Παλαμάς Κωστής
Ο δωδεκάλογος του Γύφτου
 
 
Τα Άπαντα, Εκδόσεις Πέλλα, Σσ.3-171, Πρώτη Έκδοση Έργου:1907
 
 


Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ TOY ΓΥΦΤΟΥ



Μ ο υ σ ι κ ή ν π ο ί ε ι κ α ί ε ρ γ ά ζ ο υ
ΠΛΑΤΩΝ ΦΑΙΔΩΝ

Σ Ε Σ Α Σ ,
ΓΝΩΣΤΟΙ ΚΙ ΑΓΝΩΡΙΣΤΟΙ, ΤΩΡΙΝΟΙ ΚΑΙ ΑΥΡΙΑΝΟΙ, ΟΣΟΙ
ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΙ, ΠΟΥ ΚΑΠΩΣ ΘΑ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΣΤΟ ΣΤΙΧΟ
ΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΘΑ ΞΑΝΟΙΓΕΤΕ ΜΕΣΑ ΤΟΥ,

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥΤΟ

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΙΣΩΣ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΞΑ Ν’ΑΛΑΦΡΟΔΕΣΩ ΜΑΖΙ
ΕΠΙΚΑ ΚΑΙ ΛΥΡΙΚΑ ΚΑΙ ΔΡΑΜΑΤΙΚΑ, ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑς
ΑΠ’ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ,
ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΜΕΝΑ ΚΙ ΑΠΟ
ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΤΗ ΣΚΕΨΗ, ΚΙ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΙ
ΑΠΟ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ,-ΚΑΠΟΙΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΚΑΙ
ΚΑΠΟΙΑ ΚΑΡΔΙΟΧΤΥΠΙΑ

Τ’ ΑΦΙΕΡΩΝΩ.

ΑΘΗΝΑ, 5 ΤΟΥ ΤΡΥΓΗΤΗ, 1899
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ



ΛΟΓΟΣ A'
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ
Για μας ο δημόσιος δρόμος, ο κάβος,
τα δάση, τα βράχια. Είμαστε λαός από
τυχοδιώχτες που όλο περπατεί. Σπίτια
και τζάκια για τους άλλους είναι.
Ibsen (Brand)
Γύφτισσα τόνε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά…
Σερβικο τραγουδι


Τ' αξεδιάλυτα σκοτάδια
τα χαράζει μια λιγνή λευκότη
νυχτοφέροντας και αυτή•
και ήτανε του νου μου η πρώτη
χαραυγή.

*

Και ήταν ώρα μελιχρότατη•
και ήτανε χυμένο ολόγυρα
κάτι πιο χαϊδευτικό
κι από τ' αεράκι,
όταν έρχεται γιομάτο από τα μπάλσαμα
πρωϊνά των ολοπράσινων πευκώνων,

κι από τ' αεράκι,
και ήταν πέρα κάπου σε μια γη,
σε πηγή λαών και χρόνων
και ήτανε στη Θράκη.

Και ήταν όπου κόσμοι αντίμαχοι
με την ίδιαν ερωτόπαθη μανία
ν' αγκαλιάσουνε λαχτάριζαν
την πανώρια Βοσπορίτισσα, τη μία,
και κατάλαμπρα ντυμένοι καταστάλαζαν
και φιλούσανε τα χώματα
που τα πόδια της πατούσαν
σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,
μέλισσες εκεί οι λαοί πετούσαν.
Και ήτανε η πανώρια, δυο γιαλών
αφροκάμωτη νεράιδα,
κι ήσουν εσύ, Πόλη, ω Πόλη!
και ήτανε της γης το περιβόλι,
και ήταν όπου σε μια δόξα
των Εθνώνε ταίριαζαν οι πόλοι,
και ήταν όπου από τα πέρατα του κόσμου
Βάρβαροι δυσκολοταίριαστοι,
στη Ρωμαία των Κωσταντίνων
πολεμούσαν κάτω από το λάβαρο
των Ελλήνων.

Κι από μέσα από τους όχτους των Κατάστενων
ήταν όλο σα να φύτρωναν
πολιτείες από πράσινο?
κι αναβρύζαν συντριβάνια από βλαστάρια?
και ήτανε οι ανθοί σαν ξωτικά,
και ήταν ως να χύνονταν από ψηλά
σε μαλαματένιες μέσα στέρνες
μια βροχή από λυχνιτάρια.
Κι αντιχτύπαγε κι ο ήλιος
από τα βουνά τα Βιθυνιώτικα
σε Μαγναύρες και Βλαχέρνες,
και του ήλιου όλα τα φέγγη εκείνες φέγγοντας,
προς τα ύψη αψήφιστα τραβούσαν.
Κι απ' των κάστρων τις Χρυσόπορτες,
κι από τ' άπαρτα Εφταπύργια
ως την άκρη στα σπαρτά σμαραγδονήσια,
λεγεώνες τα παλάτια
και στρατοί τα μοναστήρια.

Και ήταν ως να πλέκονταν
και ήταν ως να λύνονταν
κάποιας μάϊσσας μάγια
αποπάνω από τους τρούλους κι από τα σαράγια•
και λαμποκοπούσες, ω ψυχή μου,
μ' όλους τους ασάλευτους σταυρούς
και μαυρολογούσες, ω καρδιά μου,
με τα κυπαρίσσια.

Σε λευκά λιμάνια, ανάρια ανάρια,
αστραπόβολα χελάντια πυργωτά
με τα ορθόπλωρα χαλκόπλαστα λιοντάρια,
αργοσάλευτα στα χέρια των κυμάτων,
τι ονειρεύεστε; τι αράγματα νικών
και θανάτων;

Και δεν ήτανε στρατοί
πολεμόχαρων αυτοκρατόρων
κάτω από τη σκέπη των αητών
των τροπαιοφόρων,
και δεν ήταν ούτε στρατοκόποι
σταυροφόροι καβαλιέροι,
που γοργόσπρωξε ως εκεί
κάποιο ξαφνισμένο αγέρι•
και δεν ήταν αμιράδες
πίσω σέρνοντας τ' αράπικο
και το τούρκικο λογάρι,
και δεν ήτανε του ολέθρου
ξανθοπρόσωποι κουρσάροι?
δεν τους φέρνανε οι αρμάδες
από πάγους και βοριάδες
ταυροσκυθικούς•
τους δειλούς τραντάζοντας γιαλούς,
μες τα δρακοντόφαντα μονόξυλα,
δεν τους φέρνανε οι αρμάδες!

Και ήταν σαν από μακρότατα,
και ήταν σαν από μερόνυχτα
κι από χρόνια πεζοδρόμοι?
και σα να 'χασαν το δρόμο τους,
και μαζί μ' αυτό σα να 'χασαν
λίγο λίγο και την έγνοια,
λίγο λίγο και τη γνώμη,
κ’ ύστερα και κάθε μνήμη,
κ’ ύστερα και κάθ' ελπίδα,
και που δεν κρατούσαν πίσω τους
και που μήτε ξάνοιγαν εμπρός
μια πατρίδα.

Σε φλογέρες γλυκοστέναζαν
κρυφούς πόνους λαλητάδες,
ήχοι σκίζονταν και δέρνονταν,
ήχοι πλήγωναν από
ντέλφια, βούκινα, ζουρνάδες•
και βαρυπερνούσαν παρεκεί
μεσ' από τη στράτα τη λευκή,
και τον κουρνιαχτό φτερώνοντας
θόλωναν ανάρια του βουνού
την εικόνα τη γεράνια•
και βαρυπερνούσαν καραβάνια.
Κάπου απότομα τινάσματα
ξάφνιζαν σαν απ' αγρίμια,
και ξεσπούσε στην απλοχωριά
και ήτανε σα να τη μόλευε τη σιγαλιά
την παρθένα μια βλαστήμια.
Γέλια αλάλαζαν? δεν ξάνοιγες
λύσσας αν αφρίσματα ήτανε
ή αν ξεχύματα χαράς.
Πίσω από το πύκνωμα της βατουριάς
πόθοι, ακράτητοι σατράπες,
λάγνα ταίριαζαν -το μάντευες-
με ξαδιάντροπες αγάπες.

Κι άλλοι, σαν από μιαν άσβηστη
δίψα, που τους είχε κάμει
κάποια αχόρταγα στοιχειά,
στέκαν άκρη στο ποτάμι,
σα να ριζοβόλησαν εκεί,
και γυρεύαν το ξεδίψασμα
σκύβοντας με την παλάμη,
πότε με το στόμα ολοσκυφτοί.
Κι άλλοι από 'ναν ύπνο, που έλεγες
είναι αξύπνητος, δετοί,
κοίτονταν όπου τους έδεσε
και όπως είχανε βρεθεί,
και στης χέρσας γης την αγκαλιά
και στα μαλακώτατα χορτάρια,
και είχανε τα σκίνα για κλινάρια,
τα στουρνάρια για προσκέφαλα
και ήτανε στις ακρορρεματιές,
και ήτανε σε όχτους και σε τράφους,
και ήτανε ως μπαλσαμωμένοι
και άλιωτοι νεκροί και λυτρωμένοι
και από πάθια κι από τάφους•
και ήτανε σα να ταξίδευαν
πατρικά συντροφιαστοί
από Χάροντα ευεργέτη
σε μιαν άλλη αμίλητη ζωή.

Ορθοστήλωτες, απόκοτες,
μάντισσες λαοπλάνες,
είχανε τη γύμνια σα ζητιάνες,
και είχανε τα μάτια σαν αγάλματα,
και είχανε τα μάτια χωρίς βλέμματα,
γιατί λείπαν οι ματιές τους προς μαντέματα
δυσκολοξεδιάλυτα,
προς απόσκεπες λείπανε Μοίρες?
και στα μεγαλόπρεπα κορμιά
τα κουρέλια αεροκυμάτιζαν
σαν πορφύρες.

Και ήταν, ήταν οι δαρμένοι
από κάθε ανεμοτάραμα,
και ήταν από τα λιοπύρια
των ερήμων οι ψημένοι,
και τα συντριμμένα ήταν κορμιά
από κόπους και από κόπους,
και ήταν οι ψυχές που πέρασαν
άγγιχτες κι απαρακάλεστες
από τόπους και από τόπους,
και ήτανε μιας άγριας άνοιξης
μηνυτάδες διαβατάρικοι,
μαύρα χελιδόνια,
και είχανε κελάϊδισμα τ' ανάθεμα
και φωλιές τα καταφρόνια.
Και ήταν όλ' οι χαλκοπράσινοι,
κ’ ήταν όλ' οι αφωρισμένοι,
κ’ οι ερμοσπίτες, κι οι αλλόφυλοι,
και όλ' οι πλάνοι, και όλ' οι ξένοι,
κι όλοι όσοι τους ντρέπεται το φως
κι όσοι, σαν τους βλέπει η μέρα,
τη φωτόλουστη όψη κρύφτει•
και ήταν όλοι οι γύφτοι, οι γύφτοι,
από πέρα πέρασμα για πέρα.

Νύχτα ανάβει, νύχτα ολογυρνά,
έξω κι έξω απ' το λιμάνι,
νύχτα σβήνει στα βαθιά νερά
σαν από αίμα πυροφάνι…

Και ήταν οι καιροί που ατίναχτο
μέγα αστροπελέκι, κάτι
πρωταγρίκητο κι ως τότε κι ανιστόρητο,
απ' την Άσπρη Θάλασσα ως το Δούναβη
και ίσα πέρα από τα πόδια του Ευφράτη
κρέμουνταν απάνω από τον κόσμο,
κάψαλα και στάχτη να τον κάμη,
και λιγοθυμούσ' η Ανατολή,
κι έτρεμε και η Δύση σαν καλάμι.
Και ήταν οι καιροί που η Πόλη
πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε,
και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε,
και καρτέραγ' ένα μακελάρη.
Και ξολοθρεμός ο μακελάρης.
Ρούσοι, Νορμαννοί, Βουλγάροι, Καταλάνοι,
κι ο Χριστιανομάχος ο Σαρακηνός,
κι ο Ουγγαρέζος, ο τεράστιος καβαλάρης,
πιο απαλά μπροστά του δείχνονταν
καθεμιά φυλή, κάθε σεισμός.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.