Ψυχάρης Γιάννης
Ζωή και αγάπη στην μοναξιά
 
Στο μυθιστόρημα αναπτύσσεται η ιδέα ενός νέου Ροβινσώνα. Ο ήρωας του έργου, εγκαταλελειμμένος σ’ ένα έρημο νησί ύστερα από ένα ναυάγιο, σώζεται από την ηρωίδα και μαζί της επιστρέφει στον κόσμο. Με αυτό το έργο ο Ψυχάρης προσπαθεί να περιγράψει ψυχολογικά τους χαρακτήρες και να τονίσει την ανάγκη της κοινωνικής ένταξης του ανθρώπου. Γλώσσα δημοτική.
 
Ζωή και αγάπη στην μοναξιά, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991, Σσ.53-302, Πρώτη Έκδοση Έργου:1904
 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'.
Το Νησί της Σάντα Κλάρας.

Άραξε το καράβι κι ακούστηκε αμέσως η φωνή του καπετάνιου, που πρόσταζε στους νάφτες, ωργισμένος·
—Εδώ θα τον αφήσουμε. Κατεβάστε τη βάρκα και να μπη μέσα, να τον πάτε.
Είχε σταθή το καράβι μπροστά σε νησάκι θεόμορφο, το Νησί της Σάντα Κλάρας, εκεί κάτω μακριά, σ' ένανε από τους αρχιπελάγους του Ειρηνικού Ωκεανού. Είναι τρία νησιά μαζί, το μεγαλήτερο της συννησιάς η Μασατιέρα, κρυμμένη πίσω από ένα βουνό της Σάντα Κλάρας, η Μασαφουέρα, μισό μέγεθος, πιο όξω στη θάλασσα και που μήτε φαίνεται από τάλλα δυο, κ' η Σάντα Κλάρα, το μικρότερο. Θεού χαρά, μόνο να το βλέπης. Από το καράβι που πήγε όσο πιο κοντά μπόρεσε, το ξάνοιγες το Νησάκι όλο, με τις πρασινάδες του, με τα βαθιά του τα ρουμάνια, τα θεόρατα δέντρα, ταγριολούλουδα που έλαμπε η σφανταχτερή θωριά τους με τον ήλιο, και προς την ακρογιαλιά, ένα λιμανάκι χαριτωμένο, στρογγυλωτό, μιαν αμμουδιά που είτανε ο άμμος της ξαθός, ξαθός σαν κοριτσιού μαλλάκια τρυφερά. Κοίταζες το Νησάκι κ' έλεγες με το νου σου·
—Εδώ να το στρώσω! Εδώ να ζήσω τη ζωή μου όλη!
Είχε όμως κ' ένα κακό η Σάντα Κλάρα, τουλάχιστο σε κείνα τα χρόνια· είτανε τότες έρημη έρημη καθώς και τα δυο άλλα δεξιά κι αριστερά της· ακατοίκητα και τα τρία. Ψυχή. Και μάλιστα πολύ σπάνια πήγαινε ξένος κόσμος ως εκειπέρα, γιατί αφτά που θα δηγηθούμε ακολουθήσανε όλα στον προπερασμένο τον αιώνα, μεταξύ 1725 και 1750, που βαπόρια δεν είχε ακόμα, που δεν πολυταξιδέβανε κιόλας, και λιγώτερο από τους άλλους οι δικοί μας οι καημένοι, σκλάβοι τότες όλοι τους, κι όσο κι αν τυραννιούντανε σπίτι τους με τους καταραμένους τους Τούρκους, δεν μπορούσανε να μισέψουνε από τον τόπο τους, να μην αφήσουνε ολομόναχα τα παιδιά με τις μαννάδες.
Στο Νησί της Σάντα Κλάρας πρόσταξε λοιπόν ο καπετάνιος να πάνε με τη βάρκα έναν από τους αθρώπους του καραβιού. Γιάννης Πετρογιάννης τόνομά του, παλληκάρι ως είκοσι ενός είκοσι δυο χρονώ· του είχανε βγάλει και παρατσούκλι, ο μοναχο-Γιάννης, γιατί αγαπούσε, λέει, τη μοναξιά.
Παρουσιάστηκε απάνω στο κατάστρωμα και τον κρατούσανε άλλοι δυο νάφτες από κάθε μεριά, μόλις που τον έβγαλαν από τη φυλακή κάτω σταμπάρι του καραβιού.
— Μη με σπρώχνετε! Πηγαίνω και μοναχός μου.
Είναι τα μόνα λόγια που καταδέχτηκε να πη, ώσπου να τους φέρη και τους τρεις η βαρκούλα στην αμμουδιά της Σάντα Κλάρας. Τραβούσανε τα κουπιά οι δυο συντρόφοι, του μιλούσανε, αφτός τίποτα· ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Θωρούσε ήσυχα ένα μέρος του Νησιού, μιαν κορφούλα δασωμένη, και μήτε τους χάριζε μια ματιά. Ωστόσο δεν είτανε κακοί αθρώποι, αν και πρώτα καμώνουνταν μπροστά στον καπετάνιο πως τάχα βαστούσανε τον Πετρογιάννη σφιχτά, μη λάχη και τους ξεφύγη. Να τους ξεφύγη, να πάη πού δηλαδή; Στο Νησί της Σάντα Κλάρας; Αμέ, αφτό ήθελαν κ' ίδιοι τους, αφού αφτό ήθελε κι ο καπετάνιος. Το ήξεραν τα παιδιά, και τώρα, ίσως από φιλία, μα ίσως και για να μη χωριστούνε κακιωμένοι, που είναι γουρσουζιά, προσπαθούσανε με κάθε τρόπο κ' οι δυο τους, ποιος να του πη έναν καλό λόγο, ποιος νακούση έναν καλό λόγο από το Γιάννη.
— Έλα δα πια και συ. Εμείς τι σου φταίμε και τα βάζεις μαζί μας;
— Μη θαρρής πάλε πως θά σ' αφήση εδώ για πάντα. Να, έτσι τόκαμε, να σε τρομάξη.
— Μη φοβάσαι, κι α δεν έρθη εκείνος, ερχούμαστε μεις οι δυο και σε φέρνουμε πίσω.
— Γερά σου κόστισε όμως το κρασάκι!
— Αλήθεια που δεν έπρεπε να πάη ως εκεί το πράμα.
— Αι! τώρα πια, έγινε που έγινε. Και σαν ξανάρθης μαζί μας, δε θα το ξανακάμης.
— Έννοια σου κ' είναι παράδεισος το Νησάκι. Θα χρυσοπεράσης εδώ.
— Εδώ ζώο δε θα γίνης!
— Κατόπι μάλιστα θάχης και να μας λες χίλια δυο, για τα όσα είδες.
— Κοίταξε, μωρέ, το λιμανάκι, τί θεόλαμπρο που είναι!
— Γελάει σαν την κούνια με το παιδί.
— Και ποιος ξέρει τι όμορφα πράματα, τι θησαβρούς θά βρης άξαφνα μέσα στο Νησί! Καλέ, θα είσαι σωστός βασιλιάς!
— Τύχη, αλήθεια, που την έχεις!
Έπλεχε η βαρκούλα στα διάφανα τα σμαραγδένια τα νερά. Κόντεβε να φτάση στο λιμάνι. Να την κιόλα που έφτασε. Σηκώθηκε αμέσως ο Γιάννης ο Πετρογιάννης, έτοιμος να πηδήξη, να βγη όξω.
Οι δυο συντρόφοι έπιασαν πάλε τις κουβέντες·
— Να σου πω, λίγωσε η καρδιά μου, τώρα που θαποχαιρετηθούμε.
— Αν τύχη και γυρίσουμε στην πατρίδα, προτού σε ξαναπάρουμε από εδωνά, τι να πούμε του μπάρμπα Θανάση;
— Τι να πούμε της παπαδιάς;
Τον έκαιγε τάχα η πίκρα του χωρισμού; Πειράχτηκε βαριά το φιλότιμο του; Δεν ξέρω. Μα χωρίς να τους δώση καμιάν απάντηση, ο Γιάννης ο Πετρογιάννης πήδηξε από τη βάρκα στη στεριά, και μόλις πάτησε το χώμα, πήρε δρόμο προς ταπάνω, τράβηξε δεξιά του κατά την κορφούλα του Νησιού που τη θωρούσε από τη βάρκα, κ' έγινε άφαντος μέσα στο ρουμάνι.
Τι να κάμουνε; Τους κοίταζε ο καπετάνιος. Μάνι μάνι, έβγαλαν κάτι κουτιά, κάτι κάσσες, τα κουβάλησαν όλα και ταφήσανε παραπάνω από την αμμουδιά, εκεί που τελειώνει ο άμμος κι αρχίζει το χώμα, κατεβήκανε γλήγορα στο γιαλό, γυρίσανε πίσω με τη βάρκα, πρόσταξε ανυπόμονα ο καπετάνιος να την ανεβάσουνε στη θέση της, κι άμα έγινε, ξεκίνησε γοργά γοργά με τον άνεμο το καράβι.
Ο καιρός είτανε μια γλύκα. Η θάλασσα καθρέφτης κι ωστόσο φούσκωνε ο αγέρας τα παννιά, όπως τυχαίνει στα μέρη εκείνα, όπου λες κι ο άνεμος μόλις αγγίζει το πρόσωπο του νερού, γιατί βαστιέται σταψηλά. Καλοσύνη παντού, και στον ουρανό και στη γις. Είτανε πρωί πρωί και δροσιά που αναγάλλιαζε η ψυχή σου. Ότι πήγε αλάργα το καράβι, βγήκε ο Γιάννης από το ρουμάνι και θωρούσε το πλεούμενο που λίγο λίγο κρύβουνταν και χανότανε δεξιά της κορφούλας, νοτιοδυτικά του Νησιού, στο μέρος που έστριβε ο κάβος.
Τότες μόνο άνοιξε το στόμα·
— Καλό κατεβόδι και να μη σας ξαναδώ στη ζωή μου!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'.
Μόνος.

Ο Γιάννης, τώρα που δεν τους έβλεπε, άρχισε να λαλή με τους συντρόφους, και νάλεγες πως μονολογούσε, άδικα θα τόλεγες, επειδή αφτός αποκρίνουνταν ίσια ίσια στα λόγια που του αράδιαζαν εκείνοι, σαν τραβούσανε τα κουπιά, και που όσο κι αν καμώνουνταν ο Γιάννης πώς δεν τάκουγε, του είχανε μείνει βαθιά τυπωμένα στο μυαλό.
— Μάλιστα! Θα χρυσοπεράσω εδώ.
— Ζώο δε θα γίνω και μη σας μέλη!
— Βέβαια πώς έχω τύχη.
— Κάλλια στη Σάντα Κλάρα, παρά να κάθουμαι μαζί σας.
— Δε φταίτε σεις; Αμέ, ποιος φταίει; Μπας κ' ήρθε κανένας τότες να με ξυπνήση;
— Μπας και με πόνεσε κανένας κατόπι, σαν είμουνα κάτω στη φυλακή; Μπας και ζύγωσε να μου πη δυο λόγια;
— Όχι! όχι! Να μην ξαναπεράσετε από εδωνά, για να με πάρετε. Βολέβουμαι περίφημα μοναχός μου.
— Τόκαμε, λέει, ο καπετάνιος να με τρομάξη. Μα έφκολα ο Γιάννης δεν τρομάζει, και θα το δήτε.
— Να μη μ' άφήση για πάντα στο Νησί! Και ποιος του είπε πως εγώ φέβγω; Ποιος του είπε πως θα προσπαθήσω κάνε να φύγω από δω;
— Τη μοναξιά την ξέρω, από παιδί. Και δεν την τρέμω.
— Τώρα πια έγινε ό,τι έγινε.
— Κι ας πα να λες εσύ πως δεν έπρεπε να πάη ως εκεί το πράμα. Πήγε, τέλειωσε.
Ωστόσο τι έτρεχε; Τι ακολούθησε και τον αφήκανε ολομόναχο το Γιάννη στη Σάντα Κλάρα;
Ο Γιάννης, τώρα που κουβέντιαζε, από μακριά δηλαδή, με τους συντρόφους, απαντούσε σε όλα τους τα λόγια· δεν έμοιαζε όμως νάχη πολλή όρεξη ναποκριθή στο πιο σπουδαίο τους το λόγο· για το κρασάκι, που λέγανε, τσιμουδιά. Βαριά φαίνεται πειράχτηκε το φιλότιμό του και σώπαινε. Ίσως πάλε το μετάνοιωνε και δεν ήθελε να το μολογήση. Εμείς τώρα τι να κάνουμε; Να πούμε, να μην πούμε την αλήθεια; Να την πούμε, όσο δυσάρεστη κι αν είναι.
Και τόντις είναι πράμα τρομερό να το συλλογιστή κανένας, σα συλλογιστή μάλιστα και τα χρόνια του παλληκαριού μας, μα τι να σας κάμω που έπινε; Από πού την πήρε ο καημένος ο Γιάννης την αχαμνή τη συνήθεια; Δεν έφταιγε τόσο πολύ ο ίδιος. Ο Γιάννης είτανε ορφανόπαιδο. Μήτε πατέρα γνώρισε μήτε μάννα. Αναθράφηκε που να πης μοναχός του. Είχε κ' ένα θειο, αδέρφι του μπαμπά του, τον μπάρμπα Θανάση, πούλεγαν οι συντρόφοι· καλός άθρωπος, μα δίχως πολλή θέληση και που μόλις φρόντιζε για τανίψι του. Η παπαδιά πάλε είτανε αδερφή της μάννας του της μακαρίτισσας, χήρα κι αφτή· νόστιμη αγαθή γριούλα, με τα ζωηρά της τα μάβρα μάτια, με το μάβρο το σκούφωμα ολόγυρα στο κεφάλι, που της έπιανε το μέτωπο, με τη σουβλερή τη μυτίτσα της που έδειχνε θέληση και πιμονή στη δουλειά, με τα μάβρα της τα ρούχα σαν το ράσο του παπά της. Πήγαινε ο Γιάννης καμιά φορά, κι όταν είτανε μικρούλης, και κατόπι όταν ξαναρχότανε σπίτι για μερικές μέρες, καθότανε σ' ένα σκαμνί, κουβεντιάζανε λιγάκι, όσο συγύριζε ή έκλωθε η γριά, που η ζωή της έμοιαζε νάναι συμμαζωμένη στο νοικοκεριό της. Που να ξέρη του λόγου της τι έβανε ο Γιάννης με το νου του; Ο Γιάννης μωρόλογος δεν είτανε· στόμα κλειστό και μέσα του τα λόγια. Αφτός, από μικρό παιδί, ανέβαινε αψηλά στα βουναράκια του χωριού του, να βλέπη τη θάλασσα. Είτανε Αξιώτης και το χωριουδάκι του, που είχε όνομα τ' Απεράθου, νόστιμα τριγυρισμένο από βουνά και κορφούλες, βρισκότανε μακριά κάμποσο από το γιαλό. Η θάλασσα όμως τραβούσε την καρδιά του προς τα νερά της τα μαβιά. Μόλις δέκα χρονώ αγώρι, έγινε μούτσος, μεγάλωσε, έκαμε νάφτης σε δυο τρία καράβια, μα έκαμε και φίλους. Οι φίλοι μας το χάλασαν το παλληκάρι. Μην ξεχνούμε και το φιλότιμο. — Δεν έρχεσαι, μωρέ, μαζί μας, να σε κεράσουμε; Δε μας κερνάς σήμερα και συ; — Έτσι έμαθε ο Γιάννης το κρασί και του κρασιού τη γλύκα.
Ο καπετάνιος τα ήξερε αφτά. Ήξερε συνάμα και την αξία του Γιάννη, γιατί αλήθεια είτανε πολύ πιτήδιο παλληκάρι και νάφτης αξιόλογος. Όπως είδαμε, δε συνήθιζε τα μωρολόγια, μεγάλες κουβέντες δεν έπιανε, μα δεν είχε άθρωπο στο καράβι που νάναι πιο δραστήριος, πιο δυνατός, που να κάνη πιο γλήγορη απόφαση, σαν τόφερνε η ανάγκη, που να ξέρη, την τέχνη του καλήτερα και που το μάτι του, σε κρίσιμη ώρα, ναγναντέβη τη θάλασσα πιο ξέθαρρα, πιο αψήφιστα και πιο ψυχρά. 'Έφκολα δεν τάχανε ο Γιάννης. Κρίμα μονάχα, που το μάτι του εκείνο το κρουσταλλένιο, το θόλωνε κάπου κάπου του μεθησιού η καταχνιά.
Έβαλε με το νου του ο καπετάνιος, και καλά να γιατρέψη το Γιάννη. Τον είδε μια, δυο, τρεις, τέσσερεις φορές μεθησμένο, και κάθε φορά προσπαθούσε ναλλάξη τρόπο μαζί του, να βρη το κατάλληλο γιατρικό. Θύμωνε, μάλλωνε, τιμωρούσε, ξηγούσε, τούλεγε νάρθη στα σύγκαλά του, να καταλάβη τι κάνει, να μην αμελή τη δουλειά.
—Εσύ, του λέει μια φορά, κοιτάζεις μόνο τον εαφτό σου. Για τους άλλους δε σε μέλει. Ο μεθύστακας δε βλέπει παρά το εγώ του.
Τον άκουγε ο Γιάννης, έβαζε τα δυνατά του, να μην ξαναρχίση. Του κάκου! Σε λίγο, και πάλε τα ίδια. Μια μέρα, ίσα ίσα σε τούτο δα το ταξίδι, μόλις άφησαν τη στεριά κι αρρώστησε ο τιμονιέρης. Ο καπετάνιος είπε του Γιάννη να πιάση το τιμόνι. Που να το στοχαστή πως σε τόσο σπουδαία περίσταση, θα πήγαινε ο φίλος να το ρουφήξη; Ο Γιάννης, ίσως για να κάμη κουράγιο, κατέβηκε πρώτα στο κελλάρι, άδειασε αλάκαιρο μπουκαλάκι ρούμι, άρχισε και δέφτερο. Τι τα θέλετε πια; Στουππί. Έπρεπε να πέραση και τη νύχτα στο τιμόνι. Φώναζε ο καπετάνιος. Ο Γιάννης μιλιά. Κόντεψε να χαθή και το καράβι.
— Στάσου λοιπόν, αποφάσισε ο καπετάνιος. Αφού δε σε γνοιάζει για τους άλλους, να σου μάθω να ζης μόνος.
Και τον άφησε στη Σάντα Κλάρα.
— Αι! και τί με κόφτει εμένα που μ' άφησες εδώ; έλεγε τώρα ο Γιάννης. Μόνος μου έζησα πάντα· και πάλε μόνος μου θα ζήσω. Μπας και δεν είμαι μοναχο-Γιάννης; Βολέβουμαι λαμπρά στο Νησάκι· μου αρέσει κιόλας η μοναξιά.
Ο καπετάνιος βέβαια σκοπό δεν είχε να τον αφήση όλη του τη ζωή στη Σάντα Κλάρα. Λογάριαζε μάλιστα να ξανάρθη σ' ένα δυο χρόνια, να τον πάρη. Μα είτανε πολύ περίεργος άθρωπος αφτός ο καπετάνιος, ίσως και λιγάκι παράξενος, καλός, μπρούσκος, απότομος στην κουβέντα, με θέληση με κρίση και με δυο γράμματα. Έβγαινε τότες ένα περίφημο ρομάντσο στην Εβρώπη, ο Robinson Crusoe του D. de Foe· είχε βγη δηλαδή τώρα χρόνια, μεταφράστηκε ως και ρωμαίικα, μα μεταφράστηκε μόνο στον καιρό που έγιναν όσα λέμε. Ο καπετάνιος μας το λοιπόν άρπαξε μια μετάφραση, τη διάβασε, την πέταξε χάμου, είπε·
— Παραμύθια!
Και τον πήρανε οι λογισμοί·
—Αφτό, λέει, θα τόχη γραμμένο κανένας μαραγκός, να μας δείξη πως κατέχει τη μαραγκική.
Απλός άθρωπος, βλέπετε, κ' έφτειανε μια λέξη δική του πού και πού·
— Στη μοναξιά βάζει κανείς άλλα με το νου του. Καιρός δεν του απομνήσκει να καταγίνεται σε τέτοια πράματα·
ο μοναξιώτης δεν αδειάζει. Μήτε του κόφτει να γίνη χαλκιάς, μάστορης, ράφτης ή να χτίζη σπίτια, και δεν είναι τα πράματα καθώς τα παρασταίνει το βιβλίο. Γλήγορα θα το νοιώση ο Γιάννης, κ' η ζωή του θαλλάξη από άκρη σε άκρη.
Που να ξέρη ο Γιάννης για τον D. de Foe και για τα ρομάντσα του; Χαίρουνταν ο άθρωπος που γλύτωσε από καπετανέους και συντρόφους. Βασιλιάς στο Νησάκι του της Σάντα Κλάρας. Είδαμε μάλιστα πως άμα βρέθηκε μόνος άρχισε και να γίνεται μωρόλογος. Λεφτεριά. Τι τα θέλεις;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'.
Ο Γιάννης τρομάζει πρώτη φορά.

Ο Γιάννης μας, όσο μονολογούσε από μακριά με τους συντρόφους, είχε προβή λιγάκι, όπως είδαμε, όξω από το ρουμάνι εκείνο που λες και το φορούσε σα στεφάνι στο κεφάλι της η πρώτη κορφούλα του Νησιού. Ακόμη τους τάλεγε και προχωρούσε τώρα, για να τους πη περισσότερα, να τους τα πη τάχατις από πιο κοντά.
—Αφτοί δε φαίνουνται πια που δε φαίνουνται, είπε και χωρίς να καλοπροσέξη στο τι έκανε, πήρε ωστόσο γύρο γύρο το βουνάκι. Για να δη τάχα;
Δεν ξέρω πως τα βόλεψε ο καπετάνιος, τι λογής αρμένισε το καράβι, μα μόλις έκαμε δυο τρία μίλια και δεν το ξάνοιγες πια πουθενά. Θα το σκέπαζαν την ώρα εκείνη τάλλα τα βουνά του Νησιού, πίσω από το μέρος που στέκουνταν ο Γιάννης, και το μάτι του γύρεβε του κάκου.
—Έχεις, λέει, και κανοκιάλι να κοιτάζης και να μας προσμένης!
Αφτά ο Γιάννης τάλεγε τώρα στον αφέντη, επειδή δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί και καλά θέλησε ο καπετάνιος, να βάλη ο Γιάννης το κανοκιάλι στην τζέπη του, σαν έφυγε. Ο Γιάννης ως τότες καμιά προσοχή δεν έδωσε στα δυο μπαούλλα, στις δυο κάσσες που είχανε αποθέσει, όταν τον έφεραν, οι συντρόφοι του στην αμμουδιά. Πολεμούσε με το κανοκιάλι· χαμένος κόπος· μήτε καράβι στη θάλασσα μήτε διάβολος.
Άξαφνα συλλογίστηκε πως μπορεί να του αφήσανε ξεπίτηδες το κανοκιάλι, για να τους γυρέβη το μάτι του αλάργα στο γιαλό κι ο καπετάνιος να τον περγελά, που τους θέλει και δεν μπορεί μόνος.
— Που να μη φέξη! — Και ξαναμπήκε ο Γιάννης στο ρουμάνι της Κορφούλας.
Τράβηξε το ρολόι του, το κούρδισε· η ώρα πεντέμισυ.
— Τέτοια ώρα, οι φίλοι θα τρώνε ήσυχα το τυρί τους με λίγο ξερό ψωμί. Ας το τρώνε!
Μα τι να κάμη ως το βράδυ; Ο ήλιος βασίλεβε αργά· είτανε Μάης, πρώτη μέρα του Μαγιού. Τάκουσε αφτό και στο καράβι. Στοχάστηκε ο Γιάννης πως πρόφταινε, ώσπου νυχτιάση, να φροντίση και για το φαγί του στη Σάντα Κλάρα και για ό,τι άλλο, του είτανε αναγκαίο. Κοίταξε ολόγυρά του τα δέντρα.
—Τι τα θέλω, λέει, εγώ τα τυριά και τα ψωμιά σας; Να τα χαίρεστε. Δε μου λείπει τίποτις εδώ.
Να πούμε και τα καλά του· λαίμαργος δεν είτανε ο Γιάννης. Μα και να είτανε, ποιος δε θα χόρταινε με τα φρούττα που κρεμόντανε στα κλαριά, σα να προσμένανε το χέρι του, να τα κόψη; Κ' έκοψε αλήθεια ένα φρούττο πολύ παράξενο, που έμοιαζε σαν κιτρόμηλο, μα που είτανε κάμποσο μεγαλήτερο κι όμορφο όμορφο, γυαλιστερό και κίτρινο σαν το κεχλιμπάρι, με το κριάσι του πηχτό, και στη μέση, αντίς κουκούτσι, ένα είδος γλυκόξυνο νεράκι και φρέσκο φρέσκο. Περίφημο πράμα και για την πείνα και για τη δίψα.
Κάθησε ο Γιάννης, τότρωγε, και βέβαια δε συλλογιούνταν εκείνη την ώρα πως μια φορά κ' έναν καιρό, στην Ασία, ο Ξενοφώντας είχε φάει τέτοια φρούττα, σαν ξαναγύριζε στην Ελλάδα και δε βρίσκανε στο δρόμο ούτε άρτο ούτε οίνο, γιατί έτσι έλεγαν τότες το ψωμί και το κρασί.
Ωραία του γουστάρισε του Γιάννη, όσο ασυνήθιστο κι αν του φάνηκε το γούστο. Η θροφή της Σάντα Κλάρας, πρώτη φορά που τη δοκίμαζε, μπορούσε βέβαια ή να του αρέση ή και να μην του αρέση διόλου. Στη διάθεση που είτανε ο Γιάννης, του άρεσε με το παραπάνω. Άνοιξε μάλιστα η όρεξή του.
— Έννοια σας κ' είναι Παράδεισος το Νησάκι! ΙΙου να τα φαντάζεστε, παιδιά, τέτοια θάματα; Για σας δεν είναι τώρα και του κάκου!
Μιλούσε πάντα δηλαδή με τους συντρόφους κι ανέβαινε γοργά γοργά σ' άλλο δέντρο, που είχε άλλα φρούττα, πιο μικρά όμως αφτά, παχουλά και νόστιμα σα ροδάκινα. Ένα κλαρί γεμάτο, φορτωμένο, φουντωτό. Μα για να φτάση ως εκεί απάνω, χρειάστηκε να κόψη κάμποσα κλαριά. Τάρριξε χάμου. Κατέβηκε τότες με τα ροδάκινα, τοιμάζουνταν ο Γιάννης κι αφτά να τα δοκιμάση, όταν άκουσε λίγο παρέκει από το μέρος που στεκότανε, περίεργο μουρμουρητό, σαν κάτι που έτρεχε κατά γης στα χόρτα μέσα και στα φύλλα και που σφύριζε.
— Τα φείδια! Ο αθεόφοβος ο καπετάνιος! Για να με φάνε τα φείδια, με ξαπόλυκε στην ερμιά.
Ωστόσο δεν έχανε ο Γιάννης έτσι έφκολα τον μπούσσουλά του. Αλήθεια που ο καπετάνιος ξαρματωμένο δεν τον άφησε, κι ας τον κατηγορούσε όσο ήθελε ο φίλος. Τράβηξε λοιπόν το πιστόλι του από το ζουνάρι, πήγαινε κιόλας να πιάση και το τουφέκι του, που του κρεμότανε στο νώμο. Έσκυψε, άρχισε να ψαχνή, για να βαρέση το φείδι, ζύγωσε προς το μέρος που ακούστηκε το σφυριχτό. Τίποτα! ούτε φείδι ούτε φειδούλι. Έννοιωσε τότες πώς έρχουνταν ο κρότος από τα πεσμένα τα κλαριά με το λιγοστό αγέρι που φυσούσε.
Γέλασε.
— Τι μουρλός που είμαι, μωρέ σεις, και θα με πάρετε τώρα στο ψιλό.
Μ' αφτά του τα λόγια, θυμήθηκε όμως κι όσα δηγούντανε οι νάφτες στο καράβι για τους άγριους και για τα θεριά που είχε στους τόπους εκείνους.
— Φαντάσου τώρα, να με φάνε τα ζα ή να με φάνε οι άθρωποι, αφού εδώ είναι κι αθρωποφάγοι, που λένε. Και τρέχα, Γιάννη μου, να κόφτας φρούττα και να τα τρως.
Ήρθε ο νους του σε υποψία, είπε να κάμη μια βόλτα στο Νησί, να δη, σίγουρο είναι το μέρος ή δεν είναι.
— Και του δείχνω του καπετάνιου ποιος είμαι. Μόλις που κατέβηκε από την κορφούλα να σεργιανίση το Νησί του, και θάρρεψε πώς βρισκότανε στην Αξιά και μάλιστα στο χωριό του. Θυμήθηκε τα παιδιακήσια του, μόνο που εδώ σπίτια δεν είχε, μα μήτε και μονοπάτια, γιατί απάτητα είτανε όλα, εκεί που πρωτοβγήκε, από αθρώπινο ποδάρι. Στάλλα έμοιαζε ο τόπος με τ' Απεράθου, από το σημείο που τον κοίταζε τώρα ο Γιάννης, γιατί όταν κατέβηκε από το ρουμάνι κ' έφτασε στα πόδια της κορφούλας όπου έφαγε τα φρούττα, στάθηκε μια στιγμή, γυρίζοντας τη ράχη στη θάλασσα, δηλαδή στην αμμουδιά που τον πρωτόβγαλαν οι συντρόφοι. Έβλεπε μπροστά του μια μεγάλη μεγάλη ρεματιά που έδειχνε πιώτερο φάρδος παρά βάθος, και γύρου γύρου άλλες κορφούλες σαν την πρώτη, κι αφτές όχι πολύ αψηλές, μα όλες δεντροφορεμένες. Στη μέση ξάνοιγες κ' ένα βουνό κατάψηλο, που φαίνουνταν η άκρη του μόνο απάνω από τις κορφούλες, και που έμοιαζε να στέκη μακριά παραπέρα, ολόγυμνο, μονάχο, ειρηνικό, με τη ροδόβαφη σα μισοσβησμένη θωριά του. Κατάλαβε πως ακλουθώντας τη ρεματιά, θα πήγαινε ίσια στάλλο μέρος του Νησιού και πως για να το καταφέρη, αρκούσε νανεβή και κατόπι να κατεβή τις κορφούλες, που με το στριφογύρισμά τους από την κάθε μεριά και το μισό τους κύκλο, λες και πλέκανε στεφάνι δεξιά κι αριστερά της ρεματιάς. Έννοιωσε τώρα γιατί το καράβι τόσο γλήγορα είχε γίνη άφαντο. Δεξιά κι αριστερά του, είτανε οι δυο άκρες του Νησιού, η βοριανή με τα βράχια της που προχωρούσανε σαν ακρωτήρι στο γιαλό, η νοτιανή με τις κορφούλες της που το πλεβρό της μιανής πρόβελνε όξω σαν κάβος. Άμα λοιπόν καβαντζάρισε προς τη νοτιά το καράβι, του τόκρυψαν οι κορφούλες που χώριζαν το Νησί στη μέση, και θάπρεπε κανείς να πέραση στον ανατολικό τον όχτο, για να μπόρεση να το δη, αν έπλεχε ακόμη δηλαδή στα νερά της Σάντα Κλάρας.
Ένα πράμα δεν κατάλαβε ο Γιάννης, για ποιο λόγο τάχατις να μη βρήκε ούτε ρυάκι ούτε ποτάμι στην αμμουδιά, σαν ήρθε, αφού η ρεματιά είτανε κατάντικρυ; Κι ωστόσο βρυσούλες, ρυάκια και ποτάμια θα είχε ο τόπος, με τα τόσα του τα φρούττα, με τη φυτρωσιά του την πάμπλουτη, με τις θεόμορφες δεντροφορεσιές του.
— Τόσο το καλήτερο, είπε· αφού η ρεματιά είναι ξερή, θα περάσω δίχως να βραχώ.
Και κατέβηκε στη ρεματιά.
Κατέβηκε, μα πού να προχώρηση κανένας; Αδύνατο να βάλης το ένα πόδι μπρος από τάλλο. Χαμόκλαδα, ρίζες, δεντρουλάκια, πήχτρα σωστή. Και λογιώ λογιώνε από το καθένα. Δε χωράτεβε.
Μια στιγμή στοχάστηκε να γυρίση πίσω, να πέραση από τις κορφούλες. Μα στη μέση που είταν έβλεπε σύγκαιρα τις δυο μεριές, κι αφτό γύρεβε, δηλαδή να βεβαιωθή αν τον είχανε αλήθεια βγαλμένο οι συντρόφοι σε Νησί ακατοίκητο ή όχι, γιατί να είσαι μόνος, λαμπρό πράμα, να σε τρώνε όμως τα ζα ή να σε πετσοκόβουν οι άγριοι, όσο κοιμάσαι, δεν αξίζει, κι ο Γιάννης ήθελε τη νύχτα να κοιμηθή, αφού μάλιστα του απόμνησκαν ακόμη κάμποσες νύχτες — ποιος ξέρει πόσες! — να μείνη και να βολεφτή στη Σάντα Κλάρα.
— Με το τουφέκι μου, με το πιστόλι μου, με το μαχαίρι μου, ποιόνα τρέμω; Ας έρθουν κι άγριοι και θεριά. Τι με μέλει; Αφτοί από τουφέκια βέβιο πως δε θάχουνε χαμπάρι.
Εκεί που τόλεγε, γλίστρησε και του φάνηκε ξαφνικά σα να πατούσε το πόδι του απάνω σε τίποτις κρύο και μυτερό, που τον τζιμπούσε κιόλας. Ίσως κανένα ζώο. Κοίταξε. Είχε μπή μέσα στο ρυάκι και το πόδι του πιάστηκε ανάμεσα σε δύο πετρούλες, σε δυο χαλίκια.
—Ορίστε και νερό! Τι κάθουμαι και παραπονιέμαι!
Αλήθεια, το νερό του ρυακιού, όταν έρχουσουν από τακρογιάλι, άρχιζε να βγαίνη μόνο σε κείνο το μέρος, έπειτα κρύβουνταν προχωρώντας, έτρεχε από κάτω από τη γις, ξετρύπωνε παρέκει, μα είτανε ακόμη ρηχό ρηχό, έκανε σωρό αβλάκια μικρά που μόλις τα ξεδιάκρινες από τον άμμο, και για τούτο δεν μπόρεσε ο Γιάννης να δη ρυάκι στην αμμουδιά, μήτε τότε σαν ήρθε, μήτε τώρα που αποφάσισε νανεβή. Ωστόσο να που βράχηκε.
— Τι να σκοτώνω, λέει, τα παπούτσια μου; Θα τα χρειαστώ κατόπι, και δω παπουτσήδες δεν έχει. Ακούς εκεί; Νησιώτης και νάφτης, Αξιώτης, και να μην περπατώ ξυπόλυτος!
Φορούσε κάτι χοντρά παπούτσια, τάβγαλε μαζί με τις κάλτσες του, έδεσε τις κορδέλλες των παπουτσιώ, τα φόρτωσε στο νώμο του, δηλαδή στο τουφέκι του που το είχε στο νώμο του περασμένο, να κρέμουνται τα παπούτσια σαν μπογαλάκι.
Εκείνη τη στιγμή, δε στοχάστηκε πως το τουφέκι μπαστούνι δεν είναι και πως με τα παπούτσια καταντούσε άχρηστο, αφού έπρεπε, σε ώρα ανάγκης, πρώτα να πετάξη τα παπούτσια κ' ύστερα να βαρέση.
Ο Γιάννης όμως είχε άλλα στο νου του. Έβγαλε τη σουγιά του από την τζέπη κι άρχισε να κόφτη κλαδάκια, για να προχώρηση.
Μόλις έκοψε μερικά, και σα να τα λυπήθηκε, σα να ντράπηκε — ή σα να τονέ συνέπαιρνε η αδιάκοπη καλοσύνη της πλάσης στο μαγεμένο το Νησί, και δεν τόλμαε λες να το πειράξη.
— Μπρε, ψιθύρισε ο Γιάννης, τέτοια ομορφιά και να ταφανίζω; Κορίτσι έγινα και φοβήθηκα μια ρίζα και δυο χαλίκια; Πάω κ' έτσι.
Πήγαινε περίφημα· με τη ζέστη, του δρόσιζε θεόγλυκα τα πόδια το νερό, κ' είτανε και κάτι φτέρες που κάθε φορά που τις έπιανε να περάση, ή που του αγγίζανε το πρόσωπο στο διάβα του, σα χάδι του φαινότανε.
— Βελούδο πράμα., λέει, και γώ να τα τσαλαπατάω !
Του έκαμε και πολύ καλό το νερό, γιατί με το φρούττο εκείνο που έφαγε πρωί πρωί στην κορφούλα, του ήρθε και λίγος πονοκέφαλος. Σα δε συνήθισε κανένας, δίνουνε πονοκέφαλο αφτά.
Ο Γιάννης είχε φτάσει τώρα ίσα με την άλλη άκρη της ρεματιάς. Ο Γιάννης είτανε γενναίο παιδί, μα όσο γενναίος κι αν είτανε, πήρε πιο ήσυχα την ανάσα του, όταν είδε πώς δεν είχε κίντυνο κανένα στη ρεματιά και στα περιτόπια μήτε από ζω μήτε από άθρωπο.
— 'Ισως, λέει, δεν καλοκοίταξα τις κορφούλες, αν και δεν του φάνηκε να υπάρχη ούτε κει απάνω τίποτις παράξενο, γιατί μεγάλο ύψος δεν είχανε και μοιάζανε όλες με τη δική του· έτσι έλεγε την πρώτη που ανέβηκε, σαν κρύφτηκε, για να φυγή χωρίς ναποχαιρετήση τους συντρόφους. Τα ίδια δέντρα, η ίδια φυτρωσιά. Ωστόσο έκαμε να πάη ως εκεί. Έπειτα συλλογίστηκε·
— Όποιος διάβολος κι αν κάθεται στα ρουμάνια γύρα γύρα, νερό θα πίνη, δε γίνεται. Θα κατεβαίνη λοιπόν εδώ στη ρεματιά — και βέβαια ο πρώτος που κατέβηκε ως τώρα, εγώ είμαι. Ανάγγιχτα όλα. — Μα νερό μπορεί νάχη κι από την άλλη μεριά· έκεί κάτου να κοιτάξουμε, και δρόμο!
Την τελεφταία τη φρασούλα την είπε ο Γιάννης πολύ σιγά και μέσ' τα δόντια του, όσο δυνατά κι αν είπε τάλλα του τα λόγια. Μη λάχη δηλαδή και τον ακούση κανένας· ετοιμάζουνταν ο φίλος να κατασκοπέψη δώθε κείθε, να δη τι τρέχει. Προχωρούσε αγάλια γάλια.
Σε δυο κορφούλες ανάμεσα, στην άκρη της ρεματιάς, βρίσκουνταν κ' ένα πέρασμα που του ήρθε σαν πιο εφκολοδιάβατο και μάλιστα σαν κάπως λιγοφύτρωτο. Μόλις μερικές δεντρόρριζες και παντού ήσκιος. Αφτό του άρεσε, γιατί δροσίστηκε κιόλας, που είτανε η κάψα φοβερή. Μα το λαγκάδι πολύ μάβρο και στενούτσικο, δεν πήγαινε ίσια, παρά στριφογύριζε πότε δεξιά, πότε αριστερά. Έλεγες μάλιστα σα νάτανε παρέκει το χώμα σκαλισμένο κάτω από τις κορφούλες, κ' έμοιαζε σα να είχε στο τέλος του λαγκαδιού κάτι βαθουλώματα, κάτι σπηλιές, άφαντες ακόμη. Στάθηκε ο Γιάννης μια στιγμή· δεν ήξερε που έβγαινε το στενό, μήτε πόση ώρα θα βαστούσε, γιατί έστριβε κάθε τόσο. Άξαφνα στένεβαν οι κορφούλες κ' έπαβε ο δρόμος, αν είναι δηλαδή να τον πη δρόμο κανένας. Η αλήθεια είναι που έπαβε και δεν έπαβε, ξακολουθούσε, μα ξακολουθούσε από κάτω από το βουνό. Τι να κάμη ο Γιάννης; Να γυρίση πίσω να βρη άλλο πέρασμα; Τότε πώς θα μάθαινε τι έχει μέσα στη σπηλιά; Μπορεί πάλε και να γελάστηκε, μπορεί από την άλλη μεριά του Νησιού να μην είναι τίποτις, να τελειώνουνε οι κορφούλες μαζί με την ακρογιαλιά.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα