Λειβαδίτης Τάσος
«Ο δήμιος», Νυχτερινός επισκέπτης
 
 
«Ο δήμιος», Νυχτερινός επισκέπτης, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, Πρώτη Έκδοση Έργου:1972
 
 
Γρυλίσματα ανέβαιναν απ' τα καταγώγια, ένα πρόσωπο μανιακού με κοίταζε απ' το τζάμι, και στον τεράστιο βολβό του ματιού του καθόταν το πουλί, που είχε θάψει, παιδί, στην άκρη του κήπου,
σ' όλο το δρόμο μ' ακολουθούσε η γυναίκα με το σκεπασμένο πρόσωπο, ήταν εκείνη η άσχημη μουγγή, που πλάγιασα μια νύχτα μαζί της, κι όταν πέθανε, ερχόταν συχνά, την είδα, μάλιστα, κάποτε, που έστρωνε ένα μικρό χαλί, εκεί που γονάτιζα να με λυπηθούνε,
τότε με περιμάζεψε αυτός, κρατούσε έναν μικρό τοίχο στο πίσω μέρος της αυλής, όταν χτυπήσαμε, μας άνοιξε ο ίδιος ο δήμιος, «είμαι αθώος» έλεγε, «αυτό τους σκότωνε - τι φταίω που δεν μπορούσαν να τ' ακούσουν», κι έδειχνε ένα μικρό φλάουτο στο τραπέζι,
οι νεκροί κλαίγανε ακουμπισμένοι στα τζάμια, κι ας λέγαν οι άλλοι ότι είναι η βροχή, κι η θεία έβαλε τις φωνές που ήθελαν να της πάρουν την παιδική ζωγραφιά, και την κρατούσε ακόμα και μπροστά στον Κύριο, την Ημέρα της Κρίσεως,
ενώ, όπως βράδιαζε, στη γωνιά του δρόμου οι πλανόδιοι μουσικοί παίζαν ακούραστοι, μα δεν έβγαινε κανένας ήχος, γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.