Μαλακάσης Μιλτιάδης
Ο Μπαταριάς
 
 
Άπαντα (τίτλος έργου: Μπαταριάς), Εκδόσεις Alvin Redman, Αθήνα 1964, Σσ.213-215, Πρώτη Έκδοση Έργου:1919
 
 
«Ένα Σάββατο βράδυ,
Μια Κυριακή πρωί…»
Ο Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλης του Τσαγκαράκη
κι ο Νίκος του Βρανά,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, το ’ρίχναν στο μεράκι,
στου Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ως ήσανε αρχοντόπουλα κ’ οι τρεις, στο κέφι απάνω,
στέλναν για τα βιολιά,
και μες σε λίγο βλέπανε τον Κατσαρό τον Πάνο,
και πίσω το Θανάση Μπαταριά.
Κι αμέσως με το βιολιτζή και με το λαουτέρη,
και μ’ έναν πιφιρτζή,
για το βιλούχι κίναγαν του Κώστα Καλιαντέρη,
που σίγουρα τον εύρισκαν εκεί.
Κι ο Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα με την ποδιά του,
τους δέχονταν ορθός,
και το τραπέζι ετοίμαζε προς τα’ αρμυρίκια κάτου,
στης άπλας λιμνοθάλασσας το φως.
Κι ως να στρωθή και να σιαχτή, και να συγκαιριστούνε
τ’ άργανα, σιγαλά
τα λιανοτράγουδα άρχιζνα, τα γιαρεδάκια, οπού ’ναι
καθώς τα προσανάμματα στη στιά.
Μα στο τραπέζι ως κάθουνταν, κι άνοιγεν η φωνή σου,
μεγάλε Μπαταριά!
στο τρίτο κρασοπότηρο, πουλιά του Παραδείσου
ξυπνούσανε κι αηδόνια στα κλαδιά.
Και λίγο λίγο ως γύριζες μες στο τραγούδι, ω θάμα!
παλληκαριές, καϋμούς,
τα’ αρματολίκι ανέβαζες και την αγάπη αντάμα,
στ’ αστέρια, στο φεγγάρι, στους Θεούς.
Κ’ εκείθε, που δεν έφτανε κανένας, κι η ανάσα
πιάνονταν ως κι αυτή,
κι εκείθε αλέγρα, παίζοντας, σκαλί σκαλί τα μπάσα,
κατέβαινε η γαλιάντρα σου η φωνή.
Κι όπως ετύχαινε συχνά, σε τέτοια γλέντια να ’ναι
καλοκαιριού χαρά,
και ο κόσμος έξω, τα νερά και οι κάμποι να ευωδάνε
κι όλα μαζί να σπρώχνουν δυνατά,
Και την πιο λίγο ανάθαρρη, παρέκει να πατήσει,
ν’ ακούσει και να δει, -
δεν έμενε εικοσόχρονη που να μην ξεπορτίσει,
και χήρα νια στο δρόμο να μη βγει.



Εκτενέστερο απόσπασμα του παραπάνω έργου θα είναι διαθέσιμο στις ιστοσελίδες του ΠΟΘΕΓ αμέσως μετά την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας εκχώρησης στο ΙΕΛ των σχετικών δικαιωμάτων χρήσης από τους κατόχους των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί του συγκεκριμένου έργου.