Μπεράτης Γιάννης
Το πλατύ ποτάμι
 
 
Το πλατύ ποτάμι, Εκδόσεις Ερμής, Σσ.18-378, Πρώτη Έκδοση Έργου:1946
 
 
Στο σταθμό Λαρίσσης αρχίσαμε να ψάχνουμε που πρέπει να δηλώσουμε τις αποσκευές μου. Ήταν μια τέτοια αναμπουμπούλα εκεί, που δεν ήξερες ούτε από ποια πόρτα πρέπει να μπεις, ούτε ποιος είναι ο αρμόδιος. Εκεί συνάντησα και τον Στελλάκη (ο Στελλάκης, ο Μεντόγιαννης, ο Ιατρόπουλος κι εγώ ήμαστε οι πρώτοι τέσσερις που μας στέλνανε στα τέσσερα Σώματα Στράτου), που μου σύστησε τον πατέρα του, ένα γέρο παπά, και τη γυναίκα του, που είχαν κι αυτοί κατέβει για να τον ξεπροβοδίσουν. Ήταν κι ο Ιατρόπουλος εκεί, με μια ξανθιά ηλικιωμένη γυναίκα (τη γυναίκα του, καθώς έμαθα μετά), και κάπου πιο πέρα, πάντα γελαστός, κόκκινος και φωνακλάς, ο Μεντόγιαννης.
Φίλησα πάλι και πάλι γρήγορα τους δικούς μου και προχώρησα πίσω από τα κάγκελα του Σταθμού που θα χωρίζανε όσους φεύγουν από κείνους που μένουν. Η μεγάλη μας σκοτούρα ήτανε να βρούμε ένα κάπως καλό διαμέρισμα στο σιδηρόδρομο, γιατί ακόμα ήμαστε και δεν ήμαστε αξιωματικοί και φοβόμαστε μήπως μας φέρουν αντιρρήσεις, παρ' όλο το πολύ περίπλοκο χαρτί του Στρατηγείου που κρατούσαμε απάνω μας : «Δύναται να μεταφέρη αποσκευάς αξιωματικού», αλλά κανένα άλλο διακριτικό.
Βρήκαμε καλό διαμέρισμα. Ήμαστε τέσσερις, και για τέσσερις ήτανε. Βολευτήκαμε όπως-όπως και ριχτήκαμε πάλι στα παράθυρα. Το τραίνο αργούσε να φύγει. Ήταν η ώρα τέσσερις, λιακάδα και γαλάζιος ουρανός. Όλοι οι συγγενείς όσων φεύγανε, πίσω απ' τα κάγκελα, κάτι τους φώναζαν, κουνούσαν τα χέρια, τα κλαμένα μαντίλια. Άλλοι καμωνόντουσαν πως γελούν. Γελούσανε όλοι σπασμωδικά. Έκανε φοβερή ζέστη μες στο βαγόνι. Έβγαλα το μανδύα και το γούνινο γιλέκο που είχα φορέσει για να εξοικονομήσω χώρο, κι έτρεξα πάλι κοντά στα ξύλινα κάγκελα που πίσω τους περίμεναν την αναχώρηση μας ο γιος μου κι ο πατέρας μου. Πριν ξεκινήσει το τραίνο, — κάθε φορά που μας φαινότανε πως είχαμε καιρό — κάναμε κι έναν πήδο κάτω και ξαναγυρίζαμε στα κάγκελα. Είχα ένα περίεργο αίσθημα μέσα μου πικρότατης νοσταλγίας και συγχρόνως μιας ανείπωτης χαράς και μέθης. Φίλησα πάλι το γιο μου, φίλησα τον πατέρα μου, χαιρέτησα κάποιο γνωστό, κι έτρεξα πάλι να χωθώ στο βαγόνι, για να βγω αμέσως να τους δω απ' το παράθυρο.
Επιτέλους το τραίνο σφύριξε, μια, δυο, τρεις φορές, κι αργά - αργά άρχισε να ξεκινάει.
«Γεια σας! Στο καλό! Με τη Νίκη! Να μας γράφεις! Χαιρετίσματα στην... Χαιρετίσματα στον...».
Τα χέρια κουνιόντουσαν αποχαιρετιστικά, τα μαντίλια κουνιόντουσαν κι αυτά στον αέρα, και πάλι στα μάτια και πάλι στον αέρα. Τ αγαπητά πρόσωπα, ύστερα το πλήθος, ύστερα ο σταθμός, άρχισαν να μακραίνουν, να χάνονται. Κάθησα πολλή -πολλή ώρα στο παράθυρο, έτσι σα για έναν τελευταίο χαιρετισμό στην Αθήνα μας (ήμουν βέβαιος πως δε θα ξαναγύριζα), σ’ αυτή την Αθήνα μας που έκλεινε ό,τι το πιο αγαπητό μου, όλες μου τις πιο γλυκιές αναμνήσεις της δεκάχρονης ζωής μου με τη Νίτσα — και τώρα τον τάφο της —που εκεί έμενε η μητέρα μου, ο γιος μου, ο πατέρας μου. Μα είχα και μια παρηγοριά: πως φεύγω εγώ, πως φεύγουμε όσοι φεύγουμε, για να 'ναι ήσυχοι τουλάχιστον αυτοί. Για να ζήσουν ελεύθεροι τουλάχιστον αυτοί. Κάθησα πολλή-πολλή ώρα στο παράθυρο του βαγονιού, ορθός. Από μακριά κοίταζα σιγά - σιγά να μικραίνουν και να χάνονται σε μιαν αχλή τα δυο πιο χαρακτηριστικά σημεία της Αθήνας: ο Λυκαβηττός κ’ η Ακρόπολη. Κι έλεγα, ήμουν βέβαιος, πως τους δίνω κι αυτονών τον τελευταίο χαιρετισμό.


Και γενικώς δε μπορούσα να καθήσω σε μια θέση, από μια ταραχή, από έναν εκνευρισμό που ήθελε πάντα κάποια κίνηση, κάποια μετατόπιση. Το βαγόνι μας είχε και διάδρομο. Κ’ οι τέσσερίς μας ήμαστε ορισμένως στην ίδια κατάσταση, μόνο που στον καθένα είχε αλλιώτικες εκδηλώσεις. Ο Στελλάκης, π.χ., είχε βιδωθεί στη θέση του, ο Ιατρόπουλος είχε πάθει μια περίεργη ακαμψία, κι όσο για τον Μεντόγιαννη, αυτός, κόκκινος τώρα σαν αστακός, ή μάλλον γκρενά, το 'χε ρίξει με μια ξετρελαμένη βουλιμία στο φαγοπότι. Όσο ο σιδηρόδρομος προχωρούσε, ανοιγόντουσαν σιγά-σιγά όλα τα σακίδια, οι βαλίτζες, τα πακετάκια. Και ιδίως οι μπουκάλες και τα παγούρια τα γιομάτα κρασί και κονιάκ. Ήταν κι αυτή μια (και η μόνη απομένουσα) εντατική απασχόληση.
Το τραίνο σφύριζε, προχωρούσε, πότε αργά κι αγκομαχώντας, και πότε, στους κατήφορους ή τα ισιώματα, παίρνοντας τη φόρα του — το κονιάκ έφερνε κι αυτό την επίδραση του.
Κανένας μας δεν ήξερε ακριβώς που πάμε και για τι πάμε, δηλαδή ποια ακριβώς θα 'ναι η υπηρεσία μας. Άλλοι λέγανε για ανακρίσεις αιχμαλώτων, άλλοι πως θα μας χρησιμοποιήσουν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως αιχμαλώτων, άλλοι πως εμείς θα τους κουβαλούμε στα μετόπισθεν — αν κι εγώ, από καιρό, συνδυάζοντας κάποιαν ειδησούλα που διάβασα σε μιαν εφημερίδα, για μεγαφωνικές εκπομπές στο Μέτωπο, με κάτι μασημένα μισόλογα κάποιου γνωστού μου ανώτερου αξιωματικού, ήμουνα βέβαιος πως γι΄ αυτή την τελευταία δουλειά μας στέλνανε απάνω. Αυτά ήταν περίπου τα θέματα που συζητούσαμε — και υποθέσεις που κάναμε που να βρίσκονται τάχα τα διάφορα Σώματα Στρατού όπου πηγαίναμε.
Σε κάποιο σταθμό, στο διαμέρισμα μας μπήκανε κι άλλοι δύο αξιωματικοί. Ήτανε νέα παιδιά, ορισμένως πιο νέα απ' όλους μας. Ήταν έφεδροι ανθυπολοχαγοί και ξαναγυρίζαν πάλι στο Μέτωπο, μετά τον πρώτο τους τραυματισμό και μια μηνιαία αναρρωτική άδεια. Με τι περιέργεια, και σχεδόν με τι δειλία τους πλησίασα κι άρχισα — κι- αρχίσαμε όλοι να τους ρωτάμε σχετικά!
Το Μέτωπο! Ήταν κάτι που παρ όλα τα διαβάσματα, παρ όλα τα σχετικά κινηματογραφικά έργα που 'χα δει, δεν μπορούσα να το φανταστώ, να το συλλάβω, έτσι, σ' όλο το πλάτος του, γενικά κι ολοκληρωτικά. Έβλεπα τον εαυτό μου κάπου, σ’ ένα μέρος, να κάνει μερικές χειρονομίες, πάντα ανδρείες, πάντα γενναίες, πάντα δραματικές, — μα αυτό ήταν όλο. Και συνήθως τη σκηνή του θανάτου μου.
Το βράδυ άρχισε να πέφτει. Είχαμε γίνει τώρα πια μια παρέα και με τους νέους αξιωματικούς. Ήταν απλά παιδιά χωρικών, — απ' το χωριό τους είχανε κατεβεί για να πάρουν το τραίνο στον ενδιάμεσο σταθμό. Το τραίνο άρχισε τώρα κάθε τόσο να κοντοστέκεται, — ύστερα άρχισε να στέκει σε κάτι σταθμούς ώρες ολόκληρες. Κανένας δεν ήξερε το γιατί, δηλαδή αν επρόκειτο για επιδρομή εχθρικών αεροπλάνων σε κοντινά μέρη ή επειδή η γραμμή ήταν παραφορτωμένη. Στους σταθμούς γινόταν γλέντι τρικούβερτο. Όλοι οι φαντάροι ξεχυνόντουσαν πάνω στα σουβλάκια τα περασμένα στο καλάμι, στα γιαούρτια, στα φρούτα. Μες στο βαγόνι ο καθένας απ' τους έξι μας τώρα, είχε προσφέρει ό,τι είχε. Ήταν περίεργα αυτά τα νοικοκυρεμένα σπιτίσια πακετάκια που ανοιγόντουσαν εδώ μέσα, σε μια τέτοιαν ατμόσφαιρα, ή τα πολυτελή κουτιά των ζαχαροπλαστείων, με τα ασημένια ή διάφανα χαρτιά τους, τα ταχτοποιημένα σοκολατάκια, τα μπισκοτάκια, τα φρουί - γκλασέ. Εγώ, θυμάμαι, είχα πολλά σάντουιτς. Ο Ιατρόπουλος άνοιξε εγγλέζικα μπισκότα και μιαν εγγλέζικη κονσέρβα κρέας. Ο Μεντόγιαννης φαγητό σπιτίσιο και σαλάμι. Ο Στελλάκης στρογγυλά κουτιά των «Ηνωμένων Βουστασίων» με σοκολατάκια, και μια σακούλα βουτήματα. Ήταν φυσικό. Αυτός δεν έπινε.
ΟΛΗ τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Όταν έκλεινες το παράθυρο, έσκαγες στη ζέστη,— κι όταν τ' άνοιγες, σε κοκάλωνε το βοριαδάκι, που όσο προχωρούσαμε προς τα πάνω, τόσο και πιο πολύ αγρίευε, — και σε κάθε κύκλο, σε κάθε καμπύλωμα της γραμμής, ο καπνός της ατμομηχανής σ' έπνιγε και σε τύφλωνε με τα κάρβουνα του.
Ναι, μου φαίνεται πως δε σκεφτόμουνα πια τίποτα. Είχα αναγερμένο το κεφάλι στην πλάτη του καναπέ. Το ξεθωριασμένο πράσινο κουρτινάκι για τη συσκότιση βολοδερνότανε και μου χτυπούσε κάθε τόσο το μάγουλο. Κοιτούσα το πενιχρό φωτάκι του ταβανιού, τα πρόσωπα των συνταξιδιωτών, των συναδέλφων. Όλα γυαλίζανε κ’ είχανε ένα περίεργο κατάκοπο χαλάρωμα μες σ' όλη την ένταση τους.
Νίτσα! Νίτσα! Νίτσα! «...την ευγένεια, τη χάρη, την κομψότητα, την ανωτερότητα της Νίτσας». Και τώρα δεν είναι πια... Μα θα σε ξαναβρώ, Νίτσα. Εκεί έρχομαι τώρα.

Κατέβηκα σε πολλούς σταθμούς στις ατέλειωτες ώρες της αναμονής. Όσο ήτανε βραδάκι ακόμα, ή όταν χάραζε, αναγνώριζα τα τοπία της Μακεδονίας πια, τα λιμνάζοντα νερά, τις κάργιες, τ' άχαρα σπίτια των σταθμών. Το χα κάνει και στα 1924 αυτό το ταξίδι, πηγαίνοντας τότε, πάλι στρατιώτης, στη Βουλγαρία, στην εκεί Πρεσβεία μας, — και πάλι τον Αύγουστο του 1936, πηγαίνοντας για τη Φλώρινα με μια λαϊκή εκδρομή, απ' αυτές που είχαν τότε καθιερωθεί. Ήταν, τότε, μια παράξενη μανία ταξιδιού (ή φυγής, θα 'λεγε κάποιος) που μ' είχε πιάσει, — και παρ’ όλη τη στενοχώρια που αισθανόμουν πως θ' άφηνα στην Αθήνα τη Νίτσα, και ξέροντας πόσο θα της κόστιζε ο χωρισμός μας, είχα αποφασίσει να πάω για λίγον καιρό. Θυμάμαι τη χαρά που είχα όταν έφτασα στη Φλώρινα και μπόρεσα να της τηλεγραφήσω: «Έφτασα! Φιλιά!».

προσωπική προσβολή

Οι άλλοι δεν ξέρω τι δουλειά είχαν, κι έτσι πήγα μόνος μου στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.
Τι ησυχία, τι γαλήνη που βασίλευε εκεί μέσα ! — τι απόκοσμη δροσιά και γλυκό ημίφως κάτω απ' αυτούς τους μεγάλους θόλους, πάνω στη γυμνή πλακόστρωση, όπου τα βήματα μου, με τις βαριές μπότες, κάνανε τέτοια βαθιά ηχώ! Κάνοντας ένα βήμα, περνώντας την πόρτα, απ' το μικρό κηπάκι που την περίζωνε και όπου παιδιά κυνηγιούνταν και φώναζαν, βρέθηκα μέσα σ' έναν άλλο κόσμο, έτσι σα στον άυλο κόσμο της Ιστορίας — σαν κι εγώ ο ίδιος να μην ήμουν παρά ένα αργοπορημένο κομμάτι της, που έφτανε, επιτέλους, για να σβήσει και να χαθεί ήρεμα μέσα σ αυτήν.
Η εκκλησία ήταν εντελώς έρημη, ή κάπου εκεί πέρα στο σκοτεινό Ιερό φάνηκε μια στιγμή η σιλουέτα ενός Ιερωμένου, που ύστερα κάπου χάθηκε.
Ναι, ήταν η πρώτη φορά, ύστερ' από τόσον καιρό, ύστερ’ από την κήρυξη του πολέμου και το θάνατο της Νίτσας, που ένιωθα κάτι να ξελασκέρνει μέσα μου, και μια άτονη βέβαια, μα τόσο γλυκιά γαλήνη να με πλημμυρίζει. Δεν ξέρω αν σκεφτόμουνα— μα μου φαίνεται πως όχι. Είχα γίνει ένα με το ημίφως, με τους παμπάλαιους τοίχους, τη μυστικιστική δροσιά, και μια απόκοσμη, σχεδόν μεταθανάτια ηρεμία με λίκνιζε.
Η πόρτα όμως άνοιξε. Οι συνάδελφοι με φώναζαν. Ήταν αργά κι έπρεπε να τραβήξουμε για το Σταθμό.
Θά ’ταν μία η ώρα το μεσημέρι όταν φτάσαμε εκεί. Πλήθος στρατιώτες και αξιωματικοί περίμεναν τα διάφορα τραίνα με τους διάφορους προορισμούς. Και κόσμος ντόπιος για αποχαιρετισμούς, και μικροπωλητές που ξεφωνίζανε, κ’ οι μανούβρες των τραίνων που κάθε τόσο σφυρίζανε. Ένα αληθινό ανατολίτικο παζάρι. Κι απάνω ένας καταγάλανος ολοκάθαρος ουρανός κι ένας ήλιος σχεδόν καλοκαιριού. Αφού θεωρήσαμε τα φύλλα πορείας μας με προορισμό μας τη Φλώρινα, τραβήξαμε να καθήσουμε σ' ένα απ' τα πολλά καφενεία που 'ναι αραδιασμένα στο δρόμο του σταθμού, για να περιμένουμε το δικό μας το τραίνο, που, καθώς μας είπαν, είχε μεγάλη καθυστέρηση και θ' αργούσε.
Τότε άξαφνα, μέσα σε κείνη τη βαβούρα και την ανθρωποθάλασσα, αντηχήσανε, υστερικές, οι σειρήνες του συναγερμού. Το τι έγινε ήτανε αφάνταστο. Που πήγε και πως πρόφτασε να φύγει και νά τρυπώσει όλος αυτός ο κόσμος; Τραπέζια, καρέκλες αναποδογυριστήκανε, και, πριν καλά-καλά συνέλθω από το σάστισμα μου, μες στο καφενείο δεν ήμαστε παρά τρεις: εγώ, ο Ιατρόπουλος, κι ένα γέρικο γκαρσόνι. «Δε θα πας, μπάρμπα;» τον ρωτήσαμε. Σήκωσε τους ώμους κι έκανε μια βαριεστισμένη χειρονομία. «Αν είναι η τύχη σου...» είπε.
Κι εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να πάω, κι ο Ιατρόπουλος το ίδιο. Είχαμε βρει κι ένα πολύ καλό καραφάκι ούζο, κ’ είπαμε πως θα 'τανε πιο καλά να το πιούμε με την ησυχία μας μέσα στη γύρω ησυχία και νέκρα. Πήγα ως την πόρτα και κοίταζα τη μικρή πλατεία κι όσο κομμάτι δρόμο φαινότανε. Ούτε ψυχή. Μόνο που και που κανένας χωροφύλακας ξετρύπωνε απ’ το καταφύγιο του κι έδινε μερικά προστάγματα που επιτείνανε ακόμα περισσότερο την εντύπωση της νέκρας, γιατί, μη βλέποντας ψυχή, νόμιζες πως απευθύνονται στο κενό. Μόνο απέναντι στην πόρτα του καφενείου ένα άλογο με το εγκαταλειμμένο κάρο του μασουλούσε ανύποπτο και κάπως αιώνιο, με τη μούρη χωμένη μες στο σακούλι που τού 'χανε κρεμάσει στο λαιμό. Καμιά μύγα το ενοχλούσε, τίναζε και σήκωνε τότε το κεφάλι, μισόκλεινε το μπρος ή το πίσω γόνατο, ανατρίχιαζε τα καπούλια του, κουνούσε την ουρά του —και πάλι το μασούλισμα, η ακινησία κ' η απερίγραπτη νέκρα.
Οι κινητήρες των αεροπλάνων ακουστήκανε άξαφνα — και σχεδόν αμέσως τα δικά μας αντιαεροπορικά.
«Το νταραβέρι αρχίζει», είπα.
Η αλήθεια είναι πως φτάνοντας απ' την Αθήνα, που επί τρεις μήνες περίπου είχαμε συναγερμούς, μα δεν είχαμε δει ποτέ αποτελέσματα αεροπορικών επιδρομών, το 'παιρνα το πράμα πολύ πιο ελαφρά απ' όσους καθόντουσαν εδώ, που είχανε ήδη δοκιμαστεί, και άγρια πολλές φορές. Δεν ήταν λοιπόν θάρρος από μέρος μας, αλλά μάλλον άγνοια — αν και ξέχασα να πω πως αυτές τις δυο μέρες που έτσι άσκοπα περιπλανιόμαστε μες στη Θεσσαλονίκη, είχαμε δει αρκετά τραγικά θεάματα: σπίτια καταγκρεμισμένα, βαθιούς λάκκους από βόμβες, άλλα σπίτια που τους έλειπε όλη η στέγη— κι εκείνο που μου κάνε την πιο παράξενη εντύπωση: σπίτια δίπατα ή τρίπατα κομμένα εγκάρσια από πάνω ως κάτω σα με μαχαίρι, που τους έλειπε όλη η πρόσοψη και που, χάσκοντας έτσι, αφήνανε να βλέπει κάθε διαβάτης, κάθε ξένος, ό,τι ως μια ορισμένη στιγμή ζηλότυπα φρουρούσανε από κάθε αδιάκριτο μάτι, όλη την εσωτερική ζωή τους, όλη τους την intimite. Αυτά τα κάδρα που κρέμονταν ακόμα πάνω στους χρωματιστούς, λαδομπογιατισμένους τοίχους του άλλοτε σαλονιού, αυτό το συζυγικό κρεβάτι με τα μαξιλάρια, τα κεντημένα σεντόνια και τις κουβέρτες, ανάστατες βέβαια, αλλά πάντως στη θέση τους, που με τα τρία πόδια ακουμπούσε ακόμα στο απομεινάρι του πατώματος της κρεβατοκάμαρας, ενώ το τέταρτο του μετεωριζότανε στο ρήγμα, στο κενό,— αυτές οι μεγάλες κορνιζαρισμένες μεγεθύνσεις φωτογραφιών κάποιας γιαγιάς, κάποιου παππού, ακαλαίσθητες όπως συνήθως, ξασπρισμένες απ' τον καιρό, και που κοιτούσανε τώρα, άσκοπα κι αυτές, μες στο κενό, ή την ξένη, την αδιάφορη κίνηση του δρόμου, — αυτοί οι καναπέδες που κάνανε θαύματα ισορροπίας, ένας πολυέλαιος, κι ένα πιάνο ακόμα στο τρίτο πάτωμα... Βέβαια, τα 'χα δει όλ' αυτά, κι ακόμα τα μαύρα και παιδεμένα σαν από σπασμούς ρολά των καταστημάτων, που είχανε ξεφύγει απ' την πόρτα που φυλάγανε και που τα συγκρατούσε ορθά άλλοτε, τις σβησμένες πυρκαγιές, τους μαύρους τοίχους, το παράξενο βλέμμα εκεινών που ψάχνανε μες στα συντρίμμια — μα τα 'χα δει, όπως είπα, σαν ένα θέαμα ξεπερασμένης πια ιστορίας, κι όχι σα στιγμή ζωής όπου συμμετείχα. Κι αυτό ήταν μια μεγάλη διαφορά.

Μα ο βομβαρδισμός και το αντιαεροπορικό (δε μπορούσα ακόμα να ξεχωρίσω τους δύο θορύβους) ακούγονταν κάπου σαν πολύ μακριά. Ξαναγύρισα στη θέση μου, στο τραπεζάκι μας με τον Ιατρόπουλο, και πίναμε ήσυχα το ουζάκι μας, γελώντας με τους άλλους δύο συντρόφους μας πού 'χανε γίνει πράγματι καπνός, μπρος απ' τα μάτια μας, με το πρώτο σκούξιμο της σειρήνας.
«Λαγοί! Αέρας! Καπνός! Λούηδες!», γελούσε ο Ιατρόπουλος κορδωτός στην καρέκλα του, σηκώνοντας το ποτηράκι του με κείνη την περίεργη ακαμψία που τον χαρακτήριζε.
Θέλησα να βγω στην πίσω αυλή του κέντρου, και το γκαρσόνι μού 'δειξε το δρόμο απ την κουζίνα. Ήταν ένα χαμηλοτάβανο δωματιάκι με αφημένα όλα τα μπρίκια του καφέ πάνω στη χόβολη που ζούσε ακόμα, κι από πάνω δεν ήταν στεγασμένο παρά με κάτι παμπάλαιες σκεβρωμένες σανίδες, που άφηναν μεγάλες χαραμάδες κι έβλεπες ανάμεσα τους τον καταγάλανο γυαλιστερό ουρανό και τον ήλιο που έλαμπε. Μα εκείνη τη στιγμή σαν κάτι ν' άρχισε να γαζώνει πολύ κοντά μου και πολύ δυνατά και με μια ξετρελαμένη ταχύτητα. Κι ώσπου να καταλάβω καλά-καλά πως μας πολυβολούσαν, μια, δυο, τρεις εκρήξεις βαριές έσεισαν συθέμελα όλο το σπίτι, τόσο που πήγα να πέσω και μου φάνηκε πως είδα τους τοίχους να πηγαινοέρχονται σα σε δυνατό σεισμό, — ενώ μέσα στο καφενείο, πίσω από τη φτενή μισάνοιχτη πορτούλα, βροχή από γυαλιά και γυαλικά σπασμένα ακούστηκε. Έτρεξα μέσα. Ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι, κατασκονισμένοι, τινάξανε από πάνω τους άσβεστες και γύψους, ενώ όλο το πάτωμα του μαγαζιού είχε γεμίσει γυαλιά. Η μπόμπα που 'χε πέσει είχε δημιουργήσει ευτυχώς (και δεν ξέρω πως) ένα κενό ή ένα «ρεύμα αέρος», και το μεγάλο παράθυρο που ήτανε πίσω από την πλάτη μας σαν καθόμαστε στο τραπεζάκι μας είχε ολόκληρο ρουφηχτεί προς τα έξω, αλλιώς ο Ιατρόπουλος και το γέρικο γκαρσόνι δε θα 'τανε αυτή τη στιγμή στα πολύ καλά τους. Το πάτωμα ήταν ακόμα γεμάτο με πλήθος μποτίλιες και μποτιλάκια (λεμονάδες, πορτοκαλάδες, σόδες, ούζα), που είχανε πηδήξει από ένα είδος ραφιού και πιατοθήκης όπου ήτανε ένα λεπτό πιο πριν.
Πεταχτήκαμε προς την πόρτα. Όλο το πεζοδρόμιο, όχι μόνο μπροστά στο δικό μας το καφενείο, μα σ' όλη τη σειρά, ήταν γεμάτο με συντρίμματα γυαλικών και γκρεμίσματα τοίχων, πού ’χανε πέσει και πλακώσει όλα τα καλάθια της μαναβικής και των μικροπωλητών που ήταν εκεί παρατημένα, — και λίγο πιο πέρα, πίσω από τον τοίχο του Σταθμού, μεγάλες κοκκινόμαυρες φλόγες υψώνονταν στον ουρανό με πολύ καπνό μαζί. Μου φάνηκε στην αρχή πως είχε πάρει φωτιά ο Σταθμός, αλλά σιγά-σιγά κατάλαβα πως καιγόταν κάτι άλλο, — ίσως καμιά πιο πέρα αποθήκη, ίσως κανένας συρμός.
Βγήκα έξω στη μικρή πλατεία και με πηδήματα σχεδόν πετάχτηκα στη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τις δύο αποβάθρες. Είχα μιαν απαραίτητη ανάγκη να δράσω, κάτι να κάνω. Δε μπορούσα σε τέτοια στιγμή ν ανεχθώ την ακινησία.
Ήταν τρία κλειστά φορτηγά βαγόνια γεμάτα με σιδερένια βαρέλια πίσσα ή γκρέσα, που, έχοντας κιόλας αναλιώσει, άρχιζε να τρέχει φλεγόμενη παντού. Η «υπηρεσία κατασβέσεως του πυρός» ήταν εκεί και πολέμαγε να εντοπίσει τη φωτιά, γιατί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μεταδοθεί και στα υπόλοιπα βαγόνια κι από κει στις δίπλα αποθήκες. Ήταν μια σπασμωδική δουλειά, μια δουλειά σε στιγμή πανικού ή πάντως όχι «εν ψυχρώ νω». Έτρεξα κι εγώ εκεί, έσυρα κι εγώ τους σωλήνες με το νερό που κάπου σκαλώνανε, έσπρωξα κι εγώ, μαζί με τους άλλους στρατιώτες της υπηρεσίας, τα βαρέλια που φλογίζονταν. Ήταν μια ζέστη εκεί κοντά κι ένας καπνός, που δε μπορούσες ν' αναπνεύσεις και δεν έβλεπες μπροστά σου.
Η φωτιά όμως εντοπιζόταν, λιγόστευε, έσβηνε. Είχαν ξεκόψει πια τα τρία φλεγόμενα βαγόνια απ' τον υπόλοιπο συρμό. Όλοι ήμαστε μαύροι, λαχανιασμένοι, στουπί στον ιδρώτα. Χαιρέτησα, με χαιρέτησαν, κι έφυγα. Είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου. Και ξαναγύρισα στην παρέα, στο καφενείο.

Η λήξη του συναγερμού είχε σημάνει πια. Η μικρή πλατεία κι ο δρόμος άρχισαν μεμιάς πάλι να μυρμηγκιάζουν. Ο Ιατρόπουλος. που μ' είχε χάσει, ανησυχούσε. Ο Μεντόγιαννης κι ο Στελλάκης ήταν φουρκισμένοι που δεν τους ακολουθήσαμε στο καταφύγιο. «Αυτά είναι βλακείες», αποφαίνονταν. — Βέβαια, γιατί όχι; Μπορεί, έλεγα μέσα μου. Κι όμως, αυτά είναι τα ωραία.
Σε λίγο ακούστηκε κάποιο σφύριγμα. Ήταν το τραίνο μας. Φορτωθήκαμε όπως-όπως, βιαστικά, τα σακίδια, τους μανδύες, τις κουβέρτες, και τραβήξαμε προς το Σταθμό. Εκεί έφταναν πια οι πρώτες ειδήσεις για τ’ αποτελέσματα του βομβαρδισμού. «Έπεσε εκεί», έλεγε ο ένας. «Όχι, έπεσε εκεί», έλεγε ο άλλος.
Ήμαστε πια μες στο βαγόνι όταν έμαθα πως είχε πέσει βόμβα και στην Αγία Σοφία, σ’ αυτή την παλιά βυζαντινήν εκκλησία, που φαινόταν πια έξω από κάθε χρόνο και τις περιπέτειες του, και που μόλις το πρωί, ένα - δύο ώρες πρωτύτερα, μου 'χε δώσει, με τη σιωπή που την τύλιγε, μια τόσο απόκοσμη γαλήνη.
Ναι, είχε πια αρχίσει ο Πόλεμος για μένα.

Φλώρινα

Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα κι ακόμα δεν είχαμε εξασφαλίσει ένα στοιχειώδη τουλάχιστον ύπνο, ύστερ' από τόσα άσκοπα στριφογυρίσματα. Μα οι σύντροφοι, οι συνάδελφοι, είχαν και κάτι τάσεις για διασκέδαση. Εξ άλλου, ήταν κι αυτή κάποια λύση. θα σου εξασφάλιζε οπωσδήποτε ένα κρεβάτι γι' απόψε, αφού σε κανένα ξενοδοχείο δε βρήκαμε θέση. Πάνω σ’ αυτό ήμαστε όλοι σύμφωνοι. Κι αυτός ακόμα ο Στελλάκης, το πιο καλό παιδί, το πιο σπιτίσιο και το πιο φοβισμένα μη μου άπτου. Δεν άργησε να βρεθεί ο κατάλληλος οδηγός, που σ' όλο το δρόμο περιέγραφε με τα γλυκύτερα χρώματα τη Γη του της Επαγγελίας. Αλλ’ έπρεπε να προσέχουμε. Δεν πάει ο καθένας εκεί, — και να μπούμε δυο - δυο το πολύ, για να μην τρομάξουνε.
Το φεγγάρι είχε βγει, κι απ' τον κατακάθαρο ουρανό φώτιζε όλη τη Φλώρινα και τα περίχωρα της κι ασήμωνε το ποτάμι, που κυλούσε ορμητικό, δίπλα μας. Ο οδηγός μας τραβούσε από κάτι παράξενα στενά, όλο ανήφορους και κατήφορους, κάτι καλντερίμια, μα όλο μας τράβαγε προς τη νότια άκρη της πόλης, όλο και πιο μακριά, τόσο που αρχίσαμε ν ανησυχούμε και ν' αμφιβάλλουμε για τις προθέσεις του. Και το παρουσιαστικό του ήταν, εξ άλλου, αρκετά ύποπτο και παράξενο. Κ' ήσαν, με το μαύρο γυαλιστερό πέτσινο κασκέτο που φόραγε, Με τη μπλε του πλεχτή φανέλα, μάλλον ένας τύπος μεσογειακού λιμανιού, που δε σου ενέπνεε καμιά εμπιστοσύνη. Που στο διάβολο παράπεσ' εδώ πάνω, στα βουνά, για να κάνει τούτη ακριβώς τη δουλειά; Αρχίσαμε πια να φτάνουμε στα τελευταία σπίτια της πόλης, να τα προσπερνάμε κι αυτά, να σταυρώνουμε, πότε από δω, πότε από κει, κάτι μικρά παραποταμάκια, κι αφού περάσαμε κάτι χωράφια, αφού ξυπνήσαμε τους σκύλους που αγριεύανε κάτω απ' το φεγγάρι, φτάσαμε επιτέλους στο περίφημο σπίτι. Και κάθε στιγμή ο οδηγός μας έλεγε να περπατάμε όσο μπορούμε πιο σιγά, να μην κάνουμε θόρυβο, γιατί, όπως ξέρουμε, αυτή την ώρα δεν επιτρέπεται,—κι αν μας δει το Φρουραρχείο... Μόνο επειδή μας κατάλαβε για κυρίους, μόνο γι' αυτό μας πήγαινε —κι επειδή ήμαστε ξένοι. Και να μη μας περάσει απ' το μυαλό πως το κάνει αυτό, πως αυτή είναι η δουλειά του.
Βέβαια! βέβαια! τι λέει; Κανένας μας δε σκέφτηκε τίποτα τέτοιο.

Και στο σπίτι μας έμπασε με χίλιες προφυλάξεις — πρώτα τους δύο, κ ύστερα τους άλλους δύο —απ' την πόρτα της κουζίνας, γιατί δεν έπρεπε να μας δει κανένας, επέμενε.
Μα, Θεέ μου, τι αποκαρδίωση, εκεί μέσα, μόλις μπήκαμε! αν και δεν ήταν χειρότερα απ' ό,τι είχα φανταστεί. Μας έμπασαν σε μια πολύ μικρή καμαρούλα, που μόλις και μετά βίας χωρούσε τους τέσσερίς μας, ένα κρεβάτι, στρωμένο μ’ ένα φιστικί ξεθωριασμένο ύφασμα, μια ντουλάπα με καθρέφτη, μια μικρή σόμπα, το απαραίτητο σιδερένιο λαβομανάκι με το δοχείο με το τρεχούμενο νερό από πάνω του, και πλάι του μια πετσέτα σχεδόν σταχτιά από τη βρώμα. Στους τοίχους οι αιώνιες ροζ και γαλάζιες γυαλιστερές καρτ-ποστάλ με το «Καλό Πάσχα» και «Χριστός Ανέστη» και τα δυο χέρια που σφίγγονται τριγυρισμένα με μια γιρλάντα από ακαθόριστα λουλουδάκια. Κι όλα τόσο παλιά, πολυμεταχειρισμένα, βρώμικα, —όλα τόσο κουρασμένα κι άχαρα. Κάτω ήταν μια πράσινη και κόκκινη κουρελού, που την τσαλακώναμε και τη λασπώναμε βαριά με τις καταλερωμένες μπότες μας. Νομίζω πως η σόμπα έκαιγε. Ο αέρας μες στο μικρό δωμάτιο ήταν πνιγηρός, γιομάτος από μια μυρουδιά πρόστυχης πούδρας, σαπουνάδας και αναθυμιάσεις οξέων. Από μέσα ακουγόντουσαν βαριές φωνές που τσακωνόντουσαν, κάτι βλαστήμιες και γυναικεία τσιρίσματα. Πίσω απ' τη μισάνοιχτη πόρτα, κοντά στην κουζίνα, βιαστικά ψιθυρίσματα και παζαρέματα του οδηγού με την κυρία, φαίνεται, του σπιτιού. Κάτι συνέβαινε, η παρουσία μας φαίνεται πως κάτι είχε αναστατώσει και πως όλη η υπόθεση κάπου σκάλωνε. Δεν ξέραμε που και πως να καθήσουμε. Και παρατηρούσα πως όλοι μας είχαμε πάρει πόζες και ύφος μελετημένης αφέλειας τάχα, σαν όλ' αυτά να 'ταν πολύ φυσικά, πολύ απλά, σα να μην κάναμε τίποτ’ άλλο, παρά να ξαναβρισκόμαστε σ' ένα για μας γνωστό περιβάλλον, που μαστέ πολύ ευχαριστημένοι κιόλας που το ξαναβρήκαμε.
Ήρθαν στο τέλος οι γυναίκες. Ήταν άσχημες, αποκρουστικές- οι φωνές τους βαριές, βραχνιασμένες τα μάτια τους κατακόκκινα και πρησμένα, τα φουστάνια τους κατατσαλακωμένα• τα μαλλιά τους —ένα παράξενο ξεμαλλιασμένο κουβάρι, που ήθελε να 'ναι ή που ήταν άλλοτε περμανάντ. Και μ αυτή την κόκκινη πληγή στη μέση του προσώπου, που θα 'πρεπε να 'ναι στόμα, χαμογελούσαν, γελούσαν. Κι άρχισαν να μας αγκαλιάζουν, να σηκώνουν τα φουστάνια τους για να μας ερεθίσουν, να κάθονται στα γόνατα μας. «Μπρος, παιδιά, ποιος θα παντρευτεί από σας πρώτος;».
Δυο ή τρεις ήταν όλες οι γυναίκες που είχε το σπίτι. Από που τις είχαν κουβαλήσει τις φουκαριάρες; Σκέφτηκα όλο το Στρατό που τρεις μήνες τώρα θα πέρασε απ τη Φλώρινα. Όπως ήμουν ντυμένος, με τις λασπωμένες μπότες μου, που τις κράταγα έξω απ τα σκεπάσματα, ξαπλώθηκα ανάσκελα, βαριά, στο κρεβάτι. Ο Στελλάκης κι ο Ιατρόπουλος, σ' αμηχανία, κάθονταν κορδωμένοι σε δυο ορθοπεδικές καρέκλες, ο Μεντόγιαννης, για να βρει κι αυτός μια στάση κι ένα ύφος, βημάτιζε μες στο δωμάτιο, κοιταζόταν μες στον καθρέφτη της ντουλάπας και χαριεντιζότανε βάναυσα.
Μετά από σχετική συζήτηση με τις γυναίκες και συμφωνία μεταξύ μας, η πρόταση μας δεν έγινε δεκτή. Όχι, τους γυρεύαμε δύσκολα πράματα, θάπρεπε να πληρώσουμε ακριβά, για νυχτιά. Βλέπεις, πουλάκι μου, θ' άφηναν τόση πελατεία —κι εσείς σήμερα είστε δω κι αύριο δεν είστε.
Ο Στελλάκης κι ο Ιατρόπουλος σηκώθηκαν κι έφυγαν. Τους μακάριζα, όταν έκλεισε η πόρτα πίσω τους. Ο Μεντόγιαννης δεν ξέρω γιατί καθόταν. Εγώ καθόμουν από ντροπή για όλη τη φασαρία που τους κάναμε, κι όλο είχα την ελπίδα πως έτσι ντυμένος, ακούνητος απ' τη θέση και τη στάση που 'χα πάρει, θα μπορούσα να κοιμηθώ.
Μα όχι, δεν ήταν δυνατόν, σε λίγες στιγμές είδα καλά πως δεν ήταν δυνατόν. Πλήρωσα ό,τι χρωστούσα, για το μερίδιο μου του κρεβατιού, έδωσα και κάτι παραπάνω στην προσβλημένη ή τάχα προσβλημένη γυναίκα, κι αφήνοντας εκεί τον Μεντόγιαννη μόνο του, χαιρέτησα δειλά σα φταίχτης και γρήγορα-γρήγορα άνοιξα την πόρτα και βγήκα. Όταν βρέθηκα έξω, κάτω απ' την ασημένια σελήνη και τον κατακάθαρο διαυγή ουρανό, ανάπνευσα βαθιά. Μια πολλή κακιά ιδέα των συντρόφων ήταν και τούτη. Καλύτερα να μην κοιμηθώ νύχτες ολόκληρες, καλύτερα να κοιμάμαι ορθός σαν άλογο, παρά να... Όσο μπορούσα πιο γρήγορα, πέρασα όλ' αυτά τα στενά δρομάκια και διάσχιζα πια τη γέφυρα του ποταμού, όταν άκουσα πίσω μου, να με φωνάζουν. Ήταν ο Μεντόγιαννης. Δεν είχε κρατήσει κι αυτός. Πλήρωσε κι εκείνος το μερτικό του, μόλις σχεδόν έφυγα, κι έτρεχε πίσω μου για να με προφτάσει. Α! τώρα πια, που είχαμε απαλλαχτεί απ’ αυτό το βραχνά, ήμαστε εύθυμοι και κεφάτοι. Περπατούσαμε με μεγάλα βήματα, ενώ η νυχτερινή ψύχρα μας τύλιγε ολόκληρους, και νομίζω πως σφυρίζαμε ή σιγοτραγουδούσαμε κιόλας.

Το καφενείο διανυκτέρευε. Πολλοί στρατιώτες και λίγοι πολίτες ήταν μέσα. Η ώρα πάνω-κάτω θα ’ταν δέκα. «Εγώ», είπα, «θα περάσω εδώ τη νύχτα». Μα οι άλλοι θέλανε οπωσδήποτε να ξαπλώσουν. Είχαν ήδη συμφωνηθεί μ' έναν άλλον ξενοδόχο, του πιο λαϊκού, του πιο ψειριάρικου ξενοδοχείου, να τους αφήσει να ξαπλώσουν κάπου εκεί μέσα. Δεν καταλάβαινα γιατί αφήσαμε τις λίγες ψείρες του πρώτου - πρώτου σπιτιού που μας πήγαν, για να πάμε τώρα στα σίγουρα να βουτηχτούμε σε περισσότερες. Τα επιχειρήματα μου όμως δεν είχαν καμιά πέραση μηρός στην ακατάσχετη νύστα που τους είχε πιάσει. Έμειναν ακόμα δέκα λεπτά μαζί μου, μη ξέροντας τι ν αποφασίσουν, μα στο τέλος με καληνυχτήσαν κι έφυγαν.
Διάλεξα μια σκοτεινότερη γωνιά του καφενείου, κοντά στα τζάμια του, άπλωσα δυο-τρεις καρέκλες μπροστά μου, και με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο μάρμαρο του τραπεζίου, με το μάγουλο μες στην αναστραμμένη παλάμη μου, παραγγέλνοντας κι ένα διπλό κονιάκ, ετοιμάστηκα να περιμένω την αυγή.
Μα, Θεέ μου, πόσο αργούσε αυτή η αυγή! Το κέντρο είχε ένα ρολόι με εκκρεμές, που κάθε τόσο χτύπαγε τις ώρες. Πόσο αργούσε η μια ώρα απ την άλλη! Το καφενείο τώρα είχε αδειάσει αρκετά. Κι άλλοι είχαν κάνει τη μέθοδο μου, και μάλιστα πολύ πιο τελειοποιημένη, γιατί είχαν βάλει διπλή σειρά από καρέκλες, και δεν άργησα ν' ακούσω το μακάριο ροχάλισμά τους. Μα έμενα δε μου ερχόταν ύπνος. Σε κάτι τραπεζάκια, στην άλλη γωνιά, έπαιζαν χαρτιά ένας μεγάλος κύκλος είχε σχηματιστεί γύρω από τους παίκτες. Κάθε τόσο η περίπολος του Φρουραρχείου έμπαινε απ την τζαμένια πόρτα κι έκανε αργά - αργά τη βόλτα του κέντρου. Γύρευε χαρτιά, φύλλα πορείας. Όλη τη νύχτα, σε μεγάλα χρονικά διαστήματα, στρατιωτικά αυτοκίνητα κατέφθαναν και στάθμευαν απ' έξω. Οι σωφέρ έμπαιναν μέσα ξεφυσώντας και φώναξαν. Κάποιος τότε ξυπνούσε, ανασηκωνόταν στην καρέκλα του, και φώναζε επιτιμητικά: «Σιωπή! Κοιμάται κόσμος εδώ!» Για μια στιγμή οι φωνές έπαυαν, για να ξαναρχίσουν σε λίγο. Ήμουν πολύ άβολα καθισμένος, είχα μουδιάσει, και το κορμί μου με πονούσε. Για να περνάει η ώρα, κάθε τόσο, από καιρό σε καιρό, παράγγελνα και κανένα κονιάκ. Δεν είχα τίποτα να διαβάσω, αλλά είμαι βέβαιος πως, και να 'χα, δε θα διάβαζα. Βρισκόμουν σε μια περίεργη κατάσταση. Απ’ έξω ένα είδος απαθούς νάρκης, που σκέπαζε καλά για τα ξένα μάτια έναν πυρετώδη, δονούμενο εκνευρισμό που κόχλαζε μέσα μου. Μα να σκέφτομαι; Όχι, νομίζω πως δεν μπορείς να τις πεις σκέψεις όλες αυτές τις καταρακωμένες εικόνες από παρελθόν, παρόν και μέλλον, που χωρίς καμιά συνοχή μ' απασχολούσανε. Στο τέρμα θέλω να φτάσω το γρηγορότερο, στο τέρμα. Αυτός ήταν πάντως ο κεντρικός πυρήνας.

Επιτέλους άρχισε να θαμποχαράζει, και, πίσω απ' τα τζάμια, να διαγράφεται η μικρή κυκλική πλατεία που ήταν μπροστά στο κέντρο κ' οι σιλουέτες των αυτοκινήτων πού 'χαν σταθμεύσει στο πλαϊνό δρομάκι. Το γκαρσόνι μού 'φερε ένα ζεστό τσάι, γιατί κρύωνα πια απ' την ακινησία και την αγρύπνια. Βγήκα στο δρόμο. Καμιά κίνηση ακόμα. Κ’ η πόρτα του ξενοδοχείου όπου είχαν πάει οι σύντροφο! μου ήταν ακόμα κλειστή, θα πέρασε ακόμα καμιά ώρα. Έκανα άσκοπες βόλτες στον κεντρικό δρόμο κι ένιωθα μεγάλη επιθυμία να ξαναδώ κανένα γνωστό. Επιτέλους η πόρτα του ξενοδοχείου άνοιξε και μπόρεσα ν' ανεβώ στο δωμάτιο τους. Κοιμόντουσαν όμως όλοι ακόμα μακάρια. Άνοιξα σιγά-σιγά την πόρτα και κάθησα, όσο αθόρυβα μπορούσα, σε μια καρέκλα που ήταν μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας. Κοιταζόμουν μηχανικά μέσα κει κι άκουγα τις ρυθμικές αναπνοές των κοιμισμένων. Ναι, τώρα πια δεν ήμουν έτσι μόνος μου. Στον πόλεμο έτσι είναι πιο καλά.

Ήταν ακόμη πολύ πρωί κι έκανε πολλή ψύχρα, μα ο καιρός εξακολουθούσε να μένει καθαρός κι ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Στην πλατεία τ' αυτοκίνητα είχαν κιόλας αραδιαστεί το ένα πίσω από τ' άλλο. Ήταν μεγάλα λεωφορεία, από κείνα της επιτάξεως, άλλα σε πολύ καλή κατάσταση, κι άλλα καραβοτσακισμένα. Όλες οι αποσκευές των αξιωματικών που θά 'φευγαν ήταν αραδιασμένες στο πεζοδρόμιο, μπροστά σ' αυτό το καφενείο που 'χα περάσει τη νύχτα. Εκείνο που μας ενδιέφερε τώρα, ήταν να πετύχουμε κανένα καλό αυτοκίνητο κι όχι καμιά σακαράκα που θα μας έβγαζε τ' άντερα. Τέσσερα αυτοκίνητα επρόκειτο να φύγουν για την Κορυτσά. Η φασαρία κ' οι φωνές για το ανέβασμα όλων των αποσκευών στη στέγη τους, με τη συνεργασία των σωφέρ, των βοηθών τους και των χαμάληδων, ήταν απερίγραπτη. Πλήθος αργόσχολοι στέκονταν και χάζευαν το θέαμα. Κάποιος «επικεφαλής» αξιωματικός του Φρουραρχείου κανόνιζε κάθε σχετικό με την αναχώρηση. Η μοίρα τα 'φερε έτσι, που οι δικές μας αποσκευές έτυχε να τοποθετηθούν σ' ένα απ' τα καλύτερα λεωφορεία της συνοδείας. Το θυμάμαι ακόμα. Ήταν ένα φιστικογάλαζο, ακαμουφλάριστο, με κατακαίνουργα κι αναπαυτικά σταχτοπράσινα πέτσινα καθίσματα. Στα πλάγια και πάνω στο μπροστινό τζάμι διάβαζες ακόμα τις ονομασίες απ' τις ειρηνικές του διαδρομές.
Όλα πια τα πράματα ήταν εξασφαλισμένα στις στέγες ή δεμένα γερά πίσω. Οι κινητήρες άρχισαν να ροχαλίζουν και να δοκιμάζονται. Άνοιξαν τις πόρτες και μας είπαν να περάσουμε μέσα Οι μικροπωλητές άρχισαν να πολιορκούν τα παράθυρα. «Κέικ! Πάρτε ζεστά κι αφράτα κέικ!» διαλαλούσαν παντού γύρω - γύρω οι δροσερές παιδικές φωνές.
Ο καιρός, όπως είπα, ήταν περίφημος. Η μικρή στρογγυλή πλατεία της Φλώρινας, με τα δεντράκια της, τα περιποιημένα κάγκελά της, το τσιμεντοστρωμένο πεζοδρόμιο της, όπου ήδη είχαν πάρει θέση καμιά δεκαριά λουστράκια που γυάλιζαν μπότες ή αρβύλες, ήταν πλημμυρισμένη πια στον ήλιο. Ο απέναντι πευκοφυτεμένος λόφος ήταν βαθιά καταπράσινος. Όλη η ατμόσφαιρα είχε μιαν εξαιρετική διαφάνεια και μιαν ανεξήγητη πρωινή χαρά, που σε γέμιζε πεποίθηση, αισιοδοξία. Α! τι ωραίο πράμα είναι να φεύγεις! Α! τι ωραία όλ' αυτά τα ξεκινήματα για ζωές που δεν τις έχεις δει! Κάτι τελευταίες πόρτες έκλεισαν με θόρυβο, η φωνή του «επί κεφαλής» αξιωματικού ακούστηκε: «Μπρος! Έτοιμοι! Τραβάτε!» Οι κινητήρες μουγκρίσαν ανάκατα, βίαια, δυνατά, ως να βρουν τον κανονικό τους ρυθμό, και σιγά-σιγά, το ένα πίσω από τ' άλλο, τ' αυτοκίνητα ξεκίνησαν. «Καλό ταξίδι, παιδιά! Στο καλό!», ακούστηκαν φωνές από γνωστούς κι άγνωστους πού 'χαν παραταχτεί στους δρόμους της τελευταίας ελληνικής πόλης που αφήναμε πίσω μας.

σα θρύλος

Τώρα όμως τέλειωνε ο κάμπος κ' υψωνόντουσαν μπροστά μας ψηλά βουνά, απότομα, φαλακρά, αφιλόξενα.
Με το μάτι δε μπορούσες να φανταστείς από που θα περάσουμε κανένας δρόμος δε φαινόταν, ούτε ακόμα η πιθανότητα ενός δρόμου. Σε κάθε στροφή έβλεπες μονάχα ένα μικρό κομμάτι, που πάλι χανόταν για να παρουσιαστεί ένα άλλο τόσο, ανάμεσα σε απότομους βράχους και σε χαράδρες. Ήταν τόσο κάθετα αυτά τα κομματάκια του δρόμου, και τόσο απότομες οι στροφές, που σ' ελάχιστα λεπτά βρεθήκαμε σε τεράστιο ύψος. Οι χαράδρες βάθαιναν αβυσσαλέες στα πλάγια μας, κι ο κάμπος φαινόταν πέρα μακριά εκεί, από κάτω μας, με τα δέντρα του ή κανένα σπιτάκι του σα λιλλιπούτεια, και τυλιγμένα στους ασπρογάλαζους ατμούς του. Σε κάθε στροφή, χωρίς να θέλεις, κρατούσες την ανάσα σου. Ο δρόμος ήταν στενός, χωρίς κανένα παραπέτο, η ρόδα του αυτοκινήτου αναγκαστικά ξύριζε την άκρη του. Μες στις χαράδρες, που έχασκαν από κάτω μας, κομμένες σα με το τσεκούρι, σε κάποιο σκάλωμά τους που προεξείχε κάπως, έβλεπες, κρεμασμένα ανάκατα, συντρίμμια από αυτοκίνητα, κάρα, ρόδες, κιβώτια, λείψανα κανονιών. Σ' άλλες μεριές έβλεπες ολόκληρα αυτοκίνητα, φορτηγά και λεωφορεία, δικά μας και Ιταλικά, με τις ρόδες στον αέρα ή με τη μύτη προς το γκρεμνό, που κάπου είχαν σκαλώσει κι αυτά μες στην κατρακύλα τους. Και σε λίγο άρχισαν κάθε τόσο πάνω στο δρόμο, ή κι αυτά σκαλωμένα μες τους γκρεμνούς, με τις πιο παράξενες στάσεις, τα τουμπανιασμένα πτώματα των αλόγων και των μουλαριών, που με την πρησμένη κοιλιά τους, με τα ανοιγμένα και τεντωμένα πόδια τους προς τον ουρανό, είχαν κάτι το αποκαρδιωτικά και μακάβρια ανήθικο.
Ο σωφέρ είχε καταϊδρώσει. Κάθε φορά τον έβλεπα από πίσω που βολοδερνόταν πάνω στο βολάν του• τα χέρια του, που μ’ όλη τους τη δύναμη και τη γρηγοράδα έστριβαν και τα δυο μαζί δεξιά, κι αμέσως σχεδόν αριστερά, για να του δώσουν καιρό ν' αρπάξει και το χειρόφρενο. Μες στ’ αυτοκίνητο κανένας δε μιλούσε πια. Όλοι παρακολουθούσαμε βουβά και με κρυφές ευχές την αγωνία του σωφέρ. Το χειρότερο ήταν που τα περισσότερα στριψίματα του δρόμου δεν έπαιρναν μονοκόμματο το λεωφορείο μας. Τότε ο σωφέρ, με μύριες προφυλάξεις, το προχωρούσε ως την άκρη-άκρη του γκρεμνού, τόσο, που σχεδόν η μισή μπροστινή του ρόδα βρισκόταν στο κενό, και τότε κώλωνε απότομα, για να γίνει η ίδια δουλειά με τις πισινές ρόδες, για να μπορέσει να πάρει τη στροφή, για να μπορέσει να παρακάμψει αυτή τη γωνιά των βράχων που προχωρούσαν μες στο δρόμο.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα