Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος
«Ο Συμβολαιογράφος», Διάφορα διηγήματα
 
Ο συγγραφέας μιμείται το κεφαλλονίτικο ιδίωμα με τις πολλές ιταλικές λέξεις και δημιουργεί ένα εκτενές μελοδραματικό και περιπετειώδες πεζογράφημα με απιθανότητες και ρομαντικούς ρητορισμούς.  Γλώσσα καθαρεύουσα
 
«Ο Συμβολαιογράφος», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991, Σσ.7-129, Πρώτη Έκδοση Έργου:1855
 
 
Α’

Όσοι των Ελλήνων κατά την αρχήν της επαναστάσεως απήλαυσαν της
ενθουσιώδους φιλοξενίας των Κεφαλλήνων, ενθυμούνται ίσως εις Αργοστόλιον, την
πρωτεύουσαν της νήσου, τον συμβολαιογράφον Τάπαν, γέροντα ρικνόν, κυφόν,
αναφαλατίαν, σεσηρός γελώντα, και καλύπτοντα υπό πράσινα δίοπτρα οφθαλμούς
υελώδεις και βλέμμα λοξόν. Η δε γλώσσα αυτού ην οποία δυστυχώς η των πλειόνων
Ιονίων τότε, νόθον εξάμβλωμα ελληνικής και ιταλικής. Και τούτο λέγομεν ουχί
ειρωνευόμενοι, αλλά συλλυπούμενοι τους αδελφούς ημών νησιώτας, ότι επί της
ενετικής δυναστείας εκινδύνευσαν να περικοπώσι το ευγενέστατον τούτο των
εθνικών γνωρισμάτων, και απομάθωσι την φωνήν του Ομήρου, οι παίδες του
Οδυσσέως· συγχρόνως δε και αφορμήν ζητούντες, ιν’ αποδώσωμεν αυτοίς τον
ανήκοντα φόρον επαίνου, διότι ήδη γενναίως και επιτυχώς εισήλθον εις της
βελτιώσεως της εθνικής γλώσσης το στάδιον και ικανωτάτους έχουσιν εν αυτώ τους
πρωταγωνιστάς.
Ούτος λοιπόν, ο κύριος Τάπας, μίαν ημέραν εκάθητο περί την δείλην εις το
γραφείον του, επί χωλού σκίμποδος, και κατεγίνετο γράφων, χωρίς πολύ να προσέχη
εις τους πολυαρίθμους πελάτας, τους περιμένοντας την σειράν των, ότε νεανίας
διαδιστάζοντος βήματος εισήλθε δια της θύρας και προυχώρησε προς τον υπηρέτην
της Θέμιδος. Ο Τάπας ύψωσεν ελαφρώς τα διόπρα του, και υπ’ αυτά εξηκόντισε
κλοπιμαίον βλέμμα. Αναγνωρίσας δε τον εισελθόντα, εστερέωσε τα δίοπτρα εις το
μέτωπον, το κονδύλιον εις το αυτίον, και τον προσεφώνησε κατά την αυτώ συνήθη
διάλεκτον, ης παραιτούμεθα να επαναλάβωμεν πάντας τους ιταλισμούς.
«Η αφεντιά σου είσαι, σιόρ Ροδίνη; Καλώς ώρσες, τζόια μου. Τι κομανδάρει ο
σιόρ κόντε Ναννέτος;»
«Ο κόμης, κατά δυστυχίαν, ασθενεί πάντοτε», απήντησεν ο νέος εις γλώσσαν
καθαρίζουσαν· «και δεν έρχομαι εκ μέρους του, άλλ’ εκ μέρους μου, να σας ζητήσω
χάριν δι’ εμέ τον ίδιον.»
Ο συμβολαιογράφος κατεβίβασεν αυτομάτως τα δίοπτρά του, διότι η λέξις
χάρις τον ετρόμαξε και ήθελεν εις τας απαντήσεις του να μη φλυαρή το βλέμμα του,
όταν εμφρόνως εσιώπα η γλώσσα.
«Ω, μπένε! μπένε! είπε. «Τι είναι τσι ορισμούς σου; Κομμάντι.»
«Ίσως κατ’ αυτάς θα μοι χρειασθούν ως χίλια δίστηλα· ήθελον να ηξεύρω αν
ημπορήτε να μοι τα προμηθεύσετε.»
Ο συμβολαιογράφος εγέλασε τον συνήθη του αλώπεκος γέλωτα.
«Χίλια δίστηλα!» είπε· «περ μπάκο, σιόρ μίο, τα δίστηλα δεν τρέχουνε τσι
δρόμοι τση Κεφαλλονιάς ετούτοι τσι χρόνοι. Το’ μπόριο είναι σκάρτζο, κάρο, η
πασολίνα ξεπεσμένη, και οι κασέλαις άδειαις.»
«Κύριε Τάπα», είπεν ο Ροδίνης, «γνωρίζω τας δυσκολίας, και δια τούτο σας
ενώχλησα από τούδε· αλλά μετά τινάς ημέρας μόνον θα μοι χρειασθή το δάνειον, αν
και διόλου μοι χρειασθή. Προς περισσοτέραν ευκολίαν επιθυμώ να ηξεύρης ότι ως
προς τον τόκον και ταις λοιπάς σνυνθήκας δεν έχεις ανάγκην να φειδωλευθής δι’ εμέ.
Είμαι έτοιμος εις πάσαν θυσίαν.»
«Βα μπεν, βα μπεν! Αλλά καθώς που σου’ ρίζω, κακοί καιροί, κάρο. Όποιος
έχει όβολα σήμερα τα φυλάγει, ή αν τα δώση, θέλει σιγουριταίς φαρδομάνικαις.»
«Δίδω την υπογραφήν μου!» είπεν ο Ροδίνης μετά του ύψους Ισπανού
στρατηγού, όστις έλεγεν: «Ενέχυρον δίδω τον μύστακά μου!»
«Τη φίρμα σου, κοσπέτο! σιόρ Ροδίνη. Να’ μουν εγώ, καρίσσιμο, σου’ δινα το
βιός του Κρέζου, αν είχα το. Μον αυτοί οι δανειστάδες, που κακό να τσ’ ούρτη, δεν
ευχαριστιούνται με μον’ τη φίρμα.»
«Ας κρατούν τον μισθόν όπου μοι δίδει ο κόμης Ναννέτος. Δεν τοις φθάνει
αυτός;»
«Αμμά δα που λες· πως να μη τσι φθάνει; Μα ξέρεις τι σου’ ρίζουν οι
κακόσουρτοι; Ο μισθός, λεν, σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. Κ’ έπειτ’ απέ το μισθό
πες πως βγαίνουν οι τόκοι· μα τα καπιτάλια πούθε βγαίνουν;»
«Εχει ο Θεός και δι’ εκείνα, φίλτατε· θα οικονομήσωμεν τα κεφάλαια»,
απήντησεν ιδιαρέσκως μειδιών ο Ροδίνης.
«Ο Θεός έχει, χωρίς άλλο», είπεν ο Τάπας υψών τους ώμους. Βλέπεις όμως,
τζόια μου, ο Θεός δεν είναι υποχρεωμένως να πλερώνη ταις καμπιάλαις εις την
προθεσμία τους. Πίστεψέ με, κάρο μίο, σάπια θεμέλια είναι τα δάνεια. Παραιτήσου
από το δάνειο, άκου το λόγο μου. Με ξένα φτερά μακρυά δεν πετάς.»
«Ιδέ, αγαπητέ συμβολαιογράφε, αν μ’ ευρίσκης τα χίλια δίστηλα», υπέλαβεν ο
Ροδίνης, ως άνθρωπος έχων ανάγκην χρημάτων μάλλον ή συμβουλών· «και αν ο
δανειστής δεν ευχαριστήται εκ του μισθού μου, είπε ότι ημπορούν να τω δοθούν
υποστατικά εις ασφάλειαν.»
«Το σπίτι σου εις τους Κορυφούς; Μι δισπιάτζε, όμως ούτε διακόσια δίστηλα
δι’ αυτό δεν ευρίσκεις.»
«Αν ούτε αυτό δεν αρκή», απεκρίθη ο Ροδίνης, «πρότεινε εις ασφάλειαν
οικίας και κήπους και αγρούς και σταφιδαμπέλους εδώ εις Κεφαλληνίαν, κτήματα ν’
ασφαλίσωσι δεκαπλασίαν ποσότητα.»
Ο συμβολαιογράφος εστράφη προς τον Ροδίνην μετ’ εκπλήξεως, ως αν τον
ενόμιζε δια μιας παραφρονήσαντα, και τον κατεμέτρησε δια των βλεμμάτων του από
κεφαλής μέχρι ποδών. Ο δε Ροδίνης πλησιάσας τότε εις αυτόν, τω είπε ταπεινή τη
φωνή:
«Ημπορώ, κύριε Τάπα, να σ’ ειπώ μερικάς λέξεις ιδιαιτέρως;»
«Βα μπεν, αφεντάδες», είπεν ο συμβολαιογράφος, αποτεινόμενος προς τους
λοιπούς πελάτας του. «Βα μπεν δούγκουε, αύριο μιλούμε δια ταις υπόθεσαις εκειαίς.
Αριβεδέρλι, αφεντάδες.»
Και δια του μειδιάματος και δια της χειρός εξήγησε σαφέτερον την ιδέαν του,
ήτις ήτο:
«Κατά το παρόν κάμετέ μοι την χάριν ν’ αναχωρήσητε.»
Οι πελάται ενόησαν την ιδέαν, και μετά μίαν στιγμήν εις το γραφείον έμεινεν
ο Ροδίνης μόνος μετά του συμβολαιογράφου.
«Δούγκουε, έχουμε παλάτια και καστέλια, κάρο αμίκο· είμαστε μιλλιονάριοι.
Και δεν με λες», είπεν ούτος τοξεύων βλέμμα οξύ, αλλ’ υποκρινόμενος συγχρόνως
έλλειψιν πάσης περιεργείας, «πώς έγινε το μιράκολο τούτο; και αν ευρήκες πούποτε
παραχωμένο τεζόρο, τι τα θέλεις τα δάνεια, δεν μ’ εξηγείς;»
«Φίλτατε κύριε Τάπα», είπεν ο Ροδίνης, «ο συμβολαιογράφος είναι σχεδόν
πνευματικός. Ημπορώ να σ’ ειπώ ό,τι δεν ήτον ανάγκη ν’ ακούσωσιν όλοι εκείνοι.
Πρώτον τι θέλω τα δάνεια είναι περιττόν να σοι το ειπώ σήμερον· μετά τινας ημέρας
ίσως θα προσκληθής εις τελετήν, ήτις θα σ’ εξηγήση διατί είχον ανάγκην άφευκτον
μετρητών.»
«Ω, ω! καπίσκω! περ δίο. Σε γρατουλίζω, σιόρ Ροδίνη. Ματριμόνιο με μυρίζει
ετουτ’ η δουλειά, περ μπάκο! Και μπορούμε να μάθουμε ...»
«Θα το μάθης, αγαπητέ, όταν γίνη.»
«Α κοσπέτο! ματριμόνιο σεκρέτο! Ας είναι δα! Καμμία χονδρή, φαρδομάνικη
προίκα; Αϊ! ετούτα είναι τ’ αμπέλια και τα καστέλια. Μα, κάρο μίο, δεν ηξέρεις πως η
προίκα δεν ημπορεί να δοθή σιγουριτά υποτεκάλε;»
«Το ηξεύρω, κύριε Τάπα, και η ασφάλεια ην προτείνω δεν είναι προικώα.»
Πλησιάσας δε εις το ους του συμβολαιογράφου, και περιβλεψάμενος, ίνα
βεβαιωθή ότι δεν ακούεται:
«Η υποθήκη ην δίδω», είπεν, «είναι η περιουσία του κόμητος Ναννέτου. Με
αφίνει γενικόν κληρονόμον του. Αυτή, ελπίζω, ημπορεί να φανή αρκετή εις τους
δυσκολωτέρους.»
«Κόμε, κόμε, κληρονόμο του, λέει;» ανέκραξεν ο συμβολαιογράφος,
αναπηδήσας επί του σκίμποδός του, ως αν ετινάσσετο υπό ελατηρίου, καταβιβάσας
τα δίοπτρά του, και ημικλείσας τους οφθαλμούς, ως την γαλήν, όταν θέλη να
προσποιηθή αδιαφορίαν. «Περ διο σάντο», εξηκολούθησεν, «ο κόντες σ’ αφίνει την
κληρονομίαν του; Μπέλλο, ω μπέλλο! Μα, καρίσσιμο, είσαι βέβαιος; Εγώ δεν
ενθυμούμαι να έγραψα τέτοιο τεσταμέντο.»
«Όχι, κύριε Τάπα, η διαθήκη είναι ιδιωτική.»
«Ω, και πότε έγινε; δεν μου λέγεις;»
«Έγινε σήμερον, αυτήν την στιγμήν. Αλλά εννοείς ότι θέλω να μη την ηξεύρη
κανείς.»
«Περ δίο, ποίον το λέγεις; Διαθήκη του κόντε Ναννέτου! Μα τον άι Γεράσιμο,
σιγουριτά σόλιδη! Μα για ασπέττα! για ασπέττα, καρίσσιμο. Ο κόντες, θαρρώ, έχει
ανεψιόν· για δεν έχει;»
«Ο Γεράσιμος εις το Ληξούρι είναι ανεψιός του.»
«Δούγκουε; δεν είναι ο κληρονόμος εκειός;»
«Έπρεπε να είναι», απεκρίθη ο Ροδίνης, «και πίστευσέ με, φίλτατε κύριε
Τάπα, είπα ό,τι ενεδέχετο, ίνα δυσωπήσω τον θείον, αλλά ματαίως. Είδα μόνον ότι
τον λυπώ, χωρίς να κατορθώ τίποτε. Και εν ω ήμην έτοιμος και τον θυμόν του να
υπομείνω και να μη δεχθώ – «μη μοι αρνήσαι», μοι είπε, «και μη μ’ αναφέρης το
όνομά του.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα