Γρυπάρης Ιωάννης
«Εστιάδες», Σκαραβαίοι και Τερρακότες
 
 
Σκαραβαίοι και Τερρακότες, Εκδόσεις Εστία 1980, Σσ.147-149, Πρώτη Έκδοση Έργου:1919
 
 
Εστιάδες

Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
παν’ απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή - κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

-«Έσβησ’ η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί ναν’ ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ’ αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή τη κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μη τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.

Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το ναό τραβούνε
και μπρος στη πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να δούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο τον βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκεν μια άβουλη ανεμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
Μα η Άγια η Φωτιά, μια πού ’ σβησε, δε την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.
Κριτικά Κείμενα