Πατρίκιος Τίτος
«Κραυγή κινδύνου», Χωματόδρομος
 
 
Ποιήματα, Ι 1948-1954, Εκδόσεις Θεμέλιο 1976, Σσ.148-151, Πρώτη Έκδοση Έργου:1954
 
 

Οι δρόμοι γέμισαν ξανά

έναν βουβό και βρώμικον αγέρα

σαν από στόμα πεινασμένου.

Πάλι ένας ξένος ήρθε στον τόπο μας

με πολλά παράσημα, πολλούς χαρτοφύλακες,

πολύ αίμα πηγμένο στα νύχια

να μελετήσει τον πόλεμο.

Σαν αγάλματα που χρόνια ξεχάστηκαν

στην πιο υγρή γωνιά των πάρκων,

πράσινοι, πέτρινοι,

με γύψο στις ρωγμές που άνοιξαν οι καιροί,

συσκέπτονται στα γραφεία τους.

Κάτω απ' τα πολυτελή τραπέζια

κάτω απ' τις οικονομικές στατιστικές και τα σχεδιαγράμματα

παραμονεύει

μια στοίβα νεκροκεφαλές.

Οι ομιλίες τους είναι μετάλλινες

οι ανάσες είναι μετάλλινες∙

σε κάθε τσέπη στις μολυβένιες τους στολές

ή τα νικέλινα γυαλιστερά κουστούμια τους

υπάρχει κι ένα έγγραφο

πιτσιλισμένο θάνατο.

Γδέρνουν σιγά - σιγά το χώμα της πατρίδας

ξεριζώνουν το γρασίδι

κι απομένει ο γρανιτένιος σκελετός της γης

γυμνός

χωρίς ούτε ένα λουλούδι

να το φοράν οι κοπέλες στα μαλλιά τους

κι απομένουν τα εγκαταλειμμένα λατομεία

γεμάτα πυρομαχικά.

Σ' όποιο σημείο του χάρτη ακουμπάν

εκεί τα σπαρτά πεθαίνουν.

Όμως τα παιδιά παίζουν τους βόλους τους

στα ρείθρα των πεζοδρομίων,

τα πλοία ταξιδεύουν και μεταφέρουν

εμπορεύματα και χρηματαποστολές

την ίδια ώρα που ετοιμάζεται

με παγερούς και στίλβοντες υπολογισμούς

η μεγάλη κλεψύδρα της ανθρωπότητας

που θέλει το αίμα όλων μας για να γεμίσει

και μεις γινόμαστε από μια μονάδα

στους πολυψήφιους αριθμούς του φόνου και της αρπαγής.

Ε αδέρφια, ακουστέ!

Ο αγέρας αυτός που αγγίζει τα πρόσωπά μας

που πτυχώνει τα πουκαμισάκια των παιδιών

που κουνάει τα πλοία στο λιμάνι

δεν είναι θαλασσινός μπάτης.

Είναι οι εξατμίσεις των βομβαρδιστικών αεροπλάνων

τ' αέρια των μυδράλιων

οι φωτιές κι οι καπνοί των ναπάλμ

που οπού κι αν πάμε θα μας φτάνουν.

Αδέρφια, η γη μας είναι όμορφη

και μας την κλέβουνε

η θάλασσα μας καθαρή

και τη λερώνουν

εμείς είμαστε για ν' αγαπάμε

και μας ποτίζουν μίσος

κι αυτός ο λόφος, ο συρματοπλεγμένος,

μ’ αυτά τ' αλλόκοτα ικριώματα,  με  τ' αντιαεροπορικά

κανόνια,

είναι για να φυτέψουμε αμπέλια,

για να περπατάν ερωτευμένα ζευγάρια.

Αχ, η καλημέρα του γείτονα χαμένη,

το πιάτο χωρίς φαΐ, ο ύπνος χωρίς γαλήνη

και τα παιδιά να κλαίνε, να πεινάνε,

να παίρνουν στο σχολειό κακούς βαθμούς...

Ε αδέρφια αδέρφια,

κίνδυνος!

Αυτός ο ξένος

μες στις μαρμάρινες κλειδώσεις του κρύβει το θάνατο

και στ' άδεια μάτια του,

πάλι το θάνατο.

Αδέρφια κίνδυνος!

Το ξέρουμε πως είναι άγρια η φωνή μας

πως είναι βραχνή

μα πρέπει ν' ακουστεί.

Στ' αργαλειά της πείνας και του φόβου

υφαίνουν το κακό ολωνών.

Είναι άγρια η φωνή μας

μα πιο άγρια είναι η νύχτα που έρχεται.

Χτυπήστε λοιπόν τις καμπάνες του κινδύνου

σημάνετε συναγερμό παντού.

Έτσι λοιπόν,

χτυπήστε τις καμπάνες

να το μάθουν όλοι οι άνθρωποι

όλες οι μητέρες

όλα τα καμένα χωριά

η φωνή της  Ελλάδας ν' ακουστεί

πάνω απ' τις πολύχρωμες ρεκλάμες

πάνω απ' τα πολύχρωμα πουκάμισα

πάνω απ' τα πολύχρωμα περιοδικά

που πάν να κρύψουν το σκοτάδι της σφαγής.

Η φωνή μας είναι άγρια

όπως άγρια είναι κι η απόφασή μας,

να θέλουμε σοδειές για τα χωράφια μας,

ν' αγαπάμε τα φράγματα που δεν μπορεί

θα γίνουνε μια μέρα στα ποτάμια μας,

ν' αγαπάμε τ' αρχαία μάρμαρα,

ν' αγαπάμε την ειρήνη.