Θεοτόκης Κωνσταντίνος
Κατάδικος
 
Στο εκτεταμένο αυτό αφήγημα ο Θεοτόκης αναδεικνύει και πάλι κοινωνικές καταστάσεις που συνδέονται με ζητήματα δικαιοσύνης και ηθικής. Η διαπραγμάτευση του θέματος, κυρίως μέσα από το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, του Τουρκόγιαννου (κατάδικου), μας θυμίζει τις περιπτώσεις του Σωκράτη και του Χριστού. Η αθωότητα, η καλοσύνη, η εγκαρτέρηση, η συγχωρητικότητα και η αγάπη είναι αρετές που προβάλλονται μέσα στο έργο. Γλώσσα δημοτική.
 
Κατάδικος, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2008, Σσ.11-167, Πρώτη Έκδοση Έργου:1919
 
 
1.

Ήτανε Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, οπού κάποια σύγνεφα άσπρα και σταχτιά, ανάλαφρα ταξίδευαν. Όλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο· εδούλευαν παντού τα χωράφια· έσκαφταν τη γη, ξερίζωναν το πράσινο χόρτο, έσπερναν την οψιμιά και, κείνην την ώρα μάλιστα, η εργασία ήταν σ' όλην την άναψή της, σα να βιαζότουν καθένας εκείνο το απομεσήμερο ή να τελειώσει το έργο του, ή ν' αφήσει λιγότερη δουλειά για την ημέρα που θα ξημέρωνε.
Κι o Γιώργης Αράθυμος επιστατούσε τ' όργωμα του χωραφιού του. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος, όλη μέρα κ' εκαθότουν τώρα δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού του, απάνου σ' ένα χοντρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πόριχνε το ίδιο το καλύβι. Ήταν ένας άντρας σαραντάρης, μέτριος στο ανάστημα και λιγνός, με γαλάζια μάτια, με ξανθά μακριά μουστάκια που του 'πεφταν ως το λαιμό, με αξύριστα γένια. Εφορούσε μια ψάθα στο κεφάλι, είχε ριχτή τη γιακέτα του πάνουστες πλάτες, ήταν ξυπόλητος κ' εκάπνιζε ένα χοντρό τσιγάρο. Ένας άσκημος σκύλος μαύρος κι άσπρος ήταν κολουριασμένος στα πόδια του.
Μπροστά του απλωνότουν το μεγάλο χωράφι του, τριών μοντζουριών γη, ίσιο όλο, ημερωμένο, με καρποφόρα τριγύρω, και με μία μεγάλη συκιά σιμά στο καλύβι' κι ο Αράθυμος, όλο καπνίζοντας το χοντρό του τσιγάρο, εκαμάρωνε τη γη του, κ' ελογάριαζε με το νου του τα γεννήματα που θα συνέμπαζε από το σπόρο,
— Τουρκόγιαννε, εφώναξε μ' ένα χαμόγελο, οι δουλειές δεν σώνονται ποτέ, ο άνθρωπος σώνεται... Και τα ζα του! Μην τα βιάζεις.
— Θα σχολάσουμε σε λίγο, του απάντησε μία δυνατή φωνή από το χωράφι. Ααχ, Περδίκη, ααχ!
Ήταν η φωνή του Τουρκόγιαννου που αλάτρευε και που με το παράξενο φωνατό του εβίαζε τα ζώα ν' ανασύρουν το βαρύ το σβόλο. Και τα δύο θεόρατα ζωντανά, κόκκινο το ένα, μαύρο γιαλιστερό το άλλο, έσκυφταν κάτου από το βαρύ ζυγό το κεφάλι τους ως τη γη, είχαν ακουμπήσει το ένα απάνου στ' άλλο, και μια στιγμή έμεναν τώρα σταματημένα, ρίχνοντας με δύναμη όλο το βάρος του μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας ορθά στα τρία πόδια κ' έτοιμα με το τέταρτο να προχωρήσουν, όταν ο σβόλος θα ξεκολλούσε· και τα μούσκουλά τους, που 'χαν φουσκώσει, έδειχναν πως εκείνην τη στιγμή έβαζαν όλα τα δνατά τους· και καθαυτό τη στιγμή που ο Τουρκόγιαννος είχε φωνάξει έκαμαν μία τελευταία προσπάθεια, εμούτρισαν άξαφνα προς τα εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πατήματα σα να 'θελαν να πέσουν, συρμένα από την ίδια τους τη δύναμη, ενώ το γυνί οπίσω τους αναπέταζε μέσα από τα βάθη της γης ένα χοντρό, γυαλιστερό, μαύρο σβόλο, γεμάτον άσπρες ρίζες άγριου χόρτου, κ' εστάθηκαν τέλος· το γυνί έλαμψε· και σε μία στιγμή τα ζώα αντιστυλωθήκαν πάλε για μια καινούρια προσπάθεια.
Πίσω τους ο Τουρκόγιαννος, σκεβρωμένος προς τη δεξιά μεριά, κρατούσε με τα δυο του χέρια τη χερολάβα και με τα δάχτυλα του τα δυο σκοινιά που έρχονταν από τα κέρατα των βοδιών, ένα σε κάθε χέρι, κρατώντας με το ζερβί και τη βουκέντρα, ένα μακρύ ραβδί μ' ένα καρφί στην κορφή του. Και πότε επλάκωνε με δύναμη τη χερολάβα, πότε την ανασήκωνε με τα δύο χέρια πότε την άφηνε για να οδηγήσει ή να κεντήσει τα ζώα, και με τη φωνή τα επαινούσε, τα παρακινούσε στο βαρύ τους έργο, τους φώναζε τα ονόματα τους: Περδίκη έλεγαν το ‘να, γιατί ήταν κόκκινο, Παρασκευά τ’ άλλο, γιατί είχε γεννηθεί μέρα Παρασκευή.
Ήταν κι ο Τουρκόγιαννος σαραντάρης. Μαυρειδερός, λιγνός κ' εκείνος, όχι ψηλός, με μάτια μικρά μαύρα σαν αποκοιμημένα λιγάκι, με μικρό μουστάκι κι αριά γένια με μακριά μαλλιά, που του κατέβαιναν, σα φυτίλια στον τράχηλο και το μακρουλό του πρόσωπο μολογούσε τη γαλήνη της ψυχής του και της καρδίας του την καλοσύνη. Εφορούσε μόνο ένα ποκάμισο ανοιχτό τόσο που άφηνε να φαίνεται όλο το τριχερό του στήθος κ' ένα παλιό πολυμπαλωμένο βρακί, ανασκουμπωμένο ως τα γόνατα, είχε κι αυτός ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια του ήταν γυμνά.
— Γεια σου, Παρασκευά, νταή μου! εφώναξε, «ααχ!» ενώ επλάκωνε τη χερολάβα κ' εβυθιζότουν έτσι το γυνί μέσα στη γη. Και τα ζώα ξαναρχίζοντας την προσπάθεια τους, ανασάλεψαν έναν άλλο σβόλο, που ήταν παρέτοιμος τώρα να αναπεταχτεί. Εκοίταξε οπίσω του. Ένα παιδί οχτώ χρόνων τον ακολουθούσε για να ρίχνει σπειρί σπειρί το αραποσίτι στ' αυλάκι που έσκαφτε τ' άλοτρο, κ' εκείνην τη στιγμή το παιδί είχε αφαιρεθεί κ' είχε σταματήσει, κοιτάζοντας κάποιο πουλί που 'χε πετάξει σιμά του» Κι ο Τουρκόγιαννος του 'πε:
— Προβάτει, Θανασούλη, μην ξελωλαίνεις!
Κ' εφώναξε με κάποια ανησυχία, κοιτάζοντας πλιό πίσω έναν άντρα και μια γυναίκα, που με τες αξίνες τους βιαστικά εχτυπούσαν, έσπαναν κ’ έτριβαν τους σβόλους και σκύφτοντας ξειδάλεγαν τες ρίζες :
Μην ξεμένετε τόσο πίσω ! και σιοβολάτε καλά το χωράφι για να χωματίσει· τα σβολάρια πνίγουν το φυτό.
Η γυναίκα ήταν η νοικοκυρά του Γιωργή Αράθυμου κι ο άντρας ο γείτονας τους, Πέτρος Πέπονας τα’ όνοΜα του. Είχε έρθει σήμερα να δουλέψει δανεικά στο χωράφι τους, γιατί στο δικό του του ‘χαν στείλει τον Τουρκόγιαννο να τόνε βοηθήσει μια ολάκερη μέρα. Η γυναίκα ήταν όμορφη. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν από μακριά μέσα στο μικρό πρόσωπό της. Ήταν κεφαλοδεμένη μ’ ένα κόκκινο πανί πάνου από την άσπρη μπόλια της. Δεν ήταν ψηλή κ’ είχε μικρά και νόστιμα του προσώπου της τα πιθέματα και μάλιστα το στόμα. Είχε ανασηκωμένα τα μανίκια του σκονισμένου ποκάμισού της, κ’ ήταν ανασηκωμένο το παλιό της μαύρο μάλλινο φουστάνι που στον ποδόγυρό του ήταν γεμάτιο φλόκια κ’ εδώ κ’ εκεί τρύπιο. Η γυναίκα έκανε ζωηρά κινήματα χτυπώντας με την αξίνα τους σβόλους, ή σκύβοντας για να τινάξει τες ρίζες. Την έλεγαν Μαργαρίτα.
Ο άλλος ήταν ακόμα νέος·τριάντα πέντε χρονών άνθρωπος με στριμένο μαύρο μουστάκι, με όμορφο πρόσωπο και ζωηρά μαύρα μάτια·καλά ξυρισμένος, ψηλός και με πλατιά στήθια. Ήταν λίγο ντυμένος κ’ εκείνος. Το ζωηρό του μάτι συχνά εκοίταζε τη γυναίκα και συχνά αναστέναζε κρυφά και της μιλούσε με χαμηλή φωνή για να μην ακούεται.
Η Μαργαρίτα του ‘γερνε εκείνην τη στιγμή τες πλάτες κ’ είχε σκύψει πολύ στηρίζοντας το δεξί της χέρι στο στυλιάρη της αξίνας της και τινάζοντας με τ’ άλλο τες άσπρες ρίζες της αγριάδας που ‘χαν περιπλέξει ένα ξεκολλημένο σβολάρι. Κι ο Πέπονας την εκοίταζε. Στο μάτι του εφαινότουν ένας άπειρος αχόρταστος πόθος· στο στόμα του ήταν ένα πικρό χαμόγελο.
Της είπε σιγαλά, σα να μουρμούριζε:
— Έτσι θα ‘ναι πάντα, Μαργαρίτα;
— Πως έτσι; του απάντησε χωρίς να τον τηράξει· και πολλά που γένονται.
— Πρέπει, της είπε με απόφαση, να πάρω άλλη γυναίκα για να ‘ναι δική μου.
— Με τα’ υγείες σου ! του αποκρίθηκε ταραγμένη. Κι αθέλητα ευρέθηκε ορθή σιμά του. Και θέλοντας όμως να κρύψει το απότομο κίνηΜα της έριξε μακριά ένα μισοτιναγμένο χορτάρι. Μα ο Πέτρος είδε μια σπίθα στα μάτια της κ’ είδε πως το ιδρωμένο της πρόσωπο είχε αλλάξει λίγο το χρώμα.
— Αλήθεια ε; ξακολούθησε χαμηλόφωνα έπειτα από μια στιγμή· και πότε; και ποιάνε;
Δεν της απάντησε· εχτύπησε με δύναμη δύο τρεις φορές τη γη με την αξίνα, ισιοβόλησε το χώμα κ’ επροχώρησε ένα βήμα.
— Α, δε μου αποκρένεται ο λεβέντης μου ! είπε πάλε πειραχτικά η Μαργαρίτα· έχουμε και φοβέρες ! ναίσκε, ναίσκε, φοβέρες ! Πότε, Πέτρο, και ποιάνε;
— Την κυρά-Χάραινα ! της απάντησε πειραγμένος. Μα λες κ’ είναι ζωή η δική μου; Εσκλαβώθηκα και τώρα πάμε μπροστά έτσι πέντε χρόνια. Και μου ‘δωκες φαρμάκια, έγνοια σου πόσα ! και θα πάμε, φαίνεται, μπροστά έτσι για πάντα. Και κάθε φέξη και κάθε χάση μονάχα θα με θυμάσαι, κι όλον τον άλλο καιρό... σ’ έχει αυτός !
— Ακολουθάτε! εφώναξε από μακριά ο Τουρκόγιαννος που κάθε τόσο ανήσυχος εγύριζε και τους εκοίταζε·στον αγερμό θα σας πέσει πολλή δουλειά. Ααχ, Περδίκη! ααχ, Παρασκευά!
— Στον αγερμό θα λυσιούμε, εφώναξε από τη θέση του ο Αράθυμος· τοιγάρις θα ξεκάμω τα ζα μου; Με δουλεύουνε από πριν τον ήλιο· αύριο, δυο τρεις ώρες και τελειώσανε.
Ο σκύλος ξύπνησε με τη φωνή του κύριου του, εχασμουρήθηκε, ετανύστηκε και ξανακάθησε χάμου με απλωτά τα μπροστινά του πόδια κι ορθό το κεφάλι. Ο ήλιος είχε πάρει τον κατήφορο κ' είχε κοκκινίσει.
Κ’ η Μαργαρίτα είπε μιλώντας γοργά του Πέτρου και χωρίς να ανασηκώσει το κεφάλι:
— Μ' αυτόνε εδέθηκα και πρέπει να ζήσω μαζί του· ό,τι μπορεί γένεται· θέλεις να γενούμε ρεζίλι, να μιλήσει ο κόσμος, να χαθούμε κ' οι δύο, να χαθούν τα παιδιά μου;
Κ' έκοίταξε περίτρομη γύρω της και το βλέμμα της σταμάτησε απάνου στον άντρα της που από μακριά εφαινότουν πως τους επρόσεχε.
— Μη με χάσεις, εψιθύρισε φοβισμένη· δεν έχεις μυαλό!
— Του γυρίζω τες πλάτες και δε με βλέπει ! της απάντησε ατάραχος.
— Φτάνει! του 'πε ανυπόμονα· αν μπορέσω, έρχομαι αύριο τη βραδιά στο καλύβι· άλλα λόγο δε σου δίνω γιατί τώρα με παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος.
— Κι ο Τουρκόγιαννος! της αποκρίθηκε σαστισμένος· μα κι αυτός τι ζητεί; Έτσι δεν μπορεί να βαστάξει αυτή η ιστορία... Άκου!
Δεν του αποκρίθηκε κ' εμάκρυνε λίγο από σιμά του.
— Θέλω, ξακολούθησε ο ΙΙέτρος και γω λίγη λευτεριά! θα κάμω εγώ τον άντρα σου να φύγει από το χωριό μας· τότες θα 'σαι τέλεια δική μου! θα τόνε κάμω να πάει στη φυλακή! Ναι, στη φυλακή.
H Μαργαρίτα του 'ρίξε στενοχωρημένη μία ματιά κοιτάζοντάς τον ανάποδα.
— Έτσι, της ξανάπε, δε θα 'ναι σιμά σου.
Κι ακούστηκε η φωνή του Αράθυμου πόλεγε στον Τουρκόγιαννο:
— Λύσε! Είναι αργά !
Τα ζώα είχαν φτάσει σιμά στη σούδα του χωραφιού, που ήταν λογγιασμένη από τες πυκνές βατσινιές κι από άλλα άγρια χαμόδεντρα, κ' έπρεπε τώρα να γυρίσουν για να ξαναρχίσουν έναν καινούριο δόμο· μα η ώρα δεν το συχωρούσε. Κι ο Τουρκόγιαννος, υπακούοντας στην προσταγή του νοικοκύρη, έμπηξε το γυνί όσο βαθύτερα εμπορούσε μέσα στο χώμα, ετράβηξε με δύναμη τα σκοινιά κ' εσταμάτησε έτσι τα δύο ζώα, κ' ευτύς έκαμε το σταυρό του. Έπειτα επήρε μία βαθιάν ανάσα, εκοίταξε με συμπάθεια τα δύο καματερά που ήταν ιδρωμένα πολύ κ' έπαιρναν γοργά την πνοή τους, τους χαμογέλασε κ’ έφερε ολόγυρα του το βλέμμα θωρώντας το έργο της ημέρας. Η καλλιεργημένη γης ήταν κατάμαυρη, όλη ίσια κ' έλαμπε. Της εχαμογέλασε και κείνης, επήρε έπειτα από τα χέρια του παιδιού τη σακούλα με τη σπορά, την έδεσε σφιχτά, του την ξανάδωκε για να την πάρει στο καλύβι κι άρχισε αμέσως να λύει το ζευγάρι, ενώ ο Πέτρος κ' η Μαργαρίτα, σιωπηλοί τώρα, όλο κ’ εζύγωναν, χτυπώντας με τες αξίνες τους υστέρους σβόλους που ‘χε αναπετάξει το αλέτρι.
Και τα ζώα, αφού τά’ λυσε, ξεκίνησαν μοναχά τους βαριά βαριά, το' να κατόπι στ’ άλλο προς την καλύβα και δεν σταμάτησαν παρά στο συνηθισμένο τους δέντρο. Κ' εκεί ο Τουρκόγιαννος, που τα' χε ακολουθήσει, τα' δεσε το ένα σιμά στο άλλο. Είχαν ησυχάσει τώρα κ' επερίμεναν τη βραδινή τροφή τους. Και το μαύρο βόδι ο Παρασκευάς, έβαλε το μεγάλο κεφάλι του πάνου στον τράχηλο του άλλου και το καθένα τους έβγαλε ένα βροντερό μουγγαλητό, που αντήχησε πέρα σ' όλες τες ράχες κι ως τη θάλασσα. Κι ο Τουρκόγιαννος τους έφερε στην αγκαλιά του τ' άχυρο, ξανάκαμε το σταυρό του κ' ήρθε, κ' εκάθησε σιμά στον Αράθυμο φχαριστημένος απο το έργο της ημέρας.
Αυτήν τη στιγμή έφτασαν σιμά τους κι ο Πέτρος με τη Μαργαρίτα, που 'χαν αποτελειώσει ως τόσο τη δουλειά τους, κ' εκάθησαν κ' εκείνοι χάμου για να δειλινήσουν.

2.

Ήτανε απόγιομα, αργά, την άλλη μέρα. Ο ήλιος εκόντευε να βασιλέψει κ' ένα φως κόκκινο ήταν χυμένο παντού, σαν ψιλή χρυσή θαμπή σκόνη σ' όλον τον αέρα, κ' ετρύπωνε μέσα στο πυκνό φύλλωμα των ελιών, απλωνότουν σαν καταχνιά πάνου από τ' αμπέλια, που ολοένα εβλάσταιναν, πάνου από τους κάμπους που ελειβάδιζαν και πάνου από τα νιόργωτα χωράφια, που καθένα τους είχε και το χρώμα του, στες λακκιές, στα πλάγια, στα σιάδια, κ' εκκοκίνιζε όλα τα πάντα κι ομόρφαινε τα πάντα, και δεν άφηνε χλομό ούτε δέντρο κανένα, ούτε πρόσωπο ανθρώπου κανένα.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα