Καρούζος Νίκος
«Μια δοξασία και η ζωή ολάκερη νομίζω», Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες
 
 
Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978), Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, Σσ.258, Πρώτη Έκδοση Έργου:1971
 
 
Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι
κι αυτό το πριονίδι του καιρού
με την παράξενη οσμή: τα δευτερόλεπτα
σιγά-σιγά σαπίζει.
Πότε κ’ εγώ θα ξεμεθύσω;
Η νύχτα του Καρκίνου μπερδεύει το περπάτημα
με περιπαίζει ασύστολα και χτες ακόμη
μελετούσα θλιβερά παραλληλόγραμμα
γυρεύοντας να νιώσω γεωμέτρης.
Ο Σκορπιός είχε πάχνη και βούλιαζε αφάνταστα.
Θυμήθηκα δίχως λόγο θαυμάσιες
παραλίες με πολύχρωμη κίνηση
κι απότομα τη Φυσική να μην υπάρχει
στα ηλιόλουστα φεγγάρια της Προϊστορίας
όταν οι πηδηχτοί νάνοι — ποιοι νάνοι; —
με τα ενέχυρα του θανάτου και τη μαχαιριά
κλοτσούσαν ουρλιάζοντας τον αέρα.
Ευτύχημα, είπα, που δεν έχουμε κανένα όφελος.
Ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος.
Άμφια της αυγής τρομαχτικά
χαράματα τυλιγμένα σε άνηθο
της ταραχής αχτιδοβόλο σμάλτο.
Δεν έχω τίποτα με τους νεκρούς ούτε με τ’ άστρα:
λαμποκοπούσαν ανέκαθεν, απ’ την αρχαιότητα.
Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης
τα τρομερά της ύλης παραληρήματα.
Ξημέρωσε πάλι και μεγάλωσε
το λαρύγγι του κόκορα.
Ο σκύλος άρχισε τα βήματα.
Επίσης άρχισαν τα πρώτα λεωφορεία.
Το χρόνο πάντα τον αισθάνομαι στην ωμοπλάτη.