Πολίτης Κοσμάς
Eroïca
 
Η υπόθεση του μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από μια ομάδα εφήβων που αντιμετωπίζουν για πρώτη φορά τον έρωτα και το θάνατο. Γλώσσα δημοτική.
 
Eroïca, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2008, Σσ.1-195, Πρώτη Έκδοση Έργου:1938
 
 
Στoν Κύριο Δ. Λ, αισθητικό από το Μεσολόγγι.

I

Το ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο — μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.
Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ’ το κατώφλι της καγκελόπορτας:
—Ε! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παληόπαιδα!
—Αλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.
Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρισκότανε μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ’ άλλα που συνόδευαν με κραυγές κι αλαλητό. Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρε-λόχαρτα.
Ο αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.
— Για να σου πω, της λέει. Βρωμοδουλικό! Ο δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.
— Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.
Τα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: — Ου, ου, Παπακοκός — ου, ου, Παπακοκός — ου, ου...— Βζζζτντάν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλλα με την επιγραφή: «Χ. Παπακωστόπουλος, Ιατρός».
— Τώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε μέσα με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.
— Βρε να πάρ’ η ...Ο γιατρός ξέρει τον πατέρα μου, είπε κάποιος από την παρέα.
—Εμπρός, μαρς! διάταξε ο αρχηγός.
Ένας από τους μπροστινούς άρχισε να φυσάει στην τρουμπέττα — σαν αυτές του σκουπιδιάρη και του γαλατά — και ξεκίνησαν πάλι με τρεχάματα και βουητό. Μπροστά τους ένα κίτρινο γατί πάσχιζε να ξεφύγει με τσαλίμια, μα σαν είδε το παρακακό σκαρφάλωσε στο βόλτο και νιαούριζε από ψηλά.
—Αλτ!...Αντρέα, είπε αυτός με τη χρυσαφιά περικεφαλαία, τρέχα ίσαμε τη γωνιά και κύτταξε μην έρχεται κανένας.
—Αν κάνει πως ξεμυτάει το Παπακοκάκι ο γυιός του, θα τον συγυρίσω μια χαρά, μουρμούρισε φεύγοντας ο άλλος.
Το ψηλό εκείνο σπίτι με τα ευρωπαϊκά κεραμίδια ήταν το τελευταίο μετά το σπίτι του γιατρού στο ερημικό ετούτο μέρος, τα Πάνω Περιβόλια. Μερικές βίλλες χωμένες μέσα στην πρασινάδα τραβούν γραμμή από τη μια μεριά του δρόμου. Η αντικρυνή κατέβαινε απότομα.
Οι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Την άνοιξη όμως το φύλλωμα τους φουντώνει μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και με πετονιές. Τρέφαμε κάμποσα μεταξοσκούληκα μέσα σ’ ένα κουτί, έτσι, από περιέργεια, φιλοσοφώντας ασυνείδητα πάνω σε τούτο το μυστήριο. Κι έπειτα, πεισμωμένοι κι ανικανοποίητοι, παιδεύαμε τις κάμπιες με μια ένστικτη, βουβή, παιδιάτικη απονιά. Κάποτε μάλιστα μας πήρε στο λαιμό του ο Σταύρος. Βεβαίωνε πως μέσα στα κουκούλια οι κάμπιες πιπιλίζουν την ουρά τους — την άκρη του τελευταίου σπόνδυλου εννοούσε — κι έτσι μας έπεισε να τα’ ανοίξομε δίχως να περιμένομε να βγούνε οι ψυχές. Φυσικά, δεν είδαμε τίποτα τέτοιο, μονάχα που ψόφησαν για καλά τα ζούδια του Θεού — ως και η φτερωτή ψυχούλα τους ακόμα — και πήγε στράφι ο σπόρος τη χρονιά εκείνη. Αυτά όλα είχανε κάποια σχέση ανομολόγητη και με τη σχολική παράσταση που δώσαμε στις εξετάσεις. Την ώρα που ο Σωκράτης — μια και τέλειωσε ο ρόλος του — έβγαλε τη γέρικη περούκα κι έπιασε να ξεσφίγγει από τη μέση του τη σπάθα του ιππότη, ένας κύριος που όλο και στριφογύριζε κοντά στα καμαρίνια του σκάζει δυο φιλιά στο σβέρκο και του κάνει: — Ώχουτο, από κάμπια μεταμορφώθηκε σε όμορφο αγόρι!...Ο Σωκράτης θύμωνε οπότε του θυμίζαμε το περιστατικό.
Έκτος απ’ τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, άλλοι ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογαλάζοι από μακρυά. Εκεί δίπλα παράτησαν τα παιδιά το καρρο-τσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα.
Ο ίδρωτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπα τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο.
Πιάσανε τη συζήτηση για το μεγάλο εκείνο φορτηγό, βαρύ κι ακούνητο πάνω στα θολά νερά του λιμανιού, δεμένο πλάι στον κυματοθραύστη. Απ’ έξω τον βαράνε οι θαλασσιές, τρεις -τρεις, η μια πάνω στην άλλη. Τι να φορτώνει άραγε, χαρούπια ή γλυκόριζα; Τα σάτια κι οι μαούνες χοροπηδάνε ασουλούπωτα.
— Μια φορά δε γίνεται νάναι γλυκόριζα, τους λέει ο Κλεόβουλος. Δεν απόμεινε ούτε μια μπάλα πια στην αποθήκη μας.
— Ναι, αλλά όμως πέρυσι τέτοιον καιρό... — Καπνά, λέει ένας άλλος.
Κοντά στην Ελεμίνθα, στα ρηχά, η θάλασσα κυλάει πρασινοκίτρινη κι ασπριδερή, μα στ’ ανοιχτά φουσκώνει αφρισμένη και μαβιά και όσο πάει αλογιάζει. Μια σκούνα τραβάει να σπάσει το σκοινί. Όλο κουνάει το μπαστούνι δείχνοντας στο απόμακρο την κόκκινη πιτσιλωτή αχνάδα. Ο Αλέκος άρχισε να λέει, πως, καθώς διάβασε προχθές σ’ ένα βιβλίο, κάποιος Βάσκος δε Γάμα στα κοράλλινα νησιά... — γελάσανε οι άλλοι μια στιγμή, μα είχαν πιο πολύ το νου τους στα σημάδια του καιρού. Από την καμινάδα του εργοστάσιου βγαίνει κουβάρι ο καπνός και ξετυλίγεται και ανεμίζει πάνω απ’ το καμπαναριό. Δε χωρεί αμφιβολία, φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!...Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή — χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν’ ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που νάρχεται στη μέση, κατακούτελα, το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου.
— Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.
Από την άλλη άκρη χειρονομούσε ο Αντρέας. Ο αρχηγός του φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κύτταζε με κάποιο καμάρι — πάντα έτσι τον κύτταζε — καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός.
(Πρέπει να πω δυο λόγια σχετικά με τον Αντρέα. Τελευταία μιλούσαμε για τα περασμένα με τον παληό μας δάσκαλο της γυμναστικής — συνταξιούχο τώρα πια. — Πως μπορώ ποτέ να ξεχάσω το αγόρι εκείνο! μου λέει. Η αρμονία χυνότανε στο κορμί του και κάλυπτε τους μυώνες μ’ έναν διάφανο πέπλο, έτσι που η δύναμη τους εκδηλωνότανε σε γραμμική απαλότητα και ρυθμική ευκινησία. Θα έλεγα σε μια μεστή, δυναμική νωχέλεια, κάτι σαν τρόπος δωρικός. Προ πάντων τις στιγμές της μαρμάρινης εκείνης ηρεμίας όταν, με το βάρος του κορμιού του ζυγισμένο πάνω στο δεξί του πόδι, άφηνε τη ρέμβη ματιά του να περιπλανιέται— πάντα κάπως αλαργινή. Τη μέρα της εκδρομής στο Σιμιανό, τότε που οι δυο σας...— Κάνετε λάθος, δεν ήμουν εγώ, τον σταμάτησα μη μπορώντας να υποφέρω περισσότερο μια τόσο εκζη-τημένη φλυαρία).
Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκύτταξε: —Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλληκάρι μου, το νου σου στην αντλία.
— Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.
Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ’ αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. Λίγο παραπέρα, καταμεσής του μαντρότοιχου, μια μεγάλη δίφυλλη σιδερένια πόρτα έμενε — και μένει ακόμα — κλειστή και αχρηστεμένη. Το χώμα έχει μαζευτεί στις χαραμάδες και χορτάριασε με τον καιρό. Κάτι κίτρινα λουλουδάκια — κιτρινολούλουδα τα λέγαν — ξεφυτρώσανε μέσα στο κούφιο στόμα του λιονταρίσιου κεφαλιού απ’ όπου πριν κρεμότανε βαρύ το σιδερένιο ρόπτρο. Έτσι χορταριασμένη και μουγγή, έδειχνε με τον τοίχο ένα. Μα ώρες - ώρες, το δειλινό (τόχε η στιγμή; — κάποια μενεξεδένια ουσία στον αέρα ή που φωλιάζει μέσα μας εδώ;) περίμενες πως τα θυρόφυλλα εκείνα θ’ ανοίγανε ανάλαφρα, κάποια μορφή σα να στεκότανε εκεί, ψηλόλιγνη, ξανθομαλλούσα, δυο μάτια ολοκάθαρα κυττάζαν με αγάπη (τι ιδέα!). Και το μακρόστενο, το σιταρί της χέρι, παρθένο από στολίδια — ποιο νάταν το σημάδι που τόδειχνε γυναίκας και όχι κοριτσιού; — ακόμα υγρό από φιλιά, χαιρέταγε με ολόψυχη φιλία τον άγνωστο περαστικό διαβάτη, έτσι σα νάλεγε:— Είναι δικό σου το χέρι μου ετούτο σ’ όλη μου τη ζωή, για πάντα...Και ήταν σα να κράταγε στην αγκαλιά ένα γλυκό παιδάκι, σα νάλεγε: — Κι αυτό είναι δικό σου, ποια σημασία μπορεί νάχουνε τα περασμένα;... Και ξεκινώντας ο διαβάτης πάνω στο σκονισμένο δρόμο, να στρέφει το κεφάλι και να γνέφει σοβαρά προς την τρελλή ετούτη φαντασία:— Ναι, έτσι θα γίνει, παρθένα ονειρεμένη. Τόξερες από πάντα.

Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.
— Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!
Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντας το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου.— Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο. —Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.
Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε.— Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.
Το νερό ξεπήδησε απ’ το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.
Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου — σαν το παληό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι. στο μουσείο — χειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε — χαχ-χαχ-χαχ — και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψη του κι ανατινάχτηκε ορμητικά. — Βρε σεις! έβαλε μια φωνή… Στην αναμπουμπούλα πάει κι η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλυστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περιπλοκάδα — κι από κει, κλαρί - κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.
— Τώρα; ρώτησε δίπλα του ο Αλέκος. Πάμε στην είσοδο να ζητήσομε την άδεια..
— Κουρουφέξαλα!
— Θα μας αφήσουν μόλις πω τ’ όνομά μου.
— Σκασμός!
Έσυρε το σκοινί και μανουβράρισε το γάντζο. Σε μια στιγμή γλυστρούσε κιόλα μέσα στο ξένο περιβόλι.— Φσσστ! σφύριξε σιγανά του Αλέκου κάνοντας του νόημα να κατεβεί κι αυτός. Μα ο Αλέκος κουνούσε τα χέρια του από ψηλά κι έγνεφε όχι, δεν είναι σωστό, να πάρει γρήγορα την περικεφαλαία και ν’ ανέβει. Εκείνος του έδινε να καταλάβει πως κάτι σπουδαίο συμβαίνει. Κάτι πρέπει να βρήκε, τίποτε μικρές νεροχελώνες ή καμμιά νυφίτσα σαν αυτές μέσα στο δάσος. Τι μέλλει γενέσθαι — έτσι δε λένε; Τούτος εκεί δεν είναι στα καλά του, χτυπάει το πόδι και κάνει φασαρία. Δεν τόχει τίποτα να... Και τότε;...
Διασκέλισε κι αυτός τον τοίχο και κατέβηκε γλυστρώντας πάνω στο σκοινί.
— Σσσσ! άκουσα ομιλίες, του κάνει ο άλλος.
Η περικεφαλαία γυάλιζε καταγής, δύο βήματα πιο πέρα. Μπροστά στις πασχαλιές απλώνεται μια στενή λουρίδα γιούλια — πρέπει νάναι γιούλια τα μουντά εκείνα φύλλα που κάθουνται στο χώμα και κλωσσάνε. Πιο κει απ’ το χαντάκι ένα σύδεντρο γεμίζει το μάτι και το σταματά.
— Πάμε να φύγομε, του λέει ο Αλέκος.
— Μια στιγμή. Μπορεί νάναι και το νερό στ’ αυλάκι εκεί κάτω. Άκου...
Στήσανε τ’ αυτί τους. Δε φαίνεται ψυχή. Κάποιο κλωνάρι τρίζει — μα κάτι ακόμη σάλεψε, πίσω εκεί, ένα χαρχάλεμα στα φύλλα ή σα γατίσια περπατησιά.
— Πάμε, του λέει πάλι ο Αλέκος. Μα ο άλλος του κρατούσε το μπράτσο και δεν κουνούσε από τη θέση του.
Πατούσαν σε σαπιόφυλλα. Κάτω από το θόλο της περιπλοκάδας ο μαντρότοιχος ξεφλουδάει, σκεπασμένος εδώ κι εκεί με πράσινους γυαλιστερούς λεκέδες. Άμα τους ξύσεις θα ξεπεταγόταν βέβαια σκουλήκια κι εκατοποδαρούσες. Μπορεί να βρίσκανε χωμένο εκεί κι ένα κολλιέ από μαργαριτάρια — εν περιδέραιον μαργαριτών...
Κάνει ψύχρα, ο αέρας είναι υγρός. Κάπου κρύφτηκε ο ήλιος. Οι φωνές αυτωνών έξω φτάνουν παράταιρες και ξαφνικές. Μυρίζει ανακατωμένα χωματίλα και καμένο ξύλο.
Η ώρα περνούσε. Κάθε τόσο τρέχουν κρυάδες πάνω στο κορμί, κάθε φορά πιο σύντομα. Τα γόνατα τους τρεμουλιάζουν. Τι θα γινότανε νάβαζε τη στριγγλιά του εκείνη και να τόσκαζε στα πόδια; Έτσι, για να περάσει το κόψιμο στην κοιλιά κι εκεί-νο κει το σφίξιμο πιο κάτω. Ή αν... ή αν... ή αν εκεί καταμεσής... — Ποιος γκάινταρος; θα ρωτούσε ο πρόξενος. — Ποιος τόλμησε;... Μπορεί να τόλεγε και γαλλικά, όλοι αυτοί μιλούν και γαλλικά εκτός από τη γλώσσα τους. Καμμιά φορά κι εγγλέζικα. — Who dared? μουρμούρισε από μέσα του. — Την πάθαμε! του κάνει ο Αλέκος.
Πως δεν το πήραν είδηση νωρίτερα; Σκυμμένο πάνω στην πράσινη λουρίδα, ένα κοριτσόπουλο ανασκαλεύει τα χαμόφυλλα ψάχνοντας φαίνεται για μενεξέδες. Ο ήλιος είχε στρίψει τη γωνιά του σπιτιού κι έπεφτε απλωτός δίπλα στις πασχαλιές. Τα κλωνιά τους λάμπανε κοκκινόμαβα, μενεξεδιά, θαρρείς το χρώμα τούτο έπαιρνε κι η πλεξίδα στην πλάτη της κοπέλας — μιαν απόχρωση μεταλλική, ατσαλένιο και μπρουντζί μαζί, μαβί και κόκκινο. Τα δυο αγόρια κρατούσαν την ανάσα τους κυττάζοντας από τον καταρράχτη των κλωνιών.
Η μικρή γύρισε το κεφαλάκι της προς τα εκεί, έτσι λοξά, κι έμεινε μια στιγμή προσεχτική και υποψιασμένη.
—Άι! έβαλε μια φωνή και τινάχτηκε όρθια. Μερικά λουλούδια σκόρπισαν απ’ τα χέρια της. Δάγκωνε τα χείλια της και ζουλούσε με τα δάχτυλα τον καρπό του αλλουνού χεριού.
Ο Αλέκος στριμώχτηκε στον τοίχο. Μα ο άλλος παραμέρισε τα κλωνιά και βγήκε στη φόρα μπροστά στο κοριτσόπουλο.
— Σε κέντρισε μια μέλισσα, της λέει. Δεν είναι τίποτα — στάσου μια στιγμή.
Έσκυψε πάνω στο χώμα κι έφτυσε κάμποσες φορές. Έπειτα τόσκαψε με τα δάχτυλα, το ανακάτωσε και πήρε λίγη λάσπη.
— Δώσε μου το χέρι σου. Μη φοβάσαι.
Εκεί, στον καρπό του δεξιού χεριού, από το μέσα μέρος, κάτω από τη χούφτα, το δέρμα φούσκωνε γύρω σ’ ένα κόκκινο σημαδάκι ανάμεσα σε δυο γαλάζιες φλεβίτσες. Της κόλλησε τη λάσπη πάνω στο πρήξιμο. —Άφησέ την ώσπου να ξεραθεί, θα πέσει μοναχή της, ματμαζέλ, της κάνει.
Κύτταζε μια το χέρι της και μια το ψηλό αυτό αγόρι με τη μεγάλη στοματάρα που σκούπιζε τα λασπωμένα χέρια του στο πίσω μέρος του πανταλονιού.
— Πώς βρέθηκες εδώ; τον ρώτησε πασχίζοντας να κάνει αυστηρή την παιδιάτικη ματιά της. — Πως! έχεις και παρέα! πρόσθεσε βλέποντας τον Αλέκο να ξεπροβάλλει από τα κλωνιά.
Εξέταζε με το μάτι τα χάλια τους, τα γδαρμένα γόνατα του Αλέκου, τα λερωμένα χέρια τους, τα ιδρωμένα μούτρα, τα πανταλόνια του αλλουνού όλο χώματα και σουβάδες.
— Παίζαμε...άρχισε ο Αλέκος. Nous jouons aux pompiers
— Πούναι η περικεφαλαία σου εσένα; ρώτησε τον άλλο. —Εγκώ ντεν έκει περικεφαλαία, της αποκρίθηκε.
Το αίμα της ανέβηκε στο πρόσωπο.
— Γιατί με κοροϊδεύεις; Μιλώ πολύ καλά τα ελληνικά.
Τα μιλούσε καθαρά, με ανεπαίσθητη ξενική προφορά, μάλλον ένα τσίβδισμα ελαφρό επειδή δεν άνοιγε τα δόντια της αρκετά.
— Να φωνάξω τον πατέρα μου να δείτε! τους φοβέρισε... Σιγά, τους λέει αμέσως, ακούω περπατησιές, ελάτε στην orangerie.
— Πρόσεχε, κράτα το χέρι σου τεντωμένο, της λέει ο άλλος.
Λυγισμένοι στα δυο, προχώρησαν ίσαμε κάτω από τις πορτοκαλιές. Εκεί μέσα θα μένανε δίχως καμμιά ενόχληση. Από το έξω μέρος ένα ψηλό πράσινο καφασωτό τραβούσε κατά μάκρος, στηριγμένο κάθε τόσο σε κολόνες από μάρμαρο λευκό. Σκαρφάλωνε λιγνός ασπάραγγος με αραχνένια φύλλα, είχε φτάσει κιόλα ως τα μισά, κι έβλεπες τα στριφτά βλαστόκορφα να ψάχνουν λίγο στα τυφλά για να πιαστούν και ν’ ανεβούν το δρόμο τους. Κόκκινα βάζα στην κορφή κάθε κολόνας χύνανε άλλη πρασινάδα: μακρυά κλωνιά σαν κέρινα με κρινοδάχτυλα και ρόδινα νυχάκια — τόσο πολύ σε ξεγελούσε η τρυφερή τους όψη.
Μονάχα που η κάλτσα της μικρής τρίφτηκε σ’ ένα κλαρί κι έφυγε κάποιος πόντος αφήνοντας μια πιο ανοιχτή γραμμή. Τώρα θα πάει ως κάτω, είπε κυττάζοντας περίλυπη τη ζημιά. — Ε, δεν πειράζει!
Με προθυμία, ο Αλέκος σάλιωσε το δάχτυλο του, κι έπειτα, λίγο τρεμουλιαστά — πάντα ωστοσο αδέξιος — το ακούμπησε στην κάλτσα, καταμεσής της γάμπας, εκεί που είχε σταματήσει το κακό, λίγο πιο κάτω από τον ποδόγυρο της φούστας. Έτσι έκανε η αδελφή του σε κάτι τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις.
— Ευχαριστώ. Πώς τόξερες;...Πείτε μου τώρα τα ονόματα σας.
— Πρώτα οι κυρίες, ladies first, έκανε το άλλο αγόρι με μιαν ιπποτική χειρονομία. Πως σε λεν εσένα;
— Μιλάς εγγλέζικα; τον ρώτησε.
— Βέβαια, έχω εγγλέζα δασκάλα στο σπίτι. Σε όλα πρώτα οι κυρίες, έτσι δεν είναι το σωστό;
— Μα όχι και στη σύσταση!
—Α, ή όλα ή τίποτα! Ξέρετε, τους λέει βάζοντας τα γέλια, μια φορά είπανε να κρεμάσουν κάποιο αντρόγυνο. Ο δήμιος πιάνει πρώτα τον άντρα μα εκείνος του δείχνει τη γυναίκα του. — Μη ξεχνάς την εθιμοτυπία, του λέει. Ladies first! Κρέμασε πρώτα τη γυναίκα μου παρακαλώ...
Το κορίτσι στραβομούριασε:
— Πολύ ωραία! Τέτοια μαθαίνεις με τη δασκάλα σου; Μπράβο!
— Αυτό μας το διηγήθηκε ο δάσκαλος στο αμερικάνικο σκολειό. Τι τάχα;
— Ο φίλος σου έχει πιο καλή ανατροφή.
Παραμέρισαν κάτι χαμηλά κλωνιά. Πολύ παράξενες ετούτες οι πορτοκαλιές! Ταιριάζανε σε όλες τις εποχές του χρόνου, φορτωμένες πορτοκάλια, εδώ ακόμα πράσινα κι άλλου πιο γινωμένα και άλλα έτοιμα να πέσουν μοναχά τους από το κλαρί. Και πάλι όλα τα δέντρα είχαν εδώ κι εκεί κλωνιά με άδετα λουλούδια — μην ήρθε κιόλα η άνοιξη; Αλήθεια, πέρασε — α, όχι δα! τώρα μας έρχεται όπου νάναι.
— Είσαι μόρτης, πρόσθεσε η μικρή κυττάζοντας τον λίγο λοξά.
Ο Αλέκος πήρε ύφος κι έκανε τη σύσταση: —Ο φίλος μου Λοΐζος Τραβεζάνος.
— Πώς;
— Λοΐζος Τραβεζάνος, είπε κι ο ίδιος, ή, αν προτιμάτε, ματμαζέλ, με λένε...μόρτη.
—Λοΐζο Τραβεζάνο; ψιθύρισε κι εκείνη.
—Έμενα με λένε Αλέξανδρο Κοδράτο. Θάχεις ακουστά βέβαια τ’ όνομά μου.
—Α, ναι... έκανε λίγο αφηρημένη.
Πως, της λέει. Γνωρίστηκε με την αδελφή του στο τσάι της κυρίας Κονέκτικου. — Στης κυρίας Κονέκτικου; — Βέβαια. Δεν τη λένε Τερέζα Μοντεκούκουλι;
— Χα-χα! Μιλάει καλέ για τη μεγάλη μου αδελφή. Εμένα τ’ όνομά μου είναι Μόνικα. Έπειτα ρώτησε ζωηρά:
—Ώστε λοιπόν δεν είσαστε παιδιά του δρόμου;
Ο Λοΐζος γέλασε: — Τι κρίμα, ε! Αν τόχεις όρεξη έλα να παίξομε μαζί, της πρότεινε.
— Αυτό μας έλειπε!
Σήκωσε λίγο τα μάτια της και τον περιεργάσθηκε σα νάκανε κάποια εκτίμηση. Τι παιδί! Και πρέπει νάναι μεγαλύτερος της — ένα χρόνο, ίσως και δυο, θα πέρασε τα δεκαπέντε, ή τόσο πάνω - κάτω.
— Εμένα μ’ αρέσουν οι σοβαροί άντρες, του λέει.
— Σου τόπα έτσι, από ευγένεια. Έχω χίλιες φορές καλύτερα την παρέα των αγοριών!
— Μ’ αρέσουν οι σωστοί άντρες.
— Τι ξέρεις από τέτοια;
— Βέβαια δεν ξέρω...Να, έτσι καταλαβαίνω...
Περπατούσαν με αργό βήμα, μια πάνω μια κάτω. Ο Αλέκος ακολουθούσε τους δυο άλλους βαδίζοντας στη μέση του δρομάκου για να μη χτυπάει στα κλωνιά η περικεφαλαία.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα