Ξένος Στέφανος
Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από του έτους 1821 - 1828 (Τομ. Α)
 
 
Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ήτοι σκηναί εν Ελλάδι από έτους 1821 – 1828 Τομ. Α, Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 1988, Σσ.33-579, Πρώτη Έκδοση Έργου:1852
 
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Μετά την εν Βατερλώ μάχην και τας συνθήκας του 1815, ότε άπαξ εδεσμεύθη εις Αγίαν Ελένην ο της Γαλλίας φοβερός λέων, αξιόλογος ειρήνη επεκράτησεν εις όλην σχεδόν την Ευρώπην.

Μετά τοιαύτην αίματος ροήν και τοσαύτας καταστροφάς και δαπάνας, η ειρήνη αύτη τόσον γλυκεία επεφάνη προς τους λαούς, ώστε και πάλιν τον μάρτιον του έτους 1821, ο Αυτοκράτωρ της Ρωσίας Αλέξανδρος, ο της Αυστρίας Φραγκίσκος, ο βασιλεύς της Πρωσσίας, και οι επιτετραμμένοι της Γαλλίας και Αγγλίας συνηθροίσθησαν εις την Λεϊβάχην, όπως ανασπείσωσιν υπέρ της συντηρήσεως και μακροβιότητος αυτής.

Εν τούτοις τας αρχάς του ιδίου έτους 1821 εις τα προπύλαια της Ανατολής, εν παρημελημένον και υπόδουλον έθνος, μεγίστης μεν καταγωγής και ονόματος ενδόξου, αξιοθρήνητον όμως και ελεούμενον τότε από τον κόσμον όλον, διασυρόμενον δ’ έτι μάλλον εις τας περιγραφάς των περιηγητών ή ό,τι πραγματικώς ήτο, άνευ ιδικού γεωγραφικού χάρτου, αν και εδίδαξε τίνι τρόπω κατασκευάζονται οι χάρται, άνευ ποιήσεως, γραμμάτων και ωραίων τεχνών, αν και η ποίησις, τα γράμματα και αι ωραίαι τέχναι εκ τούτου απέρρευσαν και σήμερον διασώζονται, εσάλπιζεν από Ίστρου μέχρις Ευρώτου, και εκ του Βοσπόρου μέχρι του Αδρίου, ΘΑΝΑΤΟΣ ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Εβόα δε προς την διδαντιαίαν της Τουρκίας μονοκρατορίαν, την τόσον μονίμων εγκαθιδρύσαν πλέον επί των τριών του κόσμου μεγάλων ηπείρων «Συ μεν έρχη προς με εν ρομφαία και δόρατι, και ασπίδι. Εγώ δ’ έρχομαι προς σε εν ονόματι Κυρίου Σαβαώθ.»

Ανοίγομεν το γέμον ενδιαφερουσών αληθειών θέατρον του επταετούς τούτου δράματος εν Κωνσταντινουπόλει, εις την γηραλέον ταύτην αυταδέλφην της Ρώμης, και βασιλίδα των πόλεων, την τοσαύτα ιδούσαν και παθούσαν, και ήτις σήμερον είναι περιβεβλημένη εξωτερικών τον τερπνότερον ιμάντα της φύσεως, έσωθεν δε αι σαθραί οικοδομαί της, αι λαβυρινθώδεις και βορβορώδεις οδοί της, γέμουσαι ποδογύμνων ανδραρίων, αχθοφόρων, όνων και καμήλων, παρουσιάζουσιν αυτήν ως σκωληκόβρωτον πτώμα, θάττον ή βράδιον ρέπον ν’ αποσήψη και εγκαταλείψη τας εξωτερικάς αυτού καλλονάς, προς όντινα πλησιέστερα ευρεθή να τας κληρονομήση.

Οδηγούμεν τον αναγνώστην μας εις τον ναόν του Αγίου Γεωργίου, ή μάλλον προς την εν Φαναρίω Μεγάλην Εκκλησίαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’

Η ΑΓΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΙΣ

Περί την αριστεράν όχθη του Κερατίου κόλπου, εν τη του Φαναρίου ενορία, υπήρχε το 1614 μικρόν γυναικείον μοναστήριον, όπερ Τιμόθεος ο εκ Πανόρμου της Κυζίκου πατριάρχης αντικατάστησεν αντι της Αγίας Σοφίας, ην μετά την άλωσιν της Κωσταντινουπόλεως κατέσχον οι Τούρκοι.

Και προς ανάμνησιν του ισλαμισθέντος άπαξ εκείνου μεγάλου ναού του Ιουστινιανού, επωνόμασε το νέον Πατριαρχείον Μεγάλην Εκκλησίαν.

Δυστυχώς το 1701, εις την φοβεράν αποστασίαν κατά του Σουλτάνου Μουσταφά του Β΄, οι στασιώτες ιεροσύλησαν και διεμέρισθησαν όλα τα της Μεγάλης Εκκλησίας κειμήλια. Και ήδη το νυν πατριαρχείον δεν είναι, ειμή οίον ο πατροιάρχης Ιερεμίας ο Γ΄ ο Πάτμιος μετά χρόνους δέκα ανέκτισε, και οίον ο Γρηγόριος Ε΄ το 1784 ανεκαίνισεν.

Οικοδόμημα ξυλοστεγές διαιρούμενον εις κελλία και συνοδικά, επερειδόμενον επί των αρχαίων της πόλεως τειχών, είναι η εξωτερική μορφή του.

Ο δε ναός του Αγίου Γεωργίου, με τον εν αυτώ αρχαίον θρόνον των Πατριαρχών, και τον άμβωνα των Χρυσοστόμων, και το ημίτομον του μαρμαρίνου κίονος εφ’ ου προσδεθείς εφραγγελώθη ο Χριστός, είναι τα μόνα όσα δύναται τις εντός της ιεράς ταύτης κατοικίας να θαυμάση.

Περί το μεσονύκτιον της μεγάλης παρασκευής του έτους 1821, δηλαδή την ογδόην του απριλίου, εν βαθυτάτη και ζοφώδει νυκτί, ογδοηκοντούτης περίπου γέρων, μετρίου αναστήματος, την όψιν μελαψός, ισχνός το πρόσωπον, με χαρακτήρας ζωηρούς και πλήρεις εκφράσεως, με τρίχας ψαράς και πώγωνα αραιόν και μάλλον μικρόν, φέρων το σεβάσμιον της ορθοδόξου εκκλησίας ένδυμα, και χειραγωγούμενος από κομψόν νεανία, καταβάς από την οικίαν του πατριαρχείου εισάβη εις την του Αγίου Γεωργίου εκκλησίαν.

«Προφθάσωμεν το πρόσωπον αυτού εν εξομολογήσει, και εν ψαλμοίς αλαλάξωμεν αυτόν,» ο γέρων αντικρύ του ιερού βήματος σταθείς είπε.

Τρις δε ποιήσας τον σταυρόν του, εισήλθεν εις αυτό.

Εξήλθε μετ’ ολίγον και παρέδωκε προς τον νέον σκεύη τινά εις μετάξινον ύφασμα περιτετυλιγμένα.

Τα ησπάσθη ο νέος, ησπάσθη την χείρα του περσβύτου, και τα υπέκρυψεν υπό την πλατείαν κάπαν του.

«Είμαι έτοιμος,» μετά ταύτα επρόσθεσε.

Περιέτρεξαν αρκετόν διάστημα τα δύο ταύτα άτομα, και δεν εστάθησαν, ειμή εις την πύλης του Σεραγίου Ογζούν- Καπουσού καλουμένην, την παρά τη ειρκτή του Βοστανζή ή Φούρνον.

- Ποίος είναι; άγριος ως δράκων γενίτζαρος βροντοφώνως ανέκραξεν.

- Έχω την άδειαν να έμβω εις την ειρκτήν των αρχιερέων, είπεν ο γέρων τουρκιστί· και έδειξεν έγγραφον άδειαν του μεγάλου Βεζύρου.

- Σταθήτε να ερωτήσω τον αξιωματικόν μου, απεκρίθη ο φύλαξ, φιλήσας με σέβας την άδειαν.

Έφθασε και ο αξιωματικός και μετά τινας ερωτήσεις ο ίδιος τους ωδήγησεν εις την ειρκτήν.

Εντός υγρού ημιυπογείου, φωτιζομένου αμυδρώς εκ κρεμαμένης κανδύλας, έκειντο χαμαί άνευ στρωμνών αλυσοφόροι, οι αρχιερείς Διονύσιος Καλλιάρχης ο Εφέσου, ο Δέρκων Γρηγόριος, ο Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τουρνόβου Ιωαννίκιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, και διάφοροι άλλοι της ορθοδόξου εκκλησίας υπηρέται.

Ήσαν πρεσβύται· εκάστου δε το ρυτιδώδες μέτωπον, η χιονώδης κεφαλή, και η αθλία εκείνη κατάστασις, ενέπνεον ρίγος και βαθύτατον σέβας.

- Ο παναγιώτατος ημών πατριάρχης, έκραξεν ο αρχιερεύς Εφέσου εις την εμφάνισιν του γέροντος· άπαντες δ’ επάσχισαν ολίγον να προσηκωθώσι.

- Καγώ μεθ’ υμών, διά της δεξιάς ευλογών, με φωνήν συγκεκινημένην είπεν ο μέγας ιεράρχης· στρέψας δε προς τον αξιοματικόν, και φιλοφρόνως αποχαιρετών τούτον επρόσθεσεν· Η άδεια του Βεζύρου είναι να μείνω μετά των φυλακισμένων μόνος.

Ο αξιωματικός έρριψεν οργίλον βλέμμα και εξήλθεν υποτραυλίζων φράσεις ακαταλήπτους.

«Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς, τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού, και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς.»

Άμα έμειναν μόνοι, δεικνύων τον απερχόμενον αξιωματικόν, προσέθηκεν ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ και οι οφθαλμοί αυτού υγράνθησαν εκ δακρύων διά την αθλίαν εκείνην κατάστασιν των αρχιερέων.

- Ποία ανάγκη, θεοφιλέστατε ιεράρχα, σε φέρει εις τοιαύτην ώρα ενταύθα; ηρώτησεν ο Νικομηδείας.

- Η κρισιμωτέρα πασών… αύτη. Και εκβαλών εκ των κόλπων επιστολήν κατά την γριφώδη της φιλικής εταιρίας διάλεκτον γεγραμμένην, ήρχισε την ακόλουθον ανάγνωσιν.

«Ο αγαπητικός μου (α) ο ευρισκόμενος παρά τω απαθεί (β) με ειδοποιεί ότι, εμμανής ούτος διά τας προόδους της βροχής (γ) της οποίας σύννεφα (δ) έμαθεν ότι είναι οι δυστυχείς (ε), απεφάσισε να θέση εις κατάπαυσιν (στ) όλους τους εν τω ακινήτω (ζ) ήδη.

Δανείζω (η) τούτο προς υμάς τον παλαιότερον (θ) και σπεύσατε να πωλήσετε (ι) με τα Τζιράκια (κ) των σιδηρών (λ) Νικολάου (μ) και του φιλανθρώπου (ν).»

- Δεν εχρειάζετο η επιστολή αύτη διά να μας καταδείξη ότι ο θάνατος είναι ενώπιόν μας… Εις ταύτην του Βοστανζή την ειρκτήν δεν θέτονται, ειμή οι διά θάνατον, είπεν ο Θεσσαλονίκης.

- Τον περιμένομεν ασμένως, διέκοψεν ο Τουρνόβου Ιωαννίκιος, και είθε το αίμα μας μόνον να επαρκέση προς τελεσφόρησιν του μεγίστου τούτου έργου… Ναι, Κύριε ο Θεός μου, ρύσαι ως άλλον Δανιήλ και τον Χριστιανικόν τούτον λαόν εκ των σκληρών ονύχων των Αγαρηνών.

- Αμήν! Αμήν! Αμήν! σιγαλέως επρόφερον άπαντες.

Τότε ο πατριάρχης μετά βαθείαν σιωπήν ελάλησεν ούτω·

- Άγιοι πατέρες! γηραιοί πατέρες του ιερού τούτου αγώνος, και πρόδρομοι της απελευθερώσεων του ενδόξου Ελληνικού έθνους! Η ώρα εσήμανε!! Το πικρόν ποτήριον προς ο και ο Κύριος ημών εδειλίασεν, ουκ έστι πλέον μακράν μας!… γενναιότης να τον πίωμεν!!! ο δε θάνατος ημών θέλει εμπνεύσει και αγανάκτησιν και ανδρείαν προς άπαντας τους Έλληνας.

«Ο Σουλτάνος Μαχμούτης, ο μέγας Βεζύρης και το Διβάνιον όλον, θετικώτατα επληροφορήθησαν, ότι καγώ και άπαντες υμείς γνωρίζομεν τα της Εταιρίας.

«Ακούσατε την φρικτήν ταύτην σκηνήν.

«Την παρελθούσαν δευτέραν, δηλαδή εις τας 4 τούτου, προσεκλήθην εις του μεγάλου Βεζύρου Βενδερλή?Αλή το δωμάτιον το παρά τω Αλάι?Κιόσκι.

«Εκεί εύρον τον μέγαν διερμηνέα της Οθωμανικής Πύλης Κωνσταντίνον Μουρούζην, και τον αδελφόν αυτού Νικόλαον. Ήσαν γονυκλινείς, ασκεπείς, ανυπόδητοι, και με χείρας εσταυρωμένας εις το στήθος.

«Ο Βεζύρης, ανήσυχος ως πάνθηρ, ωχρός την όψιν, διέτρεχε την αίθουσαν κροταλαίοις βήμασιν, αναστρέφων τα σκεύη, και διασπείρων πτόησιν εις τους παρευρισκομένους,

- «Λάβε τους αθλίους τούτους να τους εξομολογήσης πριν τους κρεμάσω… δος εις αυτούς εκείνο το κρασί όπου σεις καλείτε αίμα του προφήτου σας, χλευαστικώς επρόσθεσεν άμα εισήλθον.»

«Υπήκουσα άνευ λέξεως. Έστειλα τον διάκονόν μου να φέρη την αγίαν μετάληψιν εκ της πλησιεστέρας εκκλησίας.

«Και μετ’ ολίγον αποσύρας τους δύο πρίγκηπας προς το άκρον της αιθούσης, μετέδωκα εις αυτούς των αχράντων μυστηρίων, διακοπτόμενος μόνον εκ των καγχασμών των παρευρισκομένων μουσουλμάνων.

«Τότε ο μακαρίτης Κωνσταντίνος μ’ εψιθύρισε· «Παναγιώτατε! σώσον σεαυτόν και την Σύνοδον αν δύνασαι. Ο Σουλτάνος διά να κατατρομάξη τους αποστάτας μέλλει όλους να σας θανατώση.»

Την αυτήν στιγμήν ο Βεζύρης άδραξε τον ώμον μου.

- «Τι κρυφά έχετε εδώ;» έκραξε.

«Πάτερ, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν, αίπα κατ’ εμαυτόν.

«Ο Κωνστ. Μουρούζης κατεβιβάσθη από το παλάτιον του Βεζύρου.

«Ο Σουλτάν?Μαχμούτης ευρίσκετο εις τα παράθυρα του Αλάι?Κιόσκι.

«Επλησίασα καγώ εν των παραθύρων, και είδον τον δυστυχή Κωνσταντίνον από τον δήμιον γονατιζόμενον.

«Έστρεψε ούτος την κεφαλήν και μ’ εθεώρησε· μετά ταύτα αποταθείς προς τον μονάρχην με γοεράν φωνήν ανεκραύγασε·

- «Τύραννε αιμοβόρε! η εσχάτη ώρα της βασιλείας σου εσήμανεν… Ο Θεός εκδικήσει το έθνος μου… Θα τιμωρηθής διά τας ανομίας σου…»

«Πριν αποτελειώση, η κεφαλή του έπεσεν εκ της σπάθης του δημίου.

«Αλαλαγμός δε λυσσώδης χιλίων Οθωμανών συνώδευσε το κακούργημα.

«Και πάλιν επί της αυτής προκυμαίας, και υπό τα όμματα Μαχμούτη του Β’ κατεκερματίσθη και ο αυτάδελφος αυτού Νικόλαος.

- Αιωνία η μνήμη! Αιωνία η μνήμη των! έκραξαν οι αρχιερείς.

- Ήδη σήμερον καθ’ ην στιγμήν έλαβον την επιστολήν, ην σας προανέγνωσα, εκλήθην από τον μέγαν Βεζύρην, εξηκολούθησεν ο ιεράρχης.

«Ήτο πραότερος την φοράν ταύτην. Μ’ έδειξε θέσιν επί του ανακλίντρου, και μ’ επρόσφερε καπνοσύριγγα.

- «Γνωρίζω βεβαιότατα ότι οι εν τη ειρκτή αρχιερείς είναι μέλη της εταιρίας, είπεν… υμείς εν τούτοις υποθέτω ότι είσθε πιστός προς τον Σουλτάνον.»

«Έκλινα την κεφαλήν ολίγον χωρίς να προφέρω λόγον.

«- Καγώ και ο Πατισάχ έχομεν ανάγκην της συνδρομής σας· υμείς μόνος δύνασθε ν’ απαλλάξητε τους επιλοίπους Χριστιανούς από τον αναπόφευκτον θάνατον. Σπεύσατε εις την φυλακήν και εξομολογήσατε τους αρχιερείς· ό,τι δε μάθετε, καταθέσατέ το ενώπιον της υψηλότητός του… Ιδού σας πέμπει την αδαμάντινον ταύτην ταμβακοθήκην, δείγμα της απεριορίστου προς υμάς υπολήψεως.»

Και ο πατριάρχης Γρηγόριος έδειξε ταμβακοθήκην πολυτιμοτάτην. Μειδιάσας δε,

- Βλέπετε;… είναι τα τριάκοντα αργύρια άτιμα μ’ εδόθησαν διά να σας προδώσω, επρόσθεσεν.

«Επιστρέψας εις το πατριαρχείον ενθυμήθην τους λόγους του πρίγκηπος Μουρούζη. Ανελογίσθην πάραυτα ότι η απόφασις του Σουλτάνου διά να μας θανατώση, ήδη εξεδόθη. Φοβούμενος όμως την ομόθρησκον Ρωσσίαν, ζητεί να μεταχειρισθή όργανον εμέ… ζητεί να του καταθέσω εγγράφως ότι είσθε προδόται, διά να δείξη το έγγραφον προς τον κόμητα Στρογκονώφ… Ενθυμείσαι, σεβάσμιε πάτερ, στραφείς προς τον αρχιερέα Δέρκων, ότε φίλος σας μ’ εσυμβούλευεν εις πλήρη συνεδρίασιν της Συνόδου, ημέρας τινάς πριν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διαβή τον Προύθον, να παραιτηθώ της πατριαρχικής εξουσίας, και απέλθω εις Πελοπόννησον, όπως διαφύγω τον θάνατον; Ενθυμείσαι τι απεκρίθην;

«Γνωρίζω, είπα, ότι το σώμα μου ιχθύες του Βοσπόρου θέλουν το καταφάγει. Πλην και εγώ, και όλον το ιερατείον της Κωνσταντινουπόλεως οφείλομεν ν’ αποθάνωμεν ενταύθα διά την κοινήν σωτηρίαν. Ο θάνατός μας και της Ευρώπης την συμπάθειαν κατά του τυράννου θέλει κινήσει, και ανδρείαν προς τους Έλληνας εμπνεύσει. Αν όμως ημείς δραπετεύσωμεν, ο Σουλτάνος θέλει μάλλον εξαγριωθή, και θέλει κατασφάξει πάντα Χριστιανόν.»

«Η ώρα έφθασε, με γαλήνην επρόσθεσε ο πατριάρχης Γρηγόριος, ακοντίζων το διορατικόν του βλέμμα προς τους αρχιερείς. Και η εσπέρα αύτη είναι η τελευταία, καθ’ ην μεθ’ υμών συναπαντώμαι επί της γης.

«Προσέλθετε, άγια τέκνα μου, να συγκοινωνήσωμεν και συνεξομολογηθώμεν. Ας υψώσωμεν την διάνοιαν ημών προς τον ετάζοντα καρδίας και νεφρούς. Και ας ευχαριστήσωμεν τούτον, ότι τοιούτον ένδοξον θάνατον μας εδώρησεν. Ελθέ, Θρασύβουλε! ελθέ τέκνον, έκραξε τον νέον, όστις με οφθαλμούς πλήρεις δακρύων ήκουε ταύτα.

Επλησίασεν ούτος με τα ιερά σκεύη και συναθροισθέντες τότε εν τω βάθει ειρκτής οι ταλαίπωροι αρχιερείς, ήρξαντο του μυστικού δείπνου.

Η δραματική αύτη σκηνή μόλις είχε διεκπαιρεωθή, και ο νέος Θρασύβουλοε, του συγγράμματος τούτου εις των πρώτων ηρώων, ανίκανος να καταδαμάση την συγκίνησιν αυτού, γυμνώσας σπάθην δαμασκηνήν, ην υπό την ευρεία αυτού κάπαν υπέκρυπτεν, ερρίφθη εν τω μέσω των αρχιερέων, και με πνιγηράν φωνήν ανέκραξεν.

- Ευλογήσατε, άνδρες μακάριοι, την σπάθην μου ταύτην.

Οι ιεράρχαι εθεώρησαν τον νέον και εις το σκιόφως του υπογείου το πρόσωπον αυτού ήτο φαεινόν, ωραίον ως το του αρχαγγέλου Γαβριήλ.

- Ευλογημένον και άκαμπτον το ξίφος σου, τέκνον μου, είπεν ο πατριάρχης Γρηγόριος. Είσαι νέος φιλότιμος και ρωμαλέος. Ο Κύριος να σε καταστήση μίαν των πρωτίστων του έθνους στηλών· μηδέποτε βολή εχθρού να μη σ’ εγγίση· μηδέποτε φόβος να εισέλθη εις την καρδίαν σου. Και τότε μόνον να πατήσης του τάφου σου το έδαφος, όταν ίδης την πατρίδα και την θρησκείαν σου απελευθερωμένας.

- Αμήν! εξεφώνησαν άπαντες.

- Αμήν! επανέλαβε και ο Θρασύβουλος. Το ευλογηθέν τούτο ξίφος έστω το φυλακτόν μου. Ο βραχίων μου όσον το κρατεί, ο θάνατος τωόντι δεν θέλει τολμήσει να με πλησιάση. Κατασπασθείς δε τούτο πάλιν, το έβαλεν εις την θήκην.

Ετοίμου όντος του πατριάρχου ν’ αφήση τους φυλακισμένους, ο γέρων αρχιερεύς Αδριανουπόλεως Δωρόθεος ο Πρώιος, ο γνωστός διά τας επιστημονικάς και φιλοσοφικάς γνώσεις του, ωμίλησεν ούτω.

- Μακάριε ιεράρχα! Θεοσέβαστοι αρχιερείς και άγιοι πατέρες οι συμπεφυλακισμένοι.

«Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πυρ και θείον, και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών, ότι δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησε», λέγει ο προφητάναξ Δαυίδ.

«Προς το ιερόν τούτο ρητόν τον νουν ημών ανυψούντες, οι ποιημένες ημείς της χριστιανικής εκκλησίας, αγογγύστως πρέπει να περιμένωμεν τον θάνατον· καθ’ όσον μάλιστα η πηγή της χάριτος, εξ ης προ μικρού μετέσχετε, διά να διαμείνη, πρέπει να εύρη την καρδίαν σας ιλαράν και ατάραχον.

«Αν δε τις ιερά επιθυμία, του να ίδητε την ανόρθωσιν του ελληνικού έθνους, εκ των εγκοσμίων τούτων έτι μένει παρ’ υμίν, η επιθυμία αύτη είναι συγχωρημένη από τον Παντοκράτορα διότι αποβλέπει την απελευθέρωσιν των ναών και τόπων, εν οις ετέχθη ο Ιησούς, την εξόντωσιν της ιεροσυλίας, του φόνου και παραβιάσεως από ταύτην την χώραν, την φωτίσασαν τους νυν πολιτισμένους, την επιδεκτικήν και πάλιν να κατασταθή μία εκ των πρώτων.

«Ουδέν άλλο αίσθημα, ω άγιοι πατέρες, μη επιρρεάση την καρδίαν υμών· απορρίψατε πάσαν κατά των τυράννων σας απέχθειαν· παρακαλείτε δε μόνον τον Ύψιστον να συγχωρήσει αυτούς. Και γαρ ος επάταξεν έθνη πολλά, και απέκτεινε κραταιούς βασιλείς, τον Σηών, βασιλέα των Αμορραίων, και τον Ωγ, βασιλέα της Βασάν, και πάσης της βασιλείας Χαναάν, ούτος παιδεύσει αυτούς, και ενισχύσει τους ασθενείς Χριστιανούς κατά των λεόντων τούτων.

«Ο θάνατός μας, ω άγιοι πατέρες, είναι ενδοξότερος των επί Νερώνων, Δομιτιανών, Ταϊανών και Σευήρων μαρτυρησάντων· διότι εκείνοι εφονεύοντο υπέρ της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού, ενώ ημείς πίπτομεν υπέρ της απελευθερώσεως αυτού εκ των ονύχων των τρισβαρβάρου Ισλαμισμού.»

Επάρας μετά ταύτα, όσον ηδύνατο, τας αλυσιφόρους αυτού χείρας προς τον ουρανόν· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Αμνός του Θεού, ο διά τα έθνη σταυρωθείς, και της γης την ανομίαν αποπλύνας, μεσίτευσον προς τον σον πατέρα υπέρ των αμαρτωλών ημών.»

- Αμήν! Αμήν! Αμήν! είπον άπαντες.

- Μακάριοι έσεσθε εις τους άπαντας, τέκνα μου, είπεν ο πατριάρχης. Ώρα είναι να σας εγκαταλείψω. Δεν σας αποχαιρετώ, καθ’ ότι συντόμως απαντηθησόμεθα όπου ουδέν στοιχείον, ουδεμία ισχύς δύναται πλέον να μας διαχωρίση.

Ευλογήσας δε τρις τους αρχιερείς.

- Ακολούθει, τέκνον, επρόσθεσε και πάλιν προς τον Θρασύβουλον, και αφήκε την ειρκτήν, και τον εν αυτή κλήρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’

Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΜΒΑΚΟΘΗΚΗ

Ο ήλιος έχεε το ροδόχρουν λυκαυγές αυτού επί του ουρανού της πόλεως των Κωνσταντίνων, και εκάστη ιριδιώδης ακτίς τούτου, ως γραφίς ζωγράφου προσέθετε νέον χρώμα και νέαν σκιάν επί της μεγάλης εικόνος της φύσεως, ότε ο πατριάρχης Γρηγόριος και ο νέος Θρασύβουλος ήσαν πλέον μακράν των τειχών του πνιγηρού των αρχιερέων κατοικητηρίου.

Ενώ διήρχοντο κώμην τινά, ο πατριάρχης δεν ηδυνήθη να μη σταθή και θεωρήση ολίγον τους επτά της πόλεως λόφους, τον πλήρη πλοίων Κεράτιον κόλπον, την αείρροον οφιοειδή κλίνην του Βοσπόρου, ήτις ως άφωνος καταρράκτης εκκενόνει τον ένα πόντον εν τω άλλω, και ήτις ως εκ ράβδου Μωυσέως ηνεώχθη, όπως μήποτε συνδεξιωθώσι πλέον η Ευρώπη και η Ασία.

Έρριψε το βλέμμα προς το αγλαοφεγγές στερέωμα αφ’ ου ολίγοι μόνον αστέρες, αποσπώμενοι του πέπλου της φευγούσης νυκτός, εσβύνοντο και ούτοι, ως πομφόλυγες, εις τα φυσήματα του Λάμπωνος και Φαέθοντος της προβαινούσης Ηούς.

Έστρεψε την κεφαλήν προς τας τερπνάς εξοχάς της Χρυσουπόλεως, εις ας ο βασιλικός, το ηδύοσμος και τα ρόδα έχυνον της σμύρνης και κασσίας τ’ αρώματα, και έρραινον με μάργαρον δρόσον τα όντα όλα, όσα την εωθινήν εκείνην ώραν ήσαν έξυπνα, και προς τον Θρασύβουλον είπε·

- Θεώρησον πόσον μεγαλοπρεπείς, τέκνον μου, είναι οι ουρανοί τούτοι, ους ο επί ξύλου κρεμασθείς εκρέμασεν άνωθεν της πόλεως ταύτης της ανομίας.

«Η Κωνσταντινούπολις, υιέ μου, σήμερον ομοιάζει βάραθρον δυσειδούς βορβόρου! Εν τούτω κατοικεί ο Σατανάς και οι πειρασμοί του. Εδώ μεθύσκεται χαράς θεωρών τους οπαδούς του βασανίζοντας και κατασπαράσσοντας τους εν αυτών πίπτοντας Χριστιανούς. Πρέπει τη αληθεία υπεράνθρωπος δύναμις να εκκαθαρίση την κόπρον ταύτην του Αυγείου!… Ιδέ τους βράχους του Ιωσαφάτ, μάρτυρας του κηρύγματος του Κυρίου! Ιδέ τ’ άγια Ιεροσόλυμα και τον Ιορδάνην! Ιδέ την χώραν της Αιγύπτου εις ην άρτον έβρεξεν, ην νέφην την ημέραν επεσκίασαν, και στήλη φωτός την νύκτα εφώτισεν. Ιδέ την βάτον του Χωρήβ, εν η ο Κύριος κρυβείς προς τον Μωυσήν ελάλησεν!!… όλα, όλα τ’ άγια ταύτα μέρη βρύσις αίματος Άβελ είναι, και μάχαιρα Κάιν μαστίζει. Άμα επιστρέψωμεν εις το πατριαρχείον, τέκνον μου, αναχώρησον δι’ Οδησσόν. Θέλω σε συστήσει προς τους εκεί ομογενείς εμπόρους. Δύνασαι να τελειώσης εις την πόλιν ταύτην τας σπουδάς σου, και ακολούθως διέτρεξον και συ τον εμπόριον.

- Εγώ να υπάγω, παναγιώτατε, εις Οδησσόν! εγώ να γίνω έμπορος! εγώ ο φέρων την αγιασθείσαν από την παναγιότητά σου και δεκαπέντε άλλους της εκκλησίας μας αρχηγούς σπάθην!… Θα υπάγω να καταταχθώ εις τον Ιερόν λόχον· δεν ζητώ άλλο, ειμή μίαν συστατικήν προς τον Αλέξανδρον Υψηλάντην… Γνωρίζεις, θείε μου, εκ της στιγμής της αγίας σας εξομολογήσεως εις την ειρκτήν, οποίαν διαφοράν εις εμαυτόν αισθάνομαι;… μοι φαίνεται ότι αι τρίχες της κεφαλής μου ζωοποιούνται ως να ηλείφθησαν από άγιον μύρον· ότι το σώμα μου όλον αποκατεστάθη άτρωτον από την ευλογίαν εκείνην… ω! πότε να γυμνώσω την σπάθην μου, ω! πότε να πέσω κατά των απίστων!…

- Ομίλει σιγώτερα· ενθυμού ότι ευρίσκεσαι εις την Κωνσταντινούπολιν… ακούω βήματα όπισθέν μας.

- Παπά! Παπά! συγχρόνως ηκούσθη μία φωνή. Και στρέψαντες, είδον πτωχόν γραικόν τρέχοντα προς αυτούς.

- Τι είναι; ηρώτησεν ο Θρασύβουλος.

- Δύο Τούρκοι με κυνηγούν, ασθμαίνων είπεν ο γραικός.

Τωόντι δεν είχε τελειώσει, και δύο Οθωμανοί οπλοφόροι ενεφανίσθησαν ενώπιόν των.

Ο πατριάρχης, αν και άγνωστος προς αυτούς, διά του γλυκέος τρόπου του και ολίγου χρυσίου, κατώρθωσε να τους απομακρύνη εκείθεν.

- Αφού γνωρίζης τον καταδιωγμόν όστις γίνεται τας ημέρας ταύτας προς τους Χριστιανούς όλους, ηρώτησεν ο Θρασύβουλος, διατί εξέρχεσαι την ώραν ταύτην, καθ’ ην αι οδοί ολοτελών είναι έρημοι;

Η πτώχια, Κύριε, η πτώχια!… έχω τόσα παιδιά να θρέψω!…

- Τόσα παιδιά!… και συ φαίνεσαι πολύ νέος… Ποίον είναι το επάγγελμά σου; ηρώτησεν ο πατριάρχης.

- Καϊξής… Με συγχωρείς, δέσποτά μου… αν δεν έχω λάθος, νομίζω ότι είσθε ο παναγιώτατος πατριάρχης μας; συνεχόμενος εις εαυτόν εκ του φόβου ηρώτησεν ο γραικός αποκλύπτων την κεφαλήν.

- Μάλιστα, τέκνον μου… είσαι λοιπόν πτωχός; Λάβε, επρόσθεσεν ο ιεράρχης εγχειρίζων προς αυτόν ποσότητα αργυρίου.

- Σας ευχαριστώ! σας ευχαριστώ!… ο Χριστός μας σας έφερεν εμπρός μου! έχω να βοηθήσω τόσας ψυχάς… Πρέπει να γνωρίζετε ότι τον μικρόν καΐκι μου έσωσε πολλούς τας ημέρας αυτάς… τους επήγα εις Ρωσσικά πλοία… Και ταύτην την στιγμήν όπου τόσον ενωρίς είμαι εις τον δρόμον, είναι διότι επήγαινα ν’ αγοράσω ζωοτροφίας διά μίαν οικογένειαν, την οποίαν έχω κρυμμένην εις το σπήτι μου… με το υποκάμισον προχθές την νύκτα εξέφυγαν από τα χέρια των γενιτζάρων.

Ο πατριάρχης έκθαμβος εστάθη και τον εθεώρησε:

- Γνωρίζεις τ’ όνομα της οικογενείας;

- Μάλιστα, παναγιώτατε… είναι του Δημητράκη Μουρούζη· συγγενείς του Κωστάκη και Νικολάκη τους οποίους εχάλασεν ο Σουλτάν Μαχμούτης… Εμέθυσαν τους φύλακας και έφυγαν… εγώ τους έφερα το κρασί και τους εμέθυσαν.

Ο γέρων πατριάρχης εις τους λόγους του πορθμέως δεν ηδυνήθη να δαμάση την συγκίνησίν του. «Έσο ευλογημένος, καλέ μου Χριστιανέ, είπε. Τα πλούτη του Αβραάμ και Ισαάν να σε δώση ο Κύριος, διότι εις αγαθοεργίας μέλλεις να τα μεταχειρισθής.» Εκβαλών δε τη αδαντοκόλλητον του Σουλτάνου ταμβακοθήκην, ως και όλα τα χρυσά νομίσματα όσα μεθ’ εαυτού έφερε, «Λάβε ταύτα, επρόσθεσε, διά να θρέψης τα τέκνα σου, και να βοηθήσης ομοίως την οικογένειαν, ης δίδεις εις τον οίκον σου άσυλον.»

- Δεν εννοείς να μου τα χαρίσης; ηρώτησεν ο πτωχός πορθμεύς αποβλέψας προς αυτόν με ανοικτούς οφθαλμούς.

- Μάλιστα, μάλιστα, σε τα χαρίζω, καλέ μου άνθρωπε.

- Στάσου! στάσου! παναγιώτατε, τρίβων τους οφθαλμούς του είπεν ο γραικός καθήμενος χαμαί… σαν όνειρο με φαίνονται τα βριλάντια ταύτα… η ταβακέρα είναι μία κατάστασις… εγώ ‘μπορώ ν’ ανοίξω με αυτήν ιδικόν μου Τζοβαέρ?Βεζεστένι!…

- Και πάλιν σε συσταίνω να λάβης πρόνοιαν διά τους Χριστιανούς τους οποίους έχεις εις τον οίκον σου, επανέλαβεν ο πατριάρχης αποχαιρετών.

- Και την ζωήν μου θα θυσιάσω δι’ αυτούς, απεκρίθη· εγώ δεν ήμην πάντοτε πορθμεύς… ήτο ποτέ και ο πατήρ μου ευκατάστατος…

- Καταλληλοτέραν τύχην αδύνατον ήτο να λάβη η ταμβακοθήκη αύτη του Σουλτάνου!… να ιδήτε, παναγιώτατε, δι’ αυτής θέλει σωθή η οικογένεια των Μουρούζη, είπε μετ’ ολίγον ο Θρασύβουλος.

- Ουδέν γίνεται εις τον κόσμον, αν πρότερον δεν γραφθή εκεί, δεικνύων τον ουρανόν, είπεν ο ιεράρχης ότε εισήρχετο εις την πύλην του Πατριαρχείου.

Όλην την ημέραν του μεγάλου σαββάτου την διήλθεν εν μελέτη και προσευχή· το δ’ εσπέρας είπε προς τον Θρασύβουλον·

- Λάβε το συστατικόν όπερ διά τον Αλέξανδρον Υψηλάντην επιθυμείς. Ιδού και δύο άλλας επιστολάς προς δύο μεγαλεμπόρους της Οδησσού· ιδού και μίαν ποσότητα χρημάτων δι’ έξοδά σου· ιδού και την επιστολήν ταύτην προς τους Κυρίους Μ… και Συντροφίαν· τους λέγω εις ταύτην, εν καιρώ θανάτου μου, να σε αναγνωρίσωσι κληρονόμον της ανά χείρας των καταστάσεώς μου. Άφες τώρα το πατριαρχείον και την Κωνσταντινούπολιν όσον δύνασαι ταχύτερον… τρέξε εις τον λιμένα και επιβιβάσου εις το πρώτον Ρωσσικόν πλοίον το οποίον απόψε φεύγει.

- Δεν ειμπορώ ν’ αναχωρήσω, πριν ίδω τι μέλλει γενέσθαι με τους Αρχιερείς και υμάς τον ίδιον!

- Είναι μωρία! είτε ζήσωμεν είτε αποθάνωμεν, δεν δύνασαι εις τίποτε να μας χρησιμεύσης… κινδυνεύεις μόνον να χαθής… και τότε; συλλογίσου τον γηραιόν πατέρα σου· την αρραβωνιαστικήν σου Ανδρονίκην…

- Τον πατέρα μου! την μητέρα μου! την αγαπητήν και ωραίαν μου Ανδρονίκην!… και την πατρίδα μου πρόσθες, και την θρησκείαν μου!! εμπαθώς εφώνησεν ο νέος. Βέβαια είναι ανάγκη ν’ αναχωρήσω από την Κωνσταντινούπολιν… υγίαινε, παναγιώτατε! δος μοι έτι άπαξ την ευλογίαν σου… άδηλον το πεπρωμένον… αν πρώτος όμως αναβής εις τον ουρανόν, μεσίτευσον και υπέρ εμού.

Και με δάκρυα και λόγους, ασυναρτήτους πολλάκις, ασπασθείς την δεξιάν του πατριάρχου, διευθύνθη μετά μικρόν προς τον Κεράτιον Κόλπον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’

ΜΙΑ ΦΡΙΚΩΔΗΣ ΣΚΗΝΗ

Το Πάσχα ανέτειλε συννεφώδες· ο ουρανός ήτο μέλας· η ατμοσφαίρα πιέζουσα και έτοιμος να διαρραγή εις καταρράκτας. Βρονταί και αστραπαί συνεχείς σχίζουσαι την κτίσιν, εν ακαρεί έφευγον εξ ανατολών προς δυσμάς. Η θάλασσα μ’ όλον τούτο ήτο νηνεμής· ούτε η ελαχίστη αύρα ζεφύρου έπνεε· και οι κανονοβολισμοί των χριστιανικών πλοίων, οίτινες εις τας παρελθούσας Αναστάσεις ήσαν ακράτητοι, την ημέραν ταύτην ήσαν ολίγιστοι και διακεκομμένοι.

Και αυτή η φύσις προανήγγελλεν ότι το των Γραικών Πάσχα έμελλε να τελειώση ολέθριον κατά την ημέραν εκείνη.

Ο πατριάρχης Γρηγόριος ηγέρθη εις όρθρον βαθύν. Πριν δε καταβή εις την εκκλησίαν του Αγίου Γεωργίου, όπως εορτάση την Ανάστασιν, εβυθίσθη εις μεγίστην μελαγχολίαν.

Περιεβλήθη τώρα τον βασιλικόν αυτού σάκκον, το χρυσόπαστον και κοσυμβωτόν περιτραχήλιόν του, έθεσεν επί κεφαλής την αδαμαντοφόρον μίτραν, εκρέμασε το επιγονάτιον, και υπό του πιστού του διακόνου Γαβριήλ παρακολουθούμενος, κετέβη εις τον ναόν, και ανέβη εις τον θρόνον των Χρυσοστόμων.

Οι ενταύθα ευρισκόμενοι Χριστιανοί ήσαν σκυθρωποί και άλαλοι. Έκαστος και ησθάνετο και με πικρίαν ανελογίζετο την απουσίαν τόσων αρχιερέων, και τας εν τη ειρκτή πληγάς των.

Ότε όμως ο ιεράρχης Γρηγόριος υψώσας την ποιμενικήν αυτού ράβδον και «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού,» ανέκραξε, τότε πλέον μία και η αυτή βοή, εις ψιθυρισμός διεκύμανε τας τάξεις των ανθρώπων.

«Αναστήτω το γένος! αναστήτω ο χριστιανισμός,» είπαν, και ζωή νέα εφάνη να εχύθη εις τας φυσιογνωμίας όλων.

Μετά την λειτουργίαν ο πατριάρχης επανήλθεν εις το πατριαρχείον, και εδέχθη τας επισκέψεις των Γραικών.

Κατά την ώραν εκείνην έφθασε και εις των τζοχαντάριδων του μεγάλου Βεζύρου, προσκαλών τούτον να υπάγη προς τον δεσπότην αυτού.

Εύρεν ο πατριάρχης τον Βενδερλή?Αλή εις καπνούς μέλανας πεπλανημένον μάλλον ή οργίλον.

- Λοιπόν! είπεν ο αντιβασιλεύς της Υψηλής Πύλης, χθες σ’ επερίμενα… ο δε παντοδύναμος αυθέντης μου επερίμενε την εξομολόγησιν των Αρχιερέων.

- Ήτο το μέγα σάββατόν μας και έπρεπε να το διέλθω εν προσευχή και μελέτη.

- Καλλίτερον ήθελεν είσθαι να διέλθης εν προσευχή και μελέτη την διαταγήν του αυθέντου και βασιλέως σου Σουλτάν Μαχμούτη εξ ης η κεφαλή του κρέμαται… Κατά τους λόγους σου λοιπόν δεν έλαβες καιρόν να καταστρώσης εγγράφως την εξομολόγησιν των φυλακισμένων;

- Όλην την ημέραν την διήλθον εν προσευχή και μελέτη, επανέλαβεν ο γέρων πατριάρχης.

Ο μέγας Βεζύρης ήρξατο να εκριπίζεται εις το ατάραχον αυτού.

- Ειπέ μοι λοιπόν προφορικώς τι ωμολόγησαν οι φυλακισμένοι;

Ο ιεράρχης έδεσε τας χείρας εις το στήθος, έρριψε τα βλέμματα χαμαί, και έμεινεν άφωνος.

- Δεν ομιλείς;

Ο Γρηγόριος εφύλαξε την αυτήν σιωπήν.

- Πολύ καλά!… άκουσε τι λέγει το Κοράνιόν μας.

«Ωδηγήσαμεν τον άνθρωπον προς την οδόν εις ην θέλει δείξει αν ήνει ευγνώμων ή αχάριστος. Και αληθώς ητοιμάσαμεν διά τους απίστους αλύσεις, και κρίκους σιδηρούς, και καίουσαν πυράν,» προσθέτει αλλού.

Νεύσας δε προς τούτον χαμηλοφώνως επρόσθεσεν· υπάρχει έτι έλεος και διά σε, και διά τους εις τα δεσμά αρχιερείς. Ας επιστρέψωσι προς τον Πατισάχ, και σε υπόσχομαι να λυτρώσω όλους του θανάτου.

- Ο εις άνθρωπος δεν δύναται να λυτρώση τον άλλον από τον θάνατον, είπεν ο πατριάρχης… «Όλοι του Θεού είμεθα, και προς τούτον θέλομεν επιστρέψει,» δεν λέγει το ίδιον το Κοράνιόν σας;

- Κιαφίρ! το ρήμα τούτο είναι μόνον διά τους Μουσουλμάνους, εμμανής τώρα ο Βενδερλή-Αλής εφώναξε… Θέλεις να ίδης αν έχω την εξουσίαν να σας φονεύσω ή να σας απολύσω;

- Ουδεμίαν εξουσίαν έχεις καθ’ ημών, αν μη σοι η δεδομένον άνωθεν, αταράχως τοις ιδίοις λόγοις του Ιησού Χριστού προς τον Οθωμανόν τούτον Πιλάτον απεκρίθη.

- Αχάριστος και μιαρά γενεά, πηδήσας εκ του ανακλίντρου τώρα ο Βεζύρης εν μέσω της αιθούσης, μετ’ αδημονίας συγκεντρωμένης ανεκραύγασε… Σεις κατηραμένα και ουτιδανά ανδράποδα τα οποία τόσον φιλανθρώπως ημείς εθέσαμεν εις το αυτό με ημάς ύψος! Σεις εις τους οποίους εσυγχωρήσαμεν ελευθέραν την δυσειδή θρησκείαν σας!… ζητείτε τώρα να πατήσετε και επ’ αυτών των τραχήλων μας;… Όχι! όχι! μα τον Προφήτην! μα τους αγγέλους τους χωρίζοντας την αλήθειαν από το ψεύδος!… μα την ημέραν της κρίσεως, όλους θα σας κρεμάσω!… γκελ, γκελ (εδώ, εδώ), κρούων τας παλάμας του επρόσθεσε με κραυγήν υψηλοτέραν.

Δύο τζοχαντάριδες εισήλθον.

- Σπεύσατε και αναγγείλατε προς τους αρχιερείς του πατριαρχείου εντός μιας ώρας να εκλέξουν άλλον πατριάρχην. Τούτον θα τον κρεμάσω… όχι… σταθήτε… διά τελευταίαν φοράν σ’ ερωτώ… ομολογείς των φυλακισμένων την εξομολόγησιν;

Ο ιεράρχης δεν επρόφερε λόγον· είχε δε τους οφθαλμούς τεταπεινωμένους προς το έδαφος.

Ο Βενδερλής ένευσε τότε προς τους διαγγελείς του ν’ αναχωρήσωσι, προς δε τους δορυφόρους του ν’ αποσύρωσι τον γέροντα Γρηγόριον εις την φυλακήν του Βοσταντζή.

Μόλις διεδόθη ότι ο Οικουμενικός πατριάρχης έμελλε ν’ απαγχονισθή, και αι αγυιαί και πλατείαι επληρώθησαν όχλου. Όλοι συνερωτώντο να μάθωσι το μέρος, εις ο έμελλε να λάβη χώραν η απάνθρωπος αύτη θυσία.

Οι Ιουδαίοι, οίτινες συνήθως εις το Πάσχα των Χριστιανών περιφέρονται με ό,τι ρακωδέστερον ένδυμα έχουν, κατά την παρούσαν ημέραν περιεβλήθησαν τους αδάμαντας και τα λαχώριά των· συνενούμενοι δε με τους Τούρκους, ηρέθιζον αυτούς κατά των δυστυχών Χριστιανών.

Οι δε τελευταίοι, διορώντες την καταιγίδα, εζήτουν και αυτά τα σπλάγχνα της γης ν’ ανοίξωσι διά να κρυβώσιν.

Ολίγαι ώραι και οι διαγγελείς του μεγάλου Βεζύρου επέστρεψαν αναγγέλλοντες ότι οι εναπομένοντες της Συνόδου αρχιερείς εχειροτόνουν ήδη νέον Οικουμενικόν πατριάρχην, τον Αρχιεπίσκοπον Ευγένιον της Πισιδείας.

Ο δήμιος εισήλθε τότε να δέση τας χείρας του Γρηγορίου, και αναγγείλη προς τούτον, μυστική τη φωνή ήδη προσευχόμενον και προετοιμαζόμενον, να τον ακουλουθήση.

Δειλία και ρίγος απόρρητον διεχύθη τότε εις το γηραιόν του σώμα. Ποίος δυνατόν να μείνη ατάραχος κατά τοιαύτας στιγμάς! Και αυτός ο ίδιος Χριστός ότε πέραν του χειμάρρου των Κέδρων κατά πρόσωπον εδέετο, «Πάτερ, ει δυνατόν, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο,» είπεν.

Ο πατριάρχης ηκολούθησε τον δήμιον· επειδή δε εβάδιζε βραδέως και μεγαλοπρεπώς, ο άγριος αιθίωψ ωθήσας αυτόν «Περιπάτει γρηγορώτερα, είπε, δεν έχω μόνον σε να τελειώσω.»

- Δεν βραδυπορώ, άνθρωπέ μου, διά να σε απασχολήσω της εργασίας σου, χαμογελών ο μάρτυς Γρηγόριος απεκρίθη. Είμαι σχεδόν ογδοηκοντούτης, και δεν δύναμαι ταχύτερα να βαδίζω.

Εις την ενορίαν των πατριαρχείων ήσαν πλήθος γενιτζάρων και Οθωμανικού και Ιουδαϊκού όχλου. Τα πλήθη συνωθούντο ποίος ν’ αναβή εις καλλίτερον μέρος. Οι ιστοί των πλοίων του στόλου και όλα τα επίλοιπα υψώματα μυρμηκοειδώς έβριθον ανθρωπαρίων. Οι δε λόφοι, τα παράθυρα και οι μιναρέδες των Τζαμίων επαρουσίαζον αποστροφικώτατην χαράν εξ ενός, και θέαν ωραίαν εξ άλλου.

Την ιδίαν σχεδόν ώραν καθ’ ην ο Γρηγόριος επί λέμβου μετεφέρετο από τους δημίους και τινας φύλακας εις το Φανάριον, ο νεοχειροτόνητος πατριάρχης Ευγένιος, με πομπήν ανωτέραν του συνήθους, διέβαινε τον πυλώνα των πατριαρχείων.

Οι συνοδεύοντες τούτον αρχιερείς και άλλοι ανώτατοι κληρικοί, ορώντες την κρεμάθραν και τον πρώην ιεράρχην των αιματόφυρτον, ρακώδη και δεδεμένον ως κακούργον, με τας ψαλμωδίας της τελετής ανεμίγνυον και τινας μυστικάς δεήσεις υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής εκείνου, όστις τρις τον υψηλόν των Ιγνατίων θρόνων ανέβη.

- Και αν θέλης να ζητήσης το έλεος του Πατισάχ, τώρα είναι αργά, προδότα, είπεν Οθωμανός τις γραμματεύς του Ρεΐζ-Εφένδη επίτηδες διά την καθαίρεσιν και αντικατάστασιν του πατριάρχου εκεί σταλείς.

- Θέλω ζητήσε το έλεος του Υψίστου υπέρ σου και των ασεβών Κυρίων σου. Εγώ αποθνήσκω τώρα· πλην και σεις θέλετε αποθάνει από τον θάνατον όστις προφθάνει αργά ή γρήγορα όλους τους ανθρώπους… Στρέψον και ιδέ τα πλήθη ταύτα!… άπαντα είναι πλάσματα και κτίσματα Κυρίου του Θεού σου! Ουαί εις τον αδικούντα ή θανατόνοντα ένα των τοιούτων.

Ο αρχιγραμματεύς και ο αγχονιστής συνεθεωρήθησαν.

- Γενού Μουσουλμάνος, ετονθόρυσεν ο πρώτος εις τ’ ωτίον αυτού, και ευθύς σε απολύω.

- Μουσουλμάνος! Μουσουλμάνος! με καταφρόνησιν θεωρήσας τούτον ο ιεράρχης είπεν. Ο Θεός να γίνη ίλεως, άθλιε, διά την βλασφημίαν ην επρόφερας· και αυτός ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον τόσον απανθρώπως διώκετε, ν’ αποτάσση τας αμαρτωλάς ψυχάς σας εκ των χειρώ του Σατανά… Τελείωσον την εντολήν του αυθέντου σου! Συλλογίσου ότι αν δεν σπεύσης αυτήν η κεφαλή σου ομοίως θέλει πέσει μέχρι της δύσεως του φωστήρος εκείνου.

Και έδειξε την πεπυρωμένην και ερυθράν του ηλίου σφαίραν, ήτις εξελθούσα, και εδώ και εκεί διασχίζουσα τον νεφελώδη και σκοτεινόν ουρανόν της ημέρας εκείνης, ωμοίαζε τωόντι το άγιον πνεύμα, όπερ ο όχλος της ορθοδόξου εκκλησίας δοξάζει έτι ότι είδε να καταβή επί της κεφαλής του μεγαλομάρτυρος τούτου.

- Τελείωσον τον γκιαούρην, φρενομανώς πατάξας με τον πόδα, έκραξε και ο Μουσουλμάνος αρχιγραμματεύς προς τον δήμιον.

Τον άδραξεν τούτος ευθύς από τον πώγωνα, έρριψε κατά γης με χλευασμόν το καλυμαύκιόν του, και διεπέρασεν εις τον τράψηλον αυτού τον ολέθριον βρόχον.

Υψούμενα του πατριάρχου τα βλέμματα προς τον ουρανόν, ακουσίως ερρίφθησαν εις τα παράθυρα των πατριαρχείων.

Είδες εκεί τότε τον νέον Θρασύβουλος οδυρόμενον, και η άχρις ώρας γαλήνη του ιεράρχου, διά μιας μετεβλήθη εις συντριβήν ψυχής. Έπαθεν ό,τι και ο Σωκράτης αυτός, ότε προ της θανής του κλαίοντας και οδυρόμενος είδε τους υιούς του.

«Ο Θεός να σας συγχωρήση,» επρόφερε διά τελευταίαν φοράν, και ο οφθαλμοί του εθολούντο από δάκρυα, ότε η φοβερά αγχόνη εν ακαρεί απέσβεσε τούτους διά παντός.

Τοιούτον εστάθη κατά την δεκάτην του μηνός απριλίου του έτους 1821 το μαρτυρικόν τέλος Γρηγορίου του Ε’, διακοσιοστού ογδοηκοστού έκτου πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως, αναχωρούντες εξ Ανδρέου του Αποστόλου, πρώτου κηρύξαντος τον λόγον του Θεού, και εγείραντος τον θρόνον της παμπαλαίου ταύτης Μητροπόλεως.

Μίαν ώραν μετά ταύτα έφθασε και ο μέγας Βεζύρης περιεστοιχισμένος υπό γενιτζάρων και υπαλλήλων, και επί θρανίου καθίσας αντικρύ του αγίου λειψάνου, καπνίζων συνεχλεύαζε το΄τυο μετά των ανθρώπων αυτού. Θέσας ακολούθως εις το στήθος του θύματος άβακα με τα γράμματα Προδότης της Βασιλείας και κολλήσας επί της πύλης του πατριαρχείου τον λεγόμενον Γιαυτάν (ιδέ Ιστορ. Τρικούπη, σελ. 103, κεφ. στ) απήλθε προς έτερον μέρος, όπου σκηναί τραγικώτεραι έτι έμελλεν να λάβωσι χώραν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’

Η ΛΙΜΝΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Εκ της κρηπίδος του σεραγίου, υπό τους οφθαλμούς του Σουλτάνου, αναχωρεί μεγάλη τετράσκαλμος λέμβος διευθυνόμενη προς τον Βόσπορον.

Εν αυτή, εκτός των κωπηλατών, των πηδαλιούχου και τινων γενιτζάρων, ευρίσκοντο και οι αρχιερείς, ους είδομεν εις το δεσμωτήριον του Βοσταντζή.

Την λέμβον ταύτην δυνάμεθα να επονομάσωμεν πορθμείον του Χάρωνος, καθότι ωδήγει εις τον άδην τους αγίους αυτούς πατέρας.

Ο δε βαθυκύμων Βόσπορος ωμοίαζε κατά την ημέραν ταύτην τον εκ Διός κατηραμένον Αχέροντα.

Άνωθεν του πηδαλιούχου ίστατο όρθιος ο μαύρος δήμιος, όστις απηγχόνισε τον πατριάρχην Γρηγόριον, γέρων, μελαψός, ζωηρός, με λευκά τραχέα γένεια, με όμματα πυροειδή κυκλοφορούντα εις το βαθύ κοίλωμά των, και ρώμην αδάμαστον από την ηλικίαν. Ο άνθρωπος ούτος με το απαθές του αντεικόνιζε θαυμάσια τον ακράδαντον εκείνον υιόν της Νυκτός και του Ερέβους, τον μαύρον λέγομεν Χάρωνα.

Οι κωπηλάται ετραγώδουν ερωτικόν τουρκικόν άσμα, προς περιφρόνησιν των αρχιερέων, οίτινες έψαλλον οι ίδιοι την νεκρώσιμον αυτών ακολουθίαν· και εδέοντο και συνησπάζοντο τον τελευταίον αυτών ασπασμόν, προφέροντες το «Μακαρία η οδός η πορεύη σήμερον.»

Ήγγισε τέλος το Μπαλούκ-Παζάρ-Καπουσού, δηλαδή το ιχθυοπωλείον του Γαλατά.

- Σήκω, λακτίζων με τον πόδα τον γέροντα αρχιερέα Εφέσου, εφώναξεν ο αγχονιστής. Εντροπή γερόντιον ως σε να φοβήσαι τον θάνατον. Σήκω, εδώ είναι ο τόπος σου, είπε, και επήδησεν επί της ξύλινης κρηπίδος.

Ηγέρθη ο αρχιερεύς και τον ηκολούθησε· «Θεέ μου, μετά χειμώνα γαλήνην ποιείς· και μετά θρήνον και δάκρυα, ευφροσύνην παρέχεις!… ανεξιχνίαστοι αι αποφάσεις σου! απέραντον το βάθος των βουλών σου!!! συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί, και ο Θεός να συγχωρήση υμάς,» προς τους συλλειτουργούς αυτού υπετραύλισε· πριν δε τελειώση την φράσιν, ο έμπειρος δήμιος εξετέλεσε το αποτρόπαιον έργον του.

Η λέμβος διεπόρθμευσε τώρα ανώτερον προς το Παρμά-Καπουσού, και τ’ άσματα των κωπηλατών ήσαν ευθυμότερα.

- Είναι η σειρά σου, ο χάρων με τη βραγχώδη δωνήν του απετάθη προς τον Νικομηδείας, ανάπτων καπνοσύριγγα, και φέρων προς τα χείλη φιάλην λεμονάδας. «Βλέπεις, διά να σε τελειώσω χωρίς κόπον είναι όπου πίνω το δροσιστικόν τούτο ποτόν.»

Ο γέρων αρχιερεύς, εις τον νουν ούτινος ο θάνατος του Εφέσου τοιαύτην φρίκην διήγειρεν, ελειποψύχησεν υπό τους τραχείς τούτους λόγους, και παρέδωκε το πνεύμα, πριν η λέμβος εγγίση την μνησθείσαν κρηπίδα.

- Σήκω, κατά τον ίδιον τρόπον λακτίζων και τούτον, είπεν· επειδή όμως δεν εκινήθη, δεύτερον δυνατώτερον λάκτισμα προς το πλευρόν του εδόθη.

- Εγέρθητι, άγιε Νικομηδείας, είπεν απτοήτως ο Αγχιάλου· συγκέντρωσον τας δυνάμεις σου ν’ αναβής την προς τον Ύψιστον ταύτην μικράν κλίμακαν. Εν λεπτόν, και φθάνων την κορυφήν της, φθάνεις την μακαριότητα.

Ματαίως!… οι λόγοι του επισκόπου επροφέροντο μόνον προς το πτώμα του Νικομηδείας. Η ψυχή του, μετ’ εκείνων των Εφέσου και του πατριάρχου, διέτρεχεν ήδη τους ουρανούς.

- Ας τον σηκόσωμεν με την βίαν, όταν με το καλόν δεν θέλη, είπεν εις γενίτζαρος… Να δα απέθανε!! σαρκαστικώς επρόσθεσεν, άμα επλησίασε το άγιον σώμα.

- Επίτηδες το κάμνει· οι γκιαούρηδες ούτοι ομοιάζουν την αλώπεκα όπου πίπτει ψόφια, όταν δεν ειμπορή να φύγη, γιά να γελασθή ο άνθρωπος και την αφήση.

- Ζωντανός ή ψόφιος, είπεν ο αγχονιστής, εγώ δεν του την χαρίζω… Θα του περάσω το χρυσό μου σχοινάκι.

Και ενταυτώ έρριψε τον τρισολέθριόν του βρόχον εις τον τράχηλον του Νικομηδείας, ον και άφησε κρεμάμενον εις το Παρμά-Καπουσού.

Τώρα η λέμβος ήγγισε το έτερον του Γαλατά άκρον, και ο αγχονιστής με τον αυτόν βάρβασον τρόπον διέταξε τον Αγχιάλου να τον ακολουθήση.

Απέβη αύτος· προσήγγισε βραδέως την κρεμάθραν και ανέβη αυτήν με απάθειαν στωικοτέραν του Βραχμάνος Καλανού του εις Περσίδα αναβάντος την πυράν, ην ο ίδιος από τον μέγαν Αλέξανδρον εζήτησεν.

Η χειρ μας δεν δύναται περισσότερον να προχωρήση. Το δράμα είναι μάλλον ή αλήθεια. Τούτο μόνον σημειούμεν ότι ο Δωρόθεος ο Πρώιος, οι ταλαίπωροι αρχιερείς Τουρνάβου και Αδριανουπόλεως απηγχονίσθηκαν μετ’ ολίγας ημέρας εις το Αρναούτ-κιοϊ, ο Θεσσαλονίκης εις το Νεοχώριον και ο Δέρκων εις τα Θεραπεία.

Ο πρώην Οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος, ο ενάρετος και ασκητεύων εις Αδριανούπολιν ούτος πρεσβύτης, εις την πόλιν ταύτην, και έτερον πλήθος ανωτάτων ιεαραρχών εις τας λοιπάς της Μαχμουτοκρατίας άκρας.

Ενταύθα άρχεται και η φρικωδεστέρα τραγωδία, ην κοινωνία ανθρώπινος καθ’ όλους τους αιώνας εκ των απωτάτων μέχρι των νυν ίσως είδεν.

Οι πρέσβεις της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσσίας επέφερον παρατηρήσεις προς τον Σουλτάνον διά τους φόνους των πατριαρχών και αρχιερέων. Ούτος δε αφού τοις απεκρίθη ότι ως απόλυτος και ανεξάρτητος κυριάρχης δεν έχει να δώση λόγον εις ουδένα ειμή προς τον Θεόν, εξ ου την μοναρχίαν παρέλαβε, διέταξε τους Τούρκους να γυμνώσουσι την σπάθην και κατασφάξωσι τους χριστιανούς.

Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τον Τίτον κατά τας ημέρας του Πάσχα, ο διωγμός των χριστιανών από τον Νέρωνα, η σφαγή του αγίου Βαρθολομαίου, εκείνη της Ιρλανδίας επί Καρόλου Α’ των διαμαρτυρομένων, ή αν θέλης έτι, αναγνώστα, και αυταί των αγρίων Αιθιόπων κατά των Ιησουητών και των Ιαπώνων κατά των Ξαυεριανών, τίποτε δεν είναι ενώπιον ταύτης.

Ο Ισλαμισμός οσάκις έλαβεν υπεροχήν επί του Χριστιανισμού, δεν εφείσθη ούτε της τριχός του δευτέρου. Εις την περίστασιν όμως ταύτην, καθ’ ην καθαρά έβλεπε πλέον εαυτόν κλονούμενον, εβύθιζε το ξίφος του εις το σώμα του βρέφους και της γυναικός με την αυτήν λύσσαν, ως και εκείνα των ανδρών από τους οποίους επαπειλήτο.

Αφίνομεν τας λεπτομερείας εις την ιστορίαν, και προσθέτομεν μόνον, ότι τουφεκισμοί και πιστολισμοί, κραυγαί άγριαι και διάτοροι, οιμωγαί και ολοφυρμοί θλιπτικώτατοι, και πυρκαϊά καταστρεπτικωτάτη εις νέφη μελανά αναλυομένη, διά πολλάς ημέρας επεκράτουν εις τας ενορίας της πόλεως.

Ορτάδες δε απηνών γενιτζάρων περιφερόμενοι με δόρατα κρανιοφόρα, και σάκκους ωτίων και ρινών, επαρουσίαζον θέαμα καταπληκτικώτερον και αυτού του Θυεστίου συμποσίου, προς ο ο ήλιος οπισθοδρόμησεν.

Ενθυμείσαι, αναγνώστα, εις την Ρωμαϊκήν ιστορίαν, την αποτρόπαιον εκείνην συνήθειαν των εχόντων τας ιχθυοφόρους λίμνας, ότι φονεύοντες τους θεράποντας αυτών διά την ελαχίστην πρόφασιν, έρριπτον τα σώματά των εις ταύτας και επάχυνον τους ιχθύς; η θηριωδία η Ρωμαϊκή εις τοιούτον βαθμόν είχε φθάσει τότε, ώστε ο αυθέντης έστρεφε προς τον τάλανα δούλον βλέμμα μόνον βλοσυρόν και σοβαρώς επρόφερεν εις το ιχθυοτροφείον, του δυστυχούς αι ημέραι τότε ετελείωναν. Τοιαύτη είναι και η εποχή μας.

Ο Καδής, ο Μολλάς, ο Βέης, και αυτός ο απλούς γενίτζαρος εκέλευον προς τον χριστιανόν εις το Βογάζι (Βόσπορον) και δι’ ημέρας πολλάς ο Κεράτιος κόλπος ήτο λίμνη αίματος και από πτώματα κεκαλυμμένος.

Μία διαφορά υπήρχε μόνον ενταύθα, ότι ουδείς των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ηγόρασεν ή εγεύθη ιχθύας διά πολύν καιρόν.

Χύσε, χύσε, Χριστιανέ, δύο μόνον δάκρυα διά την βασιλίδα ταύτην την ένδοξον, την τροπαιούχον ποτέ των Κωνσταντίνων και Θεοδοσίων πόλιν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΙΣ

Τρεις ημέρας μετά ταύτα ο Θρασύβουλος κατέβη διά νυκτός από τα πατριαρχεία, και αόρατος διευθύνθη προς την προκυμαίαν του Φαναρίου.

Ας μας συγχωρηθή να παρατηρήσωμεν ενταύθα, ότι ότε απεχωρίσθη (ως είδομεν) τον πατριάρχην, εισήλθεν εις εν των καφφενείων του Γαλατά, εις το οποίον συνηθροίζοντο οι Έλληνες ναύται, και εκεί εγνωρίσθη με τον Νικολέτον Σκλάβον κυβερνήτην Ιωνικού τινος πλοίου, το οποίον την επαύριον μετά την άην ανάστασιν έμελλε ν’ αποπλεύση δι’ Οδησσόν.

Το αυτό εσπέρας επεβιβάσθη επί του πλοίου τούτου· ότε όμως έμαθε την επαύριον την καθαίρεσιν του Γρηγορίου, απέβη πάραυτα εις την ξηράν και έτρεξεν εις τα πατριαρχεία. Εκείθεν θρηνών είδε τον φρικτόν θάνατον του ιεράρχου.

Έκτοτε δεν ηδυνήθη ν’ αναχωρήση, διότι η σφαγή είχεν ήδη αρχίσει, και διότι εις ουδέν των χριστιανικών πλοίων επετρέπετο ν’ ανασπάση την άγκυράν του.

Το σχέδιον του Σουλτάνου ήτο να μη φθάσωσιν οι φόνοι εις τα ώρα της Ευρώπης ειμή μετά το τέλος της τραγωδίας.

Προσελθών εις την προκυμαίαν ο Θρασύβουλος, εζήτει τρόπον να μεταβή και πάλιν εις το πλοίον του Νικολέτου Σκλάβου, όπερ και δεν ήτο μακράν του.

Διενοείτο να καταπείση τον πλοίαρχον να παραλάβη τα λείψανα του πατριάρχου και φέρη αυτά εις Οδησσόν διά να ενταφιασθώσι.

Μη ευρίσκων πορθμείον, έρριψε τα ενδύματά του, κατέβη εις την θάλασσαν και κολυμβών έφθασε το πλοίον.

- Μας επρόλαβες, είπεν ο πλοίαρχος· διότι τον ίδιον σκοπόν είχομεν και ημείς· τουτέστι ν’ αρπάσωμεν εκ της κρεμάθρας, ει δυνατόν, το άγιο λείψανον.

Επέστρεψε τότε με την λέμβον του πλοίου εις την ξηράν, καθ’ όλα συνεννοημένος ο Θρασύβουλος με τον πλοίαρχον.

Πλησιάζων όπισθεν των πατριαρχείων εις την αμυδράν λάμψιν του φωτός του πυλώνος, και ουχί μακράν των φυλάκων του λειψάνου, βλέπει δύο σκιάς περιφερομένας με βήματα προφυλακτικά και βραδέως.

- Τι ζητείτε εδώ; είπεν ο Θρασύβουλος πλησίον των διερχόμενος.

- Είσαι του λόγου σου, Κύριε!… δεν με γνωρίζεις… ήλθα να σώσω εκ της καταισχύνης το άγιον τούτο λείψανον… ο Κύριος εδώ είναι ο μικρότερος υιός του πρίγκηπος Μουρούζη.

Ο Θρασύβουλος και από την φωνήν και εκ του ολίγου φωτός ανεγνώρισε τον γραικόν πορθμέα, εις τον οποίον ο πατριάρχης Γρηγόριος την προτεραίαν του θανάτου του είχε δώσει την αδαμάντινον του Σουλτάνου ταμβακοθήκην.

- Προσπαθώ, επρόσθεσε, να λάβω το άγιον λείψανον τώρα, όπου οι δρόμοι ηλευθερώθησαν ολίγον από τους γενιτζάρους, και να το μεταφέρω εις το σπήτι μου, έως να φύγη το κακόν, και έπειτα να το επιστρέψω εις την εκκλησίαν μας.

Τον ευχαρίστησεν ούτος· εξήγησε δε τίνι τρόπω την επαύριον το εσπέρας εσυμφώνησε με τον πλοίαρχον Νικολέτον την υπόθεσιν.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα