Θεοτοκάς Γιώργος
Αργώ A'
 
 
Αργώ (α’ τόμος), Εκδόσεις Εστία 2000, Σσ.9-138, Πρώτη Έκδοση Έργου:1936
 
 
ΜΙΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ

Σύμφωνα με την παράδοση, η οικογένεια Νοταρά της Ηπείρου, που θα με απασχολήσει αρκετά σ’ αυτό το βιβλίο, είτανε παρακλάδι της ιστορικής οικογένειας των Νοταράδων του Βυζαντίου, που έδρασαν στην αυλή των Παλαιολόγων και σκορπίστηκαν, μετά την Άλωση, στην Ελλάδα και την Ιταλία. Ειπώθηκε μάλιστα πως η οικογένεια αυτή καταγότανε άμεσα από το μεγάλο - δούκα Λουκά Νοταρά, που είταν η πιο σημαντική φυσιογνωμία της Πόλης ύστερα από τον Αυτοκράτορα και πολέμησε γενναία απάνω στα Τείχη. Είναι γνωστό πως ο μεγάλος - δούκας έχασε το κεφάλι του μετά τη νίκη των Τούρκων, γιατί δε θέλησε να παραδώσει τον ωραίο γιο του Ισαάκιο στον έρωτα του Σουλτάνου. Πέθανε περήφανα, σαν αληθινός ιππότης που είτανε, κι' άφησε ένα τιμημένο όνομα στη μνήμη του Ελληνισμού. Αξίζει να θυμίσω εδώ τα τελευταία λόγια του προς τα παιδιά του, όπως τα αναφέρει ο Παπαρρηγόπουλος: «Τεκνία, χθες εν μια καιρού ροπή απωλέσαμεν και δόξαν και πλούτον και δύναμιν. Ηδυνάμεθα ίσως να ζήσωμεν, αλλά πώς; Καταφρονούμενοι και ταλαιπωρούμενοι μέχρις ου έλθη και εφ' ημάς το αναπόδραστον τέλος. Ζωής τοιαύτης δεν είναι προτιμότερος ο θάνατος; Πού ο Βασιλεύς ημών; Δεν έπεσε χθες μαχόμενος; Που ο μέγας δομέστικος, που ο πρωτοστράτωρ Παλαιολόγος και οι δυο αυτού υιοί; Δεν εσφάγησαν χθες άπαντες αγωνιζόμενοι; Είθε και ημείς απεθάνομεν μετ' αυτών…».
Πρέπει να σημειώσω ωστόσο πως η ρωμαντική αυτή γεννεαλογία δεν είναι εξακριβωμένη με τρόπο επιστημονικό. Ίσια - ίσια οι χρονογράφοι της Άλωσης, ο Δούκας, ο Φραντζής, ο Κριτόβουλος, που διαφωνούνε συχνά, είναι σύμφωνοι πως οι γιοι του Λουκά Νοταρά σφαχτήκανε μαζί με τον πατέρα τους και με τα σπουδαιότερα πρόσωπα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Φαίνεται λοιπόν αστήριχτη η γνώμη πως ο όμορφος Ισαάκιος κατόρθωσε να ξεφύγει από τα χέρια του Σουλτάνου και πήγε να ζήσει με την αδελφή του Άννα στη Ρώμη. Η άμεση καταγωγή των Νοταράδων μου από το μεγάλο - δούκα Λουκά θα έπρεπε να αποκλειστεί. Μετά την Άλωση, εξ άλλου, είναι σχεδόν αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς τη συνέχιση των ιστορικών αυτών οικογενειών του ελληνικού Μεσαίωνα. Κάμποσα τέτοια ονόματα σώζουνται ακόμα σήμερα στην Ελλάδα και στη Ρουμανία, ίσως και σ' άλλες βαλκανικές χώρες, μα δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πρόκειται για αυθεντικούς απογόνους ή για εξευγενισμένους υποτακτικούς, που πήρανε τα ονόματα των αρχόντων τους, ή ακόμα αν τα ονόματα αυτά έγιναν κτήμα του θρύλου κ' έπεσαν έτσι στην κοινή χρήση και τα έπαιρνε ο πρώτος τυχόντας. Υπάρχουν ίσως ελάχιστες εξαιρέσεις, μα, κατά κανόνα, όλες αυτές οι εκδοχές είναι εξ ίσου πιθανές.
Οι μόνες θετικές πληροφορίες που έχουμε για την καταγωγή της οικογένειας, που θα μάς απασχολήσει εδώ, είναι οι εξής:
Οι Νοταράδες εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα στις αρχές του ΧVIIIου αιώνα. Δεν είναι εξακριβωμένο από που ακριβώς ερχόντανε. Ίσως από τη Μάνη η από τη Μεσσηνία, ίσως κι' από τα Εφτάνησα (οι πηγές αντιφάσκουν). Αφότου όμως έφτασαν στην πρωτεύουσα της Ηπείρου η ιστορία τους είναι γνωστή. Έκαναν εμπόριο εκατό χρόνια με πολλή επιτυχία, μάζευαν χρήματα, δούλευαν για το έθνος, υποστηρίζοντας την εκκλησία, τα γράμματα, την εκπαίδευση. Τα Γιάννενα είτανε τότε μια από τις σπουδαιότερες πόλεις του υπόδουλου Ελληνισμού, με σαράντα χιλιάδες κατοίκους, φημισμένη για τα πλούτη της, τα σχολεία της και τις ποικίλες αρετές των αντρών της.
Ο Νικηφόρος Νοταράς (1771 - 1824), κτηματίας, μεγαλέμπορος και λόγιος, προσωπικός φίλος του Βηλαρά, είταν ένας από τους κυριώτερους κοτζαμπάσηδες της Ηπείρου τις παραμονές της Επανάστασης. Το σπίτι του είταν από τα πρώτα στα Γιάννενα και δέχτηκε το λόρδο Μπάιρον στα 1809. Ένα διάστημα τα είχε καλά με τον Αλή πασά και ανήκε στην αυλή του. Εκμεταλλεύτηκε αυτήν την πολύτιμη φιλία για να αυξήσει όσο μπορούσε την περιουσία του και τη δύναμή του, αλλά πάντα με κάποιον ανώτερο σκοπό, γιατί είτανε ποτισμένος από το γαλλικό κήρυγμα του 1789 και λάτρευε κρυφά την ελευθερία. Οι δουλειές του τον πήγανε στη Ρωσία κ' εκεί μπήκε στον κύκλο του Τσακάλωφ, του Σκουφά, του Ξάνθου, κ' έλαβε μέρος στην ίδρυση και την οργάνωση της Φιλικής Εταιρίας. Στα 1818, γυρνώντας στην πατρίδα του, ρίχτηκε αμέσως στην εθνική δράση, προπαγάνδισε τριγύρω του, σ' όλην την Ήπειρο, τους σκοπούς της Εταιρίας, προετοίμασε τα πνεύματα, ξεσήκωσε τους οπλαρχηγούς, κόντεψε να παρασύρει και τον ίδιο τον Αλή, που ονειρευότανε να γίνει ανεξάρτητος Βασιλιάς ενός μεγάλου ευρωπαϊκού ελληνοτουρκικού Κράτους. Μα, την τελευταία στιγμή, όπως είναι γνωστό, ο πασάς άλλαξε πολιτική και χτύπησε τους φιλικούς με τη συνηθισμένη λύσσα του. Ο Νικηφόρος Νοταράς μόλις πρόφτασε να περάσει στην Κέρκυρα, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στα χέρια του εχθρού. Από κει δεν έπαψε να υπηρετεί την εθνική υπόθεση όπως μπορούσε, ξοδεύτηκε ολότελα για την Ελλάδα και λένε πως πέθανε της πείνας.
Ο γιος του Θεόφιλος (1798 - 1870), γνωστός στα χρονικά του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου ως Νοταράς ο Πρώτος, είναι ο ιδρυτής μιας ξακουστής πανεπιστημιακής δυναστείας. Σπούδασε νομικά και ιατρική στην Ιταλία, μα φαίνεται πως είταν ένας νέος δυνατός και ωραίος, θερμόαιμος και ταραχοποιός, που αγαπούσε τις γυναίκες, το κρασί, τα χαρτιά και τις περιπέτειες πιότερο από την επιστήμη. Μόλις πάτησε το πόδι του στα ιταλικά χώματα, πήγε κ' έμπλεξε με ύποπτες παρέες από καρμπονάρηδες πολιτικούς εξόριστους, ρωμαντικούς ποιητές, τυχοδιώκτες και πειρατές όλων των ειδών και γρήγορα βρέθηκε ανακατωμένος σε λογιώ - λογιώ παλαβές ιστορίες επαναστατικών κινημάτων και δραματικών ερώτων. Η Ιταλία είτανε τότε ή γη της επαγγελίας για τους ευαίσθητους νέους που έπασχαν από την αρρώστια του αιώνα και λάτρευαν το Βέρνερ, το Ρενέ και τον Child Harold.
Θα χρειαζότανε ένα ειδικό βιβλίο για να διηγηθώ τα νεανικά αντραγαθήματα του Θεοφίλου Νοταρά, μα δεν είναι αυτή ή πρόθεσή μου. Αναφέρω μονάχα πως στα 1821 συναντήθηκε με τον Μπάϊρον στην Πίζα κι' ο λόρδος, που θυμότανε τη φιλοξενία των Νοταράδων στα Γιάννενα, τον δέχτηκε με πολλή εγκαρδιότητα στο Palazzo Lanfranchi, στην όχθη του Άρνο. Εκεί ο νέος σπουδαστής έζησε λίγο καιρό μες σ' έναν κύκλο αληθινά μοναδικό, που τον αποτελούσαν ο Βύρωνας κ' η ερωμένη του η γλυκύτατη κοντέσσα Guiccioli, το ζεύγος Shelley, η οικογένεια Gamba κι' ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που δίδασκε ελληνικά στη Mary Shelley.
Οι γνωριμίες αυτές επηρέασαν την ερεθισμένη φαντασία του Θεοφίλου Νοταρά κι' άφησαν μέσα του αναμνήσεις και νοσταλγίες, που εξηγούν ορισμένες απότομες μεταπτώσεις της κατοπινής ζωής του. Τα διπλώματά του δεν αποκλείεται και να τα αγόρασε, αφού ο πατέρας του είχε χρήματα και ξόδευε ο νέος άφθονα (εξακολούθησε άλλωστε να ξοδεύει με τον ίδιο τρόπο και μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του, κι' από αυτό συμπεραίνει κανείς πως είχε και αδήλους πόρους). Πάντως, τον καιρό των σπουδών του, αντί επιστημονικές διατριβές, έγραφε μακρόσυρτα ποιήματα, καθαρευουσιάνικα και επικολυρικά, ξεχειλισμένα από ρομαντικές ανησυχίες και φλογερές πατριωτικές εξάρσεις, που τυπωνόντανε κρυφά στη Βενετία και την Τεργέστη και ταξιδεύανε στις ελληνικές ακτές με τα υδραίϊκα κουρσάρικα.
Μα αφού έγραψε καλά - καλά τους καημούς του και ξεθύμανε κι' αφού μέθυσε στα καταγώγια όλης της Ιταλίας κ’ έκλεψε παντρεμένες και παρθένες και συνωμότησε και τον κυνήγησαν τα αποσπάσματα και απελάθηκε από διάφορες πολιτείες αφού μ' άλλα λόγια χάρηκε αξιοπρεπώς τα νιάτα του σύμφωνα με τη μέθοδο της εποχής του, ένα πρωί κατέβηκε στην Ελλάδα να πολεμήσει για την ελευθερία.
Λένε πως πολέμησε καλά τόσο κατά των Τούρκων όσο και κατά των Ελλήνων, στους εμφύλιους πολέμους, γκρινιάζοντας ακατάπαυστα, και βλαστημώντας τους αρχηγούς του έθνους για την ασυναρτησία τους και την κακοκεφαλιά τους. Βρεθήκανε γράμματά του όπου παρακαλούσε τον Κολοκοτρώνη «εις το όνομα του Σωτήρος Χριστού και του κοινού νοός» να σφάξει όλους τους λογάδες και τους καλαμαράδες για να σωθεί η Ελλάδα. Μα ο Γέρος του Μωριά δεν έχανε εύκολα τη θρυλική ψυχραιμία του και δεν είχε όρεξη να σφάξει κανένα εξόν από Τούρκους, κι' ο Θεόφιλος Νοταράς παραπονιότανε συνεχώς πως η γνώμη του δεν είχε πέραση και απειλούσε πως θα πάει με τον εχθρό. Έμεινε ωστόσο πολεμώντας ίσαμε το τέλος, έλαβε μέρος και σ' όλες περίπου τις επαναστατικές Εθνοσυνελεύσεις, συνεργάστηκε στη σύνταξη των πρώτων ελληνικών συνταγμάτων κ' έκανε μεγάλη εντύπωση στους οπλαρχηγούς και τους κουρσάρους με την πολυμάθειά του και κυρίως με τη νομική σοφία του. Μονάχα, σαν ειρηνέψανε τα πράματα, έφυγε ξαφνικά με την πρόθεση να μην ξανάρθει ποτέ, επειδή, έλεγε, η Ελλάδα γλύτωσε από την τυραννία της Ασίας για να πέσει στα νύχια των κοτζαμπάσηδων και των δασκάλων και τέτοιαν ελευθερία αυτός δεν την ήθελε. Στάθηκε ένα διάστημα στην Κέρκυρα, όπου γνωρίστηκε με τον Σολωμό και τους κύκλους της Ιόνιας Ακαδημίας και ξανάρχισε να γράφει στίχους, με φανερή την επίδραση του ποιητή των Ελεύθερων πολιορκημένων. Εκεί συνδέθηκε (το αναφέρω χρονογραφικά) και με τη διάσημη τραγουδίστρια Ida Peregrino, πρώην ερωμένη του λόρδου Μπάϊρον και του Μέτερνιχ, που πλανιότανε τότε στα ελληνικά νερά, γυρεύοντας εξάρσεις και δόξα. Φαίνεται πως την αγάπησε περισσότερο από τις άλλες γυναίκες που είχε ανταμώσει στο ρεύμα της πολυτάραχης ζωής του, και την ακολούθησε πιστά στη Νεάπολη, στο Μιλάνο και κατόπι στο Παρίσι (εύρισκε πάντα χρήματα όπου τον έριχνε η τύχη). στο Παρίσι όμως η μοιραία Ida τον άφησε για χάρη του τραπεζίτη Laffite που είταν από τα σπουδαιότερα πρόσωπα της Γαλλίας του Λουδοβίκου - Φιλίππου. Ο Θεόφιλος Νοταράς θέλησε να μονομαχήσει με τον αντίπαλό του, μα ο μεγαλόσχημος τραπεζίτης δεν καταδέχτηκε να απαντήσει στις προκλήσεις του. Απελπισμένος ο Θεόφιλος ρίχτηκε στο Σηκουάνα από το Pont du Carrousel, μα δεν τον άφησαν να πνιγεί. Τότες αποφάσισε να αλλάξει το ρυθμό της ζωής του, γύρισε στην Ελλάδα και ζήτησε να γίνει καθηγητής του Ρωμαϊκού Δικαίου στο Εθνικό Πανεπιστήμιο, που μόλις είχε ιδρυθεί. Υποθέτω πως αισθανότανε κουρασμένος από τις περιπέτειες κ' είχε όρεξη να συμμαζευτεί και να νοικοκυρευτεί, να κάνει μια σοβαρή και ευυπόληπτη σταδιοδρομία και να πάρει μια καλή κοινωνική θέση μες στο νεογέννητο Βασίλειο. Του δώσανε μια έδρα χωρίς μεγάλες δυσκολίες γιατί δεν υπήρχαν πολλοί υποψήφιοι. Είχε άλλωστε αποκτήσει, κατά την Επανάσταση, πολύ σημαντικές φιλίες και προστασίες. Μόλις έγινε καθηγητής (1839) φρόντισε να παντρευτεί μιαν από τις πιο πλούσιες νύφες της εποχής, τη μονάκριβη θυγατέρα του Μανουήλ Καντακουζηνού, πρώην ηγεμόνα της Μολδαυΐας. Από τότε έζησε σαν άρχοντας, επιβλήθηκε στην αυλή του Όθωνα και χάρηκε πλουσιοπάροχα όλες τις τιμές και τις απολαύσεις που μπορούσε να του προσφέρει η μικρή και ασχημάτιστη ακόμα αθηναϊκή κοινωνία.
Αυτός ο ερασιτέχνης της δράσης, της λογοτεχνίας, της επιστήμης και του ερώτα, έκρυβε μες στο συγκεχυμένο μυαλό του ένα ίχνος ιδιοφυίας. Όταν αποφάσιζε να καταγίνει σοβαρά με κάτι, έβαζε τα γυαλιά σ' όλους τους ειδικούς. Έτσι διακρίθηκε αμέσως ως νομοδιδάσκαλος, πήρε τον αέρα των συναδέλφων του και των μαθητών του κι' άφησε μεγάλο όνομα στην ιστορία του Πανεπιστημίου. Έγραψε μερικά βιβλία σύντομα αλλά κλασικά, δίδαξε χωρίς διακοπή καμμιά τριανταριά χρόνια, υπήρξε τρείς φορές πρύτανης και θεωρείται ένας από τους κυριώτερους στυλοβάτες της νομικής επιστήμης στην Ελλάδα. Οι λιθογραφημένες παραδόσεις του, ως εχτές ακόμα, κυκλοφορούσαν στα θρανία της Νομικής Σχολής, κ' είναι γνωστό πως χρησιμοποιήθηκαν από όλους τους κατοπινούς Έλληνες συγγραφείς των συστημάτων του Ρωμαϊκού Δικαίου.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.