Ζαλοκώστας Γεώργιος
Το Χάνι της Γραβιάς
 
 
«Το Χάνι της Γραβιάς», (1848) Έργα, Εκδόσεις Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Σσ.98-108, Πρώτη Έκδοση Έργου:1848
 
 

Κατά την πρώτην δημοσίευσιν του ποιήματος τούτου ο Ζαλοκώστας προέταξε τα ακόλουθα:

ΤΟΙΣ ΕΠΙΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙΣ ΧΑΙΡΕΙΝ

Εις σε, την μετ’ αιώνα επελευσομένην γενεάν των Ελλήνων, αφιερώ τας ποιήσεις, δι’ ων ως επί το πλείστον έψαλα τα κατορθώματα των μεγάλων του Μεσολογγίου φρουρών και των άλλων μαρτύρων τεκαί πρωταγωνιστών της Πατρίδος ηρώων.
Οι λόγοι μου θέλουσιν αντηχεί προς ημάς ως από ζώντος τίνος εξερχόμενοι τάφου, και ενώ του τάφου η σιωπή και το σκότος θα μου εξουσιάζωσι την άψυχιν κόνιν, η ψυχή μου θα ακούση εκ των ουρανών τας ορθάς των επιγενεστέρων κρίσεις.
Οι στίχοι μου θα ήσαν βεβαίως ευγενέστεροι, αν εγράφοντο εν εποχή καθ’ ήν ευρισκόμην εις τα στρατόπεδα της Πατρίδος. Αλλά τότε εσιωπά η Μούσα εντός μου, διότι μια μόνη επιθυμία ωδήγει τους παλμούς των ελληνικών καρδιών, η ελευθερία και της αγωνιζομένης Ελλάδος η αποκατάστασις.
Σύγχρονος ατυχούς κοινωνίας, εις μαρασμόν αποληγούσης, εκρέμασα επ’ ιτέας την λύραν, και μεταφράζω άρθρα στρατιωτικά και μυθιστορήματα, διότι ταύτα συμπληρούσι τον άρτον των τέκνων μου.
Και όμως τα μυθιστορήματα εδηλητηρίασαν την άκαρδον ελληνικήν νεολαίαν.


Γ. Χ. ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ

ΜΕΓΑΛΩΝ Δ’ ΑΕΘΛΕΩΝ
ΜΟΙΣΑ ΜΕΜΝΑΣΘΑΙ ΦΙΛΕΙ.
(ΠΙΝΔΑΡΟΣ)

Από κρότον οργάνων βοΐζει
της Γραβιάς το βουνόν αντικρύ?
λάμπουν όπλα χρυσά, και λερή
φουστανέλλα μαυρίζει.

Προς το Χάνι χορός καταλαβαίνει
απ’ οδόν ελικώδη, λοξήν
και φλογέρα με ήχον οξύν
χορού άσμα σημαίνει

Οδυσσεύς ο ταχύπους ηγείται
του μαχίμου εκείνου χορού,
και εγκύμων σκοπού τολμηρού
προς το Χάνι κινείται

Εκεί δε τον χορόν διαλύει,
κλεί την μάνδραν και ούτω λαλεί:
«Η πατρίς μας εδώ μας καλεί,
στρατιώται ανδρείοι.

Μετ’ ολίγον εδώ καταφθάνει
στρατιά μυριάνδρων εχθρών
είναι στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρό τούτο χάνι.

Εις το μέγα στενόν θα ξυπνήσουν
οι αρχαίοι της Σπάρτης νεκροί,
και τον τόπον αυτόν φοβεροί
Τουρκομάχοι θα σείσουν.

«Κ’ η σκιά του Διάκου παρέκει
τους εις σούβλαν ψηθέντος σκληράν,
με μεγάλη θ’ ακούση χαράν
να βροντά το τουφέκι.

Εκεί κάτω κυττάξετε? φθάνει
ο πομπόδης στρατός των εχθρών.
Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν
το μικρόν τούτο χάνι...»

Στρέφουν όλοι και βλέπουν. Διέβη
το ποτάμι απίστων πληθύς,
και ακούεται δούπος βαθύς,
και ο τόπος σαλεύει.

Πιστολιών ακούονται κτύποι
και βαρβάρων φωναί συνεχείς,
και τινάσσουν την χαίτην ταχείς
και αφρόεντες ίπποι.

Προ των άλλων ξιφήρης προβαίνει
εις δερβίσης τον ίππον κεντών
ο υιός του Ανδρίτσου αυτόν
έρωτα που πηγαίνει.

Αποκρίνετ’ εκείνος: «να σφάξω
Όπου βρω του προφήτου εχθρούς,
και πατών τους απίστους νεκρούς
το αλλάχ να ανακράξω»

«Αλλ’ εδώ, ω υιέ του προφήτου,
μιναρέν δεν θα βρης υψηλόν,
αλλά μόνο τουφέκι καλόν,
και ιδού η φωνή του!»

Και ηνίας και σπάθην αφίνει
ο δερβίσης τα στέρνα πληγείς,
και με κρότον πεσών κατά γης,
ρείθρον αίματος χύνει.

Του θανάτου ιδρώς περιβρέχει
το χλωμόν μέτωπόν του ευθύς,
και ο ίππος αυτού πτοηθείς
κουφός κ’ εύκαιρος τρέχει.

Β΄

Καθώς όταν βορράς ριγοβόλος
με ακάθεκτον πνέη ορμήν,
κι ο βαθύς του πελάγους πυθμήν
κατασείεται όλος

των εχθρών ούτω σείει τα στήθη
κραταιά ψυχοβόρος οργή,
και ακούεται λύσσης κραυγή
από τ’ άμετρα πλήθη.

Σώμα μέγα, πυκνόν, ταραχώδες,
αλαλάζων ορμά με κραυγήν,
και βαρύδουπον σκάπτουν την γην
σιδηροί ίππων πόδες.

Αλλ’ ακοίμητον πυρ εκ της μάνδρας
τους ορμώντας προσβάλλει εχθρούς,
κ’ εξαπλόνει τριγύρω νεκρούς,
νεκρούς ίππους και άνδρας.

Ούτε εν όπλον εις μάτην καπνίζει,
ούτε εν όπλον εις μάτην βροντά ?
κάθε βόλι συρίζον πετά
και τα κρέατα σχίζει.

Περιίπτατ’ εκεί πολυαίμων
εν νεφέλαις καπνού και πυρός,
με το βλέμμα δριμύ, φοβερός
του ολέθρου ο δαίμων.

Ταχυθάνατον πέλεκυν σείει,
και ακόρεστον βλέμμα κολλά
όπου αίματα ρέουν πολλά,
όπου θνήσκουν ανδρείοι.

Η κλαγγή, ως γλυκύφθογγον μέλος,
του θηρίου τα ώτα κτυπά,
και τα μέλανα χείλη του σπα
καταχθόνιος γέλως.

Το παν βλέπει με όψιν αγρίαν
την φριξότριχα κόμην κινών,
ως ο λέων οπόταν πεινών
ενεδρεύη την λείαν.

Καταφλέγει εν ταύτη τη μάχη
τας ψυχάς των ανδρών η οργή,
και ηχεί κ’ η περίβουνος γη
και οι λόγγοι κ΄ οι βράχοι


Γ΄


Μάχης πλην δεν ηχούν πλέον οι φθόγγοι
ούτε μέταλλα λάμπουν στιλπνά ?
σιωπούν τα κρημνώδη βουνά
και οι βράχοι κ’ οι λόγγοι.

Όπου πρώην κραυγαί και μανία,
βασιλεύει θανάτου σιγή ?
ένθα κ’ ένθα θνησκόντων κραυγή
αντηχεί απαισία.

Πεντακόσια πτώματ’ αφίνων
ο εις μάτην παλαίσας εχθρός,
απεσύρθη μακράν του πυρός
μιας φούκτας Ελλήνων.

Τους ανδρείους στενά τριγυρίζει
ο πασάς δι’ αμέτρου στρατού
και την λείαν εις χείρας αυτού
ως βεβαίαν ελπίζει.

Αλλά συ, ω θεά εγερσίνους
που υιούς Θρασυβούλων γεννάς,
και αλύσεις συντρίβεις δεινάς,
δεν τρομάζεις κινδύνους.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.