Ελύτης Οδυσσέας
«Θάνατος και ανάστασις Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», Τα ετεροθαλή
 
Γλώσσα δημοτική.
 
Ποίηση, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2002, Σσ.344-346, Πρώτη Έκδοση Έργου:1974
 
 
I
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες
στη λύπη του

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο
φάρδος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν
τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του
άσπριζαν παράξενα

Και όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους
ανθρώπους κι έβγαινε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε

Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να
γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να
χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης
τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν
έστερξε να του σταθεί

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

II
Θε μου και τώρα τι Που 'χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη
μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει
ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι

Που όλα του τα 'χαν πάρει Και τα πέδιλα του τα σταυροδετά και
το τρικράνι του το μυτερό και το τειχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σα ζόρικο και
πηδηχτό βαρκάκι

Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός
κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πώς κουρνιαλίζαν τα νερά
του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω
απ' τη θάλασσα...)

Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως

Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα
να τον κυριεύει.

III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο
γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν
πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν
κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας
γι άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο, τα κλωνάρια

Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα ποδιά του άκουγε στη μεγάλη
καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία
και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές
ακόμη Θεομήτορες επιτμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις σωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα

Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος

Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!