Βικέλας Δημήτριος
Λουκής Λάρας
 
 
Λουκής Λάρας, Εκδόσεις Οδυσσέας 1988, Σσ.11-157, Πρώτη Έκδοση Έργου:1879
 
 
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΚΕΛΑΣ

ΑΠΑΝΤΑ

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Φιλολογική επιμέλεια
ΑΛΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΥ

ΑΘΗΝΑ 1997

ΛΟΥΚΗΣ ΛΑΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α

Κατά τας αρχάς του έτους 1821 ευρισκόμην εις Σμύρνην. Ήμην τότε εικοσαετής σχεδόν. Προ επτά ήδη ετών ο διδάσκαλός μου, ο Παππά Φλούτης, Θεός συγχωρέσοι τον, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι έμαθα πλέον όσα γράμματα αρκούν εις άνθρωπον μέλλοντα να μετέλθη το εμπόριον• ο δε πατήρ μου, είτε πεισθείς υπό των λόγων του αγαθού ιεροδιδασκάλου, είτε θεωρούν το σχολείον του πρακτικού βίου ως ωφελιμώτερον δι εμέ, δεν ενέκρινε να με αφήση εις Χίον προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, αλλά μ' επήρεν έκτοτε εις Σμύρνην, παραλαβών με κατ' αρχάς μεν ως μαθητευόμενον μετ' ου δε πολύ ως εταίρον εις το εμπορικόν του κατάστημα.
Ο Ύψιστος εν τούτοις ηυλόγει τους κόπους μας. Το ισοζύγιον εκάστου έτους ήτο παχύτερον του προηγηθέντος, και η εμπορική μας υπόληψις εστερεούτο επί μάλλον και μάλλον εις την αγορά της Σμύρνης. Άλλως τε - δύναμαι μετά υπερηφανείας να το είπω - απ' αρχής ο πατήρ μου είχεν αποκτήσει το όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος εις τας συναλλαγάς του. Οφείλω δε να προσθέσω - και δεν το λέγω δια να επαινεθώ, γνωρίζων εκ πείρας, ότι ο εαυτόν επαινών ή πλανάται, ή συχνάκις άλλους θέλει ν' απατήση, αλλά το λέγω ως φόρον υιικής ευγνωμοσύνης - ότι την επιτυχίαν εις το στάδιον του εμπορικού μου βίου την χρεωστώ, προ παντός άλλου, εις τας αρχάς της τιμιότητος, τας οποίας από της παιδικής έτι ηλικίας μου ενέπνευσεν ο πατήρ μου.
Καθ' όσον ηύξαναν τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεών μας ο ορίζων. Αι μετά ξένων εν Ευρώπη ανταποκριτών σχέσεις δεν εξήρκουν πλέον προς ικανοποίησιν της εμπορικής μας δραστηριότητος. Δύο ή τρεις εκ των συμπολιτών μας, νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχαν ήδη κατ' εκείνα τα έτη στήσει εις Λονδίνον την σκηνήν των. Το τρόπαιον εκείνων ετάραττε τον ύπνον μας, το δε παράδειγμά των υπέκκαιε τους φιλοδόξους πόθους μας, όθεν εσχεδιάζετο να μεταβώ κατά το φθινόπωρον εις Αγγλίαν μεθ' ενός των εκ μητρός θείων μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να διδάσκωμαι την Αγγλικήν υπό Άγγλου τινός ιερωμένου, είδους Παππά Φλούτη, όστις βεβαίως πολλά δεν με έμαθεν. Αλλ' ίσως δεν ήτο ιδικόν του το πταίσμα. Ας μη καθάπτωμαι της μνήμης των πρώτων διδασκάλων μου!
Ο νους και του πατρός και των περί ημάς συγγενών ή φίλων και εμού αυτού ήτο αποκλειστικώς προσηλωμένος εις το έργον μας. Περί Φιλικής Εταιρίας και τεκταινομένης επαναστάσεως ουδέ το ελάχιστον εγνωρίζαμεν. Συνησθανόμεθα μεν αορίστως πως και ημείς, μεθ' όλων των τότε Ελλήνων, τον προς την ελευθερίαν οργασμόν, εβλέπαμεν εις Σμύρνην Ευρωπαίους κρατούντας υψηλά την κεφαλήν, και μετά πικρίας ενδομύχου εμακαρίζαμεν τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχαμεν αμυδράς τινας ιστορικάς γνώσεις περί της Γαλλικής επαναστάσεως και νεφελώδεις τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένας κυρίως εις την εξ Άρκτου προσδοκωμένην αρωγήν, τας δ' εορτάς συνερχόμενοι εψάλλαμεν και ημείς του Ρήγα τα άσματα αλλ' όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως.
Διηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύκτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κ' εγώ. Τας Κυριακάς ελειτουργούμεθα τακτικώς εις την αγίαν Φωτεινήν, ενίοτε δε επεσκεπτόμεθα οικογένειάν τινα εκ των εν Σμύρνη διαβιούντων Χίων. Σπανίως, άπαξ ή δις του έτους, περί το Πάσχα ιδίως, επηγαίναμεν προς αναψυχήν εις τα παρακείμενα χωρία, και τότε, αναπνέοντες αέρα καθαρόν και βλέποντες δένδρα και αγρούς, ενθυμούμεθα την Χίον και τον πύργον και τον κήπόν μας, και μας εφαίνετο βαρύτερος τότε ο από της οικογενείας χωρισμός.
Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα δια μιας ανετράπησαν.
Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου. Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος.
Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι. Πιφ, παφ, πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι! Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούαμε αμφότεροι.
Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει. Και πώς να το μάθωμεν; Είχαμεν την περιέργειαν να εξέλθωμεν, αλλ' ο φόβος ήτο ισχυρότερος και εμέναμεν εντός του δωματίου.
Προς τα εξημερώματα κατέβημεν εις την πλατείαν του Χανίου, όπου εύρομεν και άλλους εκ των κατοίκων του συνηγμένους, εις την αυτήν ως ημείς απορίαν και την αυτήν ανησυχίαν.
Τα Χάνια, καθώς ίσως γνωρίζεις, αναγνώστα, είναι συνήθως ωκοδομημένα εν είδει φρουρίου. Έξωθεν τοίχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου δια πύλης σιδηράς κλειομένης την νύκτα.
Ότε την αυγήν ήνοιξαν οι φύλακες την πύλην, εμάθαμεν ότι αφ' εσπέρας είχεν έλθει διαταγή να οπλισθούν οι Τούρκοι• δια τούτο οι νυκτερινοί τουφεκισμοί και οι αλαλαγμοί των. Αλλά προς τι ο εξοπλισμός; Πόθεν ο προκαλέσας το διάταγμα κίνδυνος; Τοιαύτας ερωτήσεις απηυθύναμεν προς τους έξωθεν ερχομένους, αλλ' ουδέν ακριβές επληροφορούμεθα. Εις έλεγε, στάσις των Γιανιτσάρων• άλλος, πόλεμος Ρωσσικός• τινές εψιθύριζαν, επανάστασις των Χριστιανών.
Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθαμεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπαμεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερομένους εις τας οδούς.
Την επιούσαν υπήγαμεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν. Κατ' εκείνην την Κυριακήν δεν επρόκειτο να ομιλήση ιεροκήρυξ, ώστε το πλήρωμα της εκκλησίας είδε μετ' απορίας τον ιερέα αναβαίνοντα επί του άμβωνος. Δεν ανέβη να μας διδάξη τον λόγον του Θεού, αλλά προς ανάγνωσιν Πατριαρχικού αφορισμού.
Ηκούαμεν πάντες εμβρόντητοι τον αναγινώσκοντα τας φοβεράς εκείνας κατάρας και τους φρικώδεις εξορκισμούς. Ηκούσαμεν τα ονόματα του Σούτσου και του Υψηλάντου ως ενόχων και προδοτών. Ενοήσαμεν ότι πρόκειται περί κινημάτων επαναστατικών εις Βλαχίαν και περί μυστικών συνωμοσιών, και εβλέπαμεν ο εις τον άλλον εντός της εκκλησίας, και αντηλλάσσοντο ψιθυρισμοί και ερωτήσεις και απορίαι. Τι άραγε εσήμαινεν η αφοριζομένη επανάστασις; οποία η πηγή του κινήματος; Εγνωρίζαμεν μόνον, ότι ο Υψηλάντης ήτο μέγας και πολύς εν Ρωσσία, και κάπως υπεθέσαμεν ότι επρόκειτο περί Ρωσσικής τινος υποκινήσεως, ότι εγένετο προανάκρουσμά τι Ρωσσοτουρκικού πολέμου. Αλλά ταύτα πάντα διετυπούντο μόλις ως συμπερασμοί αόριστοι και συγκεχυμένοι, πολλώ πλέον ή όσον δύναμαι σήμερον ενταύθα να παραστήσω.
Και οι Τούρκοι όμως της Σμύρνης ήσαν εις το σκότος εισέτι ως προς τα διατρέχοντα, ουδ' είχαν ακριβώς εννοήσει ότι οι ραγιάδες αφ' εαυτών επανέστησαν. Ενόμιζαν ότι εκ Ρωσσίας επέρχεται ο κίνδυνος.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα