Παπανούτσος Ευάγγελος
«Οι κούφιες λέξεις». Τα μέτρα της εποχής μας
 
 
Τα μέτρα της εποχής μας, Εκδόσεις Φιλιππότης 1982, Σσ.107-112, Πρώτη Έκδοση Έργου:1982
 
 

Ο άνθρωπος από παμπάλαιους χρόνους έχει επινοήσει τις «λέξεις» και την πλοκή τους, ως αληθινές απεικονίσεις ή ως συμβολικές παραστάσεις πραγμάτων και γεγονότων, για να συνεννοείται με τους ομοίους του. Να εκφράζει τις σκέψεις και τα αισθήματα, τις επιδιώξεις, τις διαθέσεις και τις επιθυ­μίες του, και να επικοινωνεί μαζί τους. Αυτό τουλάχιστον υπο­θέτουμε, παρά τις παρατηρήσεις και τις αντιρρήσεις της γλωσ­σικής επιστήμης πού δείχνουν πόσο απλοϊκή είναι αυτή ή υπόθεση, πόσα προβλήματα περιέχει που δεν τα λύνει. Πα­ραβλέπω τα άλλα και υπογραμμίζω το ένα που το έχει προσέξει ο κοινός νους: ότι οι λέξεις έγιναν όχι μόνο για να απο­καλύπτουν, αλλά και για να κρύβουν από τον άλλο τα ψυ­χικά μας βιώματα όταν από ντροπαλοσύνη, συμφέρον ή δό­λο θέλουμε να τα αποσιωπήσουμε ή να τα παραμορφώσου­με. Τότε δεν «λέμε» εκείνο που θέλουμε, και «λέμε» εκείνο που δεν θέλουμε. Πάλι οι «λέξεις» μας εξυπηρετούν· κάποτε οι ίδιες οι «λέξεις» που τις μεταχειριζόμαστε για να διατυπώ­σουμε όσα πραγματικά υπάρχουν μέσα στη συνείδηση μας, όταν επιθυμούμε νά εξομολογηθούμε.

Εκεί κυρίως όπου οι λέξεις πρόκειται να εκφράσουν αφη­ρημένες έννοιες και να υποβάλουν στον ακροατή νοήματα υ­ψηλότερου επιπέδου από τα καθημερινά της ζωής, η πλάνη (όχι σπάνια και η απάτη) είναι αρκετά συνηθισμένη. Τόσο πε­ρισσότερο μάλιστα, όσο τα λεκτικά σύμβολα που μεταχειριζό­μαστε έχουν κατά κάποιον τρόπο εγκατασταθεί μόνιμα στη γλώσσα μας και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να εξετάσει την προέλευση, την κατασκευή και τη χρήση τους. Τότε καταλαβαίνουμε «περίπου» τι εννοούν, τα δεχόμαστε όμως και τα επαναλαμβάνουμε με την πεποίθηση ότι και αυτός πού μας ακούει καταλαβαίνει «αρκετά» το νόημα τους. Λησμονούμε όμως (μαθαίνουμε να λησμονούμε, με την κακή εκπαίδευση μας) ότι αυτό το «περίπου» και αυτό το «αρκετά» σηκώνει πολύ ευρύχωρα περιθώρια, και έτσι οι λέξεις μας μπορούν νά έχουν όχι μόνο τη δική μας εξήγηση, αλλά και πολλές άλλες που δεν συμβιβάζονται με εκείνην και μπορούν να στραφούν εναντίον μας. Τα παραδείγματα αφθονούν καί καθένας μπορεί νά προσφέρει τα δικά του. Εγώ θα υπενθυμίσω τις λέξεις που συναντά κανείς σε πανηγυρικούς λόγους περιωπής, ακόμα και σε εμβριθή συγγράμματα, χωρίς εκείνοι που τις χρησιμο­ποιούν να μπαίνουν στον κόπο να τις ορίζουν με ακρίβεια, να χαράζουν με προσοχή το νοητικό τους περίγραμμα.

Τι σημαίνουν λ.χ. φραστικά σύμβολα σαν αυτά εδώ: «η ουσία της ιδέας», «ο άξονας του ψυχικού σύμπαντος», «ο πνευ­ματικός κόσμος», «το ποιόν της δομής», «οι διακυμάνσεις των έξεων», «εσωτερικές και εξωτερικές ιδιότητες»· και τα παρό­μοια; Πολλά απ' αυτά, θά παρατηρήσει κανείς, είναι εκφράσεις μεταφορικές και πρέπει να συμπεράνει το νόημα τους από τα συμφραζόμενα. Ασφαλώς. Αλλά είτε μεταφορικά, είτε κυριολε­κτικά τις εννοήσουμε, πάλι η σημασία τους παίζει ανάμεσα στο «περίπου» και στο «αρκετά» με αποτέλεσμα ο ακροατής να μένει μετέωρος, και ο ευκολόπιστος να γοητεύεται από τη ρητορική τους αξία, ενώ ο απαιτητικός άδικα ψάχνει να βρει το νόημα τους και μένει αμετάπειστος. Έχει άραγε η «ιδέα», ως έννοια λογικά καθαρή, έκτος από την «ουσία» και τα «επουσιώδη» συ­στατικά της, ή «πόλους» το συνειδησιακό μας σύμπαν, για να μπορούμε νά αναφερόμαστε στον «άξονα» του; Ποιο είναι το «ποιόν» της δομής ή οι «διακυμάνσεις» των έξεων; Θα εν­νοούμε ασφαλώς άλλες «δομές» και άλλες «έξεις» και τα πιο πάνω είναι απλώς διακοσμήσεις των ουσιαστικών μας. Ανάλο­γες παρατηρήσεις θά κάνει, φαντάζομαι, κανείς και για τον «πνευματικό» μας κόσμο (από τις πιο κακοπαθημένες λέξεις είναι στην ελληνική το «πνεύμα»), καθώς και για τις ιδιότη­τες ενός αντικειμένου όπου φυσικά δεν χωρεί ή διάκριση του «μέσα» και του «έξω»...

Αυτές οι αοριστίες και ασάφειες έφερναν την εξέγερση στον αρχαίο Σωκράτη. (Πόσο λησμονούμε το μάθημά του σήμε­ρα στον τόπο του!). Έβλεπε ότι με παρόμοια τεχνάσματα εύκολα κατάφερναν οι κακοί σοφιστές νά κάνουν μπροστά στην εμβρόντητη νεολαία των Αθηνών της εποχής του τον «κρείσσονα λόγον ήσσονα» και τον «ήσσονα κρείσσονα». Και ως φάρμακο θεραπείας συνιστούσε τον «σωστό» ορισμό των λέξεων. Όταν ορίζεις «σωστά» τις λέξεις πού μεταχειρίζεσαι, τονίζεις δηλαδή τι περιέχει και τι δεν περιέχει ή καθεμιά στο νόημα της, δεν μπορείς πια να τις αναποδογυρίσεις. «Περί­που» και «αρκετά» δεν υπάρχουν στη σημασία τους, επομέ­νως δεν γίνεται να παίρνεις αντίκρυ τους στάση αντιφατική: ή τις δέχεσαι ή δεν τις δέχεσαι, και από κει και πέρα οικοδομείς στερεά το συλλογισμό σου. Τα αντίθετα καμώματα είναι (θα πει αργότερα ο μαθητής του Πλάτων) παιχνιδίσματα ή απάτες των ρητόρων που έχουν συμφέρον να παραποιούν την αλήθεια. Η φιλοσοφία όμως δεν είναι «πειθούς δημιουργός», όπως η ρητορική, και κύριο έργο της έχει να ξεκαθαρίζει και να προ­σηλώνει τις έννοιες μέσα στις λέξεις που θα τις εκφράσουν.

Από τις πιο αντιλεγόμενες είναι (όχι μόνο σήμερα) η λέ­ξη «χρόνος». Ρωτήστε οποιοδήποτε καλλιεργημένο άνθρωπο που έχει την κοινή μόρφωση, αλλά δεν διάβασε τον αρχαίο Αυγουστίνο και τους μοντέρνους φυσικούς, από τον Einstein και εδώ, τι έχει στο νου του όταν λέει, με τη συνείδηση δτι γίνεται εντελώς αντιληπτός από τους ομοτέχνους του: «Δεν έχετε λάβει υπόψη τον παράγοντα χρόνο· αν τον λογαριάσε­τε, το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό». Ποιος είναι αυτός ο «παράγων χρόνος»; Αφήσετε κατά μέρος τον περίφημο των οπαδών της θεωρίας της σχετικότητας που ανέτρεψε τη Φυσική του Newton, και περιοριστείτε στις έννοιες του κοι­νού νου. Τι εννοούμε με τον «παράγοντα» χρόνο; Ένα φαι­νόμενο, μια διαδικασία, ένα λογικό πλαίσιο; Και πώς συλ­λαμβάνεται; Άγνοια. Και μολαταύτα με το «περίπου» και το «αρκετά» όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο συνάνθρωπος μας όταν αναφέρεται στο «χρόνο» ως αντίληψη ή ως έννοια. Μερικά ακόμη παραδείγματα θα είναι ίσως πιο διαφωτιστι­κά. Ακούμε συχνά τις φράσεις:

- Ένας και μισός αιώνας ελεύθερου βίου δεν παίζει ρό­λο στην ιστορία. Ο χρόνος ωριμάζει τα πολιτικά καθεστώτα.

-  Μόνο με το χρόνο γίνεται φαγώσιμος αυτός ο καρ­πός· νωρίτερα αδύνατον.

-  Ο χρόνος μοιράζεται· αν τριπλασιάσουμε τους μαστόρους, μπορούμε να χτίσουμε τούτο το σπίτι στο ένα τρίτο του χρόνου που υπολογίζει δ αρχιτέκτονας.

Ποιος είναι ο «παράγων χρόνος» σ' αυτές τις σκέψεις; Στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση («η ιστορική πο­ρεία» η πρώτη, η «φυσική εξέλιξη» η δεύτερη) ο χρόνος δεν απαλείφεται, ούτε στο σύνολο ούτε στα μέλη του: δρα και με την ενέργεια του φέρνει ή δεν φέρνει ορισμένο αποτέλεσμα (ιστορικό ή φυσικό). Στην τρίτη περίπτωση το σκηνικό αλλάζει: εδώ ο χρόνος τεμαχίζεται και μπορεί ο άνθρωπος να τον μικρύνει κατά βούληση -αν, φυσικά, υποθέσουμε ότι είναι «από τα πράγματα» δυνατόν να οικοδομήσουμε το σπίτι που χτίζουμε σε λιγότερο χρόνο από τον υπολογισμένο αρχικά (για το στέγνωμα λ.χ. των υλικών ή για τη δοκιμαστική «χρήση» τους). Πώς πρέπει να αντιληφθούμε σ' αυτές τις περιστάσεις το χρόνο; Είναι ένας παράγων ανεξάρτητος από την ενέργεια μας ή υπόκειται στη δύναμη της; Και ως ποιο σημείο; Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι διόλου καθαρά, και μόνο ο εταστικός νους εκείνου του «σκεπτόμενου καλαμιού», που είναι κατά τον Pascal ο άνθρωπος, ο φιλοσοφών άνθρωπος, μπορεί να τα βάλει σε κάποια τάξη.

Ένα ακόμα παράδειγμα από τον αρχαίο Ηρόδοτο είναι πολύ χαρακτηριστικό. Λίγο πριν από τη μάχη των Πλαταιών, εκεί πού κάθονταν στο τραπέζι Πέρσες και Βοιωτοί (απ' αυτούς πού είχαν «μηδίσει»), ένας Πέρσης είπε στον Ορχομένιο Θέρσανδρο: «Βλέπεις τούτους τους Πέρσες που τρώνε και πίνουν, καθώς και το στρατό που τον έχουμε αφήσει στρατοπεδευμένο κοντά στον ποταμό; Απ' όλους τούτους, όταν περάσει λίγος χρόνος, θα δεις να έχουν λίγοι μόνο σωθεί» (IX, 16). Σκέψη συγκινητική και υποβλητική: κοίταξε κορμιά που θα πάρει ο Χάρος «ολίγου τινός χρόνου διελθόντος». Ύστερα από μικρό χρόνο λίγοι μόνο θα υπάρχουν. Για την απώλεια, λοιπόν, απαιτείται «χρόνος», αλλά οι πεθαμένοι δεν θα σκοτω­θούν από το «χρόνο», άλλοι θα τους έχουν στείλει στον Άδη. Εδώ η σειρά των γεγονότων είναι καθαρότερη και μπορούμε να καταλάβουμε (οι περισσότεροι πάλι «περίπου» και «αρκετά») τι είναι επιτέλους αυτό πού ονομάζουμε «χρόνο». Είναι μια σειρά από αλλεπάλληλα γεγονότα, που έχουν, φυσικά, εκείνους ή εκείνα που δρουν και εκείνους ή εκείνα που πάσχουν, αλλά πού ξετυλίγονται το ένα ύστερ' από το άλλο και δεν γίνεται να αντιστραφούν. Τούτο από την πλευρά των αντικειμένων του στοχασμού μας (φυσικών ή τεχνητών)· υπάρχει όμως και η πλευρά του αντικειμένου, του στοχαζόμενου εγώ. Απ' αυτή την πλευρά ο χρόνος είναι μια λογική διαδικασία, ένα συνειδησιακό πλαίσιο, όπου έρχονται και παίρνουν τη θέση τους πάλι γεγονότα, δηλαδή ενέργειες, κινήσεις, πράξεις και τα παρόμοια που δεν είναι στιγμιαία ή ταυτόχρονα, αλλά διαδοχικά γιατί έχουν διάρκεια και δεν αντιστρέφονται ούτε εξαλείφονται· Είναι άραγε τόσο απλό το θέμα τούτο και γίνεται εύκολα αντιληπτό; Αμφιβάλλω. Όλοι όμως μιλούμε για το χρόνο και συνεννοούμαστε.

Ας ονομάσουμε «κούφιες» τις λέξεις-έννοιες που είτε από τη φύση τους είτε από τη βιασύνη μας έχουν θολό και ακαθόριστο το νοηματικό τους περιεχόμενο. Όταν φεύγουμε από τα συγκεκριμένα πράγματα και προχωρούμε προς αφηρημένα σχήματα, ή γλώσσα μας γεμίζει απ' αυτές, χωρίς όμως και να δυσχεραίνεται πολύ στην πρακτική καθημερινότητα της η ζωή μας. Εκείνη που υποφέρει είναι η θεωρητική μας σκέψη. Γιατί σ' αυτές τις περιπτώσεις, το «περίπου» και το «αρκετά» δεν μας φτάνουν: ζητούμε διευκρινίσεις, συμπληρώσεις, διορθώσεις που δεν είναι καθόλου εύκολες. Ιδίως σε λαούς μεσημβρινούς σαν το δικό μας (είμαστε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε) που δεν πολυπραγμονεί, όταν μάλιστα βιάζεται να τελειώσει τη «δουλειά» του...

Πώς θα απαλλαγούμε από το βαρύ και άχρηστο, κάποτε και επικίνδυνο, φορτίο των κούφιων λέξεων; Εδώ είναι το πρόβλημα. Που γίνεται τόσο περισσότερο δύσκολο όσο συλλογιζόμαστε ότι σήμερα πληρώνουμε τα χρέη πολύ παλιάς και βαθιά ριζωμένης συνήθειας, για να μην παραδεχτούμε κάτι που πολλές φορές λέγεται σε βάρος μας: ότι είμαστε λαός που ανέκαθεν αγαπάει τη ρητορική και το μονόλογο, επομένως και αδάπανες εκφράσεις... Τη λύση του προβλήματος θα αναζητήσουμε (που αλλού;) στην ανάταξη της Παιδείας μας, στον αναπροσανατολισμό της από τις αφαιρέσεις προς τα συγκεκριμένα, από τις εικασίες προς τα πράγματα. Και τούτο (που δεν είναι μόνο έργο του σχολείου, αλλά όλων των παιδευτικών θεσμών της κοινωνίας μας από το δικαστήριο έως τον καθημερινό Τύπο) πρέπει να γίνει σε δυο χρόνους. Πρώτα να μάθουμε να αφαιρούμε το μεταφορικό ντύσιμο από τις εκφράσεις μας ή να συνειδητοποιούμε ότι αυτό που λέμε δεν είναι η πραγματική, αλλά ή συμβολική ιδιότητα του αντικειμένου. Τι θα πει: «ο πανδαμάτωρ χρόνος φέρνει στα σώματα τη φθορά;». Ο χρόνος δεν «δαμάζει» ούτε «φθείρει». Τα γερατειά τα φέρνουν οι περιπέτειες της ζωής, οι λύπες και οι χαρές, οι κόποι και οι πόνοι της- που, φυσικά, απαιτούν διάρκεια, γιατί είναι γεγονότα, επομένως προϋποθέτουν το χρόνο. Μα ο «πανδαμάτωρ» είναι ωραία λέξη. Συμφωνώ, πολύ συχνά όμως δεν μας ενδιαφέρει ή ομορφιά, αλλά ή αλήθεια.

Το δεύτερο πού πρέπει νά διδαχτούμε, πάλι από νωρίς, είναι για κάθε λέξη που μεταχειριζόμαστε να εξετάζουμε εάν αντιστοιχεί σ' αυτό που επιθυμούμε να πούμε. Είναι ανάγκη επιτέλους να μάθουμε ότι εκείνο που λέμε πρέπει πρώτα εμείς να το καταλαβαίνουμε και υστέρα οι άλλοι. Και το καταλαβαίνουμε τότε μόνο, όταν εκφράζει πραγματικά, κυριολεκτικά αυτό που επιθυμούμε να πούμε, για να μας νιώσει και ο άλλος. Αν τύχει (και τυχαίνει συχνά) να δούμε τον άλλο αμήχανο, με μάτι θολό, απόδειξη ότι δεν «εννοεί», να εγκαταλείπουμε αμέσως τα σύννεφα - τις παραβολές, τις μεγαληγορίες, τα υπονοούμενα - και να επιστρέφουμε στη γη: να λέμε τη σκάφη σκάφη. Άλλοι λαοί (οι βόρειοι κυρίως, οι λι­γόλογοι) συνηθίζουν από μικρά τα παιδιά τους σ' αυτή τη συμπεριφορά: «Τι θες να πεις; Δεν σε καταλαβαίνω. Τι εννοείς με το βάθος της ζωής; Ποίηση κάνουμε ή φιλοσοφία; Εδώ έχουμε την ψαρική...». Και ο άλλος αναγκάζεται να γίνει σα­φής, παστρικός. Το «περίπου» και το «αρκετά» το αφήνει για τους άλλους που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να γίνουν εντελώς κατανοητοί.