Βαλτινός Θανάσης
Το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη
 
Η δράση του έργου τοποθετείται στις αρχές του αιώνα, όπου ένας γέρος Πελοποννήσιος εξιστορεί τις αλλεπάλληλες απόπειρές του να μεταναστεύει στην Αμερική και την ανήσυχη ζωή του εκεί ως λαθρομετανάστης. Γλώσσα δημοτική.
 
Το Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2007, Σσ.13-68, Πρώτη Έκδοση Έργου:1972
 
 
ΗΜΑΣΤΟΥΝ ΟΧΤΩ ΠΑΙΔΙΑ, ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ. Ο Βασίλης, ο μεγάλος, πήγαινε σ' ένα μπάρμπα μας τσαγκάρη για να μάθει τη δουλειά, πασουμακάς και μπαλωματής. Έκατσε κοντά του ένα χρόνο. Έπειτα τσακώθηκαν γιατί αυτός δεν τον έβαζε στα καινούργια και έφυγε.
Κάποιος στο χωριό μας είχε εκατό δραχμές, δεν είχε φαμελιά, κι ο Βασίλης τις δανείστηκε για να εργαστεί μοναχός του..
Εγώ ήμουνα ακόμα στο δημοτικό. Είχαμε δάσκαλο έναν Αγριδέ Ζαχαρόπουλο ή Ζουμπά ή Κουμπούρα. Ήταν λίγο κοντός, φόραγε φουστανέλες και κάλτσες με τσαπράζια προς το γεράνιο, πολύ ζόρικος.
Όταν απόλαγε το σχολείο έτρωγα ψωμί και πήγαινα βοήθαγα τον Βασίλη. Έστριβα κλωστές, τις κέρωνα, κουβάλαγα νερό. Ύστερα βάραγε πάλι η καμπάνα και ξαναπήγαινα μέσα.
Σε κάμποσο καιρό ο Βασίλης σκέφτηκε να μάθει μιαν άλλη δουλειά, σαράτσης, να φτιάχνει τσαρούχια αρβανίτικα, σελάχια, μπαλάσκες, καπιστρομπάλντουμα.
Κατέβη στην Τρίπολη και βρήκε έναν μάστορη Μιχάλη Γεωργίου και συμφώνησαν πόσα θα του δώσει να τον μάθει τέχνη για έξι μήνες. Και τον πλήρωσε όλους τους μήνες μπροστά.
Του πήγαμε ρούχα να κοιμάται - κοιμόταν μέσα στο μαγαζί, ένα μικρό στενό μαγαζάκι, ψηλά στην αγορά στο δεξιό μέρος.
Σε πέντε μήνες γράφει στον πατέρα μας γράμμα, να του στείλει πενήντα δραχμές, ν' αγοράσει ένα τελατίνι, να φτιάξει δικά του τσαρούχια με δικό του πράμα για όποιον θα ήθελε.
Και έφτιαξε είκοσι ζευγάρια διάφορα νούμερα και ήρθε στο χωριό, τα πούλησε όλα. Από τότε δεν ξαναγύρισε στην Τρίπολη. Πήγε έστησε πάγκα στο μαγαζί ενός συγγενή μας Θεοφάνη Μπένου κι έβαλε μπροστά κι άρχισε να δουλεύει δουλειά κανονική. Έφερνε υλικά πρώτης ποιότητος, το χωριό ήταν όλο απάνω του. Εγώ, με είχε πάρει κοντά να του δίνω χέρι και με ορμήνευε στα ολτάνια, στα γαζιά, στο γύρισμα με το μαχάτι.
Το '95τον Οκτώβριο, ο Θεοφάνης μετά αδέρφια του μας πρότειναν να κάνουμε εταιρεία. Θα έβαζαν αυτοί τα χρήματα να μεγαλώσουμε την επιχείρηση, μπακάλικο και υποδηματοποιείο.
Συμφώνησαν με τον Βασίλη και έστειλαν σε Πειραιά και Σύρα για εμπόρευμα και το γέμισαν το μαγαζί.
Κανένα χρόνο δουλέψαμε καλά. Το '97 έγινε ο πόλεμος στα σύνορα, έπειτα έγινε μια μεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν. Εμείς είχαμε ανοιχτεί σε πιστώσεις, αλλά δεν υπήρχε πια παράς για να μας τον γυρίσουν. Και έτσι η επιχείρηση έσπασε από τα βερεσέδια.
Μόλις μαθεύτηκε αυτό, ένας δικολάβος από το Λεβίδι, Σπύρος Καραντούσης, μας έπεσε κοντά να βάλουμε τους οφειλέτες στον πίνακα, να τους τραβήξουμε στα δικαστήρια.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα