Σολωμός Διονύσιος
«Ο Κρητικός»
 
Αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη που θεωρείται ένα από τα ωριμότερα έργα του ποιητή. Πηγή έμπνευσης του ποιητή ήταν τα πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη (1823-1824) και η φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία προς άλλα ελληνικά νησιά. Γλώσσα δημοτική.
 
Άπαντα. Ποιήματα και πεζά, Εκδόσεις Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ), Αθήνα 1977, Σσ.379-386, Πρώτη Έκδοση Έργου:1859
 
 
18

Εκοίταα, κ’ ήτανε μακριά ακόμη το ακρογιάλι˙
αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι !
Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,
πολύ κοντά στην κορασιά με βροντήμα μεγάλο˙
τα πέλαγα στην αστραπή κι’ o ουρανός αντήχαν
οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι’ αν είχαν.

19

Πιστέψετε π’ o,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
μα τες πολλές λαβωματιές που μώφαγαν τα στήθια,
μα τους συντρόφους, πώπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
μα την ψυχή, που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα ! κι’ εγώ το σάβανο τινάζω,
και σχίζω δρόμο και τ’ ς αχνούς αναστημένους κράζω:
« Μην είδετε την ομορφιά, που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι’ ό,τι σας μοιάζει,
Καπνός δε μένει από τη γη˙ νιος ουρανός εγίνη
σαν πρώτα εγώ την αγαπώ, και θα κριθώ μ’ αυτήνη ».
-« Ψηλά την είδαμε πρωί της τρέμαν τα λουλούδια
στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια.
Έψαλλε την Ανάστασι χαροποιά η φωνή της,
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να μπη στο κορμί της,
ο Ουρανός ολόκληρος αγροίκαε σαστισμένος,
το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος˙
και τώρα ομπρός την είδαμε ογλήγορα σαλεύει˙
όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί, και κάποιονε γυρεύει »).

20

Ακόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
κ’ η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,
ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα
κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσι
κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.
Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας
όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,
εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

21

Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι’ εκείνα αναγαλλιάσαν,
και την ακτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν˙
κι’ από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνη,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι’ ανεί τς’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλωσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ εμέ που βρισκόμουν, ομπρός της μέσ’ στα ρείθρα,
καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα,
όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει˙
την κοίταζα ο βαριόμοιρος, με κοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου˙
ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι’ αστοχισμένη,
που ομπρός μου τώρα μ όλη της τη δύναμι προβαίνει˙
σαν το νερό, που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη
ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι’ ο ήλιος το στολίζει.
Βρύση έγινε το μάτι μου, κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
που ετρέμαν και δε μ’ άφιναν να βγάλω τη μιλιά μου˙
όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
βλέπουνε μέσ’ στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,
κι’ ένοιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψι τον χειλιού μου:
«Κοίτα με μέσ’ στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

»Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου˙
τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μου τ’ αδράξαν,
την αδελφή μου ατίμησαν, κι αμέσως την εσφάξαν
τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
και την αυγή μου ρίξανε τη μάννα στο πηγάδι.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα