Παπατσώνης Τάκης
«Τοις αθανάτοις», Εκλογή Β΄
 
Γλώσσα δημοτική.
 
«Τοις αθανάτοις», Εκλογή Β΄, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1962, Πρώτη Έκδοση Έργου:1962
 
 
Στο νουν έρχονται εκείνα τα περί θανάτου
πάλιν ωχρά σημεία, πληγές της ζωτικότητας·
καθημαγμένη βγαίνει απ’ αυτές τις συμπλοκές.
Του νου βεβαίως δεν είναι αυτές οι συναντήσεις,
αλλά του επηρεάζουν όλες τις λειτουργίες.

Νεκροί τόσων αιώνων, που βοούν όλοι τριγύρω
και μας περιστοιχίζουν τ’ άθλια σουδάρια των
παρενοχλούν της δράσεως την άσκηση όπως πρέπει.

Ενώ προβάλλει η Φύσις εικόνες όλο κι άνθη,
όλο και φως, και χρώμα, κι αχόρταγές της πνοές,
μία μόνη πνοή υπερέχει στην παγερότητά της,
έτοιμη ν’ αφανίσει στις απηνείς ριπές
την εισβολή του κάλλους και τις ζωηρές εικόνες.

Και μόνη πάλι εικόνα, η αντάξια αυτού του ειρμού,
προβάλλει η ερημωμένη και περιπλανωμένη
Σελήνη, άθροισμα πλήρες όλων των ωχροτήτων,
σαρακοφαγωμένη, με τους μηνιαίους περίπλους,
το άριστο των συμβόλων, που κρέμαται και δείχνει
το θάνατο των Κόσμων, και το Μηδέν, πώς φέγγουν.

Μάταιο Μηδέν, με φάσεις, με απατηλές κινήσεις,
με δάνειο φως δοσμένο στη δίνη των φροντίδων,
σ’ έλξεις χωρίς αγάπη, σφραγίζει τη ζωή μας
νυχτερινό, κερένιο, και, προ παντός, εντάφιο.

χρυσές δουλειές ανοίξανε με τούτη την απογραφήν.
Οι στρατοκόποι, η κούραση τους έχει αφανισμένους,
τα χιόνια, η γλύστρα, η παγωνιά. Τους παρασέρνει ο δρόμος,
να βρουν λιγάκι ζεστασιά, φωτιά, κρασί, λίγη αγκαλιά.

Και τόσο αδιαφορήσανε στο τι διδάσκει η νύχτα,
στον ψίθυρο, που η χουρμαδιά δίδει κάτω από τ’ άστρα,
στο βέλασμα μακριά του αρνιού και στην κραυγή των πετεινών,
που, όταν απάντησαν βοσκούς σ’ εκστάσεις θεολογικές
με τα όργανα να ψάχνουνε Θεό να βρουν επί της γης
νεογέννητο, χουχουλιστό, στ’ άχυρα στάβλου αγροτικού,
κραιπάλη καθώς είχανε, κακοί θνητοί, στο σώμα
και κάπνια του καταγωγίου, πήγαν να τους βαρέσουν,
σε αντίθεση ως βρεθήκανε στις βλέψεις τους καθένας.

Τι έκαμε αυτός ο Καίσαρας, με τις μετακινήσεις.
Ώθησε τούτους τους θνητούς σε τόσο άτοπες πράξεις.
Και τώρα, φταίχτες ή αθώοι, θα κολαστούνε πάντως.
Θα κολαστεί η αδυναμία εις τα καμώματά τους,
αυτή η κατάρα του Θεού, η αβουλία του ανθρώπου.