Βελεστινλής (Φεραίος) Ρήγας
"Θούριος", Νέα πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας (1797)
 
 
«Θούριος»- Απάνθισμα κειμένων, επιλογή κειμένων Π. Κιτρομηλίδης, Τομ. 5ος, Εκδόσεις Βουλή των Ελλήνων 2000, Σσ.73-77, Πρώτη Έκδοση Έργου:1797
 
 

Ως πότε παλικάρια, να ζούμε στα στενά,

μονάχοι σα λιοντάρια, στες ράχαις, στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπωμεν κλαδιά,

να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά.

Nα χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα, και γονείς,

τους φίλους, τα παιδιά μας κι' όλους τους συγγενείς;

Καλλιό 'ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή,

παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσης και είσαι στη σκλαβιά;

Στοχάσου πώς σε ψένουν, καθ' ώραν στη φωτιά.

Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής

O τύραννος αδίκως σε κάμει να χαθής.

Δουλεύεις όλ' ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πη,

κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος κι' ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,

Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,

σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.

Kι' αμέτρητ' άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,

ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά 'φορμή.

Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν,

να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον σταυρόν.

Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,

να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Oι νόμοι να' ν’ ο πρώτος και μόνος οδηγός,

και της πατρίδος ένας να γένη αρχηγός.

Γιατί κι η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά,

να ζούμε σα θηρία, είν' πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν,

ας πούμ' απ' την καρδιά μας ετούτα στον Θεόν:

 

Εδώ συκώνονται οι Πατριώται ορθοί, και υψώνοντες τας χείρας προς τον ουρανόν, κάμνουν τον όρκον.

 

Όρκος κατά της τυραννίας και της αναρχίας

 

Ω Bασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,

στην γνώμην των τυράννων να μην ελθώ ποτέ.

Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,

εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.

Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,

για να τους αφανίσω, θε να ’ναι σταθερός.

Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,

αχώριστος για νά ’μαι υπό τον στρατηγόν.

Κι αν παραβώ τον όρκον, να στράψ' ο ουρανός,

και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

 

Tέλος του Όρκου

 

Σ' ανατολή και δύσι και νότον και βοριά,

για την πατρίδα όλοι νά 'χωμεν μια καρδιά.

Στην πίστιν του καθένας, ελεύθερος να ζη,

στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζύ.

Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί,

Aράπιδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή,

για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί,

πως είμαστ' αντρειωμένοι παντού να ξακουσθή.

Όσ' απ' την τυραννίαν πήγαν στη ξενητιά

στον τόπον του καθένας, ας έλθη τώρα πλια.

Kαι όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν

εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν.

H Ρούμελη τούς κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,

τους δίδει βιο και τόπον, αξίες και τιμές.

Ώς πότ' οφικιάλος σε ξένους βασιλείς;

Έλα να γένης στύλος δικής σου της φυλής.

Κάλλιο για την πατρίδα κανένας να χαθή,

ή να κρεμάση φούντα για ξένον στο σπαθί.

Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πλιο εχθροί,

αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.

Μα όσοι θα τολμήσουν αντίκρυ να σταθούν,

εκείνοι και δικοί μας αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστά

ως πότε σταις σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστα;

Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,

κι Αγράφων τα ξευτέρια, γεννήτε μια ψυχή.

Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατε για μια,

και αίμα των τυράννων ρουφήστε σα θεριά.

Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Xριστιανοί,

με τ’ άρματα στο χέρι καθένας ας φανή,

το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,

μικροί μεγάλ' ομώστε, τυράννου τον χαμόν.

Λεβέντες αντρειωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,

ο βάρβαρος ως πότε θε να σας τυραννή.

Μη καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,

χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.

Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,

σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.

Της Κρήτης και της Νίδρας θαλασσινά πουλιά,

καιρός ειν' της πατρίδος ν’ ακούστε την λαλιά.

Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,

οι νόμοι σάς προστάζουν να βάλλετε φωτιά.

Μ' εμάς κι εσείς, Μαλτέζοι, γενήτ' ένα κορμί,

κατά της τυραννίας ριχθήτε με ορμή.

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,

ζητά την συνδρομήν σας, με μητρικήν φωνή.

Τι στέκεις Παζβαντζίουγλου τόσον εκστατικός;

Tινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.

Tους μπούφους και κοράκους καθόλου μη ψηφάς,

με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.

Συλήστρα και Μπραΐλα, Σμαήλι και Κιλί,

Μπενδέρι, και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.

Στρατεύματά σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν

γιατί στην τυραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.

Γκιουρντζή πλια μη κοιμάσαι, συκώσου με ορμήν,

τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.

Και συ που στο Χαλέπι ελεύθερα φρονείς,

πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.

Mε τα στρατεύματά σου ευθύς να σηκωθής,

στης Πόλης τα φερμάνια ποτέ να μη δοθής.

Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,

δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.

Xαράτσι της Αιγύπτου, στην Πόλ' ας μη φανή,

για να ψοφήσ' ο λύκος, οπού σας τυραννεί.

Με μια καρδίαν όλοι, μια γνώμην, μια ψυχή,

χτυπάτε του τυράννου την ρίζαν να χαθή.

Ν' ανάψωμεν μια φλόγα σε όλην την Τουρκιά,

να τρέξ' από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον σταυρόν,

και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρόν.

Ποτέ μη στοχασθήτε πως είναι δυνατός,

καρδιοκτυπά και τρέμει σαν τον λαγόν κι' αυτός.

Τρακόσιοι Γκιρτζιαλήδες τον έκαμαν να ιδή,

πως δεν μπορεί με τόπια μπροστά τους να εβγή.

Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;

Ξυπνήσετε, μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πώς οι προπάτορές μας ορμούσαν σα θεριά,

για την ελευθερίαν, πηδούσαν στη φωτιά.

Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξωμεν για μια

τ' άρματα και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.

Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,

και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά τους τυραννούν.

Στεριάς και του πελάγου να λάμψη ο σταυρός,

και στην δικαιοσύνην να σκύψη ο εχθρός.

O κόσμος να γλυτώση απ' αύτην την πληγή,

κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

Κριτικά Κείμενα