Μαρκοράς Γεράσιμος
Ο Όρκος
 
 
''Ο Όρκος'' του Μαρκορά, Εκδόσεις Γρηγόρη 1978, Σσ.93-142, Πρώτη Έκδοση Έργου:1875
 
 
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Μες το γοργό πλεούμενο, που τα νερά σου τρέχει,
Τώρα που η ξάστερη βραδειά καμμία πνοή δεν έχει,
Νάξερες, θάλασσα καλή, με πόση τρικυμία
Χτυπάει ψυχαίς αδύναταις νύχτα τυφλή και κρύα!
Γυρνούν τα γυναικόπαιδα στα αιματωμένα μέρη,
Όπου ο Σταυρός νικήθηκε του Τούρκου από τ’ αστέρι?
Στα κακορρίζικα - γειά ιδές! - παρηγοριά δε δίνει
Μήτε ουρανού χαμόγελο, μήτε πελάου γαλήνη?
Έχουν ακίνητα, στεγνά, ‘ς όλη τη φύση ξένα,
Στην άβυσσο τσ' απελπισιάς τα μάτια βυθισμένα,
Και, σαν απάνου στ’ άπειρο κ’ έρμο στοιχείο θωρούνε,
Τη μαύρη μοίρα τους αργά λες και ‘ς αυτό μετρούνε.
Φοβάτ’ ο ναύκληρος να πη, πως αύριο το καράβι
Θ' αράξη στην πατρίδα τους. Κ' έχουν πατρίδα οι σκλάβοι;
Ελπίδα θεία, που ξέμακρα, σε βάσανα, σε πόνους,
Έκαμες πλάσματα ως αυτά ν' αντισταθούν τρεις χρόνους,
Γύρισε πάλε, ω γύρισε! Στου καραβιού την πλώρη
Έλα, η γυναίκα να σε ιδή, τ' ανήλικο κ' η κόρη,
Ως, μ' ένα πράσινο κλαρί, ξανοίξανε μία μέρα
Της κιβωτώς οι κάτοικοι την άσπρη περιστέρα!
Έλα! Στον ίσκιο σου ας διαβούν το νέο της τύχης ρέμα,
Ψηλά, ψηλά κυτάζοντας με θαρρεμένο βλέμμα?
Βάλε το χέρι σου γλυκά στα πονεμένα στήθια,
Που δε γυρεύουνε της γης ή τ' ουρανού βοήθεια,
Και, από τον κόρφο της μητρός μες του παιδιού το στόμα,
Ελπίδα θεία, το γάλα σου κάμε να τρέξη ακόμα!
Εκεί, σε τόση αναισθησιά, που του θανάτου μοιάζει,
Μία κόρη μόνη αντίπερα μ' ανησυχία κυτάζει?
Του μάκρου το κατάστρωμα γοργά συχνομετράει,
Αναστενάζει, κάθεται, και πάλε ορθή πηδάει?
«Γιατί, Χριστέ μου! - την ακούς και κλαίοντας μουρμουρίζει -
Με τα φτερά του πόθου μου το πλοίο δεν αρμενίζει;»
Θωρώντας τέτοια ταραχή, φαντάζεσαι που η μαύρη
Στα κρητικά της χώματα μάννα ή πατέρα θαύρη?
- Δύστυχο τέκνο της έρμιάς! - πριν φύγη εκείθε πέρα,
Της είχε αρπάξη ο Θάνατος και μάννα και πατέρα?
Τούτος ατρόμητα, τυφλά, ‘ς εχθρού μεγάλο πλήθος
Ωσάν τα βόλια εχύθηκε, που τ' άνοιξαν το στήθος?
Ένα φεγγάρι μεταβιάς δυνήθη να υπομείνη
Του χωρισμού του τον καϊμό, κ' επήε στον Άδη εκείνη.
Αλοιά! και ποιος θα σε δεχτή, και ποιος θα σ' αγκαλιάση,
Στα γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ο νέος, που φλόγα σ’ άναψε μες την καρδιά μεγάλη,
Εβγήκε τάχα ζωντανός από την άγρια πάλη;
Ω! φανερόνεις ξάστερα, και με κλεισμένο στόμα,
Πως τέτοια ελπίδα στη ζωή σφιχτά σε δένει ακόμα!
Τι βλάβει ανίσως και ποτέ για τ' άξιο παλληκάρι
Καμμία ν' ακούσης είδηση δεν έλαβες τη χάρη;
Βουβή μηνύτρα συφοράς είναι του κάκου η Φήμη,
Όσαις φοραίς τα λόγια του σου αντιλαλούν στη μνήμη:
«Μην, Ευδοκιά μου, φοβηθής - την ώρα που τα ξένα
Σ' ακαρτερούσαν, έλεγε – μη φοβηθής για μένα!
Εδώ, βαθυά στο στήθος μου, που τώρα, ενώ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ’ Έρωτας κάθε του χτύπο αγιάζει,
Λες κ' ένα κάποιο αισθάνομαι Πνεύμα κρυφό του Υψίστου
Οπού μου στέρνει από ψηλά τον ήχο της φωνής του,
Και λέει, καθώς, αγάπη μου, σε ξεκινάω για πέρα,
Πως έχω πάλε να σε ιδώ, πως θα με ιδής μία μέρα.
Αν σε θωράω περίλυπος, ανίσως κλαίω και βρέχω
Με δάκρυα τούτο το φιλί, φόβους εγώ δεν έχω.
Θλιμμένα, ιδές, τα βλέμματα στο φως του ηλίου γυρνούνε,
Ενώ η στερναίς αχτίναις του τον κόσμο χαιρετούνε,
Δίχως ανθρώπου λογισμός τρόμου υποψία να βάλη
Πως αύριο τ' άστρο της ζωής δε θε να φέξη πάλι.
Έχε και συ το θάρρος μου! Μην, Ευδοκιά, θελήσης
Με τέτοια μαύρη απελπισιά να φύγης, να μ’ αφήσης!
Το Πνεύμα, που κατάκαρδα προφητικά μου κρένει,
Σου τάζει πως θα μείνωμε για λίγο χωρισμένοι.
Θε να γυρίσης? θα σε ιδώ? το λέω και θ' αληθέψη?
Ναι σου τ' ορκίζομαι στο φως, που πάει να βασιλέψη!»

Τα μαύρα μάτια, π' άστραφταν, η κόμη, που τ' αέρι
Στο μέτωπό του ανάδευε, τ' ασηκωμένο χέρι,
Ο ήλιος, που την όμορφη θωριά του αχτινοβόλα,
Τα μοσχολίβανα της γης, η ώρα, ο τόπος, όλα
Το νου της κόρης έφεραν να κρίνη πως αλήθεια
Φώτιση θεία κατέβηκε στ' αγαπημένα στήθια.
Πιστεύοντάς το, πάει μακρυά, και με την ίδια πίστη,
Οπού σε χίλιαις δοκιμαίς ποτέ δεν εκλονίστη,
Πάλε του μαύρου της νησιού τώρα το κύμα σχίζει•
Αλλ' αχ! να γύρη επάντεχε καθώς η αθλία γυρίζει;
Από την έρμη ξενιτειά ποτέ της δεν εθώρα
Με της ψυχής τα βλέμματα του γυρισμού την ώρα,
Δίχως ελεύθερη μαζί στο νου της να προβάλη
Η Κρήτη, που της άνοιγε την μητρικήν αγκάλη.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.