Χατζόπουλος Κωνσταντίνος
«Φθινόπωρο»
 
Στο έργο αυτό ο συγγραφέας, επηρεασμένος από την ατμόσφαιρα των βόρειων τόπων, όπου έζησε, και την ανάγνωση αντίστοιχων λογοτεχνικών κειμένων, δεν απεικονίζει χαρακτήρες αλλά υποδηλώνει ψυχικές καταστάσεις. Έτσι, ο αφηγηματικός λόγος του μυθιστορήματος ακολουθεί τον ρυθμό των ποικίλων αποχρώσεων του εξωτερικού κόσμου της φύσης και του εσωτερικού της ψυχής. Γλώσσα δημοτική.
 
«Φθινόπωρο», Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1990, Σσ.27-200, Πρώτη Έκδοση Έργου:1917
 
 
Ι

Η γιαγιά ήταν ορθή στη σκάλα όταν χτύπησε έξω το κουδούνι της αυλόπορτας.
«Είναι η κυρία Κατίγκω», είπε μέσα η υπηρέτρια.
Η κυρία Αγλαΐα, που ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έκαμε κίνημα και ψιθύρισε:
«Έλα, τελείωνε γρήγορα.»
Η υπηρέτρια γύρισε και την κοίταξε: ξαπλωμένη πάντα έβλεπε προς το παράθυρο.
« Ήρθε η Ευανθία;» ακούστηκε από κάτω η φωνή της κυρίας Κατίγκως.
« Έλα απάνω», είπε η γιαγιά.
« Έλα απάνω», φώναξε κι ο παπαγάλος που λιαζόταν στο μπαλκόνι.
Η κυρία Κατίγκω προχώρησε ένα βήμα και ξαναρώτησε:
«Ήρθε αλήθεια;»
Στο παράθυρο παρουσιάστηκε η λευκή όψη του παππού σαν προσωπίδα κρεμασμένη πίσω από το τζάμι με τα μάτια ασάλευτα.
Η κυρία Κατίγκω που είχε κάμει άλλο ένα βήμα προς τη σκάλα, σταμάτησε και γύρισε γοργά το πρόσωπο.
« Έλα απάνω», ξαναμίλησε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω ξαναπροχώρησε∙ η όψη του παππού παρουσιάστηκε στο άλλο παράθυρο. Η κυρία Κατίγκω έπιασε το κλαδί μιας ροδοδάφνης που ήταν εμπρός στη σκάλα· όπως το έπιασε, το μάδησε.
Μέσα η κυρία Αγλαΐα άκουσε τις παντούφλες της γιαγιάς που σύρθηκαν.
«Ποιος είναι μέσα;» ρώτησε η κυρία Κατίγκω. Η γιαγιά είχε κατέβη τη μισή σκάλα.
«Ποιος είναι μέσα;» είπε σιγότερα η κυρία Κατίγκω και κοκκίνισε. Είχε ανεβή κι αύτη δυο σκαλοπάτια.
«Τι στέκεσαι;» είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω ξανακοκκίνισε. Τα μάτια του παππού σα να τρυπούσαν πίσω της το τζάμι.
Πήδησε τα σκαλιά, έδωσε το χέρι της γιαγιάς και ανέβηκαν μαζί τη σκάλα.
Η υπηρέτρια έτρεξε στην πόρτα.
«Μέσα η κυρία ησύχασε», είπε φωναχτά.
Η κυρία Κατίγκω γύρισε στη γιαγιά. Η γιαγιά δεν της άφησε το χέρι.
«Έλα, έλα», είπε και την έσυρε κοντά της μέσα.

Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η Ευανθία έτρεξε στην πόρτα, και η κυρία Κατίγκω την άρπαξε στην αγκαλιά:
«Να σε χαρώ!»
«Δες την πώς έγινε», είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω έκλαιε.
Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο.
« Η μητέρα σου», είπε σιγά κι άφησε το κέντημα της στο κάθισμα. Έπειτα σηκώθηκε και ήρθε και έδωσε το χέρι στην κυρία Κατίγκω:
«Μαμά, καλημέρα.»
Η κυρία Κατίγκω τη φίλησε.
Ο Στέφανος δεν κινήθηκε από το παράθυρο, που ήταν καθισμένος.
«Πώς έγινε!» ξαναείπε η γιαγιά.
Ο Στέφανος της έγνεψε:
« Έλα, γιαγιά.» Κ’ έδειξε ένα κάθισμα κοντά του.
Η κυρία Κατίγκω ξαναγκάλιασε την Ευανθία.
«Χρυσή μου!»
Η Ευανθία έσκυψε στο στήθος της.
«Με θυμόσουνα ποτέ;... Έτσι σας έσφιγγα —» Και η κυρία Κατίγκω χάδευε τα μαλλιά της Ευανθίας κ’ εξακολούθησε να κλαίη:
«Τις δυό.» Και δείχνοντας το Στέφανο:
«Και κείνος κοίταζε.»
«Μητέρα, έλα τώρα», ένεψε με το χέρι ο Στέφανος· μα η γιαγιά ήρθε κοντά του.
«Αστ’ την», του ψιθύρισε.
Η Ευανθία σήκωσε το κεφάλι, και η ματιά της απαντήθηκε με τη ματιά του Στέφανου. Η Μαρίκα ήρθε και κάθισε κοντά του και ξαναέπιασε το κέντημα.
Ένα φύσημα φούσκωσε την κουρτίνα στο παράθυρο. Η Μαρίκα έβηξε ελαφρά.
«Να κλείσω;» ρώτησε ο Στέφανος.
« Όχι», ένεψε η Μαρίκα.
Η γιαγιά έκαμε να έρθη κοντά της.
«Μα γιαγιά!» τη σταμάτησε η Μαρίκα, και η γιαγιά τέντωσε το αφτί «πάλι με τις παντούφλες! δε μου το έταξες;»
«Καλά, καλά», ψιθύρισε η γιαγιά.
Η Ευανθία ξανακοίταξε, κι ο Στέφανος γύρισε προς το παράθυρο.
«΄Ελα γιαγιά», είπε έπειτα μα η γιαγιά πήγε στην Ευανθία.
Έξω, εμπρός στο παράθυρο μια λεύκα σιγοκινούσε τα φύλλα, της κοκκινισμένα. Τα πεύκα πλάι ίσκιωναν την αυλή βαριά, Η βρύση τριγυρισμένη από κισσό έσταζε αργά στην πέτρινη λεκάνη, όπου βουτούσανε δυο πάπιες.
Ο Στέφανος έσκυψε κ’ έριξε κάτω μια ματιά. Έπειτα κοίταξε πάλι τον ουρανό, που ο ήλιος πολεμούσε ν’ ανοίξη δρόμο μέσα σε σύννεφα σταχτιά, που ξέκοβαν και σκόρπιζαν κουρελιασμένα, από την κορυφή του αντικρινού ορθόβραχου βουνού.
Καθώς ο Στέφανος ακούμπησε το χέρι στο τζαμόφυλλο και το κίνησε, ο ήλιος χτύπησε στο τζάμι η αντιφεγγιά έπεσε στην όψη της Μαρίκας κ' έπαιξε και απλώθηκε στο πάτωμα.
Η Μαρίκα έκλεισε τα μάτια.
«Στέφανε!» φώναξε η κυρία Κατίγκω.
«Γείρε το», ψιθύρισε η Μαρίκα.
Καθώς έστρεψε πάλι ο Στέφανος, το τζάμι ξανακινήθηκε και ο Στέφανος μόλις πρόφτασε να δη που έσβηνε η αντηλιά στα πόδια της Ευανθίας.
«Τι;» ρώτησε.
«Το τζάμι.»
Ο Στέφανος έκαμε να το κλείση.
«Ξεχασμένος είσαι», είπε η Μαρίκα «τι έβλεπες;»
Ο Στέφανος δεν της απάντησε την κοίταξε σα να μην είχε ακούσει.
Η Ευανθία και η κυρία Κατίγκω απέναντι μιλούσαν τώρα και γελούσαν. Η Μαρίκα κεντούσε σιωπηλή —
«Στέφανε» γύρισε έξαφνα η κυρία Κατίγκω.
Ο Στέφανος την κοίταξε.
«Πως θα χαρή ο πατέρας σου!»
«Ναι, κι ο παππούς πως χάρηκε!» είπε η γιαγιά.
Η κυρία Κατίγκω τινάχτηκε ελαφρά. Η Μαρίκα την κοίταξε.
«Ναι, χάρηκε», είπε ξανά η γιαγιά.
Η Μαρίκα έσκυψε πάλι στο κέντημα, και η κυρία Κατίγκω ξαναέπιασε το χέρι της Ευανθίας:
«Δεν την ξαναφήνομε να φυγή, ε νονά;»
«Ναι», έκαμε να πη η γιαγιά, μα η Μαρίκα έβηξε και η κυρία Κατίγκω γύρισε κείθε :
«Στέφανε, κλείσε !» φώναξε.
«Μα δε φυσά, μαμά», είπε η Μαρίκα.
«Σήκω απ’ αυτού», της φώναξε η γιαγιά.
« Έλα κάθισε δω», είπε η κυρία Κατίγκω.
Η Ευανθία τραβήχτηκε να κάμη θέση στον καναπέ, η Μαρίκα όμως κάθισε στο σκαμνάκι που ήταν εμπρός στα πόδια της κυρίας Κατίγκως. Κάθισε κ’ έσκυψε πάλι στο κέντημα.
Και σώπασαν.
«Τι κεντάς;» τη ρώτησε έπειτα η κυρία Κατίγκω.
«Μια μάρκα.»
Η κυρία Κατίγκω έσκυψε να δη.
«Ωραία είναι», είπε αλλά όπως σήκωσε πάλι τα μάτια φώναξε έξαφνα:
«Μα Στέφανε!»
Ο Στέφανος γύρισε η γιαγιά που είχε σηκωθή σταμάτησε στην πόρτα.
«Καπνίζεις —; Κλείσε!» ξαναφώναξε η κυρία Κατίγκω.
Ο Στέφανος την κοίταξε άλλη μια στιγμή έπειτα πέταξε το τσιγάρο κ’ έκλεισε το τζάμι.
Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια από το κέντημα.
«Φυσά λιγάκι, ο καιρός κρύωσε»,είπε η Ευανθία.
«Θα είχατε αέρα στο βαπόρι», είπε η κυρία Κατίγκω.
Μα η Ευανθία, που είχε στρέψει προς το παράθυρο, είδε πως ο Στέφανος είχε τα μάτια απάνω της· και μια στιγμή δεν απάντησε.
«Τι; θεία Κατίγκω;» είπε υστέρα. H Μαρίκα την κοίταξε:
«Ρώτησε αν είχατε αέρα στο βαπόρι.»
«Όχι πολύ», είπε η Ευανθία και σώπασε.
Η γιαγιά που είχε βγη ήρθε πάλι.
«Μαρίκα», μίλησε. Η Μαρίκα κοίταξε.
«Σε θέλει μέσα», της ψιθύρισε η γιαγιά.
«Η γιαγιά δεν ησυχάζει»,είπε η Ευανθία.
«Τι;» τέντωσε το αφτί η γιαγιά.
«Σήμερα μαγείρεψες μονάχη», είπε δυνατώτερα η Ευανθία.
«Ναι, μαγείρεψα», είπε η γιαγιά κ’ έμεινε κοιτάζοντας στην πόρτα που η Μαρίκα έφευγε —
«Ήσουν μέσα;» ρώτησε η κυρία Αγλαΐα ξαπλωμένη πάντα στον καναπέ.
Η Μαρίκα στάθηκε ορθή μπροστά της,
«Ναι», απάντησε.
Η κυρία Αγλαΐα την κοίταξε. Είδε σουφρωμένα τα φρύδια της και πρόσεξε πως στα μαγουλά της πάλευαν να σβήσουν τα ελαφρά κοκκινωπά τους στίγματα. Την κοίταξε μια στιγμή κ’ έπειτα:
«Ποιος άλλος είναι;» ρώτησε.
«Ο Στέφανος», απάντησε η Μαρίκα,
«Άλλος, ρωτώ.»
Η Μαρίκα σήκωσε τα μάτια.
«Το ξέρεις», είπε.
«Ναι, όμως πρόσεξε μη μου τη φέρουν μέσα.»
Η Μαρίκα την ξανακοίταξε. Έπειτα αφού κοίταξε κάτω άλλη μια στιγμή, έκαμε ένα βήμα προς τον καναπέ, σαν αρπαγμένη από έξαφνα αίσθημα.
«Γιατί όλα αυτά, μαμά; γιατί;» δοκίμασε να πη, ένα όμως νεύμα της κυρίας Αγλαΐας τη σταμάτησε.
Έμεινε ορθή και κοίταζε.
Και η κυρία Αγλαΐα χωρίς να κινηθή:
«Πήγαινε και πρόσεξε μη μου τη φέρουν αυτό σε ήθελα», ψιθύρισε και γύρισε τα μάτια αλλού.

Η Μαρίκα ήρθε πάλι στην τραπεζαρία.
Η κυρία Κατίγκω και η γιαγιά σκυφτές μιλούσαν ψιθυριστά χείλη με χείλη. Ο Στέφανος είχε ξαπλωθή στην πολυθρόνα και κάπνιζε, η Ευανθία στεκόταν κοντά στο ξανανοιγμένο παράθυρο. Μια αντηλιά έπαιζε τριγύρω στα μαλλιά της.
Η Μαρίκα σταμάτησε στην πόρτα. Χωρίς να θέλη γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της κονσόλας. Τα κόκκινα στίγματα είχαν απλωθή από τα μήλα σ’ όλο το μάγουλο∙ στα άχρωμα χείλη της είδε λευκότερα σημάδια, σα να τα δάγκασε.
Ο Στέφανος φύσηξε τον καπνό προς το παράθυρο έξω. Η Ευανθία τον κοίταξε. Πίσω της σάλευε τα φύλλα η λεύκα, στον ουρανό άπλωναν τα σύννεφα σα μαδημένα.
Ο Στέφανος ξανακάπνισε, η Ευανθία τον πλησίασε και είπε:
«Και συ κοίταζες.»
Ο Στέφανος δε μίλησε, Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ’ έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.
Η Μαρίκα έκαμε να ξανακαθίση στο σκαμνάκι.
«Ναι, ναι νονά», είπε η κυρία Κατίγκω, σα να έκλεινε την ομιλία.
Η γιαγιά είδε τη Μαρίκα.
«Τι ήθελε;» τη ρώτησε.
«Τίποτε», είπε η Μαρίκα.
Η κυρία Κατίγκω την κοίταξε χωρίς να θέλη.
«Μα γιαγιά, πήγαινε ντύσου∙ θα έρθη έξαφνα κανένας», είπε σιγά η Μαρίκα.
«Μαρίκα!» φώναξε την ίδια ώρα η Ευανθία από το παράθυρο.
Η Μαρίκα πήγε.
«Για δες· δεν έχει αλλάξει κάτι εδώ;»
«Το σπίτι εκεί∙ χτίστηκε τώρα», είπε η Μαρίκα,
«Α ναι, φαινόταν ο γιαλός.»
«Και η εκκλησίτσα.»
«Με τα δυο πευκάκια.»
«Και τα κυπαρίσσια», είπε η Μαρίκα.
Η Ευανθία σώπασε. Και η Μαρίκα, ενώ ο Στέφανος την κοίταζε:
«Θα πάμε να την ανοίξωμε. Ε, δε θα την ανοίξωμε, γιαγιά;»
«Τι;» ρώτησε η γιαγιά.
«Την εκκλησίτσα.»
Μα η Μαρίκα στάθηκε μπρος στο παράθυρο, και η κυρία Κατίγκω φώναξε:
«Μα Στέφανε!»
Η γιαγιά άπλωσε τα χέρια. Ο Στέφανος σηκώθηκε, η Μαρίκα όμως τον κράτησε.
Και η Ευανθία, τραβώντας τη κοντά της:
«Μαρίκα», φώναξε, «θυμάσαι τη γριά με τις κατσίκες;»
Η Μαρίκα δε μίλησε. Ο Στέφανος έκλεισε πίσω το παράθυρο.
«Και το βράχο στο ακρογιάλι;»
«Που ανέβαινες και φώναζες», είπε η Μαρίκα.
«Και βούιζε η θάλασσα.»
«Η σπηλιά βούιζε.»
«Ναι, η σπηλιά.»
«Και τη φοβόσουν.»
«Τη γριά φοβόμουνα με τις κατσίκες», είπε η Ευανθία, και ο Στέφανος που ήρθε κοντά, ψιθύρισε:
«Πού δε σάλευαν.»
«Ναι, δε σαλεύανε και τους πετούσα πέτρες για να σαλέψουν και τότε έβγαινε η γριά και μου έδειχνε τα γουλιά της με το μακρύ δόντι που έφτανε ως κάτω απ’ το πιγούνι. Μια μέρα με κυνήγησε, κ’ έτρεξα σπίτι —»
«Ξυπόλυτη», είπε η Μαρίκα.
«Ναι, κ’ η μαμά σου μ’ έδειρε.»
Η Μαρίκα σα να κοκκίνισε, και η Ευανθία καθώς την κοίταζε η γιαγιά, φώναξε :
«Γιαγιά, θυμάσαι;»
«Τι;» ρώτησε η γιαγιά.
«Που μ’ έδειρες.»
«Τρελή», είπε η γιαγιά, και η Ευανθία γυρνώντας στην κυρία Κατίγκω:
«Θεία Κατίγκω!»
Η κυρία Κατίγκω είχε ξεχαστή.
«Θεία Κατίγκω», ξαναφώναξε η Ευανθία, «θυμάσαι που μ’ έδερνε η γιαγιά;»
«Τρελή», ψιθύρισε πάλι η γιαγιά κ’ έκαμε να τη χαδέψη καθώς ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
«Πως της πηγαίνουνε τα πράσινα», είπε η κυρία Κατίγκω σιγά στο Στέφανο, που είχε έρθει και κάθισε στο πλάι της.
«Ναι, της πηγαίνουν», είπε η Μαρίκα που στεκόταν από πίσω ορθή· και κοίταξε το Στέφανο.
Μα όταν ο Στέφανος πήγε κοντά της και την είδε πώς ήταν σαν ανήσυχη·
«Με κάνει νευρική», του είπε καθώς της έπιασε το χέρι.
«Ποιος;» ρώτησε ο Στέφανος.
«Η γιαγιά.»
Ο Στέφανος την κοίταξε.
«Που κάθεται με τις παντούφλες», είπε ξανά η Μαρίκα.
Ο Στέφανος την έπιασε απ’ τη μέση και βημάτισαν μαζί στην κάμαρα.
Η Ευανθία στεκόταν στο παράθυρο με τη γιαγιά ο Στέφανος είδε πως η κυρία Κατίγκω την κοίταζε σαν ξεχασμένη.
«Στενοχωρήθηκες∙ θες να καπνίσης;» του είπε η Μαρίκα που πρόσεξε πως είχε ξεχαστή κι αυτός.
«Όχι», απάντησε ο Στέφανος και της ξαναέπιασε τη μέση.
Περπάτησαν πάλι, όμως δίχως να μιλήσουν. Εκεί είδαν την Ευανθία που πήγε πάλι στην κυρία Κατίγκω, και ο Στέφανος πρόσεξε πως τον κοίταζαν και οι δυο, η κυρία Κατίγκω σα λησμονημένη πάντα.
Έπειτα άκουσαν πως κάτι ψιθύρισε η γιαγιά και γύρισαν.
«Ναι, ναι», είπε η γιαγιά, σα να μιλούσε μόνη της∙ και στάθηκαν και την κοίταζαν.
Μα η Ευανθία πετάχτηκε έξαφνα κι έπιασε απ’ τη μέση τη γιαγιά:
«Να σε χορέψω.»
«Τρελή!» είπε και την έσπρωξε η γιαγιά, και η Ευανθία στάθηκε κι έβλεπε γελώντας τη Μαρίκα.
Η Μαρίκα κοίταξε το Στέφανο, μα ο Στέφανος σα να μην πρόσεχε. Έπειτα στρέφοντας προς τη γιαγιά:
«Άλλα γιαγιά —», έκαμε να πη, μα ο Στέφανος την τράβηξε προς το παράθυρο.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα