Καζαντζάκης Νίκος
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται
 
Στο έργο ο συγγραφέας αφηγείται μια ιστορία επάνω σε ένα ελληνικό χωριό της Ανατολής, όπου οι χωρικοί αναπαριστάνουν τα πάθη του Χριστού και ταυτίζονται με τους ρόλους που υποδύονται, με δραματικές συνέπειες. Γλώσσα δημοτική.
 
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, Εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), Αθήνα 2007, Σσ.7-162, Πρώτη Έκδοση Έργου:1954
 
 
ΚΑΘΕΤΑΙ Ο ΑΓΑΣ ΤΗΣ ΛΥΚΟΒΡΥΣΗΣ ΣΤΟ ΜΠΑΛκόνι του απάνω από την πλατεία του χωριού, καπνίζει το τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ήσυχα, τρυφερά, και στα γυρτά χοντρά μουστάκια του, τα φρεσκοβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικές ψιχάλες· κι o Αγάς, ξαναμμένος από τη ρακή, τις αναγλείφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται όρθιος ο σεΐζης, ένας θεόρατος άγριος ανατολίτης, αλλήθωρος και κακομούτσουνος, με την τρουμπέτα του· ζερβά του κάθεται διπλοπόδι, απάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, ένα όμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, που του ανάβει κάθε τόσο το τσιμπούκι και του γεμίζει ακατάπαυτα την κούπα του ρακή.
Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται o Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα ’καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα· αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή· αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα· αν θυμώσεις, έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά· αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.
—Μεγάλος μάστορας είναι ο Αλλάχ, μουρμούρισε συγκινημένος, μεγάλος μάστορας, μερακλής· κόβει το μυαλό του· πως του ήρθε τώρα κι έκαμε τη ρακή και το Γιουσουφάκι!
Βουρκώνουν τα μάτια του Αγά από τη θρησκευτική κατάνυξη κι από το πολύ ρακοπότι. Σκύβει από το μπαλκόνι και καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια. Άλλοι φορούν φέσι, άλλοι σαρίκι, άλλοι σκούφο από αρνίσια προβιά. Οι πιο ασίκηδες έχουν και στο αυτί τους ένα κλωνί βασιλικό ή ένα τσιγάρο.
Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψιχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δέντρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στην πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, λεν «Χριστός ανέστη» κι ύστερα καθίζουν στον καφενέ του Κωσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόι.
— Τέτοια θα ’ναι κι η Παράδεισο, λέει ο Χαράλαμπος ο καντηλανάφτης· ήλιος απαλός, σιγανή βροχούλα, λεμονιές ανθισμένες, ναργιλέδες και ψιλή κουβέντα στους αιώνες των αιώνων.
Στην άλλην άκρα της πολιτείας, πίσω από τον πλάτανο, υψώνεται φρεσκοασβεστωμένη, με το χαριτωμένο καμπαναριό της, η εκκλησία του χωριού, η Σταύρωση του Χριστού. Η πόρτα της είναι σήμερα στολισμένη με βάγια και δάφνες. Γύρα τρογύρα, τα μαγαζάκια και τα εργαστήρια του χωριού: Το σαμαράδικο του αγριάνθρωπου Παναγιώταρου, που τον λεν και Γυψοφά· γιατί μια φορά έφεραν στο χωριό το γύψινο αγαλματάκι του Μ. Ναπολέοντα, και το ’φαε· κι υστέρα έφεραν ένα άλλο, του Κεμάλ-πασά, και το ’φαε κι αυτό· κι ύστερα έφεραν του Βενιζέλου, και το ’φαε κι αυτό. Δίπλα, το μπαρμπέρικο του Αντώνη «Ο Ερωτόκριτος», κι απάνω στην πόρτα κρεμασμένη μια ταμπέλα, με μεγάλα κόκκινα γράμματα του αιμάτου: «Εξέρχονται και οδόντες»! Πιο πέρα το χασάπικο του κυρ Δημητρού του κουτσού: «Κεφαλάκια φρέσκα, η Ηρωδιάς»! Κάθε Σάββατο σφάζει ένα μουσκάρι και, πριν το σφάξει, του χρυσώνει τα κέρατα, του μπογιατίζει το κούτελο, του περνάει κόκκινες κορδέλες στο λαιμό και το γυρίζει στο χωριό κουτσαίνοντας και τελαλίζει τις χάρες του. Και τέλος ο περίφημος καφενές του Κωσταντή, μακρόστενος, δροσερός, που μοσχομυρίζει καφέ και τουμπεκί και φασκόμηλο το χειμώνα. Και στον τοίχο του δεξά κρέμουνται, καμάρι του χωριού, τρεις μεγάλες γυαλιστερές λιθογραφίες: η Γενοβέφα από τη μια μεριά, μισόγυμνη μέσα σ’ ένα δάσο τροπικό· από την άλλη μεριά, η βασίλισσα Βικτώρια, παχιά, γαλανομάτα, με τεράστιο στήθος παραμάνας· και στη μέση, άγριος, με γκρίζα θυμωμένα μάτια, μ’ έναν αψηλό σκούφο αστρακάν, ο Κεμάλ-πασάς.
Όλοι αγαθοί ανθρώποι, δουλευταράδες, καλοί νοικοκυραίοι, πλούσιο το χωριό, κι ο Αγάς του καλός άνθρωπος κι αυτός, μερακλής, που πολύ αγαπάει τη ρακή, τις βαριές μυρωδιές, μόσκο καί πατσουλί, και το αφράτο τουρκόπουλο, που κάθεται ζερβά του, στο βελουδένιο μαξιλάρι. Κοιτάζει τώρα τους χριστιανούς, όπως κοιτάζει ο βοσκός τα καλοθρεμμένα αρνοπρόβατά του και χαίρεται.
«Καλοί άνθρωποι, συλλογιέται, γέμισαν κι εφέτο το κελάρι μου πεσκέσια της Λαμπρής — τυριά, κουλούρες σουσαμωτές, τσουρέκια, κόκκινα αυγά... Ένας, ας είναι καλά, μου ’φερε κι ένα λαγηνάκι χιώτικη μαστίχα για το Γιουσουφάκι μου, να μασάει και να μυρίζει το στοματάκι του...»
Είπε, κι έριξε μια τρυφερή ματιά στο αγαδόπουλο που μασούσε μαστίχα, παχουλό κι αποχαυνωμένο.
Κι έτσι που συλλογιόταν το κελάρι του γεμάτο αγαθά, και σιγοψιχάλιζε, και γυάλιζαν οι πέτρες, και τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν, και δίπλα του, κουλουριαστό στα πόδια του, το Γιουσουφάκι μασούσε μαστίχα και χτυπούσε ευτυχισμένο τη γλώσσα του, ο Αγάς ένιωσε ξαφνικά την καρδιά του να ξεχειλίζει, σήκωσε το λαιμό, έκαμε ν’ αρχίσει τον αμανέ, μα βαρέθηκε. Γυρνάει στο σεΐζη του και του γνέφει να βαρέσει την τρουμπέτα, να σωπάσει ο λαός· κι ύστερα γυρνάει ζερβά του:
— Τραγούδησέ μου, Γιουσουφάκι, να ’χεις την ευκή μου, τραγούδησε μου το «Ντουνιά ταμπίρ, ρουγιά ταμπίρ, αμάν, αμάν!», τραγούδησέ μου το, γιατί θα πλαντάξω!
Το παχουλό παιδόπουλο αποτραβάει χωρίς βιάση τη μαστίχα από το στόμα του, την κολνάει στο γυμνό γόνατό του, ακουμπάει τη δεξά του παλάμη στο μάγουλο κι αρχίζει τον αγαπημένο αμανέ του Αγά του: «Κόσμος κι όνειρο είναι ένα, αμάν, αμάν!»
Παθητικιά, ναζλίδικη, η φωνή ανέβαινε, κατέβαινε, γουργούριζε σαν περιστέρα. Κι ο Αγάς έκλεισε τα μάτια, κι όλη την ώρα που βαστούσε ο αμανές τόσο ήταν βαλαντωμένος που ’χε ξεχάσει να πιει.
— Είναι στα κέφια του ο Αγάς, μουρμούρισε ο Κωσταντής σερβίροντας τους καφέδες· ας είναι καλά η ρακή.
— Ας είναι καλά το Γιουσουφάκι, είπε χαμογελώντας πικρά ο Γιαννακός, ο πραματευτής και γραμματοφόρος του χωριού, με τα κάτασπρα κοντοστρόγγυλα γένια και τα πουλίσια, αρπαχτικά μάτια.
— Ας είναι καλά η μοίρα η στραβή που τον έκαμε αυτόν Αγά κι εμάς ραγιάδες, μουρμούρισε ο αδερφός του παπά, ο Χατζη-Νικολής, που έκανε το δάσκαλο του χωριού, ξερακιανός, με γυαλάκια και μ’ ένα χοντρό μυτερό καρύδι του λαιμού, που ανεβοκατέβαινε, όταν μιλούσε.
Πήρε φωτιά, θυμήθηκε τους προγόνους, αναστέναξε:
—Μια φορά, εξακολούθησε, κρατούσαν τα χώματα τούτα οι δικοί μας, οι Έλληνες, γύρισε ο τροχός κι ήρθαν οι Βυζαντινοί, Έλληνες κι αυτοί και χριστιανοί, ξαναγύρισε ο τροχός κι ήρθαν οι Αγαρηνοί... Μα αναστήθηκε ο Χριστός, παιδιά, θ’ αναστηθεί κι η πατρίδα! Κωσταντή, έλα κέρασε τα παλικάρια!
Ωστόσο ο αμανές τέλεψε, το τουρκόπουλο ξανάβαλε στο στόμα του τη μαστίχα κι άρχισε πάλι ν’ αναχαράζει, αποχαυνωμένο. Βάρεσε ξανά η τρουμπέτα, μπορούσαν τώρα οι ραγιάδες να γελούν και να φωνάζουν λεύτερα.
Ο καπετάν Φουρτούνας, ένας από τους πέντε δημογέροντες του χωριού, πρόβαλε στην πόρτα του καφενέ. Αψηλός, κορμάτος, παλιός καραβοκύρης, που χρόνια αλώνιζε τη Μαύρη Θάλασσα κουβαλώντας ρούσικο σιτάρι και κάνοντας κοντραμπάντο. Τρίχα δεν είχε το πρόσωπο του· σπανός και μαυροκίτρινος, ταγαριασμένος, με βαθιές ζαρωματιές, και τα μάτια του τα μικρά, τα κατάμαυρα, σπίθιζαν. Γέρασε, γέρασε και το καράβι του, τσακίστηκε μια νύχτα απόξω από την Τραπεζούντα, κι ο καπετάν Φουρτούνας, καραβοτσακισμένος, μπουχτισμένος, γύρισε στο χωριό του να σουρώσει όσο μπορεί περισσότερη ρακή και, σαν έρθει η ώρα η καλή, να γυρίσει το πρόσωπό του κατά τον τοίχο και να πεθάνει. Πολλά είχαν δει τα μάτια του, βαρέθηκε· δε βαρέθηκε, κουράστηκε, μα ντρέπουνταν να το μολοήσει.
Φορούσε σήμερα τις αψηλές καπετανίστικες μπότες του, τον κίτρινό του μουσαμά και το αρχοντικό καλπάκι από αληθινό αστρακάν. Κρατούσε και το αψηλό ραβδί του του δημογέροντα. Δυο τρεις χωριανοί προσηκώθηκαν να τον καλέσουν να πάρει μια ρακή.
— Δεν έχω καιρό, παιδιά, μήτε για ρακή, είπε· Χριστός ανέστη! Πάω στο αρχοντικό του παπά, όπου έχουμε σύναξη οι προεστοί. Σε μια ώρα να κοπιάσετε κι όσοι από σας είστε καλεσμένοι· κάντε το σταυρό σας κι ελατέ, καλά το κατέχετε, έχουμε σήμερα δουλειά. Κι ένας να πάει να φωνάξει τον Παναγιώταρο το σαμαρά, με του διαόλου τα γένια· αυτόν τον έχουμε μεγάλη ανάγκη.
Σώπασε μια στιγμή, τα μάτια του έπαιξαν παμπόνηρα:
— Αν δεν είναι σπίτι του, θα ’ναι στης χήρας, είπε κι όλοι ξέσπασαν στα γέλια.
Μα ο γερο-Χριστοφής ο αγωγιάτης, που ’χε μάθει στα νιάτα του, κι ας το πλέρωσε ακριβά, τι θα πει σεβντάς, πετάχτηκε απάνω:
— Τι γελάτε, μωρέ σερσέμηδες; φώναξε. Καλά κάνει· φωτιά στα τόπια, μωρέ Παναγιώταρε, και μην τους ακούς! Λίγη είναι η ζωή, πολύς ο θάνατος, βίρα!
Ο χοντρο-Δημητρός ο χασάπης κούνησε το φρεσκοξουρισμένο κεφάλι:
— Ο Θεός να ’χει καλά τη χήρα την Κατερίνα μας, είπε. Ο διάολος ξέρει από τι κέρατα μας γλιτώνει!
Ο καπετάν Φουρτούνας γέλασε.
— Βρε παιδιά, είπε, μη μαλώνετε. Χρειάζεται μια παστρικιά σε κάθε χωριό, να μη βρίσκουν τον μπελά τους οι τίμιες. Είναι σαν τη βρύση του δρόμου, μαθές· περνούν και πίνουν οι διψασμένοι· αλλιώς θα χτυπούσαν αράδα τις πόρτες μας. Κι οι γυναίκες, όταν τους ζητήσεις νερό...
Στράφηκε, είδε το δάσκαλο:
— Χατζη-Νικολή μου, του κάνει, ακόμα είσαι εδώ; Προεστός είσαι και του λόγου σου, έχουμε σύναξη. Σκολειό έκαμες και τον καφενέ, σκόλασε κι έλα!
— Να ’ρθω κι εγώ; είπε ο γερο-Χριστοφής κι έπαιξε το μάτι στην παρέα· κάνω για Ιούδας.
Μα ο καπετάν Φουρτούνας είχε πάρει την ανηφοριά, βαριακουμπώντας το ραβδί του στο καλντιρίμι. Δεν ήταν στα καλά του σήμερα· τον έσφαζαν πάλι οι ρεματισμοί, μάτι δεν είχε κλείσει όλη νύχτα. Ήπιε πρωί πρωί δυο τρία νεροπότηρα ρακή, για γιατρικό, μα του κάκου· οι πόνοι δε σκολνούσαν. Μήτε η ρακή τους έβανε κάτω.
—Μωρέ, αν δε ντρέπουμουν, μουρμούρισε, κι άρχιζα τις φωνές, μπορεί ν’ αλάφρωναν οι πόνοι· μα έλα που δε με αφήνει το παντέρμο το φιλότιμο! Και πρέπει να περπατώ ντούρος και να κάνω πως γελώ. Κι αν πέσει χάμω το ραβδί μου, να μην αφήσω κανέναν κερατά να με βοηθήσει, μα να σκύψω μοναχός μου να το πιάσω. Δάγκανε, μωρέ καπετάν Φουρτούνα, τα χείλια, όρτσα τα πανιά, κατακέφαλα στο κύμα, βάρδα μην ντροπιαστείς! Μπόρα είναι, μαθές, κι η ζωή, θα περάσει!
Έγρουζε και σιγοβλαστημούσε σκαμπανεβαίνοντας. Στάθηκε μια στιγμή, κοίταξε γύρα, κανένας δεν τον έβλεπε· αναστέναξε κι αλάφρωσε λίγο. Κοίταξε κατά πάνω, είδε στην κορυφή του χωριού ν’ ασπρογυαλίζει ανάμεσα από τα δέντρα το σπίτι του παπά με τα λουλακιά παραθυρόφυλλα.
— Πήγε κι έχτισε στην κορυφή του χωριού ο διαολόπαπας! μουρμούρισε· την κατάρα του να ’χω!
Και πήρε πάλι τον ανήφορο.
Στο σπίτι του παπά είχαν κιόλα φτάσει δυο από τους προεστούς και κάθουνταν σταυροπόδι στο μεντέρι, αμίλητοι, και περίμεναν τα τραταρίσματα. Ο παπάς είχε μπει στην κουζίνα να δώσει διαταγές, κι η μοναχοκόρη του η Μαριορή ετοίμαζε το δίσκο με τον καφέ, το δροσερό νερό και το γλυκό του κουταλιού.
Πλάι στο παραθύρι είχε θρονιαστεί ο πρώτος δημογέροντας της Λυκόβρυσης, από μεγάλο τζάκι, αρχοντάνθρωπος, καλοθρεμμένος, με τσόχινο σαλβάρι, με χρυσοκέντητο μεϊντάνι και μ’ ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη του χεριού του — η βούλα του με τα δυο κεφαλαία σφιχταγκαλιασμένα γράμματα: Γ. Π., Γεώργιος Πατριαρχέας. Τα χέρια του ήταν παχιά και μαλακά, σα Δεσπότη. Δε δούλεψε ποτέ του, είχε ένα τσούρμο φαμέγιους και κολίγους που δούλευαν και τον τάιζαν. Και χόντρυνε τ’ άντερό του, φάρδυναν τα καπούλια του, είχαν γίνει σαν της φοράδας, κρεμάστηκαν οι κοιλιές του, και τα προγούλια του κατέβαιναν τρεις πατωσιές κι αναπαύουνταν, το ένα απάνω στο άλλο, στο μαλλιαρό αφράτο απανωστήθι. Δυο τρία δόντια μπροστινά του ’λειπαν, άλλο κουσούρι δεν είχε, κι όταν μιλούσε, φαφλάτιζε και μπερδεύουνταν· μα και το κουσούρι αυτό πλήθαινε την αρχοντιά του, γιατί σε ανάγκαζε, όταν μιλούσε, να σκύβεις για να καταλάβεις τι λέει.
Δεξά του, στη γωνιά, αδύναμος, λιγδοτάμπαρος, φτενοκέφαλος, με τσιμπλιασμένα μάτια, με δυο χοντρές χερούκλες γεμάτες ρόζους, κάθουνταν συμμαζεμένος και ταπεινός ο δεύτερος προεστός, ο πιο βαρβάτος νοικοκύρης του χωριού, ο γερο-Λαδάς. Εβδομήντα χρόνια σκύβει στη γης, τη σκάβει, τη σπέρνει, τη θερίζει, της φυτεύει ελιές κι αμπέλια, τη στύβει και της πίνει το αίμα. Ποτέ του, από μικρό κουτσούβελο, δεν ξεκόλλησε από τη γης. Αχόρταγος, λιμασμένος, έπεφτε απάνω της, της έδινε ένα και της ζητούσε χίλια, και ποτέ του δεν έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός», μα πάντα μουρμούριζε, αφχαρίστητος. Και στα γερατιά του δεν τον έφτανε πια η γης· όσο ζύγωνε στο θάνατο κι ένιωθε πως λίγα πια ήταν τα καρβέλια του, βιάζουνταν να προλάβει και να φάει τον κόσμο. Κίνησε λοιπόν να δανείζει με βαρύ διάφορο τους χωριανούς του· έβανα οι δύστυχοι αμανάτι τ’ αμπελοχώραφά τους και τα σπίτια, έρχουνταν ο καιρός της πληρωμής, δεν είχαν να πλερώσουν, έβγαιναν τα πράματα στο σφυρί, και τα’ χαφτε ο γερο-Λαδάς.
Κι όλο κλαίγουνταν, κι όλο πεινούσε, κι η γυναίκα του γύριζε ξυπόλυτη, και μια θυγατέρα, που ’χε καταφέρει να κάμει, την άφησε κι αυτή να πεθάνει, γιατί δεν κάλεσε, όταν έπεσε στο κρεβάτι, γιατρό να τη δει.
«Πολλά έξοδα, είπε, οι μεγάλες πολιτείες είναι μακριά, πού να φέρνεις γιατρό! Κι ύστερα, τι ξέρουν κι αυτοί; τον κακό τους τον καιρό! Έχουμε εδώ τον παπά μας, αυτός κατέχει παλιά γιατροσόφια, θα τον πλερώσω να κάμει κι ευκέλαιο, και θα γιάνει, και θα κοστίσει και πιο φτηνά.»
Μα τα ματζούνια του παπά πήγαν χαμένα, το ευκέλαιο δεν έπιασε, κι η κοπέλα πέθανε, δεκαφτά χρονών, και γλίτωσε από τον κύρη της· γλίτωσε κι αυτός από τα πολλά τα έξοδα του γάμου. Μια μέρα, λίγους μήνες μετά το θάνατό της, κάθισε και τα λογάριασε: Προίκα τόσο απάνω κάτω, ρουχισμός, τραπέζια, καρέκλες, τόσα, θ’ αναγκάζουνταν να καλέσει στο γάμο τους συγγενείς, κι αυτοί θένε να φάνε τον περίδρομο, βάλε κρέατα, ψωμιά, κρασιά, τόσα… Έκαμε τη σούμα, πάρα πολλά έξοδα, θα τον ξετίναζε η θυγατέρα του, δεν πειράζει το λοιπόν, όλοι θα πεθάνουμε… Γλίτωσε κι από τα βάσανα του κόσμου – άντρες, παιδιά, αρρώστιες, μπουγάδες. Τυχερή στάθηκε, ο Θεός σχωρέσ’ τη!
Μπήκε η Μαριορή με το δίσκο, χαιρέτησε χαμοβλεπούσα τους προεστούς, στάθηκε μπροστά από τον άρχοντα. Χλωμή, μεγαλομάτα, γαϊτανοφρύδα, με δυο χάντρες πλεξούδες καστανά μαλλιά, τυλιμένες στεφανωτά γύρα στο κεφάλι. Γέμισε ο γερο-άρχοντας τρουλωτά το κουταλάκι του γλυκό βύσσινο, κοίταξε την κοπέλα, σήκωσε το ποτήρι.
– Στις χαρές σου, Μαριορή μου, ευκήθηκε· ο γιος μου βιάζεται.
Ήταν αρραβωνιασμένη η παπαδοπούλα με τον μοναχογιό του το Μιχελή, και ο παπάς καμάρωνε που θα’ κανε τέτοιο συμπεθεριό και θα’ πιανε γρήγορα αγγόνια.
– Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί βιάζεται τόσο ο βλογημένος· δεν μπορεί, λέει, πια… πρόσθεσε γελώντας ο άρχοντας κι έκλεισε το μάτι στην κοπέλα.
Κι αυτή κοκκίνησε ως το λαιμό, πλαντούσε, δεν μπόρεσε να μιλήσει.
– Χαρές να’ χουμε! είπε ο παπα-Γρηγόρης, μπαίνοντας με μια μπουκάλα μοσχάτο κρασί. Με την ευκή του Χριστού και της Παναγιάς!
Άγριος, κοτσονάτος, με διχαλωτή γενειάδα κάτασπρη, καλοθρεμμένος, μύριζε λιβάνι και βούτυρο. Είδε την κόρη του να κοκκινίζει και, για ν’ αλλάξει κουβέντα:
– Πότε με το καλό θα παντρέψεις και την παρακόρη σου το Λενιό; ρώτησε.
Το Λενιό ήταν μια από τις μπασταρδοπούλες που ο άρχοντας είχε σκαρώσει με τις παραδουλεύτρες του. Την είχε αρραβωνιάσει με τον ήμερο πιστό τσοπάνη του, το Μανολιό, και την είχε αρχοντικά προικίσει μ’ ένα κοπάδι πρόβατα, που τα’ βοσκε ο Μανολιός στο αντικρινό βουνό της Παναγιάς.
– Αν θέλει ο Θεός, αποκρίθηκε, αυτές τις μέρες· το Λενιό, λέει, βιάζεται. Βιάζεται το καλορίζικο· σηκώθηκε, μαθές, το βυζί του και θέλει να βυζάξει γιο. «Μάης μπαίνει, μου’ πε προχτές, Μάης μπαίνει, αφεντικό, και πρέπει να βιαστούμε.»
Γέλασε πάλι καλόκαρδα, τα προγούλια του σείστηκαν.
– Το Μάη είπε, παντρεύονται τα γαϊδούρια, έχει δίκιο το Λενιό· πρέπει να βιαστούμε. Άνθρωποι είναι κι αυτοί, και ας είναι και φαμέγοι.
– Καλός είναι ο Μανολιός, έκαμε ο παπάς· καλά θα ζήσουν.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.