείο, γυρίσανε στην πόρτα προσμένοντας τη σωτηρία· ο Ίντας απόμεινε ασάλευτος, με τη γροθιά σηκωμένη. Έστριψε το κεφάλι του αργά, όσο που τα μάτια του απάντησαν το Νίκα.

                - Τι τρέχει;

                - Ακούγεται η φασαρία και δεν κάνει. Δεν κερδίζεις τίποτα, Ίντα.

                Τα βαριά φρύδια σμίξανε μια στιγμή.

                - Έχεις δίκιο· στην Ειδική θα ’ναι καλύτερα, να τους πάρουμε από δω. Τηλεφώνησε να στείλουν έν’ αμάξι.

                Ο Κοντόγιωργας σίμωσε, έσκυψε στον Ίντα.

                - Αυτήν -κι έδειξε με το μάτι τη νέα κοπέλα που είχε χάσει το χρώμα της- θα τήνε στείλουμε μετά. Θα μας πουν κορόιδα. Δίπλα έχει μια βολικιά καμαρούλα, θα τη ρωτήσω εγώ.

                Ο Ίντας τόνε θωρούσε λοξά.

                - Ούτε κι εγώ είμαι κορόιδο· δείξε μου την κάμαρη. Ύστερα η δικιά σου η σειρά.

                Πήρανε την κοπέλα και βγήκαν· δεν είχε νάκαρα να ρωτήσει πού την πήγαιναν.

                Σε λίγο γύρισε ο Νίκας κι είπε πως το αμάξι περίμενε παρακάτω. Δεν έκανε να ’ρθει στη Λέσχη. Οι άντρες της ομάδας βάλανε στη μέση τους πιασμένους, βγήκαν από τη μικρή πόρτα.

 

Ο Κοσμάς γυρόφερε τη Λέσχη, σεριάνισε μέσα στο μεγάλο σπίτι· ένιωθε περηφάνια που το κάμανε δικό τους. Καθώς τριγύριζε, άκουσε πίσω από μια πόρτα τον ξερόβηχα του Κοντόγιωργα, ύστερα, του φάνηκε, ένα παράπονο μακρύ. Έστησε τ’ αυτί· του μια στριγκλιά γυναίκεια, ο κρότος πάλης σιωπηλής, ένα χτύπημα. Όμως κανένας δε φώναξε. Και ο Κοσμάς απόμεινε να κρυφακούει τις λαχανιαστές ανάσες, κι η ταραχή που ’νιωσε σαν έψαχνε την κοπέλα γλίστρησε ξανά στο αίμα του, τον άναψε.

                Ακούμπησε στον τοίχο, τρέμοντας απ’ την απαντοχή για κάτι που δεν το ’ξερε ακόμα, μα θα ’ρχοτανε, δεν ξέφευγε.

                Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο Κοντόγιωργας. Πίσω του ο Κοσμάς ξεχώρισε την κοπέλα, πίστομα, να τραντάζεται από θρήνο που τον έπνιγε η ντροπή. Το ’να της πόδι έβγαινε γδυμνό μέσα από το σκισμένο ρούχο. Και πάλι ο Κοντόγιωργας γέλασε βραχνά.

                - Εδώ ’σαι συ; γουστάρεις;

                Τον πήρε από το μπράτσο και τον έσπρωξε στη μισάνοιχτη πόρτα.

                - Τράβα· δεν είναι για λύπηση αυτές· έπρεπε να σ’ είχε στα χέρια της. Μπορεί να ’τανε και μ’ αυτούς που με χτυπήσανε, δωδά, είχανε και γυναίκες μαζί τους. Κι άμα σου κάνει τη ζόρικια, πιάσε το πιστόλι σου. Δέιξε πως είσαι άντρας!

                Βρόντηξε πίσω την πόρτα, γελώντας και βήχοντας.

 

 4

                Από τότες ο Κοσμάς δεν ξαναπήγε στο Τμήμα. Φαΐ κονομούσε από το συσσίτιο της Λέσχης, κοιμότανε μέσα. Βρήκε στην ταβέρνα τους παλιούς του γνώριμους, το Ράσκο, δεξί χέρι του Ίντα, ανείπωτα σκληρόν, παρέα με τον Κατσαγκόλη. Τον Παλιούρα, γέρο, θεόστραβον απ’ τα τραχώματα, με πρησμένα μάτια· μ’ όλα τούτα ο λόγος του ακουγόταν, ήξερε καλά τους κόκκινους και τα τερτίπια τους· ήταν κι ο ιδίως κόκκινος, χρόνια πριν, και γύρισε την εποχή του Μεταξά, μα τώρα πια είχε ξεπέσει - τραβούσε πρέζα. Και το Χούρσογλου, που τόνε φοβόνταν, γιατί ’χε πάρε δώσε με τους Γερμανούς.

                Από γυναίκες ερχόταν η Σούλα, όμορφη μελαχρινή, που αγαπούσε τον Ίντα. Έμπλεξε με την ομάδα γιατί ’ταν αδερφή του Χούρσογλου· πολλές φορές, αγαπητικός κι αδερφός πιάνονταν άγρια, για ψύλλου πήδημα. Δεν ταιριάζαν τα χνότα τους, μα κρύβανε πεισματικά το λόγο, κι ας ήτανε βούκινο σ’ ολωνών το στόμα. Παραφυλάγαν να βρούνε τον άλλον σκάρτο για ν’ αρπαχτούν, μα δε χάνανε τα μυαλά τους με τον καβγά. Ο Ίντας δεν ήθελε να τα χαλάσει με τη Σούλα, και το Χούρσογλου τόνε βαστούσε ο φόβος του αρχηγού του.

                Αριά φαίνονταν άλλες, δεν ταίριαζε σε γυναίκες η ταβέρνα.

 

Αλλιώτικους ανθρώπους απαντούσε στη Λέσχη, φοιτητές οι πολλοί. Δεν άφηναν όποιον κι όποιον να μπαινοβγαίνει λεύτερα. Τα παθήματα τους βάλανε μυαλό, κι είχανε στις πόρτες βάρδιες, να ξετάζουν τις κάρτες, τι σόι άνθρωπος περνούσε μπροστά τους, μην έκρυβε πιστόλι· σιγουρεύονταν. Μ’ όλα τούτα κόσμος μπαινόβγαινε πολύς, παλικάρια και κοπέλες, αγαπιόνταν, τα φτιάχνανε, τα χαλούσαν. Η νιότη γύρευε το μερτικό της απ’ τη ζωή, αψηφώντας πείνα και σκλαβιά, και είχε δύναμη. Παιδιά που πίστευαν πως πολεμούσανε για τη λευτεριά, και τους στιμάρανε μέσα στους δεξιούς: ο Νίκας, ο Διακομανόλης, και κορίτσια μπασμένα στις οργανώσεις.

                Οι δυο τους κάνανε παρέα, και γύρω τους μαζεύονταν οι άλλοι. Αρχηγοί στους δεξιούς, καθόντανε στο στομάχι των κόκκινων. Μια φορά, στήσανε χωσιά στο Διακομανόλη, που πήγαινε με το κορίτσι του, τον καρτερούσανε στο δρόμο.

                Όμως πρόκανε και κρύφτηκε σε μια πόρτα, τράβηξε πίσω το κορίτσι και αρχίνησε να ρίχνει. Ακούσανε στη Λέσχη τις πιστολιές και τρέξαν -ο Νίκας πρώτος- τόνε γλίτωσαν. Δεν κατάφεραν να πιάσουν τους κόκκινους, το ’σκασαν μόλις φανήκαν, είχανε τσίλιες.

                Ο Διακομανόλης δε σκοτίστηκε για το πετσί του. Γύρισε στο κορίτσι του, μη γγίχτηκε, μη σκιάχτηκε. Κείνη στεκόταν πίσω του, ακουμπισμένη στο ντουβάρι, μόνο που ’χε κοκκινίσει. Σα να την πιάσανε να κάνει κακό, που βρέθηκε με το φίλο της. Γύρεψε να την αφήσουν να πάει σπίτι της, μα ήταν τρέλα· μπορεί να την καρτερούσανε παρακάτω. Την πήγαν ο Διακομανόλης μ’ άλλους δυο, με τα πιστόλια τους έτοιμα.

                Παράξενο κορίτσι η Μύρρα. Λιγομίλητη, με λυγερή κορμοστασιά, το μακρουλό πρόσωπο ακίνητο σαν άγαλμα, τα καστανά μαλλιά και τα μεγάλα μάτια, έμοιαζε, λες, εικόνα. Τα μάτια της ανυπόταχτα, τα ίσκιωνε με τα τσίνουρα.

                Ο Διακομανόλης την αγαπούσε σα να μην είχε δεύτερην η γης, και τ’ άρεσε του Κοσμά η συγκρατημένη αγάπη που του ’δειχνε. Τους έβλεπε πάντα μαζί, πότε στη Λέσχη, πότε στο δρόμο.

 

                Η Λέσχη κι η ταβέρνα ήταν οι δυο μορφές του αγώνα για τους δεξιούς. Σκληρές κι οι δυο, γιατί παλεύανε για ζωή και για θάνατο. Όμως η μια, με τους ανθρώπους που μάχονταν για την πίστη τους, γυάλιζε, και δεν ήθελε να την ξέρει την ταβέρνα με τους μεθυσμένους, κι ας είχε τη χρεία της, κάθε που βρισκότανε στα στενά.

                Οι άνθρωποι της ταβέρνας κατέχαν να σκοτώνουνε και να δέρνουν, μόνο που δεν ξέρανε γιατί πολεμούσαν, δεν είχανε σκοπό, μακάρι και ψεύτικο, να τους ξεγελάει. Βρεθήκανε στη μια γραμμή για ένα ντενεκέ συσσίτιο, και πολεμούσαν επειδή σκιάζονταν τον οχτρό. Και σαν αρχινήσαν τα φονικά, αυτοί πλήρωσαν πρώτοι.

                Ρίσκαραν τη ζωή τους· το ΕΑΜ έφτιαξε την ΟΠΛΑ, εκτελεστικά αποσπάσματα φανατικών, οργανωμένα καλά και οπλισμένα, με αρχηγούς ψημένους κομουνιστές, για να ξεκαθαρίζουν τους ζόρικους.

 Τον Ίντα, που στα χέρια του βαστούσε την ομάδα, τόνε βάλανε στο μάτι από τους πρώτους. Ένα βράδυ τον καρτερούσαν τέσσερις πέντε από δαύτους παρακάτω απ’ την ταβέρνα. Τον πετύχανε που ’φευγε, με δυο παιδιά μαζί του. Ο ένας τους πήρε χαμπάρι, έβγαλε να ρίξει χεροβομβίδα, και γύρισαν τα πιστόλια πάνω του, τόνε γάζωσαν· δεν πρόκανε μήτε να τραβήξει το λουρί, μα ο Ίντας κρύφτηκε σ’ ένα κούφωμα κι αρχίνησε τις πιστολιές, ο άλλος τρύπωσε σ’ ένα υπόγειο.

                Στην ταβέρνα βρέθηκε όλος ο κόσμος ο Ράσκος, ο Κατσαγκόλης, ο Χούρσογλου, πετάχτηκαν όξω με τις αραβίδες στα χέρια, πίσω τους οι άλλοι με τα πιστόλια, κι ο Κοσμάς. Ντουφεκούσαν αράδα, να σκιάξουν τους κόκκινους, ο Κοσμάς άκουσε δίπλα του το βρόντο και τραντάχτηκε σύγκορμος - του ’ρθε αναπάντεχο. Όμως μύρισε την μπαρούτη, τόνε ζάλισε, κι έτρεξε μονάχος στον Ίντα με την μπερέτα του, χωρίς να λογαριάσει τους δικούς του που μείνανε ταμπουρωμένοι και βαράγαν.

                Οι κόκκινοι χαθήκανε σ’ ένα παραδρόμι· ο Ίντας σημάδεψε κι έριξε δυο απανωτές στο διακαμό που πρόβαλε από μια πόρτα, κι αυτός παραπάτησε κι έστριψε τη γωνιά, κι ο Κοσμάς χύθηκε στο παραδρόμι.

                Πρόφτασε το λαβωμένο στα γόνατα, να σκουπίζει με το μαντίλι το λαιμό του, το αίμα ξεπηδούσε σαν από σφαχτάρι. Στο χέρι του βαστούσε ένα μεγάλο μπράουνιγκ, μα τα ’χε χαμένα κι απολογιόταν:

                - Δεν ήμουνα μαζί τους περνούσα κι άκουσα το σαματά, έτρεξα, και μου ρίξανε, με λαβώσαν. Της Ειδικής είμαι· σωστά μιλάω. Μη με σκοτώσεις, αφεντικό!

                - Πέτα το πιστόλι σου! πέτα χάμω το πιστόλι σου, σ’ την άναψα.

                Το μπράουνιγκ έπεσε, κι ο Κοσμάς έσκυψε και το μάζεψε. Κοντοστάθηκε· τι θα τον έκανε το λαβωμένο; Μα ξεπρόβαλε απ’ τη γωνιά η μπούκα της αραβίδας, ύστερα, με προφύλαξη, ο Ράσκος κι ο Ίντας. Πίσω τους ερχόντανε πολλοί.

                - Κατά πού πήγαν;

                - Δεν είδα· έπιασα μονάχα τούτον που τον βάρεσες. Είχε πιστόλι.

                - Ράσκο, περίλαβέ τον. Φέρ’ τον μαζί, να μας δείξει το δρόμο.

                Ο λαβωμένος δεν ήθελε να σηκωθεί, μα ο Ράσκος τόνε σημάδεψε στην κοιλιά με την αραβίδα· στο σκελετωμένο μούτρο του το κάτω χείλι έπαιζε.

                - Θα ’ρθεις μαζί μας;

                Ακόμα δυο της ομάδας πέρασαν ντουφεκώντας στον αγέρα, κι ύστερα ο Κοσμάς άκουσε το βογκητό. Σιγανό στην αρχή, μα δυνάμωσε γοργά, ξέσπασε σ’ ουρλιαχτό μακρύ, χωρίς να παρακαλάει κανένα, το παράπονο του ζώου που δεν το μέλει πια αν πεθάνει, που πονάει, που το βάσανο είναι πολύ βαρύ για να στιμάρει άλλο τίποτα.

                Γύρισε, και τον είδε να σπαράζει χάμω. Τα πόδια του και οι άγκωνες κλοτσούσαν και τινάζονταν, τα χέρια του βαστούσαν την κοιλιά του· στριφογύριζε σα σκουλήκι και μούγκριζε:

                - Άδικα πήγα, αφεντικό· άδικα πήγα, αφεντικό.

 

 5

Μέσα στην ομάδα, τόνε σκιάχτηκαν το Ράσκο· είχανε περάσει μπροστά του και τον είδαν, ακουμπισμένο στην αραβίδα, να κοιτάζει τον άνθρωπο που σπάραζε, χτυπημένος στην κοιλιά, και να μη φεύγει, να ’χει την έγνοια μην πάνε και τον αποτελειώσουν. Και δεν ήταν πράμα να το αντέξεις.

                Τον Κοσμά τόνε στίμαραν πολύ, που ’τρεξε να φτάσει τον Ίντα πρώτος, χωρίς να σκοτιστεί για τους φονιάδες έπιασε τον ένα -το πιστόλι του το ’χε στο ζουνάρι- κι ας τόνε ξέκαμε ο Ράσκος.

                Στη Λέσχη, που τα μάθαν, έγινε άνθρωπος σπουδαίος - γυρεύαν την ιδέα του και τη βοήθειά του. Τότε πήρε το σημείωμα από την ΟΠΛΑ. Δεν ερχόταν πάντα βολικό να καθαρίζουν, οι μακαντάσηδες. Οι πιστολιές τραβούσαν κόσμο, την πλήρωναν κι οι δικοί τους, σαν που ’γινε με τον Ίντα. Κι όποτε μπορούσαν, πασέρνανε χαρτάκια, πως τάχα ήρθε η ώρα σου και δε γλιτώνεις, μήπως δειλιάσεις και

τραβηχτείς από μονάχος.

                Κι όχι γι’ αστείο· όποιος έπαιρνε τέτοιο χαρτί, λογαριαζότανε σταμπαρισμένος, δε γλίτωνε, σαν τόνε βρίσκαν σκάρτον πουθενά. Όμως, κανένας δεν ήτανε πρόβατο.

                Ο Κοσμάς φύλαγε βάρδια στη Λέσχη, την ώρα του συσσίτιου, ξέταζε τις κάρτες· ο κόσμος μαζεύτηκε πολύς, ουρά μεγάλη, σπρωχνότανε σαν κοπάδι. Νεύριασε ο Κοσμάς που δεν κατάφερνε να τους βαστήξει. Οι μπροστινοί κάθονταν ήσυχα -τον είχανε φάει το γάιδαρο- μα τους σπρώχναν από πίσω· οι έξυπνοι πάλι πιάναν παρέα με το φίλο, στη μέση της ουράς, και κολλούσαν ή περνούσαν το ντενεκεδάκι τους, κι οι βρισιές μπερδεύονταν, να μην τις ξεχωρίζεις. Πήγαινε να πισωπατήσει ο Κοσμάς με το στριμωξίδι, όσο που, τσαντισμένος, χύθηκε μες στον κόσμο κι έσπρωχνε δεξιά και αριστερά, να τους φέρει σε λογαριασμό.

                Δεν το κατάλαβε τι του πασάραν. Πιο ύστερα, σαν πήγε να βγάλει το μαντίλι του, έπεσε χάμω. Παραξενεμένος το σήκωσε, διάβασε, κι έχασε το χρώμα του. Ένα μικρό, στενόμακρο χαρτάκι, τσαλακωμένο από τη χούφτα που το ’σφιγγε, ποιος ξέρει πόσην ώρα. Πάνω του μια αράδα, γραμμένη στη μηχανή:

 

                «Προδότη, τοιμάσου· η ώρα σου φτάνει. – ΟΠΛΑ».

 

                Σκοτισμένος απόμεινε ο Κοσμάς· δεν καταλάβαινε πώς έγινε, πώς του τη σκάσαν. Γύρισε στον κόσμο που ’χε αραιώσει, οι πολλοί είχανε φύγει. Αργούσε να τους μπάσει μέσα, κι αρχίνησαν να φωνάζουν· το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι, έπιασε, κάτω απ’ τη χλαίνη, το σκληρό φούσκωμα.

                - Σκασμός, κόκκινοι φονιάδες! Να μη σας κολλήσω στον τοίχο.

                Άρπαξε απ’ το λαιμό τον πρώτο που βρέθηκε μπροστά του, τόνε χτύπησε κατάμουτρα μ’ όλη του τη δύναμη. Πιαστήκανε στα χέρια, ο άλλος, πιο δυνατός, πιο δεμένος, λευτερώθηκε και τον τίναξε πέρα.

                - Τι διάολο έχεις μαζί μου;

                Ο Κοσμάς έχωσε το χέρι κάτω απ’ τη χλαίνη, έβγαλε το πιστόλι.

                - Ακούνητος σε καθάρισα!

                Μονομιάς σταμάτησε η ταραχή κι οι φωνές. Όσοι μπήκανε στη μέση τραβήχτηκαν, αφήσανε μόνο του ένα παιδί είκοσι, είκοσι δυο χρονώ, γερμένο λίγο, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά, τα μάτια ορθάνοιχτα. Στο δεξί του βαστούσε ακόμα ένα ντενεκέ· τα σφιγμένοι του δάχτυλα μοιάζανε να ’χουν κοκαλώσει.

                - Πέτα χάμω τον ντενεκέ· γύρνα στον τοίχο, και τα χέρια ψηλά.

Τα δάχτυλα έπαιξαν με κόπο, τα χέρια σηκώθηκαν αργά, γύρισε τη ράχη του.

                Ο Κοσμάς ένιωσε να τον πιάνουν από πίσω, άκουσε φωνή του Νίκα:

                - Τι γίνεται; τι ’ναι αυτός;

                Έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έπιασε το χαρτάκι.

                - Για παρ’ το!

                Με μια ματιά ο Νίκας κατάλαβε.

                - Φέρ’ τον μέσα, και κρύψε το πιστόλι. Ντώνο, κάτσε στην πόρτα.

                Ο Κοσμάς φύλαξε το πιστόλι, πήρε τον άνθρωπο από το μπράτσο.

                Τόνε χτυπούσαν ώρα, μα δε βγάλαν τίποτα. Τα χαρτιά του ήταν εν τάξει, φοιτητής της ιατρικής, την ταυτότητά του την είχε σφραγίσει στην αστυνομία εδώ και δυο μήνες. Δεν ήξερε, δεν καταλάβαινε γιατί του ρίχτηκαν, ήρθε για το συσσίτιο. Κοίταγε τη δουλειά του, δεν ανακατευόταν πουθενά.

                Ο Διακομανόλης πήρε κατά μέρος τον Κοσμά:

                - Είσαι σίγουρος πως ήταν αυτός;

                - Δεν ξέρω, έτυχε κοντά μου. Δεν τον είδα να μου πασέρνει το χαρτάκι.

                - Έπεσες όξω· η Μύρρα τον ξέρει, είναι καλό παιδί.

                - Να ψάξουμε στο σπίτι του. Σα δε βρούμε τίποτα, τον παρατάμε.

                - Δε βαριέσαι, αφού τον ξέρει η Μύρρα. Τζάμπα τόνε βαρέσαμε.

                Ο Κοσμάς δεν ήθελε ν’ ακούσει. Πήρε το Νίκα και τον πιασμένο -Ντούβα τόνε λέγαν- τραβήξανε σπίτι του.

                Τ’ ανώι ενός δίπατου, μια γριά, η μάνα του. Ψάξανε συρτάρια, δυο ντουλάπια, ένα μπαούλο, κι ο Κοσμάς κατάλαβε πως παιδευόταν άδικα. Δεν μπορούσε να ψάξει ολάκερο σπίτι, κι αν ήταν κάτι, δε θα το κρύβανε στα συρτάρια. Ο Νίκας γύρεψε να τους συχωρέσουν και χωρίσανε σαν καλοί φίλοι - ο χτυπημένος είχε πλύνει τα μούτρα του από τα αίματα και μέναν οι μαυρίλες. Μα δε σήκωνε να μιλήσει.

 

 6

                Μια νύχτα πήγαν να γράψουνε στους τοίχους, ο Κοσμάς και άλλα παιδιά. Μαζώχτηκαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στου Στρέφη, όσο να περάσει η ώρα της κυκλοφορίας, τοιμάσανε τα πινέλα, τη νερομπογιά. Κανόνισαν τις τσίλιες, το σφύριγμα. Κεφάλι τους ήταν ο Κοσμάς, μονάχα αυτός είχε πιστόλι.

                Βγήκαν αργά, εφτά όλοι όλοι, με δυο κουτιά κι ένα μεγάλο ντενεκέ χρώμα.

                Ο Κοσμάς έστειλε τον ένα μπροστά για τσίλια, κι έναν πίσω. Αν άκουγαν τίποτα, με το σφύριγμα της τσίλιας θα σκορπούσαν από παραδρόμια, να ξαναβρεθούνε στο σπίτι.

                Η δουλειά πήγαινε καλά· δεν ακουγόταν άχνα, οι Γερμανοί λες και ξέχασαν να βγάλουν περίπολο. Οι τοίχοι γιόμισαν γαλανά γράμματα, που κράζανε τον κόσμο να ξεσηκωθεί, μα να φυλάγεται κιόλας από τους σκάρτους που σπέρναν το φαγωμό και σκοτώναν τα καλύτερα παιδιά του.

                Ο Κοσμάς είχε τα μάτια του τέσσερα. Ήταν πρωτάρηδες μαζί του, το ’νιωθε από τα γραψίματά τους, άτσαλα, γιομάτα μουντζούρες, από τις τσίλιες που κρύβονταν στις γωνιές, κι ας μην είχε φεγγάρι, που πατούσανε βαριά.

                Φτάσανε σε μια πολυκατοικία, με τζαμένια καγκελόπορτα κι άσπρα μάρμαρα τριγύρω. Σπουδαίο μέρος για γράψιμο, μα τα μάρμαρα πέφτανε ψηλά κι οι μπογιατζήδες δεν έφταναν.

                Τα βόλεψαν· αφήσανε χάμω το μεγάλο ντενεκέ, ένας ακούμπησε στον τοίχο κι ο άλλος σκαρφάλωσε στους ώμους του, με το χοντρό γαλανό πινέλο, που έσταζε, στα χέρια.

                Τον Κοσμά τον πήρανε τα γέλια, τους είδε στο λεφτό περασμένους λουλάκι απ’ την κορφή ως τα νύχια.

                Τότες ακούστηκε το περίπολο. Τα πατήματα, μακρινά ακόμα, ξεχωρίσανε ρυθμικά. Η μια τσίλια σφύριξε, μα όλοι είχανε μείνει μάρμαρο. Ο μπογιατζής που ‘γραφε πέταξε χάμω το πινέλο, πήδηξε βιαστικός, κι έπεσε πάνω στον ντενεκέ με την μπογιά, τον αναποδογύρισε με βρόντο.

                Ο Κοσμάς βλαστήμησε πνιχτά, έστησε τ’ αυτί, μα τίποτα δεν είχε αλλάξει στις βαριές πατημασιές. Σταθήκαν ώρα, κι αφουγκράζονταν το σάλαγο που όλο και σίμωνε, και ύστερα έπιασε να ξεμακραίνει, έσβησε σιγά σιγά.

                Σκύψαν να μαζέψουν τα σύνεργά τους, όμως μπογιά δεν είχαν. Ο Κοσμάς κοντοστάθηκε· θα πήγαινε χαμένο το ξενύχτι; Φώναξε τη μια τσίλια.

                - Τράβα να μας φκιάσεις μπογιά, να μας τη φέρεις με τον ντενεκέ. Θα σε περιμένουμε δω, έχουμε ακόμα λίγη. Κάμε γρήγορα.

                Και βλέποντας που ο άλλος δεν κουνούσε:

                - Έλα ντε· τι έπαθες;

                - Μονάχος θα πάω;

                - Φοβάσαι; Το περίπολο πέρασε. Πάρε το πιστόλι μου, μόνο να μην κάνεις φασαρία.

                Έβγαλε απ’ το ζουνάρι του την παλιά μπερέτα και του την έδωσε.

                - Πρόσεχέ το, η ασφάλεια δεν πιάνει. Καλύτερα στάσου να σιγουράρω.

                Περήφανος που τον κοιτούσαν, έπιασε τη σφύρα με το μεγάλο δάχτυλο και την άφησε να πέσει μαλακά, ως την πρώτη σκάλα, πατώντας τη σκανδάλη.

                - Τώρα έχει ασφάλεια. Άμα είναι να ρίξεις, τράβα πίσω τον κόκορα. Μην παίζεις όμως.

 

                Λίγο κράτησε η μπογιά, και κάτσανε σε κάτι σκαλάκια. Πρώτος ο Κοσμάς ξεχώρισε το σούσουρο. Τα φυλαγμένα πατήματα, την ψιθυριστή κουβέντα, ένα λαφρύ σφύριγμα. Έγνεψε στην παρέα του να μην κουνήσει, πήγε να δει. Περπατούσε στη σκιά, με προφύλαξη, έφτασε στη γωνιά, και τους είδε στο παρακάτω σοκάκι. Φαίνονταν πολλοί, μα δεν ξεχώριζε αν ήταν κόκκινοι ή δικοί τους.

                Έκαμε ακόμα δυο βήματα και κρύφτηκε σε μια ξώπορτα μισανοιχτή· και κει ένιωσε να τον αδράχνουν από πίσω, να του στρίβουν τα χέρια στην πλάτη, να του βουλώνουν το στόμα.

                Τινάχτηκε και πάσκισε να ξεφύγει, μα είχε να κάμει με δυο. Κυλίστηκαν χάμω, παλεύοντας, ύστερα ο Κοσμάς τα παράτησε. Άκουγε κιόλας τρεχάματα. Καινούριες φάτσες σκύψαν απάνω του, ένας φακός τόνε στράβωσε.

                - Σβήσε το φανάρι, μωρέ! παλάβωσες; μούγκρισε αυτός που βαστούσε τον Κοσμά.

                Μαζώχτηκαν πολλοί ένα γύρο.

                - Τι ’ναι; τι τρέχει;

                - Μας παραφύλαγαν· πιάσαμε τον ένα, οι άλλοι το ’σκασαν. Να φύγουμε, μη μας μπλοκάρει η Ειδική. Πού να τον πάμε;

                - Ξέρω ’γώ; στου Στρέφη. Στείλε μακριά τις τσίλιες, και να ’χουν το νου τους. Να μη ρίξουν και μας πάρουνε μυρουδιά. Είχε πιστόλι;

                - Όχι, τόνε ψάξαμε.

                - Τι ’σαι, μωρέ; φασίστας; μίλα, να μη σε καθαρίσω!

                - Περαστικός είμαι και χασομέρησα. Παρατάτε με.

                - Όρσε να μας πεις! τι γυρεύεις εδώθε;

                Κάποιος ήρθε τρεχάλα απ’ το στενό.

                - Όλο το σοκάκι είναι βαμμένο. Εδεσίτης είναι.

                - Εδεσίτης; και κάνει την πάπια. Να τον πάρουμε στου Στρέφη.

                Ένας ψηλός, με χνότα βαριά, σίμωσε.

                - Βρε προδότη, πουλημένε! Μας παραφύλαγες, ε;

                Χτύπησε τον Κοσμά με κακία, κατάμουτρα, δυνατά, μα πέσανε στη μέση και τους χώρισαν.

                - Όχι εδώ, θα μας ακούσουν.

                Πιάσανε τον Κοσμά από τα μπράτσα, τον τράβηξαν μαζί τους. Του στρίψαν το ’να χέρι στη ράχη, και κάθε λίγο το ζορίζανε, για το γούστο. Ένιωθε το κεφάλι του να βουίζει από το χτύπημα, κάτι υγρό έτρεχε στα χείλια του, κι έσκυβε, έκρυβε το πρόσωπο να μην τόνε γνωρίσουν. Κάπου κάπου ανατρίχιαζε, σα να ’χε πυρετό, έσφιγγε τα δόντια του, να μη χτυπάνε. Τον κάθισαν σ’ ένα βραχάκι, ο ψηλός έσκυψε πάνω του.

                - Γιατί μας παραφύλαγες, μωρέ;

                - Δε σας παραφύλαγα, περαστικός ήμουν.

                Ο ψηλός τόνε χαστούκισε, και το κεφάλι του Κοσμά τραντάχτηκε, και ξανά τόνε χαστούκισαν, και πάλι, πολλές φορές, και το μνημονικό του άδειασε, και δεν κατάφερνε να μαζέψει το νου του με τα χτυπήματα, μόνο ήθελε να μην τόνε γνωρίσουν. Είχε ξεχάσει γιατί δεν έπρεπε να τον καταλάβουν, και κάτι πάσκιζε ακόμα να σκεφτεί, και δεν μπορούσε, και τα δόντια του βροντούσανε, γιατί δεν έσφιγγε τις μασέλες. Δεν ένιωθε πόνο και δεν ήξερε αν φοβόταν, το κεφάλι του γύριζε. Είδε ένα τσιγάρο που άναψε, και μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό πως θα φωτιζόταν η φάτσα του, και την έκρυψε στις χούφτες, μα του τράβηξαν τα χέρια κι ο ψηλός ξαναρώτησε.

                - Περαστικός, ε; στις δυο τα μεσάνυχτα. Θώρα τον! Σαν το ψάρι τρέμει. Θα μας πεις τι γύρευες, ή να ξαναρχίσω;

                - Γράφαμε· γράφαμε στους τοίχους. Άκουσα περπατησιές, κι ήρθα να δω.

                - Γράφατε; πόσοι ήσασταν;

                - Εφτά... έξι. Ο ένας έφυγε να φέρει μπογιά.

                - Πώς τους λέγανε; Γράφε, Κώστα.

                Ο Κοσμάς πάσκισε να θυμηθεί, ονόματα δεν ήξερε.

                Ο ψηλός του τίναξε μιαν ανάποδη, τον πέταξε χάμω και τον άρπαξε απ’ το λαιμό. Πήρε μια πέτρα και την κουνούσε μπροστά του.

                - Μίλα, μωρέ, να μη σου το τσακίσω το κεφάλι.

                - Ζάνια τόνε λέγαν. Μιχάλη Ζάνια.

                - Ποιόνα λέγανε Ζάνια;

                - Κείνον που πήγαμε στο σπίτι του.

                - Πού είναι το σπίτι του;

                - Πιο κάτω· Μπενάκη. Η πολυκατοικία μετά τα Εξάρχεια, δεξιά. Δεν ξέρω το νούμερο.

                Ο ψηλός τον παράτησε.

                - Μίλα τώρα, θα τα πεις όλα. Ποιοι ήσασταν;

                Ο Κοσμάς ένιωθε το κεφάλι του αδειανό είπε στην τύχη ένα όνομα.

                - Ο Αναγνώστου... Κάθεται στη Νέα Σμύρνη.

                - Σε ποιο δρόμο;

                - Δεν ξέρω· δεν πήγα σπίτι του. Είναι και δυο αδέρφια, οι Λιακάκηδες. Κι ο Παπαλάμπρου.

                - Πού κάθονται;

                - Δεν ξέρω δε μου ’πανε.

                - Ποιον είχατε σύνδεσμο;

                - Το Ζάνια· μας ήξερε όλους.

                - Πού μαζευόσασταν;

                - Σας τα ’πα... Μπενάκη.

                - Ποιους άλλους ξέρεις;

                - Κανένα· σας τους είπα όλους.

                Κάποιος πετάχτηκε από δίπλα.

                - Ψέματα λέει, Στέλιο. Γράφαν εφτά, και σου ’πε πέντε ονόματα· κι ένας ετούτος, έξι. Σου ’κρυψε τον ένα.

                Ο ψηλός χίμηξε πάνω στον Κοσμά κι άρχισε να τόνε χτυπά με χέρια και με πόδια.

                - Θάρρεψες πως θα με γελάσεις; Λέγε, μωρέ, ποιον έκρυψες; Τι δουλειά έκανε;

                Το μυαλό του Κοσμά σκοτίστηκε πάλι· τα ’βλεπε όλα θολά, τον άνθρωπο που τόνε χτυπούσε, και δεν καταλάβαινε πια γιατί, και τι τόνε θελαν και τόνε φέρανε κει πέρα, ποιοι ήτανε γύρω του. Μόνο πως έπρεπε να βρει ένα όνομα, όσο γινότανε πιο γρήγορα.

                Πάσκισε να θυμηθεί ποιον ήξερε, και μια βαριά μορφή του πέρασε από το νου· πώς τόνε λέγαν; Ίντα. Κάτι τόνε βάστηξε, και δεν ξεστόμισε τ’ όνομα.

                - Θα τον πω· δεν μπορώ να σκεφτώ έτσι που βαράς. Δεν ξέρω ποιους μαρτύρησα.

                Σταμάτησαν να τόνε χτυπούν, ανάσανε.

                - Μίλα· γρήγορα!

                - Ποιους είπα;

                - Το Ζάνια το σύνδεσμο, τον Αναγνώστου που κάθεται στη Νέα Σμύρνη, τους Λιακάκηδες...

                Ο Κοσμάς δεν άκουγε πια. Το μυαλό του είχε καθαρίσει, θυμήθηκε γιατί δεν έπρεπε να πει τον Ίντα, δεν έκανε να τόνε γνωρίσουν.

                - Το Λέκα σου τον είπα;

                - Όχι· πού κάθεται αυτός;

                - Ζαλόγγου· κοντά στη Σόλωνος. Δεν έχει νούμερο το σπίτι του, ένα υπόγειο.

                - Τι δουλειά κάνει στην οργάνωση;

                - Τίποτα· καινούριος είναι.

                - Γιατί τον έκρυψες;

                - Δεν τον έκρυψα. Τον είχα ξεχάσει, έτσι που βάραγες.

                - Βάραγα, ε; Όταν βαράτε σεις είναι καλά. Δυο φορές μ’ έπιασε η Ειδική, και ξέρω τη γλύκα. Άκου, αν μας είπες ψέματα, θα ρωτήσω και θα μάθω. Όπου και να πας θα σε βρω, να σε καθαρίσω. Για κάτσε, ρε, κάπου σε θυμάμαι. Δώσε το τσιγάρο σου, Κώστα, να δούμε τη φάτσα του.

                Πήρε το αναμμένο τσιγάρο και τίναξε τη στάχτη, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και το σίμωσε στο πρόσωπο του Κοσμά, πού ’νιωσε τα χείλια του να σφίγγουνται, και τραβήχτηκε αθέλητα. Στο φως του τσιγάρου η φάτσα του φάνηκε στραβωμένη απ’ την τρομάρα.

                Ο Κώστας χαχάνισε.

                - Για δες, Στέλιο, σκιάζεται ακόμα μην τόνε χτυπήσεις. Σαν το ψάρι τρέμει. Μη φοβάσαι από μας, αγόρι· εμείς είμαστε πατριώτες. Κι αν έφαγες λίγο ξύλο, σου χρειαζότανε, να μη βαστήξεις κακία. Πρέπει να το νιώσετε όλοι: όσο δε μονοιάζουμε, μόνο ο καταχτητής βγάνει διάφορο. Στην Πολωνία, που σκοτώσανε πεντακόσες χιλιάδες ψυχές οι Γερμανοί, είν’ ένα μονάχα κόμμα και τους πολεμάει. Άμα κάνουμε τα ίδια και εδώ, και λείψει ο εσωτερικός οχτρός, θα πολεμήσουμε όλοι μαζί για τη λευτεριά, και τη δική μας, και της Πολωνίας, και της Ρουσίας.

                Παράξενα του φάνηκαν αυτά του Κοσμά. Τα ’χε ακόμα χαμένα, όμως το ξύλο έμοιαζε πως είχε τελειώσει, και ρώτησε:

                - Καλά, μα... κι εδώ είναι Γερμανοί. Το σπίτι μας καίγεται, την Πολωνία θα κοιτάμε;

                - Ναι, και μεις πρέπει να κοιτάμε τους Πολωνούς· είμαστε αδέρφια μ’ όλον τον κόσμο, και πρέπει μαζί να πολεμήσουμε για να λευτερωθούμε απ’ τους φασίστες και τους καπιταλιστές. Εσύ τι δουλειά κάνεις;

                Ο Κοσμάς κόμπιασε.

                - Μανάβης... Σε μανάβικο δουλεύω.

                - Τα βλέπεις· και συ ’σαι προλετάριος, και σένα σε συφέρει να πέσει η τυραννία του καπιταλισμού. Όταν λευτερωθούμε, να ’ναι αληθινή η λευτεριά, όχι να σε σκλαβώσουν άλλοι φασίστες. Θέλεις να γραφτείς στην ΕΠΟΝ;

                Ο Κοσμάς αρπάχτηκε οπό την ευκαιρία.

                - Θέλω· μπορώ να γραφτώ;

                Ο Κώστας γύρισε στο Στέλιο.

                - Ακούς;

                - Τον αναλαβαίνεις εσύ; κι άμα σου κουβαλήσει την Ειδική;

                - Τι να κάνει; τον καθαρίζω στο λεφτό. Το νου σου, αγόρι, θα ’χω μαζί μου πιστόλι. Μην παίζεις, πρώτος θα πας εσύ, κι εγώ μετά.

                - Είμαι εν τάξει.

                - Θα σε περιμένω αύριο στις πέντε, στα Πευκάκια. Θα ’χω κι άλλους κοντά, πρόσεχε!

                - Θα ’μαι εν τάξει, σου είπα. Να φύγω τώρα;

                - Τράβα. Και μην τα λογαριάσεις τα δυο χαστούκια που ’φαγες. Έπρεπε να τα φας, δε γινόταν αλλιώς.

Σφίξαν τα χέρια, φιλικά θα ’λεγες.

 

 7

Κείνη τη νύχτα οι κόκκινοι χτυπήσανε για καλά. Πρωί πρωί έφτασε στη Λέσχη το μαντάτο. Βρήκανε στου Στρέφη το κουφάρι του Διακομανόλη με τα μυαλά σκόρπια, και το φέρανε στο νεκροτομείο.

                Ο Νίκας έτρεξε αμέσως. Μόλο που το κεφάλι είχε ανοίξει, δε χώραγε λάθος. Μήνυσε στο σπίτι του, να τον πάρουν.

                Αναστατώθηκε η Λέσχη· τον αγαπούσαν όλοι το σκοτωμένο. Σε λίγο ήρθε κι η Μύρρα. Την τριγυρίσανε, και τους κοίταξε, απορημένη. Ρώτησε αν φάνηκε ο Διακομανόλης· τα μασήσανε, δεν ξέραν πώς να της το πουν. γύρισε στο Νίκα.

                - Δεν καταλαβαίνω· δε φάνηκε ακόμα; τι τρέχει;

                Δεν πρόφτασε ν’ ανοίξει το στόμα του ο Νίκας, κι ο Κοντόγιωργας πετάχτηκε.

                - Οι κόκκινοι... Οι φονιάδες!

                Το κορίτσι άσπρισε· πήρε τα χέρια του Κοντόγιωργα.

                - Τον πιάσανε; πού το ξέρεις;

                - Δεν τον πιάσανε· δεν ήταν άνθρωπος να τον πιάσουν. Άντρας σωστός!

                Η Μύρρα αργόσυρε τη ματιά στους διπλανούς, είδε τα πανιασμένα πρόσωπα. Σταμάτησε πάνω στο Νίκα, κι ν’ φωνή της, χαμηλή, έμοιαζε δίχως χρώμα:

                - Πού τόνε σκότωσαν;

                - Στου Στρέφη· του ρίξανε στο κεφάλι και δε θα πόνεσε. Τον έχουν στο νεκροτομείο, θα ’ρθουν οι δικοί του να τον πάρουν.

                Η Μύρρα γύρισε να φύγει, μα ο Νίκας την άρπαξε από τους ώμους.

- Μην πας, Μύρρα. Δεν κάνει να τόνε δεις· δε θα τον ξεχάσεις ποτέ σου. Δε σ’ αφήνω!

                Η κοπέλα κάθισε σε μια καρέκλα κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια, μα δεν έκλαιγε. Ήταν παράξενη στα φερσίματά της. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, φώναξε το Νίκα.

                - Με άφησε σπίτι μου στις δέκα.

                - Καλά, μου τα λες ύστερα.

                - Όχι, μπορεί να σε βοηθήσω. Είπε πως θα πήγαινε να κοιμηθεί.

                - Κατάλαβες να σας έχουν πάρει ξοπίσω;

                - Όχι· γυρνούσαμε στο Πάρκο από νωρίς.

                - Φαίνεται πως τον καρτερούσαν· ξέραν ότι ερχότανε σπίτι σου. Μα πώς τον πιάσαν! Γιατί τον πιάσαν κι ύστερα τον πήγανε στου Στρέφη. Δεν μπορεί να τον τραβήξανε τόσο δρόμο σκοτωμένο.

                - Σωστά· τόνε ξαφνιάσαν. Και τώρα, Νίκα, θα πάω να τόνε δω. Μπορεί να μην τον ξεχάσω, ούτε και το θέλω.

                Ο Νίκας κατάλαβε πως δε θα τον άκουγε.

                - Είναι φριχτό, Μύρρα. Πάρε μαζί σου τον Κοσμά.

                Το κορίτσι σήκωσε τους ώμους αδιάφορα.

                - Έρχεσαι;

                - Μια στιγμή, κάτι να πω του Νίκα· δεν αργώ.

                Έσκυψε στ’ αυτί του, του κρυφομίλησε. Κείνος τίναξε το κεφάλι, τον έψαξε με το μάτι είδε τις μελανιές απ’ τα χτυπήματα, τα κόκκινα πρησμένα μάτια, τα ξεγδάρματα, που κανένας δεν τα πρόσεξε μπρος στη μεγάλη συφορά.

                - Τυχερός στάθηκες! τώρα, μπορεί να πάρουμε το αίμα πίσω.

                Τον τράβηξε παράμερα, να κουβεντιάσουν. Μα η Μύρρα δεν τους περίμενε, έφυγε μονάχη, κι ο Κοσμάς έτρεξε να την προκάνει.

                Δεν αλλάξανε κουβέντα στο δρόμο. Ο Κοσμάς, ταραγμένος, κοίταγε κλεφτά τ’ όμορφο κεφάλι που ξεχώριζε πάνω στα παλιά, πρασινισμένα, από χρόνια αμπογιάτιστα ντουβάρια. Τη θάμαζε, που βαστιότανε και δεν αρχινούσε το θρήνο, στη μέση του δρόμου. Την έβλεπε πάντα με το Διακομανόλη, και τώρα πήγαιναν να τόνε βρουν στο νεκροτομείο.

Ήτανε μέσα τρία κουφάρια - γύρω από το ’να είχε μαζευτεί σμάρι ολάκερο νέα παιδιά και μιλούσε μ’ άψη. Η Μύρρα σίμωσε· τη γνώρισαν και παραμέρισαν, της κάμανε τόπο. Το κουφάρι το ’χανε σκεπασμένο με σεντόνι, μα κάποιος φανέρωσε το κεφάλι.

                Στ’ αλήθεια φριχτό του ’χανε ρίξει από πίσω, κι η σφαίρα τσάκισε τα κόκαλα, τα πέταξε κομμάτια. Αυτοί που τόνε μάζεψαν πάσκισαν να τα βάλουνε στη σειρά, για να γνωριστεί, μα παντού χτυπούσε στο μάτι το κουρελιασμένο κρέας, τα ξερά αίματα ανακατωμένα με σκλήθρες κόκαλο, κι ασπριδερά, λερωμένα από τα χώματα μυαλά. Η μύτη έλειπε και τα μάτια πετάχτηκαν όξω, τα βλέφαρα δε φτάνανε να τα κλείσουν. Κι ήρθε ο θάνατος και τέντωσε τα ποντίκια, στράβωσε το στόμα, τράβηξε τα χείλια της λαβωματιάς και την άνοιξε.

                Έπεφτε πολύ για κορίτσι, η Μύρρα πισωπάτησε, κι έπεσε πάνω στον Κοσμά, που τη βάστηξε. Τον έπιασε απ’ τον ώμο, η χούφτα της σφίχτηκε, ακούμπησε πάνω του το κορμί της, μα δε γύρισε το κεφάλι.

                Γρήγορα συνέφερε, στυλώθηκε ορθή. Κάποιος πήγε να σηκώσει το σεντόνι, μα δεν τον άφησε, και θωρούσε ώρα το κουφάρι, ασάλευτη, με σφιγμένα χείλια.

                Ο κύκλος στένεψε πάλι γύρω της, μα τώρα κανένας δεν άνοιγε το στόμα, όσο που ακούστηκε σούσουρο στην πόρτα. Το κορίτσι γύρισε, κι είδε να μπαίνει στη μεγάλη κάμαρα μια γυναίκα περασμένη στα χρόνια, με μάτια κόκκινα κι ανακατωμένα μαλλιά, που τη βαστούσε από το χέρι ένας γέρος. Μόλις αντίκρισε το τραπέζι με τα σκεπασμένα κορμιά έκρυψε το πρόσωπο στο στήθος του γέρου, και σταμάτησαν, απόμειναν στη μέση της κάμαρας, σα να μη θέλαν να προχωρήσουν, κι αγκαλιάστηκαν. Μαζί τους ήταν κι ο Νίκας.

                Η Μύρρα τράβηξε το σεντόνι, σκέπασε το κουφάρι ως πάνω.

 

                Ο Νίκας κανόνισε να παν έξι με τον Κοσμά στα Πευκάκια. Μπορεί να ’τανε μαζεμένοι πολλοί κόκκινοι. Ξεκίνησαν από νωρίς, ένας ένας, και κρύφτηκαν μισοί στην εκκλησιά τη γερμανική, μισοί στον Άγιο Νικόλα είχανε κι αυτόματο.

                Στις πέντε φάνηκε κι ο Κοσμάς· περπατούσε ανέμελος, έκατσε στα χορτάρια. Λίγο ύστερα κατέβηκε κι ο κόκκινος απ’ το Λυκαβηττό· είχε παραμονέψει, φαίνεται, να δει αν ερχότανε μονάχος.

 Δώσαν τα χέρια, ανεβαίναν αργά για το Σκιστό. Ο Κοσμάς έσκυψε, τάχα να δέσει το κορδόνι της αρβύλας του, και σα σηκώθηκε βαστούσε πιστόλι. Πρόσταξε τον άλλον να μην κουνήσει.

                - Δέσε τα χέρια σου στη ράχη, να τα βλέπω. Προχώρα μπροστά. Να μη δείξεις πως σε πιάσανε, σε γάζωσα.

                Ξακολούθησαν ν’ ανεβαίνουν, όσο που φτάσανε στην εκκλησιά τη γερμανική, και τότες ο Κοσμάς τον πρόκανε, τον πήρε από το μπράτσο και τον τράβηξε στο κηπάκι.

                Ο Νίκας βγήκε πίσω από τη σκάλα, με το πιστόλι του έτοιμο.

                - Τον έψαξες;

                - Όχι, σκιάχτηκα μη μας βλέπανε τίποτα κρυμμένοι γύρω.

                Έψαξε τον πιασμένο προσεχτικά, δεν του βρήκε πιστόλι.

                - Πού κρύφτηκαν οι άλλοι πού ’λεγες χτες;

                - Δεν είν’ άλλοι μονάχος μου ήρθα. Το ’πα για να σε σκιάξω.

                - Να με σκιάξεις;

                Ο Κοσμάς έβγαλε την μπερέτα, του ’δειξε τη θαλάμη γιομάτη κι ακούμπησε την μπούκα στο κεφάλι του.

                - Χτες σκοτώσατε ένα δικό μας· μίλα, γιατί θα πληρώσεις. Πού πήγαν;

                - Μα το Χριστό! κανένα δεν έφερα.

                -Χριστό! πιστεύετε και σε Χριστό!

                Κατέβασε το πιστόλι και τον χτύπησε απότομα στο στομάχι· ο πιασμένος δίπλωσε, μα μπήκε στη μέση ο Νίκας.

                - Μην τόνε χτυπάς εδώ· αν είναι γύρω κόκκινοι και μας καταλάβουν, την έχουμε άσκημα. Να τον πάρεις στη Λέσχη· προχώρα δίπλα του, να φαινόσαστε φίλοι. Εμείς θα ’ρχόμαστε από πίσω, να σας φυλάμε. Πέρασε από τον Άγιο Νικόλα, να σας δουν οι δικοί μας, να μην περιμένουν.

                Είχαν αγριέψει κάτω στη Λέσχη - το κουφάρι του Διακομανόλη ακόμα να κρυώσει. Ο κόκκινος έφαγε ξύλο έτσι αλύπητο, που κι ο Κοσμάς λιγοψύχησε. Βγήκε όξω απ’ την κάμαρη κι αντάμωσε τη Μύρρα, ακουμπισμένη στο ντουβάρι αφουγκραζόταν. Του ’πιασε το χέρι, ένιωσε την ανάσα της ζεστή.

                - Μίλησε;

                - Ναι· τον κουρελιάσαν, κι ακόμα τον χτυπούν, και δεν προσμένουν πια να βγάλουν τίποτα. Αγριέψανε, και δεν το βάστηξα.

                Το κορίτσι σίμωσε ακόμα, ένιωσε το κορμί της απάνω του.

                - Μάθατε ποιοι σκότωσαν το Διακομανόλη;

                - Όχι, δεν ήταν μαζί τους. Μ’ είχαν πιάσει και μένα χτες το βράδυ, και με χτύπησαν. Λέει, δεν το ’ξερε πως τόνε σκοτώσαν.

                - Τι θα γίνει τώρα;

                - Θα μπλοκάρουμε ένα σπίτι, πριν το μυριστούν και φύγουν. Μπορεί να μάθουμε από κείνους για το Διακομανόλη.

                Ο Κοσμάς ένιωθε πάνω του το ζεστό κορμί, τη μυρουδιά της κοπέλας, η καρδιά του χτυπούσε. Μα η πόρτα του γραφείου άνοιξε, και το κορίτσι τραβήχτηκε.

                Βγήκαν ο Νίκας κι ο Χούρσογλου.

                - Έρχεσαι, Κοσμά;

                - Έφτασα. Δε θα τον πάρουμε μαζί μας κι αυτόν, πώς τόνε λεν;

                - Δηλανά· πλένει τα μούτρα του, έχει χάλια. Ξέρει πολλούς. Θα μας πάει να πιάσουμε το Στέλιο, τον ψηλό που σε χτύπησε· τον αρχηγό του συνεργείου.

 

Ένα φτωχικό σπίτι μονόπατο, σ’ ένα σοκάκι. Ο Δηλανάς τους το ’δειξε από μακριά. Μόλις φαινόταν, είχε σκοτεινιάσει και φώτα δεν αφήνανε. Μοιράστηκαν· ο Κοσμάς κι ο Νίκας, που τους ήξεραν, κάτσανε τσίλιες στη γωνιά· ο Χούρσογλου κι ο Ντώνος πήγανε με το Δηλανά.

                Τους άνοιξε μια γριά, είδανε τη μακριά αυλή, με πόρτες δεξιά κι αριστερά από κάμαρες για νοίκι. Τραβήχτηκε υποψιασμένη.

                -Ποιόνα γυρεύετε;

                - Το Στέλιο θέλω.

                - Δεν τον είδα. Τι τόνε θες;

                Ο Χούρσογλου έβγαλε το πιστόλι του.

                - Να μη σε νοιάζει. Ασφάλεια εδώ. Πού είναι;

                - Δεν ξέρω, παλικάρι μου. Εδώ κάθεται, κι έδειξε μια πόρτα.

                Γύρισαν, κι είδαν ένα διακαμό να καβαλάει τη μάντρα, και ο Χούρσογλου πρόκανε και του ’ριξε την ώρα που πηδούσε.

                Τρέξανε στη μάντρα, μα ο άλλος είχε χαθεί. Λέγανε πως τους ξέφυγε, σαν άκουσαν απόξω την πρώτη πιστολιά. Ύστερα κι άλλη, και πολλές απανωτά.

                - Έπεσε πάνω στο Νίκα που φυλάγει φώναξε ο Ντώνος.

                Παράτησαν το Δηλανά και τρέξαν να βοηθήσουνε το Νίκα, που ‘ριχνε συνέχεια, ταμπουρωμένος στη γωνιά.

                Ο Ντώνος έτρεξε να πιάσει μετερίζι αντίκρυ, και τότες έσκασε η χεροβομβίδα. Πέταξε φλόγα πελώρια, ο αέρας τραντάχτηκε από την τρομερή δύναμη και τίναξε τον Ντώνο στα χώματα, σαν άδειο σακί.

                Ακούστηκε ακόμα μια πιστολιά, μονάχη, κι ύστερα το σιγανό βογκητό.

                Ο Χούρσογλου έτρεξε στον Ντώνο, ο Νίκας σε μια σκιά κουλουριασμένη, ακουμπιστά στο ντουβάρι. Παραπίσω πρόβαλε ο Κοσμάς, με το πιστόλι στο χέρι. Έψαξε, βρήκε το πιστόλι του λαβωμένου και το πήρε.

                - Καλά που βρέθηκες, Κοσμά· θα μας ξέφευγε. Τα χάσαμε με τη χεροβομβίδα, λαβώθηκε κι ο Ντώνος. Αυτόν τι θα τον κάνουμε;

                Ο Κοσμάς έσκυψε, τράβηξε τα χέρια του ανθρώπου, μα δεν έβλεπε, κι έβαλε την απαλάμη στην κοιλιά του γιόμισε αίματα.

                - Είναι βαρεμένος στην κοιλιά, το κατάλαβα από το βόγκο. Έχω ξανακούσει.

                - Να τον πάρουμε σε νοσοκομείο ήταν ο αρχηγός του συνεργείου, θα ξέρει πολλά.

                Ο Κοσμάς κούνησε το κεφάλι κι έβγαλε το πιστόλι του, σημάδεψε αργά, διστάζοντας ακόμα, το κορμί που στριφογύριζε.

                - Σε δυο ώρες θα ’χει πεθάνει ξέρω, σου λέω. Άδικα θα τον παιδέψεις. Τραβήξου, να μη σε λεκιάσω.

 

Όταν πήγαν να σηκώσουν τον Ντώνο, τόνε βρήκαν ορθό, λιγάκι ζαλισμένο. Μικρή ζημιά του ’καμε η χεροβομβίδα, μα είχε λιγοθυμίσει από το σκόρτσο. Κομμάτια σίδερο τον πήρανε ξέσκουρα και το αίμα έτρεχε, μα δεν είχε λαβωθεί βαθιά.

                Ψάξανε για το Δηλανά - είχε χαθεί.

                - Πάμε σπίτι του, είπε ο Κοσμάς.

                - Μονάχα εκεί δε θα τον βρεις. Πιο καλά να ψάξουμε για φαρμακείο, να δέσουμε τις λαβωματιές του Ντώνου.

 

Ο φαρμακοποιός μήτε τους ρώτησε για τα χάλια τους· γοργά, βιαστικά, καθάρισε τις λαβωματιές, έβαλε εδώ ένα τσιρότο, εκεί έναν επίδεσμο. Είδε τα αίματα στο χέρι του Κοσμά και νόμισε πως είχε χτυπηθεί, μα κείνος τραβήχτηκε και γύρεψε νερό. Ο άνθρωπος πάγωσε.

                Λεφτά δεν τους πήρε, βιαζόταν να τους ξαποστείλει· οι ήσυχοι άνθρωποι φοβόνταν τις φασαρίες.

                Σκόρπισαν να κοιμηθούν, είχαν αποκάμει.

                Σαν έφτασε στη Λέσχη ο Κοσμάς, με απορία του είδε τη Μύρρα.

                - Τι κάνεις εδώ, τέτοιαν ώρα;

                - Πήγα σπίτι μου και τους είπα να μη με περιμένουν.

                - Ήρθα να μάθω νέα.

                - Δεν κάναμε δουλειά. Τόνε σκοτώσαμε, μα δε βγαίνει τίποτα. Έπρεπε να τον πιάσουμε ζωντανό.

                - Πώς τόνε σκοτώσατε;

                - Τόνε λάβωσε στο ποδάρι ο Χούρσογλου, σαν πήγε να το σκάσει, κι έπεσε πάνω μου. Του ’ριξα - την έφαγε στην κοιλιά. Ο Νίκας ήθελε να τον πάρουμε στο νοσοκομείο, μα θα τον παίδευε τζάμπα, δεν ήταν να ζήσει· τον αποτέλειωσα. Πέταξε και μια χεροβομβίδα, πήρε τον Ντώνο ξέσκουρα. Πάνω στην αναμπουμπούλα, μας ξέφυγε ο άλλος. Τρέχα βρες τον, τώρα!

                - Πάει κι αυτός! έκανε η Μύρρα. Πρέπει να φύγω.

                Ο Κοσμάς τίναξε από πάνω του την κούραση, σηκώθηκε.

                - Θα ’ρθω μαζί σου. Δεν κάνει να πας μονάχη τέτοιαν ώρα, σήμερα κιόλας.

 

8

                Την άλλη μέρα, ξημερώματα, ξαφνικό του ’ρθε του Κοσμά σαν απάντησε το Δηλανά όξω από τη Λέσχη. Έκανε να πιάσει το πιστόλι, μα ο άλλος, αντί να φύγει, έτρεξε κοντά. Ούτε κατάλαβε τη ματιά του που του γύριζε τις τσέπες τα μέσα όξω. Τα ’χε χαμένα, ήταν κίτρινος, φλουρί.

                - Θέλω να σου μιλήσω. Πού να πάμε;

                - Προχώρα μπροστά.

                Ο Κοσμάς ήρθε πίσω του, έτοιμος για το καθετί. Έψαχνε στο δρόμο την κάθε γωνιά, κι ανάσανε μονάχα σαν πέρασαν την πόρτα της Λέσχης.

                - Γύρνα στον τοίχο, τα χέρια πάνω! πρόσταξε.

                Ο Δηλανάς ξαφνιάστηκε, δεν το περίμενε.

                - Εγώ που ήρθα...

                - Στον τοίχο, σου λέω!

                Δε σήκωνε κουβέντα. Ο Δηλανάς γύρισε τη ράχη κι άφησε να τον ψάξει· δεν του βρήκε όπλο, και τον πήρε στο γραφείο. Είχε ακόμα το νου του ο Κοσμάς, σκιαζότανε καμιά χωσιά.

                - Τι γυρεύεις;

                - Μου στείλανε σημείωμα· το βρήκε ο πατέρας μου στην πόρτα, και μου το ’δωσε το πρωί που πήγα.

Έβγαλε το χαρτί, κι ο Κοσμάς διάβασε: «Οι προδότες πεθαίνουν γρήγορα – ΟΠΛΑ». Κούνησε το κεφάλι.

                - Γι’ αυτό μας ήρθες. Μα πώς το μάθανε που μαρτύρησες το Στέλιο; Είχες ξαναπάει σπίτι του;

                - Ξαναπήγα, μια δυο φορές. Μα δεν πιστεύω να με γνώρισαν. Ο Στέλιος όμως... Θα κατάλαβε τη φωνή μου.

                - Ποιοι σε είδανε;

                - Μας άνοιξε μια γριά, δε με ήξερε.

                - Στο δικό σου το σπίτι ρωτήσανε;

                - Κανένας δεν πέρασε· ο πατέρας μου βρήκε το χαρτάκι από νωρίς.

                Από την πόρτα ακούστηκε η φωνή του Νίκα, είχε μπει χωρίς να τόνε νιώσουν. Ο Δηλανάς πετάχτηκε ορθός.

                - Πού τον έπιασες αυτόν, Κοσμά;

                - Δεν τον έπιασα, ήρθε μονάχος.

                - Μονάχος;

                - Τον έψαξα, δεν είχε πιστόλι. Του στείλανε σημείωμα, φαίνεται τον είδανε μαζί μας. Ύστερα... τα ψεβραδινά.

                Ο Νίκας σκέφτηκε λίγο.

                - Μια που το μάθανε, θα χαθούν όλοι όσους ξέρει. Κοσμά, πήγαινε στον Ίντα, πες του να φέρει πολλούς. Να κάνουμε γρήγορα.

 

                Σε μιαν ώρα ξεκινήσανε, καμιά δεκαπενταριά. Είχανε το Δηλανά μαζί τους, με το γιακά της καμπαρντίνας του σηκωμένον κι ένα δανεικό καβουράκι κατεβασμένο στα μάτια.

                Μπλοκάραν ένα δίπατο σπίτι - ο Ίντας, ο Νίκας, ο Κοσμάς, ο Χούρσογλου κι ο Ράσκος. Ο Δηλανάς τους έφερε σε μια πόρτα κλειστή. Από δω έπαιρνε διαταγές, μαζεύονταν πολλοί· είχανε και όπλα.

                Χτύπησαν και ξαναχτύπησαν, μα κανένας δεν αποκρίθηκε, όσο που άνοιξε μια πόρτα και φάνηκε ένα φοβισμένο, γυναίκειο μούτρο. Μόλις τους είδε μισόκλεισε, τραβήχτηκε. Τη ρώτησαν πού πήγαν οι διπλανοί.

                - Δεν ξέρω, δεν ανακατευόμαστε με δαύτους· οληνύχτα τριγυρίζανε, ξεσηκώναν. Είπα, θα τους πιάναν οι Γερμανοί, τέτοιαν ώρα που μπαινοβγαίναν.

                Ο Νίκας σίμωσε τη μισόκλειστη πόρτα.

                - Δε σας άφησαν τα κλειδιά;

                - Όχι, γιε μου, όχι, να σε χαρώ. Ούτε να τους ξέρουμε δε θέλουμε, εμείς είμαστε ήσυχοι άνθρωποι.

                Δυο πιστολιές ακούστηκαν απανωτά, και το μισοκρυμμένο μούτρο χάθηκε γοργά. Ο Ίντας φύλαξε το πιστόλι του στο ζουνάρι και με μια σπρωξιά άνοιξε την πόρτα που τους παίδευε τόσην ώρα.

 

                Μπήκανε σε δυο φτωχικά δωμάτια και μια κουζίνα. Ήτανε τα πάνω κάτω, παλιόχαρτα πεταμένα εδώ και κει, η κουζίνα γεμάτη αποκαΐδια. Βρήκανε μάτσα τις παράνομες φυλλάδες, μπογιές, πινέλα, μα τίποτα που να τους βοηθήσει, που ν’ αξίζει. Τα ρούχα όλα παρμένα, απόμενε το κρεβάτι με το στρώμα μονάχα.

                Μυρίστηκαν από κάτω πως τα πουλιά είχαν πετάξει, και τρέξανε να πλιατσικολογήσουν στη φούρκα τους, που τίποτα δεν είχε μείνει, τσάκισαν καρέκλες και τραπέζια, σκίσαν το στρώμα, θέλαν να βάλουνε φωτιά, κι ο Νίκας τους βάστηξε με το ζόρι. Στο τέλος μάζωξαν όλα τα χαρτιά, τα πέταξαν στο δρόμο και τα καίγανε με βρισιές.

                Γύρω τα σπίτια κλείσαν πόρτες και παράθυρα, ο καθένας φοβόταν.

                Ο Δηλανάς τους πήγε ακόμα σ’ ένα σπίτι, τους άνοιξε ένας γέρος και τον καλημέρισε. Τόνε ρώτησε πού ήταν ο γιος του, μα κείνος είδε τον Ίντα με το βαρύ κι άγριο κεφάλι, πολλούς ξοπίσω, και δε μολογούσε. Κι έσπρωξε το γέρο ο Ίντας και μπήκε μέσα.

                - Λοιπόν, δε θα μου πεις πού είναι ο γιος σου;

                - Δεν ξέρω, πού να ξέρω; έφυγε ψες βράδυ.

                - Και δε σου ’πε πού πάει;

                - Όχι, δε μου ’πε.

                Ο Ίντας άρπαξε το γέρο απ’ το λαιμό, μούγκρισε βραχνά:

                - Μίλα καλά, μωρέ, θα το μετανιώσεις!

                Η φασαρία ξεσήκωσε το σπίτι, άνοιξε μια πόρτα, και φάνηκαν ένα κορίτσι δεκάξι χρονώ κι ένα αγόρι πιο μικρό.

                Ο Ίντας παραμέρισε από την πόρτα που την έφραζε κι άφησε τους άλλους να μπούνε μέσα.

                - Ψάχτε!

                Και χύθηκαν από πίσω του οι λιμασμένοι για πλιάτσικο και για χαλασμό, άρπαξαν ό,τι βρήκαν, σκίσανε πολυθρόνες και καναπέδες και σπάσανε γυαλικά, τσάκισαν τα έπιπλα. Και τον πήραν το γέρο τα κλάματα που ’βλεπε το σπίτι του να ρημάζει, και σαν άκουσε την κόρη του να στριγκλίζει που της βάζανε χέρι, και το αγόρι να φωνάζει από την τρομάρα, χίμηξε πάνω στο Δηλανά, να του βγάλει τα μάτια.

                Τόνε βάρεσε ο Δηλανάς και τον πέταξε χάμω, κι απόμεινε ο γέρος, θρηνώντας σαν κοπελούδα.

 

                Σα βγήκε όξω ο Κοσμάς, με τις τσέπες και τον κόρφο γιομάτον κλεψίμια, κι αντάμωσε τη Μύρρα, έγινε κόκκινος σαν τη φωτιά. Το κορίτσι έτρεξε κοντά του, ρώτησε αν πιάσανε κανένα. Δεν έδειξε να κατάλαβε από τι φούσκωναν οι τσέπες κι ο κόρφος του, μα κείνος κάθε ματιά της πάνω του την ένιωθε να τόνε ξεψαχνίζει.

                - Δε βρήκαμε κανένα, χαθήκαν. Δεν έπρεπε να ’ρθεις, Μύρρα.

                - Θέλω να μάθω.

                - Δεν έκαμες καλά· είναι... Είναι άσκημο.

 

                Μέσ’ από το σπίτι ακούστηκε πάλι η στριγκλιά του κοριτσιού, και πνίγηκε. Τα μάτια της Μύρρας άνοιξαν μια στιγμή, μεγάλα, πέταξαν σπίθες, μα κατέβασε τα τσίνουρα και τα ’κρυψε.

                Ο Κοσμάς στεκότανε στα καρφιά.

                - Θα σε πάρω από δω. Περίμενε, έρχομαι αμέσως.

                Έτρεξε στο σπίτι και ξαλάφρωσε απ’ τα κλεψίμια, άδειασε τις τσέπες του χάμω. Ο Κατσαγκόλης ρίχτηκε και τα μάζευε, και περιγέλασε τον Κοσμά που ’φευγε τρεχάτος.

                - Δες, μωρέ, που δεν καταδέχεται ν’ απλώσει χέρι! Λες και δεν κάναμε στο ίδιο σκολειό!

                Δε στάθηκε ν’ αποκριθεί ο Κοσμάς, έψαχνε για τη Μύρρα. Με το στανιό την πήρε, δεν ήθελε να φύγει. Τη ρώτησε πού να την πάει, σπίτι της ή στη Λέσχη.

                - Δε θέλω να κλειστώ σήμερα. Πάμε στο Πάρκο.

                Ο Κοσμάς έριξε μια ματιά στα τρύπια του άρβυλα, τα σκισμένα ρούχα, γιομάτα λίγδα.

                - Θέλεις να πας μονάχη; Θα ’ρχομαι από πίσω, να μη σου λάχει τίποτα.

                Το κορίτσι τον κοίταξε στοχαστικά, κάτω απ’ τα μισόκλειστα τσίνουρα.

                - Όχι, σε θέλω μαζί μου.

                Προχώρησαν πλάι πλάι, ο Κοσμάς σώπαινε στενάχωρα. Κάθε τόσο η ματιά του έπεφτε στα λιγδιασμένα ρούχα, και τα μάγουλα του ανάβαν, πάσκιζε να μένει πίσω απ’ τη Μύρρα που άνοιγε το βήμα μεγάλο, γοργό, λες και βιαζόταν να ξεφύγει από τον ήλιο που είχε ψηλώσει κι έψηνε τον άσφαλτο, να κρυφτεί στον ίσκιο των δέντρων.

                Στο Πάρκο πήρε τον Κοσμά από το μπράτσο κι ακούμπησε πάνω του. Ο μεγάλος κήπος, έρημος κείνη την ώρα, είχε αγριέψει, παρατημένος από χρόνια. Στις βραγιές που φράζαν τα παρτέρια, τα ζευγάρια κι οι αλήτες είχαν ανοίξει περάσματα, κι από μέσα η χλόη φρέσκια, ολοπράσινη, σφαντούσε. Οι πυραγκαθιές με τους σπόρους τους ξύπνησαν στον Κοσμά τις θύμησες, κι απόμεινε να τις κοιτάζει.

                Η Μύρρα γύρεψε τη ματιά του, χαμένη στα παρτέρια - δεν μπορούσε να καταλάβει. Άφησε το μπράτσο του και μπήκε μέσα στα δέντρα. Τα μαλλιά της ακούμπησαν σ’ ένα χαμηλό κλαρί κυπαρισσιού και σκονίστηκαν. Ξάπλωσε πίσω από ’να φουντωτό σκίνο, να την κρύβει από το δρόμο, και τόνε φώναξε κοντά της.

                Τον αγκάλιασε, λες και βιαζόταν να τελειώνει, και σμίξανε. Ύστερα το κορίτσι απόμεινε ξαπλωμένο, σαν αποκαμωμένο απ’ τη λαχτάρα μες στη μεσημεριάτικη ζέστη· πήρε το κεφάλι του Κοσμά στο στήθος της, χάιδευε τα σγουρά, αχτένιστα μαλλιά, ξακολουθητικά, επίμονα, περιμένοντας. Κι ο Κοσμάς μίλησε αργά, αποκαρωμένος:

                - Πάνε δυο χρόνια που ερχόμουνα στο Πάρκο και κοιμόμουν στη μεγάλη πείνα. Έλεγα πως δε θαν τα ’βγανα πέρα. Μάζευα από τούτους τους σπόρους και τους έτρωγα, τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ύστερα έκλεψα και με βάλανε φυλακή, έτρωγα με τους αστυφύλακες και γλίτωσα.

                »Το πιστεύεις; νόμιζα πως ήμουν κιοτής. Είχε έρθει εδώ ένα ζευγάρι, Ιταλός και Ρωμιά. Άτιμη εποχή - και τι δεν κάναμε για μια πανιότα. Τους πρόγκηξα, κι ο Ιταλός με κυνήγησε, και τρόμαξα, ξεσκίστηκα πάνω στα κλαριά, τρέχοντας όσο να μου πιαστεί η ανάσα.

»Σαν ανακατώθηκα πάλι με τον Ίντα, έλεγα πως έγινα θεριό, ίσαμε προχτές το βράδυ. Δεν καταλάβαινα πώς είναι να σε δέρνουν, θαρρούσα κιοτήδες τους φουκαράδες που δεν άντεχαν. Προχτές το βράδυ, που με βάρεσαν, ένιωσα. Δεν ήξερα τι έλεγα, αλήθειες μαζί κι αρλούμπες, τα ’χασα· παρά τρίχα να τους πω μονάχος πω ήμουνα με τον Ίντα, έτρεμα. Και δε με γνώρισαν. Άναψε τσιγάρο για να δει τη φάτσα μου, ο αρχηγός του συνεργείου· τόνε σκότωσα χτες. Μα όταν βαράγανε το Δηλανά, στη Λέσχη, δεν το βάστηξα και βγήκα όξω. Και τώρα, με το γέρο. Γι’ αυτό σε πήρα, μην τόνε δεις. Τι χρωστούσε, να πλερώνει για το γιο του!

                »Να με συμπαθάς, που σου τα ’πα, με πνίγανε.

                Το κορίτσι ξακολουθούσε ακόμα να του χαϊδεύει το κεφάλι, σαν ξεχασμένη, και τόνε ρώτησε:

                - Θα πάνε κι αλλού;

                - Ο Ίντας, σίγουρα. Κανένας δεν τους βαστάει, μια κι αρχινήσαν το πλιάτσικο. Όπου προκάνει να τους γυρίσει ο Δηλανάς. Κι αυτός έχει λυσσάξει, του ρίξανε σημείωμα ψες το βράδυ. Τον έχουνε σταμπάρει, δε γλιτώνει. Άσκημο, να παρατήσεις τους δικούς σου.

                Η Μύρρα τίναξε το κεφάλι, κοίταξε τον ήλιο πίσω από τα δέντρα.

                - Πάμε τώρα.

                - Κάτσε ακόμα λίγο.

                Ο Κοσμάς την αγκάλιασε με πόθο, μα τον έσπρωξε ανυπόμονα.

                - Άργησα, να πηγαίνουμε.

                Μιλούσε στεγνά, σα να ’νιωθε σιχασιά.

 

Ο Κοσμάς αντάμωσε στην ταβέρνα ολάκερη την παρέα, αργά, προς το βράδυ. Ο Νίκας και τα παιδιά της Λέσχης είχανε φύγει, κι οι ρέστοι ξεφαντώνανε, με το Δηλανά στη μέση. Χορτάσαν το πλιάτσικο, κάψαν κι ένα μοναχικό σπίτι που βρήκαν αδειανό, και μεθούσαν. Ο Δηλανάς είδε τον Κοσμά, κι έτρεξε.

                - Θέλω το Νίκα. Ξέρεις πού είναι;

                - Τι να τον κάνεις;

                - Δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου. Θα με ξεκάνουν, ύστερα από τα σημερνά.

                - Αχά! γι’ αυτό τόνε θέλεις. Είναι στη Λέσχη. Έχεις κουράγιο να πας μονάχος;

                - Εγώ; κανένα δε φοβάμαι. Μ’ έχουνε σταμπάρει όμως, και δεν έχω μήτε πιστόλι.

                - Γι’ αυτό δε φοβάσαι; Έχε χάρη, εκεί πάω.

                Βρήκαν το Νίκα στο γραφείο. Τους είδε και κούνησε το κεφάλι.

                - Δεν κάναμε τίποτα, Κοσμά. Ψάξαμε όπου μας έλεγε τούτος, μα όλοι το είχανε σκάσει, ειδοποιημένοι. Και χαλάσανε σπίτια οι άνθρωποι του Ίντα, πλιατσικολογήσανε. Γιατί τον έφερες μαζί σου;

                - Σε γυρεύει, Νίκα.

                - Τι θες;

                - Με κυνηγά η ΟΠΛΑ. Δεν μπορώ να πάω σπίτι μου. Πρέπει να με βοηθήσεις.

                - Γιατί; εσύ με βοήθησες;

                - Δε φταίω ’γώ αν το σκάσαν. Δε σε συφέρει να με σκοτώσουν, ξέρω κόσμο.

                - Έχει δίκιο, Κοσμά. Δώσ’ του πιστόλι. Θα πω του Ίντα να του βγάλει ταυτότητα της Ειδικής. Απόψε θα τον πάρω σπίτι μου, κάθε βράδυ θα τον παίρνει ένας δικός μας.

                Ο Κοσμάς άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε ένα μεγάλο πιστόλι με μύλο και το ’δωσε στο Δηλανά.

                - Το θυμάσαι;

                - Είναι Λαγκάν· το Λαγκάν του Στέλιου. Τον πιάσατε; αυτός ξέρει κόσμο!

                - Τόνε σκοτώσαμε.

                Ο Δηλανάς φύλαξε το πιστόλι, μα η φάτσα του άσπρισε. Λες και φοβότανε μην του φέρει γρουσουζιά.

 

9

                Την άλλη μέρα ο Κοσμάς πούλησε το πιστόλι που πήρε πάνω στον καβγά, σαν πήγανε να σκοτώσουν τον Ίντα. Αγόρασε πανταλόνι, σακάκι και παπούτσια, πλύθηκε, να μην ντροπιάζει τη Μύρρα. Στη Λέσχη κατάλαβαν, τους είχανε δει μαζί, δεν ήτανε και πράμα να κρυφτεί, η αγάπη του πρωτάρη. Ο Κοσμάς άναψε σαν παντζάρι και βλαστήμησε που τον πειράξαν, οι άλλοι μπήξαν τα χάχανα, αναμπαίζοντας, και τους ξέφυγε, πήγε απόμερα.

                Η Μύρρα δεν ήρθε μονάχη, το βράδυ. Αποσβολωμένος ο Κοσμάς είδε μαζί της τον Ντούβα, κείνον που ’πιασε σαν του δώσαν το σημείωμα.

                Έτρεξε και κρύφτηκε σε μιαν αδειανή σάλα, δεν ήθελε να τόνε δει. Δεν την πρόσμενε μ’ άλλον, κι έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπο, πασκίζοντας να βαστήξει τον πόνο του, δεν ταίριαζε να κλάψει. Μα η καρδιά του χτυπούσε και τα μάτια θολώσανε, και τα ’τριψε με δύναμη, με τις γροθιές σφιγμένες, και κείνοι στύψανε, σάμπως σφουγγάρια, και βγάλαν ό,τι είχανε μέσα.

                Έτσι τόνε βρήκε η Μύρρα, και σαν ένιωσε τα χέρια της να του πιάνουν το κεφάλι ντράπηκε, γύρεψε να το σκάσει, μα το κορίτσι δεν τον άφηνε.

                - Γιατί κλαις;

                - Σε πρόσμενα μονάχη.

                Το κορίτσι του πήρε το κεφάλι και το χάιδευε στο στήθος της, και το αίμα του Κοσμά κύλησε γοργά, τα μάτια στεγνώσαν, και την αγκάλιασε, έψαξε πασπατευτά να βρει τα χείλια της. Η Μύρρα τραβήχτηκε.

                - Καθόμαστε δίπλα με τον Ντούβα, ξήγησε.

                Βγήκανε μαζί, χεροπιασμένοι, πήγαν στο Πάρκο. Ξαπλώσανε μέσα στα φουντωμένα θάμνα, και σαν ήρθε η ώρα να μιλήσει ο Κοσμάς, ακούμπησε το κεφάλι στα πόδια της.

                - Νόμιζα πως σ’ έχασα, Μύρρα. Έτρεξα να κρυφτώ, μα ήρθες και με βρήκες· κείνη την ώρα δεν ήξερα αν σε ήθελα.

                - Γιατί, δεν ήταν όμορφα χτες;

                - Ήταν· και σαν μ’ άφησες, γυρνούσα δω και κει και σφύριζα, κι εγώ δεν ξέρω πού πήγα. Στου Ίντα, το βράδυ, αντάμωσα την παρέα να μεθοκοπά. Μου ’παν να κάτσω, να πιω μαζί τους έφυγα, δε βαστιόμουν να κλειστώ.

                - Πιάσανε κόκκινους;

                - Όχι πλιατσικολογήσανε χτες, κάψαν κι ένα σπίτι, μα δε βρήκαν κανένα, κι ο Δηλανάς φοβόταν να γυρίσει σπίτι του. Τον πήρε στο δικό του ο Νίκας. Δεν κάνει, λέει, να τον χάσουμε, ξέρει κόσμο.

                - Στου Νίκα θα κάθεται τώρα ο Δηλανάς;

                - Όχι κάθε μέρα· δεν κάνει να πηγαίνει όλο στον ίδιον, τον έχουνε σταμπάρει. Απόψε θα κοιμηθεί στου Ντώνου. Δε θαν τη γλιτώσει ως το τέλος, τους κυνηγάν αυτούς.

 

Κι αλήθεια, την άλλη μέρα, ό,τι που βγήκε ο Δηλανάς, άκουσε ο Ντώνος τις πιστολιές. Έτρεξε, ας ήταν ολομόναχος, και δυο γωνιές πιο πέρα βρήκε το κουφάρι κόσκινο. Από τους φονιάδες ούτε χνάρι, είχε πάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.

                Δε σκοτίστηκαν στη Λέσχη - ποιος τους χώνευε, κάτι τέτοιους! Μα ο Κοσμάς συννέφιασε, δε μιλιότανε· παραξενεύτηκε ο Χούρσογλου:

                - Τι διάολο, αδερφό τον είχες;

                - Ήξερε κόσμο. Ύστερα, πώς το μάθαν οι κόκκινοι, και τον καρτερούσαν όξω από το σπίτι του Ντώνου; Ήτανε στημένη η χωσιά.

                - Θα τον πήραν καταπόδι σαν έφυγε από δω, ψες βράδυ.

                Ο Κοσμάς κούνησε το κεφάλι.

                - Και πώς αλλιώς θα το μάθαν! Αυτά τα κανόνιζε ο Νίκας μονάχος, ούτε μεις δεν ξέραμε.

                Ο Κοσμάς μάσησε μια βλαστήμια κι έκατσε στη γωνιά, πεισματικά, λες και δεν το ’χε σκοπό να κουνήσει.

                Κείνη τη μέρα γύρευε να στήσει καβγά. Τόνε βάλαν να προσέχει τη γραμμή στο συσσίτιο και τσακώθηκε, έβρισε και τόνε βρίσαν, κι όλο και χαϊδολογούσε το πιστόλι του. Ο Νίκας τον έστειλε μέσα, και θύμωσε, έκατσε σ’ έναν πάγκο και δεν ήθελε να σηκωθεί μήτε για να φάει.

                Αργά το μεσημέρι, περασμένη πια ώρα, έφτασε ο Χούρσογλου λαχανιασμένος· είχε δει τέσσερις μαγκλαράδες που σεριανούσαν με τα σακάκια ξεκούμπωτα κι άφηναν να φαίνουνται πιστόλια και χεροβομβίδες. Δεν τους ήξερε, μήτε μπορούσε να τους ψάξει μονάχος.

                Στη Λέσχη δυο μονάχα βρέθηκαν με πιστόλια, ο Κοντόγιωργας κι ο Κοσμάς. Φύγαν, να προκάνουν τους νταήδες.

                Τους βρήκανε, μαζεμένους κι ανέμελους. Όμως ο Κοντόγιωργας τραβήχτηκε μέσα σε μια πόρτα. Δεν έκανε, λέει, να τα βάλουνε με περισσότερον οχτρό και πιο καλά οπλισμένο. Το σωστό ήταν να τους παρακολουθήσουν ο Χούρσογλου με τον Κοσμά, κι αυτός να τρέξει για βοήθεια.

                Φούσκωσε από την καταφρόνια ο Κοσμάς και πετάχτηκε όξω με το πιστόλι στο χέρι, ξεφωνίζοντας. Πίσω του χύθηκε ο Χούρσογλου.

                - Πάνω τα χέρια, ακούνητοι!

                Οι άλλοι τα ’χασαν, ξαφνιάστηκαν, σήκωσαν τα χέρια, και τότε βγήκε ο Κοντόγιωργας, και πήγε να τους ψάξει. Όλοι είχανε πιστόλια, στο ζουνάρι μιανού βρήκε περασμένες δυο χεροβομβίδες γερμανικές, με τα ξύλα.

                - Τις κάρτες τους, Κοντόγιωργα, να δούμε τι καπνό φουμάρουν.

                Οι μαγκλαράδες μας γίναν κίτρινοι σαν το φλουρί – δεν ξέρανε με ποιους μπλέξαν. Είχαν τις άσπρες κάρτες της Ειδικής.

                Τους γύρισαν πίσω τα πιστόλια τους, μα ο Κοντόγιωργας ήθελε να κάνει και φιγούρα. Γιατί, λέει, είχανε στη φόρα τα πιστόλια; Έτσι τους μάθαν; έπρεπε να τους ειδοποιήσουν κιόλας, να μην ξεσηκωθούνε, μεσημεριάτικα.

                Ο Κοσμάς στεκότανε στα καρφιά, δεν καταλάβαινε γιατί δε σηκώνονταν να φύγουν. Σκούντηξε το Χούρσογλου, στρίψαν τη γωνιά, κι ο Κοντόγιωργας, που δεν τους ένιωσε, μιλούσε ακόμα κι έβριζε.

                Οι άλλοι είχαν περάσει μεγάλη λαχτάρα, γύρευαν να βγάλουν τα δανεικά. Σαν τον είδανε μονάχον, του ’βαλαν χέρι, του δώσανε και κάνα δυο χαστούκια. Φρενιασμένος γύρισε στη Λέσχη και τα ’βαλε με τον Κοσμά, που τον παράτησε και τις έφαγε.

                Είχε μαζευτεί κόσμος, στείλαν και φωνάξανε, μια και σκιάχτηκαν για φασαρία, και τώρα κάνανε χάζι τον καβγά. Ο Κοντόγιωργας φώναζε πως φοβήθηκε ο Κοσμάς, σαν είδε τις άσπρες κάρτες· μα κείνος ήτανε στις κακές του, και του ’πε να κοιτάξει τα σώβρακά του, μη λερώθηκε πίσω από την πόρτα που κρύφτηκε.

                Τα χάχανα ξέσπασαν, κι ο Κοντόγιωργας άφρισε, τόνε χαστούκισε, σίγουρος πως θα τους χωρίζαν. Δεν τα λογάριασε καλά· σαν ξεκόλλησαν από πάνω του τον Κοσμά, που τον είχε πετάξει στις πλάκες, ήτανε γιομάτος αίματα και τον έκοβε ο βήχας· τα μάτια του πετάχτηκαν όξω, κι έφτυνε κάθε τόσο κόκκινο σάλιο.

                Γύρισε σ’ όλους και κλαιγόταν ώρες για τα παθήματά του.

                - Εγώ τους είπα τη σωστή κουβέντα. Τρεις εμείς, εκείνοι τέσσεροι, είχανε κι ανώτερο οπλισμό, τους βρήκα χεροβομβίδες. Τα ’χασαν, ειδεμή μας καθαρίζανε. Μετά μ’ αφήσανε μονάχον, και θέλουν να με τραβήξουνε μαζί τους· και σαν του ’πα μια κουβέντα, ρίχτηκε κι αρχίνησε να με βαράει, άρρωστον άνθρωπο. Έπρεπε να βγάλω το πιστόλι και να τον καθαρίσω, μα δεν έκανε· μεταξύ μας θα φαγωθούμε; κι ο άλλος ο μπάσταρδος, της αδερφής του ο ρουφιάνος· τι να προσμένεις από τέτοιους!

                Ο Κοσμάς είχε κάτσει στη γωνιά του, κατσούφης, τίποτα δεν μπορούσε να τον ξεσυννεφιάσει.

 

Σουρούπωνε, σαν ήρθε η Μύρρα. Ο Νίκας την έστειλε στον Κοσμά γελώντας.

                - Πάρ’ τον, κοίτα να τόνε συνεφέρεις. Κι εγώ δεν ξέρω τι έχει σήμερα.

                Σαν αντίκρισε τη Μύρρα ο Κοσμάς, πετάχτηκε, μα έλεγες ότι συννέφιασε πιότερο. Φύγαν αμέσως από τη Λέσχη.

Άδικα πάσκιζε το κορίτσι να του πάρει κουβέντα, ο Κοσμάς μούγκριζε αντί ν’ απαντά. Ο δρόμος που παίρναν την παραξένεψε.

- Πού πάμε;

- Πού θες;

- Μα... Στο Πάρκο. Στη συνηθισμένη μεριά.

- Όχι, δε θα σου γίνει το χατίρι.

Μιλούσε στεγνά κι απότομα, το κορίτσι θύμωσε.

- Σα δε θες, κάμε το κέφι σου. Έχε γεια.

Ο Κοσμάς γύρισε σκοτεινός και την άρπαξε από το μπράτσο, την έσφιξε σκληρά και την πόνεσε.

- Θα ’ρθεις μαζί μου, τ’ ακούς;

Και στη φωνή του αντιβούιζε η φοβέρα.

Γύρεψε να ξεφύγει απ’ το σφίξιμο, και παλέψανε για λίγο σιωπηλά. Ο Κοσμάς ήταν πιο δυνατός, και ξαναπήραν το δρόμο αμίλητοι.

Φτάσανε στα Πευκάκια κι ανηφόρισαν το μονοπάτι του Λυκαβηττού. Ο Κοσμάς περπατούσε με μεγάλα, βιαστικά βήματα, και το κορίτσι λαχάνιασε, μα έσφιγγε τα χείλια με πείσμα, να μην καταλάβει ο Κοσμάς. Δεν έδειχνε να την προσέχει, μόλο που τόσο σφιχτά τήνε βαστούσε.

Γλίστρησε στ’ απότομο μονοπάτι, και τότε μόνο είδε τον ίδρο στο κούτελο της, άκουσε την ανάσα της κομμένη.

- Γιατί δε μιλούσες;

- Έπρεπε να το δεις.

- Σωστά· να σταθούμε λίγο.

Ακούμπησε σ’ ένα πεύκο μαραζωμένο, κι απόμεινε να την κοιτάζει, ξαπλωμένην κατάχαμα, αποσταμένη, κι έλεγες πως κάποιος βραχνάς την παίδευε, μαζί με την κούραση. Δεν έμειναν πολύ, το κορίτσι σηκώθηκε.

- Ξεκουράστηκα.

- Προχώρα μπροστά, το μονοπάτι είναι στενό· σαν αποστάσεις, να μου το πεις.

Η Μύρρα ανηφόριζε με κόπο, άκουε πίσω της την πατημασιά του Κοσμά και δε γύριζε, λαφασμένη, και πάσκιζε να το κρύψει, να φτάσει στο τέλος του δρόμου, να λυτρωθεί απ’ το βραχνά που την πλάκωνε βαρύς, οικονομούσε την ανάσα της, γαντζωνότανε με τα χέρια από τα κλαριά κι η καρδιά της χτυπούσε, μα έπρεπε να τελειώνει.

- Κουράστηκες;

- Όχι.      

- Λαχάνιασες· θα κάτσουμε εδώ.

Είχανε φτάσει στα ριζά της μεγάλης πέτρας. Η Μύρρα διάλεξε με το μάτι ένα ίσωμα, ανάμεσα σε δυο βράχια, και ξάπλωσε κάνοντας τόπο στον Κοσμά.

Κείνος σώπαινε, οι φλέβες του χτυπούσαν· το κορμί της κοπέλας ήταν πολύ σιμά. Ύστερα, πνίγοντας τον πόθο του, ρώτησε:

- Το ξέρεις που σκότωσαν το Δηλανά;

- Ναι, μου το ’πανε στη Λέσχη. Μα θα τόνε σκότωναν μια μέρα, τον είχανε σταμπαρισμένον. Έτσι δεν έλεγες;

- Τον καρτερούσαν όξω από το σπίτι του Ντώνου, και τόνε σκότωσαν μόλις βγήκε. Το ’ξεραν πού κοιμήθηκε.

                - Θα τον παρακολουθήσανε, σαν έφυγε από τη Λέσχη το βράδυ.

                Ο Κοσμάς ανασηκώθηκε, έσκυψε πάνω της.

                - Όχι, δεν είν’ αυτό. Σκιαζότανε μονάχος, και μ’ έβαλε να τον πάρω καταπόδι. Πήγαινα μια γωνιά ξοπίσω, κι είχα το νου μου. Αυτό δεν το περίμενες.

                Σώπασε για λίγο.

                - Ήθελα να ξέρω πόσος καιρός είναι που μας ξεγελάς. Ολημερίς τ’ ανανογιόμουν, και παραξενευόταν ο Νίκας που δεν είχα τα κέφια μου, κι έστειλε σένα να με ξαλεγράρεις!

                Γέλασε, κι ήταν άσκημο το γέλιο του.

                - Θαρρείς και δε σε βλέπω που κλείστηκες; λες να βαστάξεις; Έχω κάνει να μιλήσουν άντρες αποφασισμένοι, όχι κοριτσόπουλα. Εσύ ξέρεις πώς σκοτώσαν και το Διακομανόλη.

                Το κορίτσι ανακλαδίστηκε τεμπέλικα, το στήθος της φούσκωσε, ολάκερο το κορμί της ξεχώρισε, προκαλώντας, κάτω απ’ το φουστάνι.

                - Βλακείες!

                Μονομιάς τραντάχτηκε από το χτύπημα, ένιωσε ν’ ανάβει το μάγουλο της, κι έκαμε να σηκωθεί, μα ο Κοσμάς την ξάπλωσε χάμω με μια σπρωξιά.

                - Δε μιλάς;

                Την ξαναχτύπησε πολλές φορές με το δεξί χέρι, και τη βαστούσε ανάμεσα στα σκέλια του με το ζερβί, και το κορίτσι στριφογύριζε και πάλευε να ξεφύγει, δαγκώνοντας τα χείλια για να μην κλάψει, μα τα μάτια της γιόμισαν δάκρυα και τρέχανε στα μάγουλά της, και δεν κατάφερε να λευτερωθεί, και ξέσπασε στ’ αναφιλητά.

                - Παράτα με παράτα με, σου λέω! Για το Διακομανόλη θες να μάθεις; εγώ τον πήγα στου Στρέφη να τον πιάσουν. Και το Δηλανά, εγώ! Σαν ερχόμουν και σας έβλεπα να χαλάτε σπίτια κι ανθρώπους, όλα κείνα τα παιδιά που τα σκοτώνετε στο ξύλο, για να τα δώσετε μετά στους Γερμανούς, τα ξεχνούσα; Δεν άκουα τις φωνές από το σπίτι, τότε που με βρήκες, και δεν κατάλαβα πως έκλεβες;

                Οι φλέβες φούσκωσαν στο κούτελο του Κοσμά.

- Γιατί ήθελες να πάμε στο Πάρκο; Μας περίμεναν;

                Απόκριση δεν πήρε, και την ξαναχτύπησε, μα κείνη λευτέρωσε τα χέρια και του ’μπηξε τα νύχια στο πρόσωπο, τόνε γρατσούνισε πασκίζοντας να του βγάλει τα μάτια. Φρένιασε ο Κοσμάς και την άρπαξε απ’ το λαιμό, να την ξεβγάλει. Δοκίμασε το κορίτσι να του λύσει τα χέρια, μα δε γινόταν, και το στόμα της άνοιξε, τα μάτια της, πεταμένα όξω, γιόμισαν τρομάρα.

                Σήκωσε τα γόνατα κι έσφιξε το μερί του Κοσμά ερωτικά, απελπισμένα, και τ’ ανεβοκατέβασε μια, δυο φορές, μα το σφίξιμο πλήθαινε, κι έβλεπε από πάνω της το πρόσωπο με τις φουσκωμένες φλέβες, ματωμένο από τα νύχια της, και σιγά σιγά άρχισε να χάνει το φως της, όλοι γίναν κόκκινα, μαβιά, θαμπώσαν, όσο που ’μεινε ένα πέπλο μπροστά της, και χάθηκε κι αυτό.

                Σα συνέφερε, ένιωσε τα χείλια του Κοσμά κολλημένα στο λαιμό της, κι η ελπίδα πως δεν τελειώσαν ακόμα όλα ξανάρθε, και τον αγκάλιασε, το αποσταμένο της κορμί τανύστηκε σε ύστατη πρόκληση, κι όταν τα χείλια του αντάμωσαν τα δικά της, παρατήθηκε, να τη βιάσει.

 

                - Πίστεψα πως θα μ’ έπνιγες.

                Ακουμπούσε το κεφάλι στο στέρνο του, και τώρα που ’χανε περάσει η ζάλη κι η άμαχη όλα ήταν όμορφα, μόνο που την πονούσε ο λαιμός της, κι ο Κοσμάς είχε ματωμένο το πρόσωπο. Έβγαλε το μαντίλι της, το σάλιωσε, και πάσκισε να καθαρίσει τα αίματα.

                - Το ’θελα· μα το χάδι σου! Μετά, που σε είδα ξέπνοη, μου ’ρθε τρέλα. Έπεσα πάνω σου και σε τράνταζα, σου φώναζα, και σαν έπαιξες το λαιμό έσκυψα και βύζαινα τις δαχτυλιές μου. Παραλόισα, γύρευα να πετάξω τα μυαλά μου!

                Γέλασε πικρά.

                - Δεν ήταν κι άσκημη ιδέα, ε; θα γλίτωνες τον κόπο.

                - Σώπα· δεν είν’ όμορφα τώρα; τι το χαλάς;

                - Κι αύριο;

                - Τι σε μέλει; μπορεί να βρεθούμε ξανά οχτροί, να με σκοτώσεις στ’ αλήθεια.

                - Πριν σ’ απαντήσω, θα σκοτιζόμουνα γι’ αύριο. Δε θα σ’ άφηνα να με σκοτώσεις, μια και σ’ έχω στο χέρι.

                - Σώπα.

Απόμειναν να κοιτάζουν τ’ αστέρια που ξεπρόβαιναν από τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, πλήθος, και μοιάζαν να τους κοιτάζουνε κρύα και γαληνεμένα, χωρίς καλοσύνη μήτε κακία και περιέργεια, με την επιείκεια του σοφού για τον άνθρωπο, που μάχεται δίχως να ξέρει πού θα φτάσει.

Ύστερα η Μύρρα ανάδεψε το κορμί της και τ’ αστέρια σβήσανε, σμίξανε με την ήρεμη παραδοχή πως δύο άνθρωποι μπορούνε μ’ όλα τούτα ν’ αγαπιούνται, πως αμάχες, και αγώνες αντίθετοι, κι ιδέες, γίνονται πολύ μικρά ανάμεσα σε δυο μοναχούς ανθρώπους, μπροστά στην παμπάλαιην ανάγκη της αγάπης.

Γύρω, οι ακρίδες τρίζαν καλώντας το ταίρι τους.