Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
«Το όνειρο της Κλάρας», Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα
 
Είναι το τρίτο διήγημα από την τρίτη ομάδα της συλλογής και αποτελεί το επιστέγασμα της νεοτερικής γραφής του συγγραφέα, ο οποίος επιχειρεί ένα άνοιγμα προς μια γραφή περισσότερο υπαινικτική και αντιρεαλιστική. Η πρωταγωνίστρια του έργου, Κλάρα, κινείται ανάμεσα στο φανταστικό και το πραγματικό. Γλώσσα δημοτική.
 
Το όνειρο της Κλάρας και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1991, Σσ.7-13, Πρώτη Έκδοση Έργου:1916
 
 
Την Κλάρα δεν την αγάπησε ποτέ κανείς. Πως ήταν τόσο άσχημη δεν ήθελε να το πιστέψει, κι ας το φοβότανε. Όμως δεν την αγάπησε ποτέ κανείς, και στις συντρόφισσές της που φλυαρούσαν για τους έρωτές τους, έπρεπε να κάθεται να πλάθει και να διηγείται κι αυτή φανταστικές ιστορίες για νέους που την αγάπησαν μια φορά και γι’ άλλους που την κυνηγούν ακόμα. Πότε διηγότανε ρομαντικούς περίπατους μέσα στα δάση με τον έναν, πότε ταξίδια με τις βάρκες και τα βαποράκια στο ποτάμι και στις λίμνες με τον άλλον. Αυτά όλα γινότανε τις Κυριακές που η Κλάρα έμενε στο σπίτι και συντρόφευε την άρρωστη μητέρα της, ή έβγαινε το αποβραδίς στ’ απόμερα για ν’ ανασάνει και να πλάσει καλύτερα έξω στον αέρα το όνειρο που θα ιστορούσε την άλλη μέρα στις συντρόφισσές της. Ο φίλος που είχε τώρα ήταν ένας ξένος με μελαψή θωριά, με μαύρα μάτια και μαλλιά. Ήταν από μακρυσμένον τόπο, από μια χώρα όπου δεν πέφτει ποτέ χιόνι, οπού οι κάμποι χάνονται στο άπειρο μάκρος σε πυρή άχνα, τα δέντρα κρεμούνε προς τα κάτω τα κλαδιά, μέσα στα δάση ζουν πουλιά παράξενα και τα λευκά και σιωπηλά παλάτια καθρεφτίζουν τις κολόνες τους και τις κορφές στ’ ακίνητα κίτρινα νερά των ποταμιών. Οι συντρόφισσές της ανοίγανε πλατιά τα μάτια, όταν η Κλάρα διηγόταν πως έχει κι ο φίλος της ένα παλάτι και θα την πάρει να παν εκεί να ζήσουνε μαζί.
Κι η Κλάρα τον περίμενε να ’ρθεί, όπως είχε περιμείνει και τους άλλους που δεν ήρθαν. Κι ένα βράδι, εκεί που γύριζε στο σπίτι κι ένιωσε ξαφνικά να την ακολουθούν σιγά κι αργά σαν τα δικά της κάποια πατήματα, υποψιάστηκε μην είναι αυτός αληθινά. Μα σα να της σταμάτησε μεμιάς το αίμα, η καρδιά της χτυπούσε τόσο που δεν μπόρεσε να στρέψει πίσω να τον δει. Μόνο όταν έφτασε στην πόρτα της και μπήκε μέσα, γύρισε κι έριξε πίσω γλήγορη ματιά και είδε αντίκρυ τα μάτια του που λάμπαν κάτω από το φως του φαναριού. Ανέβηκε βιαστική τη σκάλα κι έτρεξε στο παράθυρο. Εκείνος στεκόταν ακίνητος κοντά στο στύλο του φαναριού κι είχε τα μάτια καρφωμένα στο παράθυρό της.
Η Κλάρα δεν κοιμήθηκε ούτε κείνη τη νύχτα ούτε την άλλη. Γιατί τα βήματα του αγνώστου την ξαναπήρανε κοντά και το άλλο βράδι· κι όταν ανέβηκε στο σπίτι, εκείνος ξαναστήθηκε σα στύλος αντίκρυ στο παράθυρο με τα μάτια γυρισμένα εκεί. Το τρίτο βράδι δε βαστούσε άλλο η Κλάρα. Φόρεσε πάλι το καπέλο της και ξανακατέβηκε στο δρόμο. Κατέβηκε αποφασισμένη να πάει ίσια στον άγνωστο, αθέλητα όμως τράβηξε ίσια στο δρόμο χωρίς να ξέρει πού τραβά. Ο ένας δρόμος έβγαζε στον άλλον και κείνος έξω στο μεγάλο πάρκο. Η Κλάρα πέρασε το μέρος πού ήτανε γεμάτο φως και κόσμο και μπήκε σ’ ένα από τα στενά μονοπάτια, που φιδωτά και μισοφωτισμένα χανόνταν κάτω από τους μαύρους θόλους των κλαριών. Χώθηκε μέσα σε αυτούς και προχωρούσε. Πίσω της ένιωθε να την ακολουθούν τα βήματα του αγνώστου αργά, σιγά σαν τα δικά της πάντα. Και προχωρούσε όσο που έφτασε στο μέρος όπου μια λίμνη μισοκρυμμένη κάτω από τα δέντρα έκοβε το πάρκο. Άμα σταμάτησε, σταματήσαν και τα βήματα κοντά της· κι όταν κάθισε στο κάθισμα που ήταν εκεί στην άκρη του νερού, βρέθηκε καθισμένος σιμά της κι ο άγνωστος. Ένα φανάρι κρεμασμένο ανάμεσα στα δέντρα, της έφεξε και κει να ξαναδεί την όψη του. Ήταν μελαψή, με μαύρα μάτια και μαύρα μακριά μαλλιά. Ήταν εκείνος.
Η Κλάρα τον κοίταζε αμίλητη κι ασάλευτη, σα βυθισμένη σε όραμα. Δέντρα κοντά, λιγνά, σκυφτά, γυρτόκλωνα, δέντρα με φύλλα αριά, μακριά, λεπιδωτά, πολύχρωμα, παράξενα χρυσοφεγγίζανε σα γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά, η έκσταση των πλατιών κάμπων που χάνονται πέρα μακριά σε πυρά βάθη ανοιγόταν γλαυκόλαμπη μπροστά της. Είχε διαβάσει στα βιβλία, για τα μέσα μάτια που κάποτε βλέπουν πρωτύτερα από τα έξω μάτια, και κοίταζε πάντα τον άγνωστο και περίμενε να της μιλήσει κι ονειρευόταν και λαχτάριζε να της μιλήσει για το μακρινό τόπο του, για τα παράξενα πουλιά που ζουν στα δάση, για τα κίτρινα ακίνητα νερά που καθρεφτίζουν τα λευκά παλάτια. Μα ο άγνωστος δεν άνοιγε τα χείλη, παρά την κοίταζε και κείνος σιωπηλός κι ασάλευτος. Έτσι σιωπηλός όλο το βράδι εκείνο, έτσι ασάλευτος και σιωπηλός και τ’ άλλα βράδια στη σειρά, όταν η Κλάρα τον έσερνε κατόπι της κι ερχόνταν και καθίζανε κοντά-κοντά στο ίδιο κάθισμα εκεί στην άκρη του νερού.
Η Κλάρα τώρα δε μιλούσε λόγο στις συντρόφισσές της για την ιστορία αυτή. Έμενε σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ήμερα, σα να ονειρευόταν και να περίμενε μόνο να ’ρθεί το βράδι.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα