Καλλιγάς Παύλος
Θάνος Βλέκας
 
 
Θάνος Βλέκας, Εκδόσεις Πέλλα, Σσ.9-203, Πρώτη Έκδοση Έργου:1855
 
 
1
Η ΚΑΛΥΒΗ ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ

Συχνάκις κατά το θέρος εξήρχοντο της Λαμίας πρωϊνοί ο διδάσκαλος της Ελληνικής Σχολής Γεώργιος Ηφαιστίδης και ο εφημέριος εκκλησίας τινός Παπαϊωνάς προς περιδιάβασιν? διευθύνοντο δε προς την καλύβην του γεωργού Θάνου Βλέκα, όστις διεκρίνετο επί φιλοπονία και πραότητι, και ηγαπάτο παρά πάντων όσοι τον εγνώριζον, ιδιίως δε παρά των δύο τούτων σεβασμίων ανδρών. Εις βραχύ χρόνου διάστημα ο νέος γεωργός, ως επίμορτος καρπούμενος μέρος των εκτεταμένων αγρών τινός εκ των μεγαλοκτημόνων, και αποδίδων ακριβώς το συμπεφωνημένον, είχε σχηματίσει εκ των περισσευμάτων του μικρόν ποίμνιον αιγών, εξ ων απέφερε βούτυρον, βοηθούμενος παρά της γραίας μητρός του, και ήδη προσεδόκα εκ της συγκομιδής την αμοιβήν των πολλών κόπων του.
Κατ’ εκείνην την ημέραν ο καλός Θάνος εκάθητο προ της καλύβης του σύννους και βαρυθυμών, διότι προ πολλών ημερών είχε θερίσει τον σιτόν του και σωρεύσει τας θημωνίας εις το αλώνιον περιμένων τους δεκατευτάς, διά να γίνει η καταμέτρησις, μεθ’ ην μόνην ηδύνατο να ονομάση ίδια του τα θερισθέντα? αλλ’ ούτοι κατεγίνοντο, φαίνεται, εις άλλας μεμακρυσμένας θέσεις. Ο θερισμός υπήρξεν όσον ένεστι ευτυχής, και ο Θάνος υπελόγιζεν, ότι, μετά την δεκάτευσιν, την απότισιν της μορτής προς τον κύριον της γης, την αποταμίευσιν του προς ιδίαν χρήσιν αναγκαίου και του σπόρου διά το επιόν έτος έτι αφθονώτερου, έμμελε να περισσεύση ικανός σίτος προς πώλησιν. Εσχεδίαζε δε ν’ αποκτήση βόας αροτήρας, ώστε να μη περιμένη προς άροσιν το τέλος των εργασιών των γειτόνων του, οίτινες είχον βόας, κινδυνεύων ν’ αποσφαλή του αρμοδίου χρόνου. Άροτρον ίδιον είχεν αποκτήσει εκ του περισσεύματος του παρελθόντος έτους, το οποίον δεν είχεν εξαρκέσει προς απόκτησιν βοών. Προ δύο ετών όμως είχεν αποκτήσει τας αίγας προτιμήσας αυτάς, ώστε καθ’ όλον το έτος να έχη ενασχόλησιν την τυροποιίαν, ενώ των βοών η διατήρησις υπερέβαινε τότε τας δυνάμεις του και το πλείστον μέρος του έτους ήθελον είσθαι εις αυτόν άχρηστοι. Αλλά τώρα είχε θέσει τον πόδα και επ’ αυτής της βαθμίδος και, ενώ ήλπιζε να πληρωθή η ευχή του αυτή, ηύξανεν η ανυπομονησία του να διαχωρίση την δεκάτην. Τοιουτοτρόπως ο Θάνος επεδίδετο μετά ζήλου εις τα γεωργικά του έργα, και διά πολλών στερήσεων και ταλαιπωριών κατ’ έτος και κατά μικρόν ηύξανε το ουσιδιόν του ως μύρμηξ ταμιευτικός. Εν τούτοις εν τη επαρχία κατά την στιγμήν ταύτην εκορυφούτο δυστυχώς η ληστεία, ως φθοροποιός επιδημία, ώστε η Κυβέρνησις εξηγέρθη εκ του ληθάργου της, αποστείλασα επί τούτω κατάλληλον μοίραρχον της χωροφυλακής, μέλλοντα δι’ αυστηράς καταδιώξεως να περιστείλη την υπερβολήν του κακού.
Η επίσκεψις του διδασκάλου και του εφημερίου ήτον λοιπόν διττώς ποθητή εις τον φιλόπονον γεωργόν μας, διά να μάθη, που ευρίσκοντο οι δεκατευταί, και αν ο νέος μοίραρχος, προ μικρού αφιχθείς, ελάμβανε πρόσφορα μέτρα, ώστε να επανέλθη οπωσούν ησυχία και ασφάλεια. Οι δύο πρωϊνοί περιπατητικοί δεν ανεχαιτίζοντο ως εκ του κινδύνου των ληστών από του να επισκεφθούν τον Θάνον, διότι ήσαν εκ των προσώπων εκείνων, τα οποία και αυτοί οι λησταί σέβονται.
Και η μήτηρ του Θάνου επόθει την επίσκεψιν των δύο γερόντων, αυτή όμως δι’ άλλους λόγους. Εκτός του φιλοπόνου τούτου υιού, είχεν άλλον πρωτότοκον στρατιωτικόν, όστις, αν και πολύν χρόνον υπηρετών, ως εκ του ατάκτου του όμως βίου δεν είχεν υπερβή τον ευτελή βαθμόν ανθυπολοχαγού, σχεδόν πάντοτε διαθέσιμος, ως και κατά την ώραν ταύτην. Αυτόν όμως κατ’ εξοχήν ηγάπα η μήτηρ, διότι μετήρεχετο το ανδρικόν επάγγελμα του πατρός του, πεσόντος κατά την επανάστασιν εν τω πεδίω της μάχης. Ο Τάσος, ούτως ωνομάζετο ο ανθυπολοχαγός, αγανακτών διότι δεν προεβιβάζετο αυτούς τους ληστάς, μεθ’ ων είχε πάντοτε σχέσιν, εωσού εκπληρουμένην. Τούτο μάλιστα καθίστανεν αγαπητότερον τον Τάσον εις την μητέρα του, συμμεριζομένην την αγανάκτησίν του, διότι δεν εβραβεύετο επαξίως ο υιός της, και ενθυμουμένην τον βίον του ανδρός της, όστις κατά τον αυτόν τρόπον προσεφέρετο προς την Οθωμανικήν εξουσίαν. Η Βαρβάρα εγνώριζεν ότι ο Τάσος πάλιν εξήλθε μετά συμμορίας ληστών, αλλ’ ουδέν έλεγεν εις τον Θάνον, όστις, καταφρονούμενος υπ’ εκείνου, ως διάγων βίον δουλικόν και επίμοχθον, ελυπείτο καθ’ εαυτόν, απέφευγεν όμως να ομιλήση περί τούτου εις την μητέρα του, διότι αύτη αλλέως εφρόνει. Και η Βαρβάρα ήτο λοιπόν ανήσυχος μετά την έλευσιν του μοιράρχου και την άυξησιν της ενόπλου δυνάμεως? ήλπιζε δε να μάθη τι γίνεται ο Τάσος παρά του εφημερίου, μεθ’ ου μόνον εμπιστευτικώς ωμιλεί περί του αγαπητού υιού. Προβαίνουσα συχνάκις εις την θύραν της καλύβης, ενώ εξηκολούθει τα πρωϊνά έργα, ουδέν έλεγε προς τον παρακαθήμενον Θάνον και παντοία διαλογιζόμενον, αλλά διηύθυνε το βλέμμα προς την πόλιν, όθεν έμελλον να φανούν ερχόμενοι οι δύο γέροντες.
Επί τέλους ο Θάνος τους είδε βάδην προχωρούντας, και είπεν εις την μητέρα του να παρασκευάση τον καφέ προς δεξίωσίν των.
Ο Ηφαιστίδης και ο Παπαϊωνάς, σχεδόν ομήλικες, ήσαν αμφότεροι διακαείς λάτρεις των ελληνικών γραμμάτων, περί ων ακορέστως συνδιελέγοντο. Ο Ηφαιστίδης μάλιστα, χρηματίσας μαθητής του Λάμπρου Φωτιάδου εν Βουκουρεστίω κατά τας αρχάς του αιώνος, ετίμα αυτόν υπέρ πάντα άλλον? ως εκ τούτου όμως πολλάκις αδίκως έκρινε περί των λοιπών, ιδίως δε περί των συγχρόνων του. Και αυτού του Νεοφύτου Δούκα, καίτοι ελληνίζοντος κατά το πνεύμα του Ηφαιστίδου, δεν εφείδετο ούτος, αλλά τον εθεώρει λογοκλόπον. Όσα σχόλια, έλεγεν, απαντάς εις τον Θουκυδίδην, αποδιδόμενα παρά του Πόππου εις τον Δούκαν, είναι του Φωτιάδου, φωτεινού λαμπτήρος Ελληνισμού, αλλά τόσον μετριόφρονος, ώστε ουδέν ηθέλησε να εκδώση. Δια τούτο και πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες διά των πτερών του. Εκ τούτου συμπεραίνομεν, πόσον χλευαστικώς ελάλει περί των πυγμαίων της νεωτέρας εποχής, τους οποίους ούτε ως θυρσοφόρους ελόγιζεν? όταν δε ήκουεν επαινούμενόν τινα εξ αυτών, επέλεγεν αγανακτών:
Ηλίθιον είναι, νουν τε πουλύποδος έχειν.
Που οι Βάκχοι εκείνης της εποχής, οι συνθέτοντες Ιαμβεία, Πτερύγια, Πελέκεις, Βωμούς, Ωά, Σύριγγας και τα παραπλήσια, διά τα οποία προ πάντων εθαύμαζε τον διδάσκαλόν του! Την αυτήν περί των λογίων κρίσιν εξέτεινε και εις όλας τα νεωτέρας μεταρρυθμίσεις, αίτινες από της βασιλείας σωρηδόν εισήχθησαν προς μόρφωσιν της κοινωνίας, περιλαμβάνων πάντα υπό την αυτήν περιφρόνησιν, ως αποκυήματα μωρίας.
Διατρίψας χρόνους τινάς εν Βιέννη προ της Επαναστάσεως, είχε παραδεχθή μόνην την ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, άλλως όμως εθεώρησεν ανάξιον εαυτού καν να μάθη την γερμανικήν γλώσσαν.
Εις τα πλείστα, και ιδίως εις τας περί ελληνικής παιδείας γνώμας του, εύρισκεν ομοδοξούντα τον Παπαϊωνάν, όστις ήτο πολύ κατώτερος αυτού κατά την αρχαίαν παιδείαν, διατηρών λείψανα αναμνήσεων εκ της εποχής, ότε διετέλει διάκονος του Σηλυβρίας εν Κωνσταντινουπόλει, παρ’ ω εσύχναζον λόγιοί τινες, ιδίως εκ του Πατριαρχείου. Εκεί ελέγοντο τότε πολλά και ποικίλα ψαμμακοσιογάργαρα. Τοσούτω μάλλον εθαύμαζε τον Ηφαιστίδην και ετέρπετο συνδιαλεγόμενος μετ’ αυτού, ή μάλλον παρείχε προσεκτικήν ακρόασιν εις την αδολεσχίαν του.
Ως συνήθως συνέβαινε και κατά την πρωΐαν ταύτην, πριν επιληφθή θέματός τινος, ο Ηφαιστίδης προοιμίαζε καταμεμφόμενος την νέαν παιδείαν, ενώ εβάδιζον προς την καλύβην του Θάνου.
«Φίλε Ιωνά!» έλεγε, «σήμερον δεν με λείπει η καλή διάθεσις, όσον ενθυμούμαι το πάθημα του νέου σοφού εξ Αθηνών, όστις ήλθε προς εξέτασιν των εν ταις επαρχίαις ελληνικών σχολείων. Συναπηντήθημεν εν τη οικία του νομάρχου, όπου ήσαν πολλοί παρόντες και εφλυάρει ο Αράβιος αυλός περί μεθόδου και γραμματικής και θεματογραφίας και εγκυκλίου παιδείας. Πολλήν ώραν τον ήκουσα ατάραχος, αν και πάσα λέξις του ήτο ικανή να συνταράξη τον στόμαχόν μου? επί τέλους έλαβον και εγώ τον λόγο. «Σεις», τον είπον, «εν Αθήναις πολλά μεθοδολογείτε και μηχανάσθε και αναμοχλεύετε νεολογούντες, αλλά συγχέοντες νέα και αρχαία, και θέλοντες να γενεσιουργήσητε τον νεομορφοτύπωτον ελληνισμόν απωλέσατε τον αρχαίον. Βαρύνομαι ως εκ του γήρατός μου να φιλονεικώ περί γλώσσης και διαλέκτων, αν είναι η νέα καλλωπισμός παραφθοράς διά νέας διαφθοράς, τραγέλαφος, ιππαλεκτρυών, γρυπάετος, ούτε αρχαία, ούτε νέα, αλλ’ εωλοκρασία τις ή νέον φυτόν εκβλαστήσαν επί των ερειπίων της αρχαιότητος και μέλλον σήμερον διά της επιμελούς των λογίων περιποιήσεως μολευόμενον και πρεμνιζόμενον να ριζοφυήση και ν’ αναδώση κλάδους ευθαλείς και αμφιλαφείς. Κατ’ εμέ κριτήν, ενός και μόνου έχομεν χρείαν, και άνευ αυτού ουδεμία προκοπή, να εννοώμεν τους αρχαίους. Καθ’ υπόθεσιν, σε παρακαλώ να μ’ εξηγήσης τον παροιμιακόν εκείνον στίχον του Ομήρου:
Ου συ γ’ αν εξ οίκου σω επιστάτη ουδ’ άλα δοίης.»
Ο εξ Αθηνών σοφός υπεμειδίασε δια το εύκολον του προβλήματος και, μη προσέξας εις την παγίδα, παρευθύς, διά να δείξη και την ευχέρειαν του εις τα τοιαύτα, μεθερμηνεύει: «Βέβαια ου εκ της οικίας σου ούτες άλας ήθελες δώσει εις τον επιστάτην σου.» Εγώ όμως δεν υπεμειδίασα, αλλ’ εκάγχασα, και συνεκάγχασαν και οι παρεστώτες υπονοούντες ότι ο φίλος ωλίσθησε. «Πώς» λέγω, «τι είναι ο επιστάτης;» «Δι’ αυτό», με απήντησε, «γελάς; Ή σε φαίνεται παράδοξον, ότι μέχρι σήμερον διεσώθη η λέξις επιστάτης;» «Αυτό δεν ήθελε με φανή παράδοξον, όσον με φαίνεται ν’ ακούω, ότι ο Αντίνοος είχεν επιστάτας, άλλους φαίνεται διά τας αμπέλους και άλλους διά τας αρούρας. Και ποίαν ανάγκην είχον αυτοί, να τους δώση άλας ο Αντίνοος, αφού είχον διαχείρισιν και ετρέφοντο εξ αυτής; Επιστάτης, φίλε μου, είναι ο εξαιτούμενος χάριν ή έλεος, όπως παρίστατο τότε ο Οδυσσεύς, ως επαίτης. Ιδού που φέρει η σύγχυσιν των γλωσσών, εις την Βαβυλωνίαν! Κατά σε κριτήν λοιπόν το τύμβος σας αλόχου... σέβας εμπόρων δηλοί ότι θέλουν τον προσκυνεί οι έμποροι, οι παντοπώλαι, και το επί χθονί πουλυβοτείρη μεθερμηνεύεις ίσως περί γης, όπου γίνεται πολύ βούτυρον.» Ο λόγιός σου ενόησε το σφάλμα και εδοκίμασε να το διορθώση, λέγων ότι και παρά τοις αρχαίοις απαντάται ο επιστάτης υπό την σημερινήν έννοιαν, ότι αυτός δεν εξήγησε τι ο επιστάτης και ότι είμαι λίαν ευτράπελος και κεντητικός ως οίστρος βουτύπος. «Κατά τας περιστάσεις», τον απήντησα. Ιδού, πάτερ Ιωνά, τίνες οι έχοντες σήμερον την αξίωσιν και το αξίωμα να μας ρυθμίσουν.»
Και ο εφημέριος ευχαριστήθη πολύ διά το δοθέν υπό του Ηφαιστίδου μάθημα εις τον νέον λόγιον, αλλ’ εσκέφθη και περί των συνεπειών.
«Είναι, φίλε μου, υπάλληλος της Κυβερνήσεως και μέλλων να δώση έκθεσιν και περί του σχολείου σου.»
Αλλ’ ο Ηφαιστίδης δεν εσκέπτετο περί των τοιούτων, διότι η περί τα γράμματα φιλοτιμία του ήτον υπερτέρα παντός άλλου αισθήματος.
«Τί εννοείς;» είπεν? «ότι θέλει με κεράσει την οξάλμην της παύσεώς μου; Πιστεύω ότι είναι ικανός, αλλ’ ου φροντίς Ιπποκλείδη.»
Ταύτα συνδιαλεγόμενοι προσήγγισαν εις την καλύβην του Θάνου, όστις, έλθων εις προϋπάντισίν των, μετά σεβασμού εφίλησε πρώτον την δεξιάν του εφημερίου και λαβών την ευχήν και αντιχαιρετίσας τον Ηφαιστίδην επορεύθη μετ’ αυτών προς δεξίωσίν των.
Η καλύβη του Θάνου έκειτο επί κολωνού, όθεν όμως δεν εφαίνετο η πόλις της Λαμίας, διότι μετά το κοίλωμα υψούτο πάλιν άλλην οφρύς, ήτις την εκάλυπτε. Μόνη λοιπόν εξείχεν εντός της εκτεταμένης πεδιάδος η καλύβη, και το βλέμμα του θεατού εντεύθεν μεν απήντα τας υψηλάς της Οίτης κορυφάς μέχρι Θερμοπυλών, εκείθεν δε της Όθρυος, μεταξύ των οποίων ως λίμνη υπό τας αυγάς του μεγαλοπρεπώς αναβαίνοντος ηλίου υπέλαμπεν η θάλασσα του Μαλιακού κόλπου. Παρά την καλύβην ήτο φρέαρ υπό την σκιάν λεύκης, της οποίας τα λευκά πέταλα απαλώς εσείοντο υπό της πρωϊνής αύρας. Η καλύβη κατεσκευάσθη εκ διχοτομηθέντων κορμών δένδρων, των οποίων ο φλοιός εφαίνετο έξωθεν, η στέγη δε συνηρμόσθη εκ πηλού και αχέρδου. Όπισθεν της καλύβης υπήρχεν άλλο στέγασμα διά τας αίγας, όπου εσκόπει να κατασκευάση ο Θάνος και φάτνην διά τους βόας. Έμπροσθεν η στέγη της καλύβης εξείχε πολύ, ώστε να παρέχει σκιάν εις τους καθημένους. Εκεί διευθύνθησαν οι δύο γέροντες μετά του Θάνου, όπου η Βαρβάρα ίστατο προσμένουσα αυτούς.
Μετά τας συνήθεις προσηγορίας η Βαρβάρα εισήλθεν εις την καλύβην μετά του εφημερίου, διά να τον ερωτήση περί του Τάσου. Ο Ηφαιστίδης την ωνόμαζε Καμινώ, ή διότι κατεγίνετο πάντοτε εις την κάμινον, ή διότι είχε πολλάς μετά του εφημερίου συνδιαλέξεις, αίτινε διεκόπτον την αδιάκοπτον γλωσσαλγίαν του και τον εστέρουν ακροατού.
«Άφες», είπεν εις τον Θάνον, «την Καμινώ να εξομολογηθή εις τον εφημέριον, αν και δεν ήλθομεν επί τούτω, και δος με ν’ ανάψω την καπνοσύριγγά μου.»

2
ΠΟΛΙΤΙΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΗΦΑΙΣΤΙΔΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑΪΩΝΑ

Υπό την σκιάν του εκ κλάδων δάφνης πλεκτού γείσου ή μάλλον γέρρου της καλύβης εκάθισεν ο Ηφαιστίδης επί κορμού δένδρου ως αρχαίου θώκου εσκαμμένου και, αφαιρέσας τας άκρας της βακτηρίας του, μεθήρμοσεν αυτήν εις καπνοσύριγγα, λαβών δε εκ της χειρός του Θάνου αγγείον ψυχρού ύδατος, τον είπε:
«Δεν σε βλέπω, τέκνον μου, φαιδρόν, όπως έπρεπε να είσαι. Αι θημωνίαι είναι υψηλότεραι από πέρυσι? άρα και ο σίτος σου αναλόγως αφθονώτερος.»
«Από τον Θεόν δεν παραπονούμαι, διδάσκαλε, παραπονούμαι από τους ανθρώπους. Είναι δέκα πέντε ημέραι αφού εθέρισα, και ακόμη δεν εφάνησαν οι ενοικιασταί του δεκάτου. Η επαρχία είναι γεμάτη ληστών, ο καιρός δύναται να είναι άστατος, χίλια πράγματα συμβαίνουν. Αν δεν αλωνίσω και δεν φέρω το σιτάρι μου εις την Λαμίαν, δεν είμαι ήσυχος.»
«Είσαι χρηστός άνθρωπος και ο Θεός θέλει σε τα φέρει όλα δεξιά. Οι ενοικιασταί είναι εντός της Λαμίας, φοβούμενοι τους ληστάς. Αλλά τώρα, μετά την άφιξην του νέου μοιράρχου και την αυστηράν του καταδίωξιν, εξέρχονται πάλιν και θα σ’ ενθυμηθούν, διότι είσαι ο πλησιέστερος.»
«Άμποτε! Πλην και αυτόν τον μοίραρχο φοβούμαι. Καθώς λέγουν, είναι σκληρός και απάνθρωπος? αύριον υποπτεύεται ότι έδωκα τροφάς εις τους ληστάς και με φυλακίζει, πριν λικμήσω? ποίος θα επιστατήση τότε;»
«Όλοι σε γνωρίζουν, ότι είσαι τίμιος και αγαθός γεωργός? εχθρούς δεν έχεις, πώς θέλεις να σε υποπτευθή ο μοίραρχος;»
Όλοι αυτοί οι λόγοι, προερχόμενοι εκ της γνώμης όπως έπρεπε να είναι τα πράγματα, δεν καθησύχαζον τον Θάνον, όστις τα έβλεπεν όπως ήσαν.
Εν τοσούτω εντός της καλύβης εγίνετο άλλη συνδιάλεξις.
«Τι ήκουσες δια τον Τάσον;» είπεν εις τον εφημέριον η Βαρβάρα.
«Ο Τάσος σου έγινε κλέφτης, και αλλοίμονον και εις σας τους ίδιους.»
«Διατί;»
«Διότι ο μοίραρχος είναι αυτόχρημα Σατανάς! Άμα μάθη ότι ο ληστής έχει συγγενείς, τους βιάζει να μαρτυρήσουν που είναι? φόβος και τρόμος κατέλαβε τους πάντας εις την Λαμίαν.»
«Αϊ! Τάσε μου! Αν σου τύχη εις την διάβα σου ο μοίραρχος, δεύτερην φοράν δεν θα βήξη? τότε θα έχης και συ το κλέφτικο τραγούδι σου!»
«Διά το καλόν του Θάνου σου, αν έχης τρόπον, μήνυσε τον Τάσον να φύγη και να μην ακουσθή.»
Ταύτα λέγω εξήλθεν πάλιν της καλύβης ο εφημέριος και εκάθισε πλησίον του Ηφαιστίδου, λυπούμενος ότι αι προς την Βαρβάραν συμβουλαί του ήσαν ανωφελείς.
Αυτή μετ’ ολίγον έφερε τον καφέ και γάλα διά τον Ηφαιστίδην, όστις εκ της εν Βιέννη διατριβής του είχε την έξιν να πίνη αυτά αναμεμιγμένα? εξήγαγε δε του κόλπου του ζάκχαριν και κουλούρια δι’ εαυτόν και τον εφημέριον.
«Σήμερον, δάσκαλε, θα εύρης τον καφέ όπως τον θέλεις», είπεν η Βαρβάρα.
«Εύχομαι», απήντησεν ο Ηφαιστίδης, «αλλά σαυτήν επαινείς ώσπερ Αστυδάμας, γύναι.»
«Πάλιν τα Ελληνικά σου, δάσκαλε! αυτό θα ειπή, να πάγω εις την δουλειάν μου», είπεν η Βαρβάρα.
Και στραφείσα εισήλθε πάλιν εις την καλύβην προς τα έργα της.
Αφού ο Ηφαιστίδης επλήσθη και εκορέσθη, ενώ ο Παπαϊωνάς περιωρίσθη εις μόνον τον μέλαν καφέ, εκμυζών την σύριγγά του και διώκων τα νέφη καπνού, ήλθε πάλιν εις επιθυμίαν λόγων.
«Φίλε Ιωνά», είπεν, «ολίγαι χώραι με φαίνεται να είναι τόσον τερπναί όσον αυτή η κοιλάς του διϊπετούς και ακάμαντος Σπερχειού. Τοιαύτη είναι σχεδόν και όλη η Ελλάς, γη ευδαίμων και κλίμα ευκραές? υπό τινων δε και πως εκατοικείτο, με λέγει η επιγραφή εντός εκείνων των στενών:
Ω ξέν’, υπάγγειλον Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
κείμεθα τοις κείνων πειθόμενοι νομίμοις.
Ποια εκείνα τα νόμιμα και εκείνοι οι θεσμοί του Λυκούργου, και ποιαι αι σήμερον πλεκτάναι των νόμων! Χάριν εκείνων άσμενοι παρέδιδον εαυτούς εις τον θάνατον, και αυταί κατατρίβουν τους πολίτας ή τους προκαλούν εις αλληλοφονίαν. Τι άλλο είναι σήμερον οι νόμοι και το πολίτευμα ειμή αδιέξοδος λαβύρινθος αρχών επίτηδες πολυπλασιαζομένων, διά να κορεσθή το σμήνος των ακορέστων ραδιούργων, οίτινες τρεφόμενοι εκ των ιδρώτων του λαού τον καθιστούν καθημέραν πενέστερον και τον ωθούν εις την ληστείαν και τα κακουργήματα; Ιδού έχεις ενώπιόν σου εναργές παράδειγμα. Αυτός ο καλός εργατικός γεωργός απέφερεν εκ της ευδαίμονος ταύτης γης όσον ηδύνατο να ποθήση καρπόν. Ενώ η Κυβέρνησις μισθοδοτεί τόσας αρχάς και τόσους υπαλλήλους, αυτόν και τους ομοίους του παρέδωκες εις εργολάβους, μέλλοντας να εκθλίψουν το λιπαρώτερον και μη ευκαιρούντας να τον υποβάλουν εις αυτήν την βάσανον. Εν τοσούτω κινδυνεύει ν’ απολέση τα κτηθέντα ή υπό ομβρού τινός θυελλώδους ή άλλης συμφοράς, και κινδυνεύει και αυτός μη καταστή ύποπτος, ότι έδωκε τροφάς εις ληστάς, κατά της επιδρομής των οποίων δεν ευρίσκει προφύλαξιν. Ιδού πως περιστρεφόμεθα εις φαύλον κύκλον. Εκ της κακής κυβερνήσεως γεννώνται αι ληστείαι και, επειδή η χειρ του νόμου δεν φθάνει να τιμωρήση τον ληστήν, η χειρ του εκτελεστού του νόμου πίπτει επί της κεφαλής του αθώου και απροστάτευτου πολίτου, δηλαδή σε τιμωρώ, διότι δεν είμαι εις κατάστασιν να σε περιφρουρήσω. Κατά τοιούτων νομίμων έχω άδικον επιφωνών συχνάκις το ερρέτωσαν; Η Ελλάς δεν θέλει ευδαιμονήσει, αν δεν διοικηθή κατά τα πάτρια. Εκάστη επαρχία πρέπει να έχη τους ιδίους άρχοντας, εκλέγουσα αυτόυς μόνη προς επιστασίαν και διατήρησιν της εν αυτή τάξεως και ασφαλείας, διά δε τα κοινά να συνέρχεται άπαξ του έτους αμφικτυονικόν συνέδριον, ενταύθα, αν προτιμάς, εν τη Πυλαία. Θέλεις ιδεί τότε ότι οι πολίται θέλουν εκλέγει τους επ’ αρετή διακρινομένους:

Μύθων τε ρητήρ’ έμεναι πρηκτήρα τε έργων.

Διότι εις τούτο θέλει τους παροτρύνει το ίδιον αυτών συμφέρον, ενώ σήμερον η Κυβέρνησις σοι αποστέλλει τον τυχόντα, διά να τον εξοικονομήση ή να μη τον έχη φορτίον. Εις εκ των αρχόντων θέλει είσθαι ο στρατηγός, όστις θέλει ασκεί όλους τους εν ηλικία εις τα όπλα, ώστε τυχούσης ανάγκης όλη η Ελλάς θέλει εκστρατεύει κατά του εχθρού, πανστρατιά:

Ασπίς αρ’ ασπίδ’ έρειδε, κόρυς κόρυν, ανέρα δ’ ανήρ.»

Αν και ο Παπαϊωνάς ως προς την ελληνικήν παιδείαν έδιδε τα πρωτεία εις τον Ηφαιστίδην και εθεωρεί μάλιστα αυτούς ως ευγλωττότερον ερμηνέα του ιδίου φρονήματος, δεν συνετάσσετο όμως μετ’ αυτού ως προς τας περί πολιτεύματος θεωρίας του, διότι εφαίνετο εις αυτόν ότι αρχαΐζουν μεν, αλλά προς το εθνικώτερον. Επεχείρησε λοιπόν να τας διορθώση εν μέρει, παραδεχόμενος και αυτός ότι νοσεί η κοινωνία και χρείαν έχει ιατρού επιτηδείου.
«Σοφούς λόγους είπες, φίλε Ηφαιστίδη» αλλά με φαίνεται ότι ανθρωπίνως έκρινες περί των ανθρωπίνων.»
«Βέβαια», υπέλαβεν εκείνος:

«Ανήρ εγώ και πάντα μοι τ’ ανδρός μέλει.»

«Αλλά», εξακολούθησεν ο εφημέριος, «ενθυμήσου ότι ο Κύριος απέκρυψε ταύτα από σοφών και συνετών και απεκάλυψεν αυτά νηπίοις. Διά τούτο άκουσον και εμού του άσοφου τους λόγους. Η κοινωνία σου, όπως και αν την ενδύσης, ή αττικώς ή σπαρτιατικώς, είναι άγαλμα αγοραίον, αν δεν εμπνευσθή υπό της θρησκείας και της χριστιανικής ηθικής, και ιδού έθεσα τον δάκτυλον επί της πληγής. Καταφρονείται η εκκλησία, χηρεύουν αι επισκοπαί, απεσπάσθη το τέκνον από της εν Κωνσταντινουπόλει μητρός, και ουδείς κήδεται του ορφανού, του οποίου η περιουσία καθημέραν φθείρεται. Εν τούτοις η καλή εκείνη μήτηρ μάς παρείχεν επί αιώνας το άδολον γάλα της αλήθειας, και ως νεοσσοί υπό τας πτέρυγας της διεσώθημεν εκ των κινδύνων του ζυγού. Αυτή εντός κιβωτού σώζει το γενεαλογικόν μας βιβλίον και, επειδή δεν το αναγινώσκομεν πλέον, ελησμονήσαμεν την πατριάν μας, ωσάν είμεθα, ως λέγεις, από δρυός και από πέτρης και, αχάριστοι προς την μητέρα, εγίναμεν άδικοι και αναίσθητοι προς τους αδελφούς, από τους οποίους αι γήιναι δυνάμεις ηθέλησαν να μας χωρίσουν, αλλά δεν ηδυνήθησαν να χαράξουν ειμή αυτά τα άστατα όρια.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα