Αξιώτη Μέλπω
Δύσκολες νύχτες
 
 
Δύσκολες νύχτες, Εκδόσεις Κέδρος 1982, Σσ.25-73, Πρώτη Έκδοση Έργου:1938
 
 
1
Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο.
Στο σπίτι που καθόμαστε είναι πολλά χωρίσματα. Μέσα σε κάθε χώρισμα ένα σωρό πράγματα αραδιασμένα χάμω, στον τοίχο, στη μέση, παντού γύρω γύρω. Κάτι σκάλες θεόρατες για να φτάσεις από το δρόμο ίσαμ' επάνω. Άνθρωποι μπαινοβγαίνουν όλες τις ώρες της μέρας, απάνω κάτω, απάνω κάτω, και το βράδι.
Ένας αξιωματικός με τα σπιρούνια του με καθίζει κοντά του και με ρωτά πόσες οκάδες γράμματα έμαθα απ' όταν άρχισα και πήγα στο σκολειό. Χρράπ χρράπ τα σπιρούνια του και τα κρεμασμένα γαλόνια όλο να μπλέξουνε πάνε στα πόμολα της πόρτας. Το 'ξερα σίγουρα από πριν, κάθε φορά που έμπαινα μέσα, ότι θα με ρωτήσει για τις οκάδες τα γράμματα. Και τότε νόμιζα μόνο στενοχώρια πως ήτανε εκείνο που ένιωθα μπροστά του. Θυμούμαι τώρα πως είχα και μια διάθεση να γελάσω! Χωνόμουν κάτω απ' το τραπέζι να μη με δει κι έσφιγγα τα γέλια μου. Μια μέρα άκουσα να λένε κρυφά και με τρόμο οι γονείς μου πως ο αξιωματικός αυτοχτόνησε. Άμα παρουσιαζόμουνα κόβανε με νοήματα την κουβέντα. Εγώ όμως ένιωσα μια ησυχία! Χρράπ χρράπ τα σπιρούνια του, κι εκείνος ο φόβος μου για τα μπερδέματα στα πόμολα της πόρτας!
Μια γριούλα κυρία, ταχτικά, στις τρισήμισι καθ' απόγεμα, τικ τικ το τακουνάκι της, κι ερχότανε και γύρω γύρω στο μεγάλο τραπέζι μοιράζανε κάτι χρωματιστά κόκαλα κι επαίζανε μάους. Είχε ένα ανεσηκωμένο καπελάκι τριγύρω στο κεφάλι της σαν ένα πολύ αστείο πουλί δεμένο για να μην του 'ρθει η όρεξη να πετάξει με ένα κορδελάκι κάτω απ' το σαγόνι. 'Eλεγε όλο για το γιατρό της και τις ενέσεις που της έκανε. Σε λίγο πέθανε κι αυτή. Είπανε από καρκίνο. Πόποπο τότε ένας φόβος τρομαχτικός με εκυρίεψε μπροστά σ' εκείνο το ανεξήγητο πράμα, να μην υπάρχει πια το καπελάκι που είχε τόση όρεξη να πετάξει απ' την κυρία του! ένιωσα μια δυνατή ζαλάδα γύρω στα φρύδια μου, έβαλα τις φωνές κι είπα πως μου πονούσε το στομάχι. Ντρεπόμουνα να πω άλλο τίποτα.
Στο σπίτι μιλούσαν συχνά για γιατρούς και ενέσεις. Είχε ο καθένας τον εδικό του που εφύλαγε πολύ ζηλιάρικα και ποτέ δεν εδάνειζε στον άλλο. "Ο Θεός μας έδωκε πλούτη", έλεγε συχνά ο παππούς με το ύφος του εκείνο το μαλακό μαλακό, "μα δε μας άφησε την υγειά μας". Χρόνια ύστερα, κι ύστερα από πολλά βασανιστήρια, πέθανε κείνος από μια αρρώστια που του εκμεταλλεύτηκε λέγανε όσο μπόρεσε παραπάνω ο γιατρός του για να του παίρνει επισκέψεις, και η γυναίκα του, ύστερα από κάτι μαρτύρια ακόμα πιο φριχτά, από άλλη αρρώστια που της αφαίρεσε διάφορα πράματα του κορμιού της. «Θα πάνε κατευθεία στον παράδεισο», άκουα και για τους δυο να λένε ο κόσμος. Εμένα τότε πάλι χτυπούσανε τα μηλίγγια μου, έβαζα πάλι τις φωνές κι αναγκαζόμουνα να λέω πως μου πονούσε το δόντι, γιατί, - άραγε, σκεφτόμουνα, σε τι να τους χρειάζεται τώρα ετούτος ο παράδεισος ύστερα από τους τόσους πόνους, και τι Θεός είν' εκείνος που να μη δίνει σ' όλους τους παππούδες και τις γιαγιάδες μαζί με τα λεφτά, και την υγεία τους.
Σήμερα όμως επερίμενα ένα σουβριάλι. Ήτανε της πρωτοχρονιάς παραμονή και με πήρε μαζί του ο πατέρας στα μαγαζιά για να διαλέξω τα παιχνίδια μου. Δε μ' άρεσε τίποτα. Οι πουλητάδες απελπισμένοι ξαναβάζουνε πίσω πάλι στη θέση τους τα πράματα που μου έδειξαν. Τι να τα κάνω εγώ… Τα 'ξερα όλα. Οι κούκλες όλες είχαν πάντα τα ίδια ματόφυλλα που παίζανε ανοιγοσφαλώντας, τα ξύλινα σπιτάκια απόξω γράφανε «Φαρμακείον», αλλά πού ήτανε λοιπόν τώρα τα φάρμακα κι ο φαρμακοποιός; ή γράφανε «Σιδηροδρομικός Σταθμός» κι άδικα θα περίμενες εσύ τα τρένα από την πόρτα τους να μπαινοβγούνε. «Δύσκολη, κύριε, η μικρή…» Και τότε εξέφευγε του πατέρα αγανάχτηση για τα χαιδεμένα παιδιά που με το να 'χουνε απ' όλα, δεν επιθυμούνε πια τίποτα. - Τόσα και τόσα σήμερα φτωχά που θα γιορτάσουνε με τίποτα τον άι - Βασίλη.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα